17.2.10

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ: Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Πρωτοδιάβασα Ιωάννου το 1980: τον Επιτάφιο θρήνο, που είχε κυκλοφορήσει εκείνη τη χρονιά, κατά τη γνώμη μου πυρηνικό βιβλίο μέσα στο συνολικό του έργο. Κι αμέσως μετά ό,τι δικό του βγήκε την ίδια εποχή: την Ομόνοια, μια αυτοπρόσωπη ξενάγηση στη μεγάλη αυλή των (ελληνικών μόνο, τότε) θαυμάτων· τη Στράτωνος μούσα παιδική, μετάφραση αρχαιοελληνικών παιδεραστικών ποιημάτων. Κι έπειτα, ένα-ένα, τα προηγούμενα βι­βλία του.

Τον ίδιο τον Ιωάννου τον γνώρισα μόλις το 1982, με αφορμή μια συνέντευξη που μου παραχώρησε τότε για το κρατικό ραδιόφωνο. [Το πρώτο μέρος της συνέντευξης εκείνης διασώζεται πλέον στο περιοδικό Το Δέντρο, τεύχος 17-18, 1985· το δεύτερο, στο βιβλίο Γιώργος Ιωάννου: Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. Συνεντεύξεις (1974-1985). Πρόλογος-επιμέλεια: Γιώργος Αναστασιάδης. Αθήνα, Κέδρος 1996.] Πριν από τη συνέντευξη όμως, με εξάντλησε σε μια δίωρη βόλτα στην πρωτομαγιάτικη Θεσσαλονίκη. Για έναν νέο των δυτικών συνοικιών (μεγάλωσα μακριά από το κέντρο, στη Σταυρούπολη), παιδί Μικρασιατών προσφύγων, η Θεσσαλονίκη ήταν μέχρι τότε μια πόλη χωρίς γραφικότητα. Η Άνω Πόλη με τα καλντερίμια και τις βυζαντινές εκκλησίες, η παλιά παραλία, τα Λαδάδικα, με δυο λόγια η κρυφή της γοητεία και οι ειδοποιές διαφορές της "ανακαλύφθηκαν" αρκετά αργά, είτε μέσα από τις σελίδες κάποιων βιβλίων είτε με πολύωρους περιπάτους δίπλα σε αισθαντικούς συνοδοιπόρους (όπως ο Ιωάννου), που διέθεταν το σπάνιο προνόμιο να κατέχουν και εσωτερικούς και υποχθόνιους ρυθμούς της Θεσσαλονίκης. Ανθρώπους που δέθηκαν τόσο πολύ μαζί της, ώστε τελικά διαποτίστηκαν από την υγρασία της και ταυτίστηκαν μαζί της. Εκείνη η δίωρη βόλτα με τον Ιωάννου λοιπόν ήταν η πρώτη μου επαφή με τη μυθολογία της πόλης, που καλλιεργούσε ο Ιωάννου, αλλά κι η είσοδός μου στον γοητευτικό ατομικό του μικρόκοσμο. Τέτοιες βόλτες στη Θεσσαλο­νί­κη, νυχτερινές κυρίως, ήταν ένας από τους άξονες πάνω στους οποίους κινήθηκε η σχέση του μαζί μου (οι άλλοι ήταν η αλληλογραφία μας και οι επισκέψεις μου, Κυριακή πρωί συνήθως, στο σπίτι του στην αθηναϊκή οδό Δεληγιάννη).


Στα τέλη Απριλίου του 1982 είχα μάθει πως θα ερχόταν στη Θεσσαλονίκη και του τηλεφώνησα να του ζητήσω μια συνέντευξη για τη ραδιοφωνική μου εκπομπή. Δέχτηκε ―όχι με μεγάλη ευκολία― και μου ζήτησε να συναντηθούμε κάπου έξω, ώστε να γνωριστούμε στοιχειωδώς πριν από την ηχογράφηση. Δώσαμε ραντεβού μπροστά στο «Πεϊνιρλί», πλάι στην Καμάρα. Ήταν Πρωτομαγιά. Συναντηθήκαμε κατά τις 11 το πρωί και, ύστερα από τα τυπικά, βαδίσαμε κουβεντιάζοντας στην Εγνατία μέχρι τη διασταύρωσή της με τη Βενιζέλου. Εκεί σταθήκαμε για λίγο στην πανεργατική συγκέντρωση και ανακατευτήκαμε με το πλήθος. Επιστρέψαμε στη Χαλκέων· σ' ένα στενό μου έδειξε το σημείο όπου βρισκόταν το πατρικό του σπίτι, στην Ιουστινιανού, κι απέναντι ένα στέκι ρεμπέτηδων, όπου τραγούδησε κάποτε ο Τσιτσάνης, εν μέσω διαμαρτυριών των "καθωσπρέπει" γειτόνων.

Στο σπίτι της αδελφής του Δήμητρας, στην οδό Αγίου Δημητρίου, όπου διατηρούσε ένα μικρό δωμάτιο, μιλήσαμε καμιά ώρρα για το πώς βλέπει τη Θεσσαλονίκη ζώντας τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα, καθώς και για τη σχέση του ως συγγραφέα με τη γενέτειρα πόλη. Η συνομιλία εκείνη μεταδόθηκε σε δύο μέρη (στις 4 και στις 7 Μαΐου 1982) από τη ραδιοφωνική εκπομπή «Περισκόπιο» της ―τότε― ΥΕΝΕΔ Β. Ελλάδος.

Από τη μόλις τρίχρονη συναναστροφή μας, που σχεδόν εξαρχής πήρε χαρακτήρα θερμής, αμφίδρομης φιλίας, έχω να θυμάμαι πολλά. Πρώτα πρώτα, την εμπιστοσύνη με την οποία με περιέβαλε εξαρχής, παρά το γεγονός ότι ήξερε πως προερχόμουν από ένα πνευματικό περιβάλλον που εκείνος θεωρούσε σφόδρα εχθρικό ― εννοώ τη Διαγώνιο, περιοδικό του κάποτε επιστήθιου φίλου του, Ντίνου Χριστιανόπουλου. Υστερα το γεγο­νός ότι στις ώρες της συναναστροφής μας, είτε στη Θεσσαλονίκη είτε στην Αθήνα, δεν μονοπωλούσε τον χρόνο, μιλώντας για κείνον, για το έργο του και τα ενδιαφέροντά του, αλλά προκαλούσε κι ενθάρρυνε και μένα να μιλώ για τα δικά μου έργα και τις δικές μου ημέρες ― και νύχτες, καμιά φορά...

Κι ανάμεσα σ' αυτές τις συναντήσεις, μικρά μπιλιέτα με τα χαρακτηριστικά φύλλα κισσού στην επάνω αριστερά γωνία και τον στρογγυλό γραφικό του χαρακτήρα· μπιλιέτα που συνόδευαν κάποιο καινούριο βιβλίο, νέο τεύχος του μονοφωνικού του Φυλλαδίου ή καμιά εγκύκλιο, που κατακεραύνωνε κάποιον που υπερέβαινε, κατά τη γνώμη του, τα εσκαμμένα. Αραιά και πού κανένα τηλεφώνημα, συνήθως Σάββατο απόγευμα, με ειρωνικά σχόλια για τους «Αθηναίους [συγγραφείς], που είναι συνέχεια στον δρόμο και δεν καταλαβαίνει κανείς πότε συγκεντρώνονται να γράψουν και να διαβάσουν» αλλά και με πληροφορίες για τα τρέχοντα και για τα επικείμενα σχέδιά του... Τα χρονογρα­φή­ματά του στις αθηναϊκές εφημερίδες, οι μαχητικές επιστολές του, οι εκτενείς συνεντεύ­ξεις του ή οι εμφανίσεις του στην τηλεόραση ήταν οι άλλοι τρόποι της έμμεσης επι­κοινωνίας μας. Μιας επικοινωνίας που συνεχίζεται πια χωρίς εκείνον αλλά με εκείνον, όπως συνεχίζεται η σιωπηλή, εσωτερική συνομιλία μας με όλους τους ανθρώπους (συγγενείς, φίλους, ερωτικούς συντρόφους και πάει λέγοντας) που αρνούμαστε να παραδώσουμε στη λήθη και συντηρούμε μέσα μας την εικόνα τους και τη φωνή τους και τα καμώματά τους...

Λένε ότι κάθε λογοτεχνικό έργο κρίνεται οριστικά από την αντοχή του στον χρόνο μετά τον θάνατο του δημιουργού του· δηλαδή όταν ο συγγραφέας δεν είναι σε θέση να το υποστηρίξει με τη φυσική του παρουσία, με ομιλίες του ίδιου ή άλλων γι' αυτό, συ­νε­ντεύξεις, “φίλιες” κριτικές και άλλα τέτοια, γνωστά τερτίπια.

Δεν υπάρχουν διαθέσιμα ακριβή στοιχεία για το ενδιαφέρον του σημερινού ανα­γνωστικού κοινού σχετικά με το πεζογραφικό αλλά και το υπόλοιπο έργο του Γιώργου Ιωάννου, από τον πρόωρο θάνατο του οποίου συμπληρώθηκαν ήδη 25 χρόνια. Η εντύπωση που επικρατεί πάντως είναι ότι το έργο αυτό παραμένει δημοφιλές, σε ανα­μενόμενη απόσταση φυσικά από την προ του θανάτου του συγγραφέα κυκλοφορία του, κρατώντας τον σταθερά μεταξύ των πρώτων ονομάτων της μεταπολεμικής μας πε­ζο­γραφίας.

Το φαινόμενο γίνεται πιο εντυπωσιακό αν προσμετρήσει κανείς τις θεωρούμενες ως ιδιομορφίες της πεζογραφίας του Ιωάννου: τον ιδιότυπο, απολύτως προσωπικό του λόγο· την ταύτιση των κειμένων του με συγκεκριμένους τόπους (Θεσσαλονίκη καταρχάς και κατά μέγα μέρος, Αθήνα στο υπόλοιπο) ή τη μετακίνηση και την παλινδρόμηση ανάμεσά τους· τον ασφυκτικά αυτοαναφορικό χαρακτήρα τους, καθώς όλα σχεδόν στηρίζονται σε βιωματικό υπόβαθρο. Παραμένει βέβαια ζητούμενη η μαγική συνταγή με την οποία ο συγγραφέας του Επιτάφιου θρήνου μετέτρεπε την ατομική εξομολόγηση σε παναν­θρώ­πι­νη.

Δεν είμαι βέβαιος αν η περίπτωση Ιωάννου χρειάζεται τέτοιες, χάριν μνημοσύνου, αναφορές. Σκέφτομαι συχνά ότι το έργο του τον καθιστά τόσο παρόντα, ώστε του ταιριάζει περισσότερο να τον αισθανόμαστε σιωπηλό μεταξύ μας. Τα οδόσημα που άφη­σε άλλωστε στο πέρασμά του από τον κόσμο μας είναι τόσο πυκνά, προορισμένα για όσους τον γνώρισαν μέσα από τα βιβλία του αλλά και γι' αυτούς που ευτύχησαν να συν­δεθούν κάπως περισσότερο μαζί του. Οδόσημα που μας θυμίζουν πως ο Ιωάννου –για να αντιγράψω τον Γιάννη Βαρβέρη― «είχε τη συμπεριφορά του αίματος: κυλούσε, έτρεφε, έκαιγε, ζωογονούσε, θυμόταν, θύμωνε, εκδικιόταν, αλλά νερό δε γινόταν. Ηταν “το δικό μας αίμα”».

Γιώργος Κορδομενίδης

ΥΓ. Κάθε σχόλιο δεκτό!


O ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟ «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ»

τεύχος 2, 1988 ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΙΩΑΝΝΟΥ (με πλούσια εικονογράφηση φωτογραφίες του συγγραφέα και χειρόγραφά του)

- Γιώργος Κορδομενίδης: Σχεδίασμα για ένα Χρονολόγιο του Γιώργου Ιωάννου (1927-1985)

- Κώστας Τσιβιλίκας: Το τελευταίο σενάριο

- Γιώργος Ιωάννου: Ο παλιός σταθμός (σενάριο για τηλεοπτικό πρόγραμμα)

- Αρλέττα: Καληνύχτα Γιώργο

- Βαγγέλης Χεκίμογλου και Κατερίνα Καριζώνη-Χεκίμογλου: Η σημασία του χώρου στο πεζογραφικό έργο του Γιώργου Ιωάννου. 1. Για ένα φιλότιμο 2. Η σαρκοφάγος 3. Η μόνη κληρονομιά 4. Το δικό μας αίμα 5. Η πρωτεύουσα των προσφύγων

- Παν. Μουλλάς: Εξομολογητική πεζογραφία (κριτική του 1964). Κριτική της κριτικής ή Αυτοκριτική

- Γιώργος Ιωάννου: Το θέμα είναι το δόλωμα για να βγει ό,τι κρύβεται μέσα μας (Μια συνομιλία με τον Γιώργο Κορδομενίδη και τέσσερα σχέδια του Αλέξανδρου ΄Ισαρη).

τεύχος 10, 1990 ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΙΩΑΝΝΟΥ (β)

- Γιώργος Ιωάννου: Σχέδια (επί σχεδίων) [χειρόγραφο του Γ.Ι. και μεταγραφή του]

- Έλενα Χουζούρη: Ο "περιπλανώμενος" αφηγητής του Γιώργου Ιωάννου

- Γιάννης Καρατζόγλου: Προκαταλήψεις στην πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου.

τεύχος 28-29, 1994 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ

- Αντιγόνη Βλαβιανού: Αυτο-βιο-γεωγράφηση σε όλα τα πρόσωπα στο έργο του Γιώργου Ιωάννου

τεύχος 33, 1998 ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΙΩΑΝΝΟΥ (γ)

- Γιώργος Ιωάννου: Δύο ποιήματα

- Περικλής Σφυρίδης: Το ποιητικό πρόσωπο του Γιώργου Ιωάννου

Γιώργος Κεχαγιόγλου: Βυζαντινά ρητορικά σχήματα και εικόνες του Γιώργου Ιωάννου. Ένας διακειμενικός διάλογος

τεύχος 60, 2003 ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΟΛΛΑ

επιστολή του Γιώργου Ιωάννου στον Δημήτρη Νόλλα

τεύχος 68, 2005 ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΙΩΑΝΝΟΥ (δ)

- Γιώργος Ιωάννου: Η ομορφιά μέσα στα χρόνια

- Αντιγόνη Βλαβιανού: Από τις Σαράντα Εκκλησιές στα σαράντα κύματα. Σχέδιο εργοβιογραφίας του Γιώργου Ιωάννου για το σενάριο μιας ταινίας

- Τάκης Χατζόπουλος: Ο δικός μου Ιωάννου ή Ιστορία ενός πίνακα

- Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου: Θα του έλεγα λοιπόν του Γιώργου...

- Γιώργος Κορδομενίδης: Αγίου Δημητρίου - Λευκός Πύργος

- Μανόλης Αναγνωστάκης: Λιτότητα, θερμότητα, γνήσιο μεράκι

- Νίκος Μπακόλας: Μνήμη Γ. Ιωάννου

- Αλέξιος Σαββάκης: Πάντα ήταν Φεβρουάριος

- Κώστας Λογαράς: Με πρόσχημα το πρώτο πρόσωπο

- Αναστασία Νάτσινα: Επιτάφιος θρήνος και Καταπακτή: Μια ηθική πρόταση

- Γεράσιμος Δενδρινός: Μονωδία του πατρός ημών Σεργίου ηγουμένου της Ραϊθού

Δεν υπάρχουν σχόλια: