17.12.08

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ ΣΤΟ ΝΕΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ (Νο 83)


Πλούσιο αφιέρωμα στην Κική Δημουλά
στο νέο τεύχος του «Εντευκτηρίου»
και ψηφιακός δίσκος (dvd) όπου διαβάζει ποιήματά της
 
 


Τεύχος 83
Δεκέμβριος 2008
224 σελίδες
10 ευρώ


Με πολυσέλιδο αφιέρωμα στην Κική Δημουλά και στην ποίησή της, με μεγάλο αριθμό συνεργασιών, νέο ποίημά της και πλούσια εικονογράφηση κυκλοφορεί το νέο τεύχος του περιοδικού "Εντευκτήριο", που συνοδεύεται μάλιστα από dvd στο οποίο η Δημουλά διαβάζει ποιήματά της (καταγραφή εκδήλωσης που έγινε πέρυσι στο Underground Εντευκτήριο, για τα 20χρονα του περιοδικού).
Το αφιέρωμα ανοίγει με χρονολόγιο βίου και έργου της Δημουλά ―από τα νεανικά της χρόνια, αμέσως μετά τον πόλεμο, μέχρι σήμερα―,  που συνέταξε ο Γιώργος Κορδομενίδης και που αποτελεί χρήσιμο όσο και αναγκαίο πλαίσιο για την παρακολούθηση μιας ζωής μοιρασμένης ανάμεσα στον βιοπορισμό, τον ρόλο της συζύγου και μητέρας αλλά και την ποίηση.
Στην ποίηση της Δημουλά εισάγει το εμπεριστατωμένο κείμενο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, που σκιαγραφεί τη διαδρομή της στα γράμματα από την πρώτη της εμφάνιση, το 1952, έως τώρα, για να καταλήξει χαρακτηρίζοντάς την ως την «πιο ενδιαφέρουσα σημερινή Ελληνίδα ποιήτρια», συνοψίζοντας στον όρο αυτό, όπως λέει, «ένα πλέγμα απροσδιόριστων, πιθανώς και αντιφατικών εκτιμήσεων. Πλέγμα που συναρτάται από την απήχηση των βιβλίων της σε ομοτέχνους ή μη, από τις συζητήσεις που προκαλούν οι συλλογές της και που, στην προκειμένη περίπτωση εκτός των άλλων, δηλώνει την αναμφισβήτητη ιδιαιτερότητα της γραφής της, τον πολύ προσωπικό λυρικό λόγο της, την ήδη διαφαινόμενη επίδραση που έχει αρχίσει να ασκεί σε νεότερους. [...] Η Δημουλά έχει κερδίσει σήμερα αποδοχή και αναγνωρισιμότητα εντελώς ασύμβατες προς την αντιποιητική εποχή μας. Η ιδιαιτερότητα της γραφής της έχει προσθέσει έναν απολύτως προσωπικό, ξεχωριστό τόνο στη σύγχρονη ποίησή μας».
Για την ‘αναγνωρισιμότητα’ της Δημουλά κάνει λόγο στο κείμενό του και ο Τίτος Πατρίκιος, αναφερόμενος όμως στο ότι «μόλις διαβάσει κανείς μερικούς στίχους της, στους οποίους όμως δεν παρατίθεται το όνομά της, αναγνωρίζει πως είναι δικοί της. Αυτή η αναγνωρισιμότητα είναι χαρακτηριστικό όλων των χαρισματικών ποιητών. [...] Οι πωλήσεις των έργων της σε ασυνήθιστα υψηλούς αριθμούς για ποιητικά βιβλία δεν αποτελούν προσαρμογή της ποίησης στους νόμους της αγοράς [...] αλλά αντίθετα δείχνουν πως η ποίηση έχει τη δυνατότητα να κερδίσει ένα πλατύτερο κοινό και πως οι ποιητές δεν ασκούν μια τέχνη καταδικασμένη να απευθύνεται σε τρεις μόνον ανθρώπους».
«Για την πολύτιμη Κική Δημουλά» γράφει ο Μάρκος Μέσκος, σχολιάζοντας κυρίως την τελευταία της ποιητική συλλογή «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως». Από τους σχετικά νέους ποιητές, ο Βασίλης Αμανατίδης, δηλώνοντας πως κατά την εκτίμησή του «το κεντρικό ποιητικό επίτευγμα της Δημουλά είναι η επικύρωση της πλάγιας, παιγνιώδους και (αυτο)ειρωνικής ματιάς πάνω στα ευαίσθητα ζητήματα του ιδιωτικού και προσωπικού χώρου», και για να τονίσει την ειρωνική απροσδιοριστία της ποίησής της, δημιουργεί 47 δίπολα παίρνοντας από κάθε ποίημα του «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως» τον πρώτο και τον τελευταίο στίχο. Ενώ η ποιήτρια Γεωργία Τριανταφυλλίδου σχολιάζει το ποίημα της Δημουλά «Αυχενικό σύνδρομο» (από τη συλλογή «Χλόη θερμοκηπίου»).
Έχοντας την εμπειρία της μετάφρασης ποιημάτων της Δημουλά στα σουηδικά, ο πεζογράφος και κριτικός Γιαν Χένρικ Σβαν επιχειρεί μια δική του, αφηγηματική προσέγγιση στο έργο της. Ιδιαίτερη είναι και η ματιά της Μυρσίνης Ζορμπά, που αναφέρεται στον τρόπο της Δημουλά «να απαλύνει τον πόνο, να θεραπεύει το τραύμα. Μας ταξιδεύει απο-συναισθηματοποιώντας τη σχέση μας με τον κόσμο, τα πρόσωπα, τα βιώματα. Μας ταϊζει σταγόνες δηλητήριο, για να είμαστε καλά προετοιμασμένοι για τις μεγάλες πίκρες. Κι ενώ συμβαίνει αυτό, καταφέρνει να εγκαθιστά ανάμεσα σε κείνη και σε μας, τους αναγνώστες της, μια προσωπική σχέση, ζεστή και τρυφερή, μέσω της οποίας ανοίγει ένα άλλο μονοπάτι για να την διαβάσουμε, αποδεικνύοντας και πάλι πως τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται από την πρώτη ματιά».
Για την αγωνία της δημόσιας ανάγνωσης από έναν ποιητή γράφει ο Σταύρος Ζαφειρίου, ενώ ο Βασίλης Παπάς επιχειρεί μια σύγκριση του πως αντιμετωπίζουν στην ποίησή τους το θέμα του απόντος συντρόφου δύο ποιητές διαφορετικών ιδιοσυγκρασιών, όπως ο Εουτζένιο Μοντάλε (1896-1981) και η Δημουλά (1931-). Παράλληλες αναγνώσεις με την ποίηση της Δημουλά και άλλους ποιητές κάνουν και η Μαρία Κουγιουμτζή (εξετάζοντας πως αντιμετωπίζουν το θέμα του θανάτου η Δημουλά, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης και η Πολωνέζα νομπελίστρια Βισλάβα Σιμπόρσκα) αλλά και η Νίκη Αϊντενάιερ (εξετάζοντας τα βασικά θεματικά μοτίβα του έρωτα και του θανάτου στην ποίηση της Δημουλά και της Γερμανίδας ποιήτριας Φριντερίκε Μάυραικερ).
Τις δυσκολίες που παρουσιάζει η μετάφραση της γλωσσικά εξαιρετικώς ιδιότυπης ποίησης της Δημουλά αναλύει ο Ντέιβιντ Κόνολι, έχοντας στο ενεργητικό του τη μετάφραση ποιημάτων της για το πρώτο βιβλίο με ποίησή της στα αγγλικά (1997): «απροσδόκητα ζεύγη λέξεων, λεκτικές επινοήσεις και νεολογισμούς, την επιθετικοποίηση ουσιαστικών, την ουσιαστικοποίηση χρονικών-τοπικών-τροπικών επιρρημάτων αλλά και ρημάτων, ρήματα σε χρήση απαρεμφάτου, απουσία άρθρων, χειμάρρους λέξεων χωρίς ενδιάμεση στίξη, τα ανακόλουθα, τα ανανταπόδοτα και, κυρίως, τον πανταχού παρόντα ανθρωπομορφισμό αφηρημένων εννοιών, μαζί με τη συνακόλουθη μετωνυμία που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικής της ποιητικής γραμματικής».
Προστίθενται: μια σύντομη κριτική, από τη Ρενάτε Ντουλκ, της πρόσφατης έκδοσης ποιημάτων της Δημουλά στα γερμανικά, μια προσέγγιση της ποίησης της Δημουλά από την πλευρά του αναγνώστη ―ρόλο που επωμίζεται ο ψυχίατρος Βασίλης Ν. Μαντούβαλος―, δύο γράμματα στην Κική Δημουλά του Θάνου Μικρούτσικου με χρονική διαφορά μιας δεκαετίας και τα «αποτυπώματα της Κικής Δημουλά στη δισκογραφία», όπως τα κατέγραψε ο Θάνος Λουμπρούκος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτενής Επιλογή Κριτικογραφίας, που ανθολογεί κριτικές για την ποίηση της Δημουλά, αποθησαυρίζοντας κείμενα που δημοσιεύτηκαν κυρίως σε εφημερίδες, από το πρώτο σύντομο σημείωμα του Πέτρου Χάρη στην «Ελευθερία» (16.2.1952) μέχρι τις πρόσφατες κριτικές για το «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως», δίνοντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την εξέλιξη της ποίησης της Δημουλά όπως την κατέγραψαν σ’ όλο αυτό το διάστημα κριτικοί με διαφορετικές οπτικές γωνίες και εστιάσεις. Συγκεντρώνονται λοιπόν εδώ κείμενα των Άρη Δικταίου, Ανδρέα Καραντώνη, Τάκη Δόξα, Μανώλη Γιαλουράκη, Άγγελου Φουριώτη, Μπάμπη Κλάρα, Γιώργου Α. Παναγιώτου, Κώστα Σταματίου, Σωτήρη Τσαμπηρά, Τάσου Κόρφη, Τάσου Ρούσσου, Έλενας Χουζούρη, Ευριπίδη Γαραντούδη, Ευγένιου Αρανίτση, Νένας Ι. Κοκκινάκη, Νίκου Δαββέτα, Δημοσθένη Κούρτοβικ, Παντελή Μπουκάλα, Δήμητρας Παυλάκου, Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, Δημήτρη Χουλιαράκη, Γιάννη Κοντού, Γιάννη Παπακώστα.
Στη σκιαγράφηση του πορτραίτου της Δημουλά πίσω από τα ποιήματά της συμβάλλει η αναδημοσίευση τριών συνεντεύξεών της: η μία αρκετά παλαιότερη, στον Γιώργο Πηλιχό («Τα Νέα», 28.4.1983) και δύο στην Όλγα Μπακομάρου («Γυναίκα», Δεκέμβριος 1998, «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 16.3.2002).
Το αφιέρωμα συμπληρώνεται με αφορισμούς της Κικής Δημουλά όπως ανθολογήθηκαν από δημοσίευμα της Μαρίας Νίκα στην εφημερίδα της Καλαμάτας «Θάρρος», 15.1.2008.
Σε ειδικό τετράχρωμο ένθετο αναδημοσιεύονται δύο από τα ζωγραφικά έργα που δημιούργησε ο Γιάννης Ψυχοπαίδης εμπνεόμενος από ποιήματα της Κικής Δημουλά (από τον τόμο «Συνάντηση Γιάννη Ψυχοπαίδη - Κικής Δημουλά», εκδ. Ίκαρος).
 
Την ύλη του τεύχους ολοκληρώνουν οι τακτικές ενότητες:
 Απουσιολόγιο. Η Ελένη Κοσμά και ο Στέργιος Μήτας επισημαίνουν τη συμβολή της Γιώτας Κραβαρίτου (1944-2008) στην «επαναμάγευση του νομικού λόγου» και στη μη αποκοπή των νομικών σπουδών από τον πολιτισμό· ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος επισκοπεί τον βίο και το έργο του ‘καταραμένου’ ποιητή Σταύρου Βαβούρη (1925-2008)· ο Γιώργος Κορδομενίδης αποχαιρετά τον «πεζογράφο της ασίγαστης μνήμης» και πολύτιμο συνεργάτη του «Εντευκτηρίου», Τάσο Χατζητάτση (1945-2008)· μικρά σημειώματα αφιερώνονται στους επίσης απόντες, Νένη Ευθυμιάδη (1946-2008) και Γιώργη Παυλόπουλο (1924-2008).
 Βιβλίο. Κριτικές και παρουσιάσεις. Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα της κριτικής βιβλίου. Γράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (Λευτέρη Πούλιου «Η κρυφή συλλογή»)· Μισέλ Φάις (Παναγιώτη Κερασίδη «Λείπουμε» και Ανδρέα Ρούσση «Μαρτυρία και άλλα ποιήματα)· Τιτίκα Δημητρούλια (Ηλία Μαγκλίνη «Η ανάκριση»)· Τούλα Κόντου (Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ «Τα μοιραία αυγά» και «Η μυθιστορία του κυρίου Μολιέρου»)· Λίνα Πανταλέων (Ζαν-Φρανσουά Ντωβέν «Ο σολίστας»)· Κούλα Αδαλόγλου (Β. Π. Καραγιάννη «Το χρώμα της νοσταλγίας»)· Διονύσης Πανεπιζήμιος (Φράνκο Μοντανάρι «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας»)· Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης (Φραντσέσκα Ριγκότι «Η φιλοσοφία στην κουζίνα»)· Λάμπρος Σκουζάκης (Άννι Ντίλαρντ «Οι Maytrees»)· Άρης Στυλιανού (Ρένας Σταυρίδη-Πατρικίου «Οι φόβοι της ιστορίας»), καθώς και ο Γιώργος Κορδομενίδης στη στήλη «Βιβλία στο κομοδίνο».
Καπνιστήριο. Στην επισκόπηση της παγκόσμιας λογοτεχνικής επικαιρότητας, η Ελένη Κοσμά και ο Στέργιος Μήτας γράφουν για το τελευταίο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ που αφορά τον Χίτλερ αλλά και για τον αιρετικό Αμερικανό πεζογράφο Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλλας και τον Έλληνα ομόδοξό του ποιητή Ηλία Λάγιο, η Άννα Μανούκα παρουσιάζει τον φετινό νομπελίστα Ζαν Μαρί Γκυστάβ Λε Κλεζιό και η Δανάη Οτατζή για τα χειρόγραφα του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ, που απέκτησε πρόσφατα η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. 
Φωτογραφικό ένθετο. Τέλος, στην Camera Obscura, το ένθετο του «Εντευκτηρίου» για τη δημιουργική φωτογραφία, που επιμελείται ο Άρις Γεωργίου και παράγεται με τη χορηγική υποστήριξη της THINK BEAUTY, παρουσιάζεται το πορτφόλιο του Μπερνάρ Πλοσσύ «Πανάμ, όπως λέμε Παρίσι». Γράφει ο Ερίκ ΩζούΣ σχολιάζοντας τη συγκεκριμένη εργασία, που καταγράφει όψεις της γαλλικής πρωτεύουσας: «Η επιλογή των παριζιάνικων εικόνων (ο Μπερνάρ Πλοσσύ προτιμάει το λαϊκό όνομα Πανάμ αντί του ονόματος Παρίσι, κι ας είναι η πόλη γεμάτη γκράφιτι), στοιχειοθετημένη από τον ίδιο τον φωτογράφο, περιλαμβάνει μόνο ανέκδοτα έργα. Ειδάλλως, θα στοιχημάτιζα ότι  θα βρίσκαμε ανάμεσά τους μια εικόνα  που εμφανίζεται πολύ συχνά στις διαφημίσεις, όπου, σε ένα καφενείο του Πανάμ, μια νεαρή γυναίκα  χαϊδεύει το κεφάλι μιας άλλης. Και αν το βλέμμα των γυναικών, που εμφανίζεται πολύ διορατικό στο έργο του Πλοσσύ, σε αυτές τις εικόνες είναι απλανές, είναι γιατί η ώρα είναι περασμένη και τα βλέφαρα βαραίνουν. Το τραίνο, το μετρό, τόποι μεταφοράς, όπου και από όπου ο Μπερνάρ Πλοσσύ κατασκεύασε αναρίθμητες εικόνες, τις ανακαλούν στη μνήμη ― ο Σαρτρ, που ξέρει από γυναίκες, καραδοκεί. Τα τραπέζια με τα άσπιλα τραπεζομάντηλα στις μπρασσερί είναι στρωμένα προς τιμήν τους. Το πουλί, πλάσμα θεμελιώδες στην ποίηση του Μπερνάρ Πλοσσύ, τις  υμνεί, και το παραπέτασμα της νύχτας, φτερό, λυτή κόμη, κύμα,  αφηγείται το πάθος τους για ελευθερία.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: