[Με αφορμή την επέτειο της δολοφονίας του Πιερ Πάολο Παζολίνι (2.11.1975), αναρτώ εδώ ένα κείμενό μου δημοσιευμένο στην Καθημερινή στις 7.10.2007]
Του Γιώργου Κορδομενίδη*Πιερ Πάολο Παζολίνι
Το μακρύ ταξίδι της άμμου
φωτογραφίες: Φιλίπ Σεκλιέ
μετ.: Μπουμπουλίνα Νικάκη
εκδ. Ηλέκτρα 2006, 260 σελ.
Στα τέλη της δεκαετίας του '60, η Ιταλία, όπως και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, άρχισε να γνωρίζει τον ραγδαίο καταναλωτισμό κι έναν τρόπο ζωής επηρεασμένο από τα αμερικανικά πρότυπα.
Τότε, το ιταλικό περιοδικό ποικίλης ύλης «Successo» αποφάσισε να ασχοληθεί με το καινούργιο φαινόμενο της τουριστικής «αξιοποίησης» της φυσικής ομορφιάς της χώρας, αλλά και με τις γενικότερες αλλαγές στη νοοτροπία των Ιταλών. Οι οποίοι, αφού αγωνίστηκαν να ξαναφέρουν την πατρίδα τους στα ίσα της μετά από τα δεινά του μεγάλου πολέμου και πλημμύρισαν τα σπίτια τους με ηλεκτρικές συσκευές, είχαν αρχίσει να σκέφτονται και κάνα χαλαρωτικό μπάνιο.
Το σκεπτικό του περιοδικού ήταν να χρησιμοποιηθεί ο ήδη φημισμένος φωτογράφος (και βασικός συνεργάτης της εφημερίδας «Il Mondo») Πάολο ντι Πάολο, αλλά και ένας συγγραφέας νέος και μη συμβατικός. Επελέγη λοιπόν ο 37χρονος τότε Πιερ Πάολο Παζολίνι, που βρισκόταν στο επίκεντρο συζητήσεων των καλλιτεχνικών κύκλων κυρίως για το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Μια βίαιη ζωή», στο οποίο μερικοί έβρισκαν στοιχεία πορνογραφίας.
Φωτογράφος και συγγραφέας ταξίδεψαν τον Αύγουστο του 1959 με ένα Φίατ 1.100 κατά μήκος των ιταλικών ακτών, καταγράφοντας ―με λόγο και εικόνες― τοπία, εγκαταστάσεις και ανθρώπινα στιγμιότυπα του μεσογειακού καλοκαιριού. Ο καρπός της περιπλάνησής τους δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά σε τρία διαδοχικά τεύχη του «Successo».
Αυστηρός με τον εαυτό του, ο Παζολίνι αργότερα θα χαρακτηρίσει το οδοιπορικό του «ταξιδιωτικές εντυπώσεις [...] μικρά κείμενα, τίποτα τρομερά σοβαρό, επιδερμικά». Αλλά δεν είναι έτσι. Ο οξυδερκής παρατηρητής της ζωής δεν γινόταν να μεταμορφωθεί ξαφνικά σε ανώδυνο καταγραφέα του ξένοιαστου ιταλικού καλοκαιριού. Η ματιά του συνδυάζει τη διεισδυτικότητα του σκηνοθέτη με την οικονομία λόγου του ποιητή και την αφηγηματική ικανότητα του πεζογράφου. Γεμίζει το ημερολόγιό του με εγγραφές για την ομορφιά του τοπίου και την αυθόρμητη καθημερινή ζωή σε μια Ιταλία σχετικά απρόσβλητη ακόμη από τη βιομηχανική ανάπτυξη και τις συντριπτικές μάζες των τουριστών: «[...] το Πόρτο Πάλο, ένα φτωχό χωριουδάκι, λουφαγμένο πίσω από αυτή τη γλώσσα γης, με σειρές από κόκκινα σπιτάκια, και τα απόβλητα νερά να τρέχουν μέσα στους δρόμους αυλάκια: όλος ο κόσμος είναι έξω, και είναι ο ωραιότερος κόσμος της Ιταλίας, καθαρή ράτσα, κομψή, δυνατή και γλυκιά» υμνεί τον καλοκαιρινό ουρανό, τις χρυσές αμμουδιές και τον αστραφτερό ήλιο.
Αλλά με την άκρη του ματιού του παρακολουθεί και τους μοναχικούς ανθρώπους, τους ασταθείς, τους μετέωρους. Και αφήνει να παρεισφρύσουν στο οδοιπορικό του σκέψεις και παρατηρήσεις έντονης κριτικής στο αναδυόμενο φαινόμενο του «εξωραϊσμού»: «Και τώρα, ποιος ηλίθιος, ποιο κάθαρμα επέτρεψε να βάψουν όλα αυτά τα σπίτια με ένα χρώμα που θυμίζει κακά μικρού παιδιού; Με αυτά τα φριχτά ροζ και κίτρινα της αιώνιας αστικής ηλιθιότητας; Πού πήγαν οι κοπέλες με τα σκουλαρίκια, που ήταν εκεί όχι εννιά αιώνες πριν αλλά εννιά χρόνια νωρίτερα; Πού είναι οι ναυτικοί των οποίων η κόμη από το μέτωπο στον αυχένα σχηματίζει έναν ήλιο;»
Το μακρύ ταξίδι της άμμου
φωτογραφίες: Φιλίπ Σεκλιέ
μετ.: Μπουμπουλίνα Νικάκη
εκδ. Ηλέκτρα 2006, 260 σελ.
Στα τέλη της δεκαετίας του '60, η Ιταλία, όπως και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, άρχισε να γνωρίζει τον ραγδαίο καταναλωτισμό κι έναν τρόπο ζωής επηρεασμένο από τα αμερικανικά πρότυπα.
Τότε, το ιταλικό περιοδικό ποικίλης ύλης «Successo» αποφάσισε να ασχοληθεί με το καινούργιο φαινόμενο της τουριστικής «αξιοποίησης» της φυσικής ομορφιάς της χώρας, αλλά και με τις γενικότερες αλλαγές στη νοοτροπία των Ιταλών. Οι οποίοι, αφού αγωνίστηκαν να ξαναφέρουν την πατρίδα τους στα ίσα της μετά από τα δεινά του μεγάλου πολέμου και πλημμύρισαν τα σπίτια τους με ηλεκτρικές συσκευές, είχαν αρχίσει να σκέφτονται και κάνα χαλαρωτικό μπάνιο.
Το σκεπτικό του περιοδικού ήταν να χρησιμοποιηθεί ο ήδη φημισμένος φωτογράφος (και βασικός συνεργάτης της εφημερίδας «Il Mondo») Πάολο ντι Πάολο, αλλά και ένας συγγραφέας νέος και μη συμβατικός. Επελέγη λοιπόν ο 37χρονος τότε Πιερ Πάολο Παζολίνι, που βρισκόταν στο επίκεντρο συζητήσεων των καλλιτεχνικών κύκλων κυρίως για το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Μια βίαιη ζωή», στο οποίο μερικοί έβρισκαν στοιχεία πορνογραφίας.
Φωτογράφος και συγγραφέας ταξίδεψαν τον Αύγουστο του 1959 με ένα Φίατ 1.100 κατά μήκος των ιταλικών ακτών, καταγράφοντας ―με λόγο και εικόνες― τοπία, εγκαταστάσεις και ανθρώπινα στιγμιότυπα του μεσογειακού καλοκαιριού. Ο καρπός της περιπλάνησής τους δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά σε τρία διαδοχικά τεύχη του «Successo».
Αυστηρός με τον εαυτό του, ο Παζολίνι αργότερα θα χαρακτηρίσει το οδοιπορικό του «ταξιδιωτικές εντυπώσεις [...] μικρά κείμενα, τίποτα τρομερά σοβαρό, επιδερμικά». Αλλά δεν είναι έτσι. Ο οξυδερκής παρατηρητής της ζωής δεν γινόταν να μεταμορφωθεί ξαφνικά σε ανώδυνο καταγραφέα του ξένοιαστου ιταλικού καλοκαιριού. Η ματιά του συνδυάζει τη διεισδυτικότητα του σκηνοθέτη με την οικονομία λόγου του ποιητή και την αφηγηματική ικανότητα του πεζογράφου. Γεμίζει το ημερολόγιό του με εγγραφές για την ομορφιά του τοπίου και την αυθόρμητη καθημερινή ζωή σε μια Ιταλία σχετικά απρόσβλητη ακόμη από τη βιομηχανική ανάπτυξη και τις συντριπτικές μάζες των τουριστών: «[...] το Πόρτο Πάλο, ένα φτωχό χωριουδάκι, λουφαγμένο πίσω από αυτή τη γλώσσα γης, με σειρές από κόκκινα σπιτάκια, και τα απόβλητα νερά να τρέχουν μέσα στους δρόμους αυλάκια: όλος ο κόσμος είναι έξω, και είναι ο ωραιότερος κόσμος της Ιταλίας, καθαρή ράτσα, κομψή, δυνατή και γλυκιά» υμνεί τον καλοκαιρινό ουρανό, τις χρυσές αμμουδιές και τον αστραφτερό ήλιο.
Αλλά με την άκρη του ματιού του παρακολουθεί και τους μοναχικούς ανθρώπους, τους ασταθείς, τους μετέωρους. Και αφήνει να παρεισφρύσουν στο οδοιπορικό του σκέψεις και παρατηρήσεις έντονης κριτικής στο αναδυόμενο φαινόμενο του «εξωραϊσμού»: «Και τώρα, ποιος ηλίθιος, ποιο κάθαρμα επέτρεψε να βάψουν όλα αυτά τα σπίτια με ένα χρώμα που θυμίζει κακά μικρού παιδιού; Με αυτά τα φριχτά ροζ και κίτρινα της αιώνιας αστικής ηλιθιότητας; Πού πήγαν οι κοπέλες με τα σκουλαρίκια, που ήταν εκεί όχι εννιά αιώνες πριν αλλά εννιά χρόνια νωρίτερα; Πού είναι οι ναυτικοί των οποίων η κόμη από το μέτωπο στον αυχένα σχηματίζει έναν ήλιο;»
Εξίσου δριμύς είναι και
απέναντι στο φαινόμενο του μαζικού τουρισμού: «Είναι ο παρδαλός
χείμαρρος της ζωής, που έχει πάθει ασφυξία από την επιθυμία να υπάρχει,
με την πιο άμεση έννοια: δεν έχει σημασία πώς, αλλά απλώς να υπάρχει,
εδώ, στις υπέροχες παραλίες, ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του,
να χαρεί το καλοκαίρι, να βάλει τα δυνατά του να είναι ευτυχισμένος,
γνήσια ευτυχισμένος, να δει, να τον δουν, μέσα σε μια ερωτική γιορτή.»
Τα σχόλιά του μάλιστα για ένα χωριό της Καλαβρίας δημιούργησαν ολόκληρο πολιτικό ζήτημα: «το Κούτρο [...] είναι πραγματικά ο τόπος των κακοποιών, όπως τον βλέπουμε στα γουέστερν. Να οι γυναίκες των κακοποιών, να οι γιοι των κακοποιών. Το νιώθει κανείς, δεν ξέρω πώς, ότι είμαστε εκτός νόμου, ή τουλάχιστον μακριά από την κουλτούρα του δικού μας κόσμου, σε άλλο κόσμο.»
Μόνο το Φριούλι των παιδικών του χρόνων αξιώνεται την επιδοκιμασία του: «Η αρχιτεκτονική των επαύλεων είναι κομψή και φροντισμένη, πολύς χώρος και ο αέρας που αναπνέουμε είναι πραγματικά αντάξιος μιας μικρής ευρωπαϊκής παραλίας α λα αμερικανικά. [...] Το γκριζογάλανο του ουρανού και το πράσινο των δέντρων, ο άργυρος και το κοβάλτιο, που χάνονται στο μικρό λιμάνι, και το χρυσαφί της νεότητας πλάθουν έναν τόπο για την ψυχή».
Θεματολογικά, η αφήγηση μοιράζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο αφορά την Τυρρηνική ακτή μέχρι τη Νάπολη. Το δεύτερο είναι μια καταβύθιση στο διάκενο μεταξύ της Σικελίας (βαρυμένης με την εγκληματικότητα) και της Καλαβρίας (στιγματισμένης από τη μελαγχολία). Το τρίτο είναι η ακτή της Αδριατικής, όπου βρίσκουμε και τις περισσότερες αναφορές του Παζολίνι στον εύφορο κήπο της παιδικής του ηλικίας.
Το 2001, ο δημοσιογράφος και (όψιμος) φωτογράφος Φιλίπ Σεκλιέ, λάτρης του Ιταλού σκηνοθέτη και συγγραφέα, επαναλαμβάνει το ταξίδι του 1959, τραβώντας μια δική του σειρά φωτογραφιών με όσα περιέγραφε στις εντυπώσεις του ο Παζολίνι. Οι φωτογραφίες του αυτές πλουτίζουν τον ιδιαίτερα φροντισμένο τόμο των εκδόσεων «Ηλέκτρα», μαζί με τις αναπαραγωγές των δακτυλόγραφων σελίδων του Παζολίνι και τις χειρόγραφες επιστολές του ― τα δύο τελευταία τυπωμένα σε διαφορετικό χαρτί.
Τριάντα χρόνια μετά...
Ο Παζολίνι γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου 1922 στην Μπολόνια, πρώτο αγόρι του Κάρλο Αλμπέρτο, στρατιωτικού καριέρας, και της Σουζάνα, μικροαστής δασκάλας με αγροτικές ρίζες από την περιοχή του Φριούλι. Θα ακολουθήσει τις μετακινήσεις του πατέρα του, από μονάδα σε μονάδα και θα ζήσει σε διάφορες πόλεις, μέχρις ότου, έπειτα από ένα σκάνδαλο όπου βρέθηκε κατηγορούμενος για αποπλάνηση ανηλίκου, και παρότι το δικαστήριο των απάλλαξε, εγκατασταθεί οριστικά στη Ρώμη, το 1949. Εκεί θα γράψει ποίηση, πεζογραφία και θέατρο, θα γυρίσει ταινίες μοναδικές, θα ασκήσει μαχητική αρθρογραφία για την πολιτική κατάσταση στη χώρα του, για τον ρόλο της καθολικής Εκκλησίας, κατά των αμβλώσεων κτλ. Ολα αυτά θα τον καταστήσουν στόχο πολυάριθμων δικαστικών διώξεων, μέχρις ότου δολοφονηθεί φρικτά τη νύχτα μεταξύ 1 και 2 Νοεμβρίου 1975, στην Οστια, ένα προάστιο της Ρώμης. Τριάντα και πλέον χρόνια μετά τον θάνατό του, φίλοι και εχθροί τροφοδοτούν τον μύθο του. Το όνομά του: Πιερ Πάολο Παζολίνι.
Τα σχόλιά του μάλιστα για ένα χωριό της Καλαβρίας δημιούργησαν ολόκληρο πολιτικό ζήτημα: «το Κούτρο [...] είναι πραγματικά ο τόπος των κακοποιών, όπως τον βλέπουμε στα γουέστερν. Να οι γυναίκες των κακοποιών, να οι γιοι των κακοποιών. Το νιώθει κανείς, δεν ξέρω πώς, ότι είμαστε εκτός νόμου, ή τουλάχιστον μακριά από την κουλτούρα του δικού μας κόσμου, σε άλλο κόσμο.»
Μόνο το Φριούλι των παιδικών του χρόνων αξιώνεται την επιδοκιμασία του: «Η αρχιτεκτονική των επαύλεων είναι κομψή και φροντισμένη, πολύς χώρος και ο αέρας που αναπνέουμε είναι πραγματικά αντάξιος μιας μικρής ευρωπαϊκής παραλίας α λα αμερικανικά. [...] Το γκριζογάλανο του ουρανού και το πράσινο των δέντρων, ο άργυρος και το κοβάλτιο, που χάνονται στο μικρό λιμάνι, και το χρυσαφί της νεότητας πλάθουν έναν τόπο για την ψυχή».
Θεματολογικά, η αφήγηση μοιράζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο αφορά την Τυρρηνική ακτή μέχρι τη Νάπολη. Το δεύτερο είναι μια καταβύθιση στο διάκενο μεταξύ της Σικελίας (βαρυμένης με την εγκληματικότητα) και της Καλαβρίας (στιγματισμένης από τη μελαγχολία). Το τρίτο είναι η ακτή της Αδριατικής, όπου βρίσκουμε και τις περισσότερες αναφορές του Παζολίνι στον εύφορο κήπο της παιδικής του ηλικίας.
Το 2001, ο δημοσιογράφος και (όψιμος) φωτογράφος Φιλίπ Σεκλιέ, λάτρης του Ιταλού σκηνοθέτη και συγγραφέα, επαναλαμβάνει το ταξίδι του 1959, τραβώντας μια δική του σειρά φωτογραφιών με όσα περιέγραφε στις εντυπώσεις του ο Παζολίνι. Οι φωτογραφίες του αυτές πλουτίζουν τον ιδιαίτερα φροντισμένο τόμο των εκδόσεων «Ηλέκτρα», μαζί με τις αναπαραγωγές των δακτυλόγραφων σελίδων του Παζολίνι και τις χειρόγραφες επιστολές του ― τα δύο τελευταία τυπωμένα σε διαφορετικό χαρτί.
Τριάντα χρόνια μετά...
Ο Παζολίνι γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου 1922 στην Μπολόνια, πρώτο αγόρι του Κάρλο Αλμπέρτο, στρατιωτικού καριέρας, και της Σουζάνα, μικροαστής δασκάλας με αγροτικές ρίζες από την περιοχή του Φριούλι. Θα ακολουθήσει τις μετακινήσεις του πατέρα του, από μονάδα σε μονάδα και θα ζήσει σε διάφορες πόλεις, μέχρις ότου, έπειτα από ένα σκάνδαλο όπου βρέθηκε κατηγορούμενος για αποπλάνηση ανηλίκου, και παρότι το δικαστήριο των απάλλαξε, εγκατασταθεί οριστικά στη Ρώμη, το 1949. Εκεί θα γράψει ποίηση, πεζογραφία και θέατρο, θα γυρίσει ταινίες μοναδικές, θα ασκήσει μαχητική αρθρογραφία για την πολιτική κατάσταση στη χώρα του, για τον ρόλο της καθολικής Εκκλησίας, κατά των αμβλώσεων κτλ. Ολα αυτά θα τον καταστήσουν στόχο πολυάριθμων δικαστικών διώξεων, μέχρις ότου δολοφονηθεί φρικτά τη νύχτα μεταξύ 1 και 2 Νοεμβρίου 1975, στην Οστια, ένα προάστιο της Ρώμης. Τριάντα και πλέον χρόνια μετά τον θάνατό του, φίλοι και εχθροί τροφοδοτούν τον μύθο του. Το όνομά του: Πιερ Πάολο Παζολίνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου