2.6.16

Aργύρης Παλούκας: «Γνωρίζω θα πει σε βλέπω»



Δημήτρης Αθηνάκης, Λίγος χώρος για τον ξένο, Κουκουνάρι 2016




Αν το βιβλίο της Τζούλια Κρίστεβα Ξένοι μέσα στον εαυτό μας (μετ.: Βασίλειος Πατσογιάννης, επιμ. Στέφανος Ροζάνης, Scripta 2004) ήταν μαγειρικό σκεύος, τότε ναι, ο Δημήτρης Αθηνάκης έχει σοτάρει μέσα του το νέο του, τρίτο στη σειρά, ποιητικό βιβλίο Λίγος χώρος για τον ξένο (Κουκουνάρι, 2016). Κάτι το οποίο δεν κρύβει άλλωστε, αφού στο οπισθόφυλλο, μετά τη βροχή των 132 σελίδων, η ομπρέλα της Κρίστεβα παραμένει ανοιχτή και φιλόξενη μέσα στη σπαρακτική αλήθεια της:  «Ο χώρος του ξένου είναι το τρένο που φεύγει, το αεροπλάνο που πετά, η μετάβαση χωρίς στάση. Σημάδι αναγνώρισης κανένα. Ο χρόνος του; Ο χρόνος μιας ανάστασης, που κρατά τη θύμηση του θανάτου και των περασμένων, χωρίς όμως την αίγλη του επέκεινα. Μόνο η αίσθηση της αναβολής, του “έχω γλιτώσει”». Γερό θεμέλιο για να χτίσει κανείς, συγκινητικό και παρήγορο να σε προλαβαίνει ένα βιβλίο, να διατυπώνει τον καημό και τη σκέψη σου, να σε φέρνει αντιμέτωπο με το αίσθημα.   

Το τρίτο βιβλίο του Αθηνάκη φυλάει για εμάς τη, δανεική έστω, απάντηση για την αιτία της δυστυχίας μας ― καθόλου ευχάριστη απάντηση, διόλου εύκολα αποδεκτή: το μέρος του εαυτού μας που ξεγελάστηκε, καταδικασμένο να μην ενηλικιωθεί, το παιδί που βλέπουμε στα πρόσωπα και στις κινήσεις των ερωτευμένων ― τι άλλο εκτός από τον έρωτα μάς επιστρέφει εκεί, πίσω, στην πραγματική ζωή μας, κοντά στο θέλω κι όχι στο πρέπει, στην ασυδοσία κι όχι στον περιορισμό, στην απερισκεψία κι όχι στον νόμο, στη μάνα κι όχι στον πατέρα, στην τρυφερότητα κι όχι στην απαγόρευση, στην ξεγνοιασιά και την ελευθερία; Κι έπειτα η αδυναμία μας να γυρίσουμε εκεί και να το συγχωρήσουμε που ένιωσε προδομένο, να συμφωνήσουμε μαζί του πως αυτό που του συνέβη είναι μια τρέλα, ένα κατασκευαστικό λάθος, αλλά πού να βρίσκεις θεό τώρα για να τα πεις, άστο.
                 
Το ταξίδι θυμίζει την επιστροφή
                  του φθινοπώρου.
Ετοιμάζεις το χώρο για τα πουλιά πάνω
                  από την πόλη
όπου πέρασες ένα καλοκαίρι
βυθισμένο σε λέξεις
που απαγορεύεται να ξαναπείς

για να μην προκαλέσεις την αθανασία.

ή

Να τους σέβεσαι τους φόβους σου, είπε.
Να τους υπολογίζεις σαν να ’ναι τα λάθη
που ονειρεύτηκες παιδί

Γι' αυτό λοιπόν το παιδί ο Αθηνάκης ανοίγει ένα λαγούμι πάλι, ρίχνει ένα σεντόνι πάνω στην επιφάνεια ενός τραπεζιού και του φτιάχνει ένα πρόχειρο σπίτι. Ο Φώντας, το πρόσωπο στο οποίο χαρίζεται το βιβλίο, αναδεικνύεται σε προορισμό· γνωστό αλλά κι άγνωστο πια, οικείο, περπατημένο και ανοίκειο, αφορμή ευτυχίας και δυστυχίας την ίδια ώρα: αυτά που επέτρεψε ο Φώντας κι αυτά που του επιτράπηκαν, αυτά που είδε ο Φώντας κι αυτά που άφησε να φανούν, αλλά κυρίως όσα θα μπορούσε να ελευθερώσει ο Φώντας κι όσα θα μπορούσαν να του προσφερθούν ― όλα αυτά είναι η διαδρομή του Αθηνάκη, σηματοδοτημένη με πινακίδες, στάσεις για νηφάλιες διαπιστώσεις.
                 
Κι έφυγε˙ τώρα όλα χάνουν όπως-όπως λίγη
                  από την ανόητη ομορφιά του κόσμου.

                  Και τίποτ’ άλλο.
                 
Μπορεί η Κρίστεβα κι ο Φώντας να είναι βασικά, αναγνωρίσιμα συστατικά του βιβλίου, ωστόσο ακούω μέσα του τον Χειμωνά, τη Μαστοράκη, τον Κοντό, κι άλλους, ωραία χωνεμένους. Στα δύο προηγούμενα βιβλία του (Χωρίσεμεις, Κοινωνία των (δε)κάτων, 2009, Δωμάτιο μικρών διακοπών, Κέδρος 2012) ήταν πιο αισθητή η φωνή ενός βασανισμού. Τώρα, οι κραυγές που τη συνιστούσαν έχουν μετατραπεί σε ένα αθόρυβο αίτημα για ησυχία (κι είμαι σίγουρος πως θα μαλακώσουν κι άλλο στα επόμενα βιβλία του, για να μπορούμε ευκολότερα ―ψυχικά, όχι αναγνωστικά― να διερχόμαστε):  

Μετρά τις φωνές με τις σιωπηλές λέξεις.
ΣΑΓΑΠΩ, κι ας μη θέλει να φωνάξει.


Τίποτα δεν είναι εντάξει, αλλά δεν μπορεί να είναι και αλλιώς πια. Μου έρχεται στον νου Paul Auster: «Speak now before it is too late, and then hope to go on speaking until there is nothing more to be said». Άχρηστο κι αυτό, ποτέ δεν θα το κάνουμε, μόνο θα λέμε:

                  Να σταματάς, όπως παλιά,
έξω απ’ την πόρτα μου και να χορεύεις

Πρόσφυγες μέσα μας, μετανάστες στις ζωές των άλλων, αιώνια λάθος, αιώνια σωστοί, μοιράζοντας τη ζωή μας σε λόγια που θα θέλαμε να πούμε και σε διαπιστώσεις επειδή δεν τα είπαμε.





Ο Αργύρης Παλούκας γεννήθηκε στην Ερμιόνη της Αργολίδας το 1975. 
Σπούδασε θεατρολογία στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται από το 1994. 
Κείμενά του (ποιήματα και μελέτες) έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά, 
έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες κι έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, 
στα γαλλικά και στα γερμανικά.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Το ξέφτι (2007), 
Το αλάτι πίσω από τ' αυτί. Ένα ποίημα (2009) 
και Θέλω το σώμα μου πίσω (2011, 1ο Βραβείο στο 32ο Συμπόσιο Ποίησης). 

Δεν υπάρχουν σχόλια: