12.8.15

Βάνα Χαραλαμπίδου: Η γιαγιά Βενετία


Η 37χρονη Βενετία με τον 11χρονο γιο της Κωνσταντίνο και τη μεγάλη κόρη της Ευτέρπη, πρόσφυγες, μόλις φθάνουν στη Θεσσαλονίκη. Η έκφρασή της τα λέει όλα!


[αναδημοσίευση από το τεύχος 106 του περιοδικού Εντευκτήριο]

Τα ταραγμένα χρόνια του 1922-1924, η Ανατολία συγκλονίζεται από τον απόηχο συνταρακτικών γεγονότων, μεγάλων ελπίδων και άγριων φόβων, οι οποίοι θα επαληθευτούν με τον πιο τραγικό τρόπο. Μετά την Καταστροφή του 1922 και το κύμα της αποτρόπαιης βίας που σάρωσε τα μικρασιατικά παράλια, σηματοδοτώντας το τέλος της τρισχιλιετούς και πλέον ελληνικής παρουσίας στη Μικρασία, όλοι οι χριστιανοί στο θρήσκευμα χαρακτηρίζονται ανταλλάξιμοι πρόσφυγες του προαποφασισμένου, μεθοδικά οργανωμένου και σπαρακτικού ξεριζωμού, τραγικά θύματα των πολιτικών σκοπιμοτήτων και της ιστορικής συγκυρίας, που οδήγησε στην υπογραφή τής, χωρίς προηγούμενο όσο και απάνθρωπης, Σύμβασης της Λωζάννης της 3ης Ιουλίου 1923 και στην αναγκαστική μετακίνηση μόνο προς την Ελλάδα 1.500.000 ψυχών.
Μια φαρμακωμένη μέρα του 1924, ο Συμεών Τεμίσογλου ή Ταμίσογλου, του Χαράλαμπου και της Ευφροσύνης, γεννημένος το 1873 στον Πόρο της Καππαδοκίας κι εγκατεστημένος εκεί από γενεές γενεών, και η Βενετία, του Ζαχαρία και της Καλλιόπης, το γένος Μοστράογλου, με έτος γεννήσεως το 1887, με την ψυχή στο στόμα, με τα πέντε ανήλικα παιδιά τους και δυο μποξάδες με όλα τα υπάρχοντά τους και τα όποια τιμαλφή ―χαλιά και κιλίμια, κάποια βιβλία, ευαγγέλια και άλλα σε καραμανλίδικη γραφή και την εικόνα της Παναγίας «το ρόδο το αμάραντο» στα χέρια―, εξαναγκάζονται να μετέχουν σ’ ένα σιωπηλό έπος· στον βίαιο, βάρβαρο και, όπως αποδείχτηκε, παντοτινό εκπατρισμό, και με σπαραγμό υποχρεώνονται να αποχωριστούν τη γενέθλια γη τους στην απομονωμένη και περίκλειστη από βουνά, ερήμους και οροπέδια, σχεδόν απροσπέλαστη, μικρασιατική ενδοχώρα.
Φορτώνονται αρχικά στην καρότσα του αραμπά, απ’ όπου αντικρίζουν για τελευταία φορά το σπιτικό τους και τα γνώριμα τοπία της γενέτειρας να χάνονται στο βάθος του ορίζοντα, μέχρι να σβήσουν από τα κλαμένα μάτια τους σαν καπνός, φτάνουν ώς τον σιδηροδρομικό κόμβο και κέντρο συγκέντρωσης του Ουλούκισλα, φορτώνονται σε βαγόνια εμπορικού τρένου, του «τετράτροχου κάρου χωρίς βουβάλια και χωρίς άλογο», για να καταλήξουν, μετά από διαδρομή εξακοσίων χιλιομέτρων περίπου, στο λιμάνι της Μερσίνας, στη νότια Τουρκία, όπου σαστισμένοι αντικρίζουν για πρώτη φορά στη ζωή τους «το μεγάλο νερό!», τη θάλασσα, deniz! Πλοία πάνε κι έρχονται φορτωμένα στα αμπάρια και το κατάστρωμα ανθρώπινη απελπισία, μπλέκονται κι αυτοί μέσα στο πλήθος των απεγνωσμένων με προέλευση από διάφορες πολιτείες και χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας και, περιμένοντας τον αναγκαστικό απόπλου, στρατοπεδεύουν σε σχολειά, εκκλησίες, αυλές, πίσω από μάντρες, σε τσαντίρια ή στο ύπαιθρο, σ’ ένα σκηνικό όπου κυριολεκτικά «χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα». Περίπου εκατόν ενενήντα δύο χιλιάδες άνθρωποι μετακινούνται δι’ αυτής της οδού και μ’ αυτόν τον τραγικό τρόπο μέχρι το τέλος του 1925. Σιτίζονται από το συσσίτιο που διανέμεται, από τύχη γλιτώνουν τη δυσεντερία και την ελονοσία που θερίζουν, τελικά επιβιβάζονται σε βάρκες γεμάτες θρήνο και με ανεμόσκαλα σε ένα καράβι φορτηγό, δεν θυμούνται ποιo από τα δεκάδες «πλοία της μεγάλης φυγής», τα επιταγμένα σαράβαλα που εκκενώνουν τη Μικρασία από τον χριστιανικό πληθυσμό της, το «Λέσβος» είναι, το «Παντελής», το «Αρχιπέλαγος», ο «Ωκεανός» ή μήπως το ιταλικό «Τριεστίνο»; Βρίσκονται, μαζί με εκατοντάδες άλλους ξεκληρισμένους, στοιβαγμένοι στο κατάστρωμα κάτω από τον ήλιο της μέρας και το αγιάζι της νύχτας, μερόνυχτα, σ’ ένα μακρύ και περιπετειώδες ταξίδι προς το άγνωστο, στη διάρκεια του οποίου όσοι συνταξιδιώτες τους πεθαίνουν πετιούνται «χωρίς κάσα, όπως ο Χριστός» στη θάλασσα. Τα χαλιά και τα κιλίμια στους μποξάδες μουσκεύουν, μουχλιάζουν, για να πεταχτούν αργότερα όλα, εκτός από ένα. Ξεμπαρκάρουν κάποτε καραβοτσακισμένοι και ταλαίπωροι στον Άη-Γιώργη του Πειραιά, στο λοιμοκαθαρτήριο, που περνά τους νεοαφιχθέντες από τον εξευτελισμό και την ταλαιπωρία της καραντίνας, όπου απολυμαίνονται τα ρούχα, κόβονται τα μαλλιά και τα γένια. Τουλάχιστον πενήντα μέρες ήταν στους δρόμους και στα κύματα, κανείς δεν θυμάται πια πόσο ακριβώς διήρκησε αυτή η διαδρομή. Αποφεύγουν το ταπεινωτικό κούρεμα, για να καταλήξουν ―χάρη σ’ ένα χαρτί με το οποίο δηλώνεται πως έχουν εδώ συγγενείς―, στη Θεσσαλονίκη του σπαρασσόμενου από πολύχρονες, πολιτικές διαμάχες, αποδιοργανωμένου διοικητικά και υπό οικονομική κατάρρευση εθνικού κορμού, και να βρουν προσωρινό καταφύγιο, μαζί με εκατοντάδες, χιλιάδες άλλους κατατρεγμένους, στις αποθήκες του λιμανιού, που μετατρέπονται εκ του προχείρου σε θαλάμους και καταλύματα. Εγκαθίστανται ανάμεσα σε δυο κουβέρτες σε ρόλο διαχωριστικού, ώσπου να τους παραχωρηθεί, με κλήρωση, ένα ταπεινό σπιτάκι δύο δωματίων στον προσφυγικό συνοικισμό της Κάτω Τούμπας, από αυτά που οικοδομεί και διανέμει η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων του υπουργείου Προνοίας, για την ακρίβεια μέχρι να επιχειρήσουν, όπως και πολλοί άλλοι, την κατάληψη, με απελπισμένη “έφοδο”, ενός από τα εκατοντάδες πανομοιότυπα προσφυγόσπιτα σε μια από τις συνοικίες, που κύκλωσαν και τελικά ανάστησαν με την ψυχή της προσφυγιάς την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Αρχηγός της οικογένειας ο Συμεών, με δικό του μπακάλικο χοντρικής στον πατρογονικό Πόρο, δεξιός ψάλτης και γνώστης της βυζαντινής μουσικής, την οποία διδάσκει σε νεότερους, νοικοκύρης και με σεβαστή ακίνητη περιουσία, δική του και κυρίως προίκα της πιο εύρωστης οικονομικά οικογένειας της γυναίκας του, που μεταφράζεται σε στρέμματα γόνιμης γης, τσιφλίκια, αμπελώνες, μποστάνια και μπαχτσέδες, τα οποία ο ίδιος έφιππος επιθεωρεί, όπως θυμούνται τα παιδιά του, και υποστατικό με διώροφο καινούργιο σπίτι, στάβλους για τα ζωντανά και αποθήκες για τα γεννήματα, περιουσία καταγεγραμμένη και εκτιμημένη σε χρυσές λίρες από την τοπική Υποεπιτροπή Ανταλλαγής, από την οποία αναμένει μάταια να αποζημιωθεί στο ακέραιο, σύμφωνα με τις ρητά διατυπωμένες υποσχέσεις και τους όρους της συνθήκης. Οι ελπίδες θα καταρρεύσουν οριστικά για όλους τους πρόσφυγες το 1930, όταν ο Βενιζέλος και ο Ινονού προχωρούν στον τελικό διακανονισμό του ζητήματος των ανταλλάξιμων περιουσιών. Το Σύμφωνο της Άγκυρας αποδέχεται πως η αξία των ελληνικών περιουσιών στη Μικρά Ασία είναι κατά τι μικρότερη από την αξία των μουσουλμανικών περιουσιών στην Ελλάδα, οι υποχρεώσεις συμψηφίζονται, παρά τη θύελλα αντιδράσεων τα χρέη προς τους πρόσφυγες διαγράφονται.

Ο Συμεών αποβιβάζεται από το καράβι χτυπημένος· ένα βαρύ κιβώτιο πέφτει από το βίντσι επάνω του, σακατεύει το χέρι και το μάτι του και του καταλείπει ισόβια μερική αναπηρία. Το γεγονός προβιβάζει τον εντεκάχρονο Κωνσταντίνο, μοναδικό άρρεν μέλος της επταμελούς οικογένειας, σε αποκλειστικό και ισόβιο προστάτη της.
Ακόμη κι αν μπορεί κανείς να φανταστεί ένα μόλις εντεκάχρονο παιδί να παίρνει αναγκαστικά στα χέρια του τις τύχες της επταμελούς οικογένειάς του, σίγουρα δεν μπορεί να διανοηθεί την απόλυτη απόγνωση, την τέλεια συντριβή που μπορεί να νιώθει μπροστά στο αβάσταχτο γεγονός, το τετελεσμένο και αμετάκλητο, μπροστά στο αναπόδραστο πεπρωμένο, εκείνη η άμοιρη, μαυριδερή, αγράμματη, τριανταεπτάχρονη ανατολίτισσα, η μεγαλωμένη σαν αρχόντισσα Βενετία, κυρά κι αφέντρα με όλα τα καλά της και τα μαλλιά της στολισμένα με φλουριά. Χωρίς να έχει βγει ποτέ μέχρι τότε από το σπίτι της ―όπου έχει ήδη γεννήσει δώδεκα παιδιά, για να θάψει τα επτά, των οποίων η ζωή αποδείχτηκε εξαιρετικά βραχύβια, ανάμεσά τους και αγόρια, που έπαιρναν αμέσως το όνομα του παππού τους, Χαράλαμπος, μέχρι που γέννησε στις 20 του Μάη του 1913, παραμονή του αγίου Κωνσταντίνου, τον τελευταίο μοναχογιό της και του έδωσε το όνομα του εορτάζοντος αγίου, μήπως και φανεί πιο τυχερός, και φάνηκε τυχερός, μαζί του τώρα και με τα άλλα τέσσερα ανήλικα κορίτσια κρεμασμένα στα φουστάνια της, το μεγαλύτερο δεκατεσσάρων και το μικρότερο μόλις τριών χρόνων―, ξεβράζεται ανέστια σε χώρα ξένη και άξενη, όπου πρέπει αμέσως να ενσωματωθεί, σε πόλη άγνωστη και εχθρική, όπου πρέπει να συνηθίσει άστεγη να ζει αυτή και η οικογένειά της, χωρίς να ξέρει ούτε μια λέξη ελληνική, όμως και τα τουρκικά της δεν είναι τα σωστά τουρκικά αλλά τα καραμανλίδικα που μιλούν όλοι οι Καππαδόκες, με τον άντρα της σακατεμένο, τους συγγενείς της στους πέντε ανέμους, τους «πατριώτες» της από τον Πόρο και τη Νίγδη σκορπισμένους σε όλη την ελληνική επικράτεια, το σπίτι της στην πατρίδα πεντάρφανο και το βιος της σε ξένα χέρια στα βάθη της Τουρκίας, το μέλλον άδηλο και σκοτεινό μπροστά της, χρόνια ολόκληρα διωγμού και ταπείνωσης, τις όποιες οικονομίες έφερε μαζί της ραμμένες στα φουστάνια της να εξανεμίζονται, την πείνα, τις επιδημίες και τις άλλες αρρώστιες, ελονοσία, τύφο, φυματίωση, δυσεντερία, να παραμονεύουν, την καταφρόνια, την εχθρότητα και την καχυποψία των ντόπιων να καιροφυλακτούν, με ανοιχτή πληγή στην ψυχή της την απώλεια της προαιώνιας εστίας στην αξέχαστη πατρίδα και μοναδικό στήριγμά της τον μόλις εντεκάχρονο μοναχογιό της, τον Κωνσταντίνο... Όχι, αυτό που είναι όλο ζωγραφισμένο στα μάτια της, στην απεγνωσμένη έκφραση του προσώπου της, σίγουρα κανείς δεν μπορεί να το νιώσει…
Ήταν αφεντικά και νοικοκυραίοι μέχρι τη στιγμή που τα σάρωσε όλα ο άνεμος της ιστορίας· και τώρα είναι πλέον «πρόσφυγοι!», λέξη συντριπτική, που μέχρι σήμερα δεν χάνει την απαξιωτική σημασία της, αυτήν που της αποδίδουν οι γηγενείς. Είναι επιπλέον αποκλειστικώς τουρκόφωνοι, όπως οι περισσότεροι Καππαδόκες, γεγονός που συνεπάγεται μύριες όσες ταπεινώσεις. Έχουν με σπαραγμό αποδεχτεί την επιβεβλημένη μοίρα ν’ αποχωριστούν την πατρίδα τους, όπως δεν παύουν ισοβίως να αποκαλούν την πεφιλημένη ενδοχώρα της Μικρασίας, τον τόπο τους, τον παράδεισό τους στη μακρινή Ανατολία, τα σπίτια, τη ζωή, τις συνήθειες και το βιος τους, βιώνουν τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας ως αυθεντικοί μάρτυρες και τραυματική την εμπειρία του βίαιου ξεριζωμού από τη χαμένη Εδέμ, διατηρούν το όνειρο της επιστροφής στις πανάρχαιες κοιτίδες τους ζωντανό. Δεν έχουν εκποιήσει τα αμπέλια, τους μπαξέδες και τα μποστάνια τους, όπως θα μπορούσαν, στον γείτονα Τούρκο δικαστή, που επίμονα τα ζητάει μέχρι την τελευταία στιγμή, προσφέροντας μάλιστα τριακόσιες λίρες ―η Βενετία αρνείται πεισματικά―, ελπίζοντας στα βάθη της καρδιάς τους ότι θα ξαναγυρίσουν κάποτε όταν όλα εξομαλυνθούν, τόσο ασύλληπτος τους φαίνεται ο ξεριζωμός τους, μόνο τα ζωντανά, καζάνια, κιούπια και άλλα βαριά αντικείμενα έχουν ξεπουλήσει μαζί με τα γεννήματα, σ’ εξευτελιστικές τιμές. Προλαβαίνουν, πριν ξεριζωθούν, να συναντήσουν τους μουσουλμάνους πρόσφυγες από την Ελλάδα, που έφτασαν νωρίτερα για να πάρουν το σπίτι τους, τους έχουν με κλάματα παραδώσει τα κλειδιά, όπως τους επιβάλλεται από τις τοπικές αρχές. Η πολυτιμότερη περιουσία που έχουν καταφέρει να πάρουν μαζί τους, εκτός από τον σπαραγμό τους, είναι η πολύτιμη μνήμη, η άσβεστη θύμηση, που εξελίσσεται σε κεφάλαιο και μέσο διατήρησης της ιδιαίτερης πολιτισμικής τους ταυτότητας.
Φέρουν τουρκογενές επώνυμο, το οποίο σπεύδουν ν’ αλλάξουν στο ελληνοπρεπές Χαραλαμπίδης, μιας και ο εκ πατρός προπάππος καταγράφεται ως Χαράλαμπος, ενώ οι συγγενείς εξ αίματος της Βενετίας, οι Μοστράογλου, επιλέγουν το εξίσου ελληνογενές Ζαχαριάδης, από τον άλλο παππούλη, τον πατέρα της Βενετίας Ζαχαρία. Οι «τουρκομερίτες» και «τουρκόσποροι», όπως επί δεκαετίες τους αποκαλούν περιφρονητικά οι ντόπιοι, είναι ανεπιθύμητοι στην ελληνική επικράτεια, όπως το διαπίστωσαν ήδη από το 1922 τα πρώτα κύματα προσφύγων, οι εκδηλώσεις φοβίας, έχθρας και μίσους εναντίον τους προσλαμβάνουν μορφή κοινωνικού ρατσισμού, που βαθαίνει και οριστικοποιεί την αποξένωσή τους, προλαβαίνουν να το αντιληφθούν, το πληροφορούνται, τους συνιστάται ή τους επιβάλλεται, η αλλαγή αυτή υπηρετεί πολλές, ευκόλως εννοούμενες, σκοπιμότητες.


Ο Συμεών και η Βενετία με τα πέντε παιδιά τους, πρόσφυγες 
στη Θεσσαλονίκη, μερικά χρόνια μετά.

Παναΐα μου, çok teșekkür

Η Καππαδόκισα γιαγιά Βενετία ανέστησε τα παιδιά της με κόπους και βάσανα, και σε μια εικοσαετία είχε αποκτήσει οκτώ εγγόνια. Με υποτυπώδη ελληνικά, τα οποία δεν θέλησε ποτέ να μάθει, ψηλή, με παράστημα αξιοζήλευτο, παρά τις ταλαιπωρίες και τις δεκαετίες στην πλάτη της, με ελάχιστα άσπρα μαλλιά στο κεφάλι στα εξήντα και βάλε χρόνια της κι έναν μικρό κότσο πιασμένο με φουρκέτα στη βάση του λαιμού, με βαριά, κρεμαστά, ασημένια, ανατολίτικα σκουλαρίκια, τα οποία σπάνια απομακρύνει από τ’ αυτιά της, με τα μακριά μέχρι το γόνατο βαμβακερά τσαμασίρια, δηλαδή ροζ, σομόν και λαχανί βρακιά, τη μάλλινη φανέλα κάτω από τα μαύρα μακριά ρούχα, το χειροποίητο πλεκτό με το βελονάκι σάλι, τις χοντρές μαύρες κάλτσες, που η ίδια αποκαλεί çorap - τσουράπια, κρατημένα από λαστιχένιες καλτσοδέτες, φανελένιες κλειστές παντόφλες και το απαραίτητο μπαστούνι στο ένα χέρι, με το περίεργο ασημένιο δαχτυλίδι, που ανοίγει από πάνω, αποκαλύπτοντας μια μικρή, στρόγγυλη κρυψώνα, στο άλλο το τσιγάρο ―ένα πακέτο Άσσος κασετίνα είναι πάντα βαθιά χωμένο στην τσέπη της―, που το ανάβει μ’ ένα περίεργο μεταλλικό τσακμάκι με φυτίλι και τσακμακόπετρα, κληροδοτεί το όνομά της στην πρώτη από τον γιο της εγγονή στην κατ’ οίκον βάπτιση. Yavrum , kuzum, ciģer im, όπου γιαβρί το μωρό, κουζού το νεογέννητο αρνάκι, τζιέρι το σπλάχνο, τα ενθουσιώδη με την προσθήκη κτητικού επιφωνήματα της γιαγιάς Βενετίας προς την εγγόνα της σε εκφράσεις απέραντης τρυφερότητας. Οģlum - γιε μου, canim - ψυχή μου, η θριαμβευτική κραυγή της προς τον λατρευτό, στυλοβάτη μοναχογιό της, ah anam vay, ωχ μάνα μου βάι, ψιθυρίζει όταν αναστενάζει, και αναστενάζει συχνά, έχει άλλωστε πολλούς λόγους που προκαλούν αυτούς τους αναστεναγμούς.
Ο μύθος λέει πως πριν από τον γάμο του εν λόγω γιου παίζεται ένα έργο όπου φαίνεται πως καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η καππαδόκα γιαγιά. Καλά πληροφορημένη από τον άντρα της ―που, συνεισφέροντας στις επαγγελματικές δραστηριότητες του γιου του ως μπεχτσής, ήτοι φύλακας, στις ώρες λειτουργίας του καταστήματός του, παρακολουθεί όλη την κίνηση των διερχομένων, ιδίως θηλυκού γένους, και περιγράφει «μια ψηλή έρχεται, μια πιο κοντή έρχεται, οι δυο τους μαλώνουν…»―, η Βενετία επεμβαίνει, για να περιορίσει τις αισθηματικής φύσεως ατασθαλίες του γιου της, με την προτροπή να μην εκθέτει τα κορίτσια και να διαλέξει επιτέλους μία. Μόνο που στο δίλημμα επιλογής που της ετέθη από τον αμφιταλαντευόμενο λεβέντη της μεταξύ της επίσημης και της “παράνομης” σχέσης, με ειδοποιό διαφορά μεταξύ τους ότι η πρώτη, η “νόμιμη”, είναι «εξαιρετική νοικοκυρά και καλή στην κουζίνα» και η άλλη, η ανεπίσημη, «καλή στο κρεβάτι…», η γιαγιά δεν διστάζει: «να πάρεις αυτήν που είναι καλή στο κρεβάτι, καλές στην κουζίνα βρίσκεις πολλές!».
Η κυριακάτικη έξοδος από το σπίτι περιλαμβάνει ανυπερθέτως επίσκεψη στην Κάτω Τούμπα, στο σπίτι της γιαγιάς, που περιμένει με λαχτάρα και hosgeldi καλωσορίσματα τον γιο της και τα εγγόνια της, τα τζιέρια της. Αnne nasilsin, ne yapyorsun?, μητέρα, πώς είσαι, τι κάνεις; bende iyi im, oģlum, sen nasil?, καλά είμαι εγώ, εσύ πώς είσαι, γιε μου, γιατί «αν εσύ είσαι καλά, είμαστε καλά όλοι!», το λέει και το εννοεί η γιαγιά, κι αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Η επίσκεψη συνεπάγεται καταβολή τής εβδομαδιαίας οικονομικής ενίσχυσης, την οποία η γιαγιά τσεπώνει με πλημμυρίδα ευχών και λυρικών επιφωνημάτων προς τον λεβέντη της, που ο Αλλάχ να τον έχει καλά κι η Παναγία να τον φυλάει και να της κόβουν μέρες για να του δίνουν χρόνια και αναρίθμητες εκφράσεις λατρείας και ισόβιας ευγνωμοσύνης, όλα αυτά σε άψογα ελληνοτουρκικά με καραμανλίδικους ιδιωματισμούς, που καταλήγουν πάντα στην από καρδιάς ευχαριστία «ωχ, Παναΐα μου, çok teșekkür». Μυστήριο παραμένει τι καταλαβαίνει η Παναγία απ’ αυτές τις επικλήσεις. Οι μεγάλοι αναλύουν τις αναρίθμητες ενοχλήσεις στην υγεία της γιαγιάς, ο γιος της ελέγχει τις ιατρικές εξετάσεις και τα κουτάκια με τα φάρμακά της, με επιμονή την αποτρέπει από την τόση πολυφαρμακία, διερευνά αν η γιαγιά ακολουθεί την αυστηρή δίαιτα που επιβάλλει το υψηλό σάκχαρο, πώς ανεβαίνουν οι δείκτες στις σχετικές αναλύσεις, αν τηρεί τη δίαιτα. Kim bilyor, ποιος ξέρει;…, αφού εκείνη διαβεβαιώνει κατηγορηματικά και απολύτως θεατρικά πως την τηρεί. Μιλούν μεταξύ τους πάντα μόνο τουρκικά, θεωρώντας πως τα μικρά δεν καταλαβαίνουν, αποδεικνύεται όμως σύντομα ότι ένα παρθένο παιδικό μυαλό είναι σφουγγάρι που απορροφά τα πάντα και ανακαλεί λέξεις και φράσεις, ακόμη και μιας ξένης γλώσσας ―που αποδεικνύεται ότι δεν είναι καθόλου ξένη τελικά―, με απίστευτη ευκολία.
Πάντως, η γιαγιά δεν παραλείπει να παραδίδει μαθήματα τουρκικής για αρχαρίους στα παιδιά, που εκ του πονηρού υποβάλλουν τις σχετικές ερωτήσεις για να διαπρέπουν ως ωτακουστές, συλλαβίζουν ekmek - ψωμί, peynir - τυρί, çocuk - παιδί, yumurta - αυγό, su - νερό, süt - γάλα, köpek - σκυλί και άλλα πολλά και διάφορα εμπίπτοντα στα παιδικά ενδιαφέροντα, αφήνοντας αμετάφραστες τις πολύ γνωστές στην Ελλάδα τουρκικές βρισιές. Μόνο αν τολμήσουν να επαναλάβουν κάποιο από αυτά τα «κακά λόγια», απαρού! φωνάζει η γιαγιά, και το επιφώνημα παραμένει μέχρι σήμερα αμετάφραστο.
Η γιαγιά μένει μόνη με τον κάτασπρο και πανέξυπνο σκύλο της, τον Ριρίκο, έναν χαριτωμένο, μαλλιαρό κόπρο, στο προσφυγικό σπιτάκι της, στην οδό Κυζίκου 2 της Κάτω Τούμπας, κολλητά με τις ξαδέρφες της, σε δύο δωματιάκια με κουζίνα, τη σκουροπράσινη, σκαλιστή πήλινη σόμπα και το μαγκάλι για τα μεγάλα κρύα, το «μέρος» και μια μεγάλη συκιά έξω, στην πίσω αυλή, με τα ανθισμένα «σκυλάκια» και ζαμπάκια, μέχρι τον θάνατό της το 1965. Φεύγει από τη ζωή χωρίς να μάθει ποτέ ελληνικά, ύστερα από δεκαεπτά μέρες νοσηλείας στο ΑΧΕΠΑ, επιμένοντας ξέπνοα στους γιατρούς που συμπληρώνουν στο ιστορικό της την ηλικία της, «εβλομήντα έξι…, εβλομήντα έξι…,» και όχι εβδομήντα οκτώ χρονών, όπως βεβαιώνουν τα χαρτιά της. Είναι τα τελευταία της λόγια και, παρά το αναμφισβήτητο των εγγράφων, της γίνεται το χατίρι, στον τάφο της στα κοιμητήρια Μαλακοπής της Τούμπας γράφεται η ηλικία της με δύο χρόνια μείον, σύμφωνα με την τελευταία της επιθυμία.
Στον πάτο του μπαούλου στο σπίτι της ανακαλύπτονται μετά θάνατον, αντί άλλων θησαυρών, μικρά, προσεκτικά διπλωμένα, πακετάκια με λίγο παστουρμά, ανατολίτικο σουτζούκι, τσίρο παστό κι άλλα καλούδια, με τις γεύσεις και τις μυρωδιές της αλησμόνητης πατρίδας ―στην οποία δεν της έμελλε ποτέ να επιστρέψει―, που το υψηλό σάκχαρο, οι επιταγές του γιατρού και η άγρια επιτήρηση των παιδιών της ρητά απαγορεύουν να συμπεριλάβει στο διαιτολόγιό της με το σικαλίσιο ψωμί, τα απολύτως ανάλατα και άγλυκα που της επιβάλει η πάθηση. Αυτά λύνουν και το μυστήριο των υψηλών δεικτών στις ιατρικές εξετάσεις…

Το μόνο που αφήνει στην οικογένεια, εκτός από τη μουσειακή πήλινη σόμπα, είναι μια πανέμορφη μπιζουτιέρα από τουρκουάζ μονόλιθο με επίχρυσο κούμπωμα, την έφερε από την πατρίδα, αυτή ξέρει πώσς τη διέσωσε τόσα χρόνια...
Κρίμα, γιαγιά, που τα εγγόνια σου δεν σε γνώρισαν όπως σου άξιζε όσο ζούσες, που δεν σ’ αγκάλιασαν όπως θα έπρεπε, που δεν πρόλαβαν να ακούσουν από σένα, έστω με τσάτρα-πάτρα ελληνικά, πολύτιμες ιστορίες από την «πατρίδα», τη μοναδική πατρίδα, την Καππαδοκία, λεπτομέρειες και εικόνες που τώρα με αγωνία και κόπο πολύ ψάχνουν να βρουν σε ταξίδια, αφηγήσεις και καταγραφές ξένων. 

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Αχ! γιαγιάκα μου αχ!