της Τασούλας Καραϊσκάκη
Η Ελλάδα μια πληγή που χαίνει. Μια αρένα που πάλλεται. Ενα καζάνι που ξεβράζει οργή, πίκρα, χολή. Στο χείλος της χρεοκοπίας, της απώλειας του ελέγχου, σχεδόν λίγο πριν από το ξέσπασμα ενός εμφύλιου σπαραγμού. Ανάμεσα σε απεργούς και απεργοσπάστες, σε στρατευμένους και απολίτικους, διαδηλωτές και αστυνομικούς, κοινό και δημοσιογράφους, υπεύθυνους και ανεύθυνους, εργαζομένους και αργόμισθους, μονοθεσίτες και πολυθεσίτες, φοροκαταβάλλοντες και φοροδιαφεύγοντες, εργαζομένους και εργοδότες, τίμιους και κλέφτες. Ή όπως ο καθείς αυτοχαρακτηρίζεται και αυθαιρέτως ονοματοδοτεί τους άλλους.
Στα πρόσωπα των υπαλλήλων της Marfin που πάσχιζαν να σωθούν από την πυρά, αρκετοί από το οργισμένο «ποτάμι» είδαν –πριν ο θάνατος αναδιατάξει τα πράγματα σε μια νέα φρικαλέα και ανεπίστρεπτη τάξη– τον εχθρό με τα πολλά ονόματα, τους συνεργούς / υποτακτικούς των υπαιτίων της επικείμενης δυστυχίας μας, την αντίπερα όχθη, την αντίπαλη «γη». Χλευασμοί, λεκτικές προκλήσεις, αδιαφορία μπρος στον κίνδυνο, βρισιές... Μια νέα αποτρόπαιη πραγματικότητα. Που προαγγέλλει συμφορές.
Ποιος και πώς θα αποκλιμακώσει την επερχόμενη θύελλα; Με ποιες αποφάσεις για δικαιότερη ανακατανομή των βαρών; Με ποια συμβολική κίνηση απορρύπανσης της χώρας; Θα πάνε τα λαμόγια φυλακή; Θα υπάρξει μια έστω υποτυπώδεις απόδοση δικαιοσύνης; Ετσι ώστε, πριν μπούμε για τα καλά στον κατακλυσμιαίο κύκλο της ανεξέλεγκτης βίας, κάποια νέα δεδομένα να μας ωθήσουν στον αυτοέλεγχο, να μας κάνουν να αλλάξουμε στάση, να τραβήξουμε την «κόκκινη γραμμή», να κάνουμε την εσωτερική μας επανάσταση. Να πάψουμε να φοροδιαφεύγουμε, να εισφοροδιαφεύγουμε, να κερδοσκοπούμε, να αφαιμάσσουμε το Δημόσιο, να αργούμε αμειβόμενοι, να δωροδοκούμαστε και να δωροδοκούμε, να εκβιάζουμε εξυπηρετήσεις, ρουσφέτια, μίζες, να σπρώχνουμε για να αναδυθούμε, να παρακάμπτουμε προτεραιότητες, να παραβιάζουμε νόμους, να αυθαιρετούμε...
Κάποιοι, είναι βέβαιο, ωφελούνται από την αναταραχή, τα έκτροπα, τις καταστροφές, από τη χρήση της βίας ως επιχείρημα ελευθερίας, από το αδίστακτο χέρι που πυρπολεί τράπεζες, δημόσια κτίρια, που σπάει μάρμαρα, πεζοδρόμια, στάσεις, οχήματα, σήματα, αφού το χάος, η αμφίσημη δημόσια ζωή (ένα κουβάρι από παραλείψεις, αποσιωπήσεις, ψεύτικα λόγια, πλάνα λόγια, σκανδαλώδεις πράξεις), η σύγχυση, να μην ξέρεις ποια είναι η αλήθεια, ποιος είναι ο σωτήρας, ποιος είναι ο φταίχτης, αν υπάρχει κάποιος που δεν είναι φταίχτης, τι έχει αξία, ποιος είναι ο στόχος, συμβάλλει μάλλον στη διατήρηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.
Ετσι ώστε, αυτοί που πλουτίζουν με εύκολους τρόπους να συνεχίσουν να το κάνουν. Να μοσχοπωλούν έργα «φούσκες» στο κράτος, να επιδοτούνται για υπηρεσίες «φαντάσματα», να υπερτιμολογούν κάθε εργασία, δράση, υλικό, εξοπλισμό. Να διευκολύνονται με υπουργικές αποφάσεις, να ευνοούνται από νομοθετήματα.
Το ζήτημα είναι ώς πότε θα μπορούν να το κάνουν। Εχει πλέον αναπτυχθεί ένα σαρωτικό κύμα αντίδρασης στην τακτική ορισμένοι να κλέβουν και οι υπόλοιποι να χαρακτηρίζονται ασυνείδητοι χαραμοφάηδες και αχάριστοι αγύρτες. Η πιεστική ανάγκη για έξοδο από τον διασυρμό, την κοροϊδία, την αθλιότητα δείχνει να οδηγεί τη μακροχρόνια ανοχή σε ένα ταραγμένο τέλος.
(Δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο της εφημερίδας Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου