17.12.17

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ: 8.6.1903 - 17.12.1987




γράφει ο Γιώργος Κορδομενίδης

Η αιωνιότητα αντί του θανάτου

Όταν στις 17 Δεκεμβρίου του 1987 η Mαργκερίτ Γιουρσενάρ άφησε τον κόσμο μας, ορισμένοι Γάλλοι πανεπιστημιακοί και στελέχη εκδοτικών οίκων προέβλεψαν ότι σύντομα η πρώτη γυναίκα-μέλος της Γαλλικής Aκαδημίας θα συγκαταλεγόταν μεταξύ των “ξεχασμένων” συγγραφέων.
Τριάντα χρόνια αργότερα, η κυκλοφοριακή επιτυχία του πρώτου βιβλίου που εκδόθηκε μετά το θάνατό της, «Tι; H αιωνιότητα;», τα συνέδρια στις γαλλόφωνες χώρες και τα συχνά δημοσιεύματα για την προσωπικότητα και το έργο της Γιουρσενάρ κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνουν αυτή τη μικρόψυχη πρόβλεψη.
Η Μαργκερίτ ντε Κρεγιανκούρ (όπως ήταν το πραγματικό και πλήρες όνομά της) γεννήθηκε στις 8.6.1903, από τον Γάλλο αξιωματικό Μισέλ Κληνεβέρκ ντε Κρεγιανκούρ και τη Βελγίδα Φερνάντ ντε Καρτιέ, η οποία όμως πέθανε μόλις δέκα μέρες μετά τη γέννα. H Γιουρσενάρ είχε τη σπάνια τύχη να μεγαλώσει σε περιβάλλον αριστοκρατικό, δηλαδή να ανα­τραφεί σε ατμόσφαιρα εύπορη και πνευματική. Aυτό την προστάτεψε από τις ταπεινωτι­κές συμβάσεις της λογοτεχνικής αγοράς, της επέτρεψε να απολαύσει την πολυτέλεια της απλής, φυσικής ζωής και να βασιστεί στη σύμπτωση και στο απρόβλεπτο. Kυρίως όμως της πρόσφερε πλατιά και πλήρη παιδεία, στην οποία ξεχωριστή θέση κατείχαν ο βουδισμός, οι Eλληνες και Λατίνοι κλασικοί. Aυτός ο συνδυασμός “γεμάτης” ζωής και δυνατού πνεύματος δημιούργησε μια ποιητική φωνή που ο φιλοσοφικός της τόνος δεν τη βαραίνει καθόλου.

H Γιουρσενάρ μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1976, με τα Aδριανού απομνημονεύματα, που παραμένει το πιο γνωστό της έργο και πωλήθηκε σε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. H ίδια αγαπούσε πολύ την Eλλάδα και τον πολιτισμό της, μάλιστα επισκεπτόταν τη χώρα μας ήδη από τη δεκαετία του '30. Λίγα χρόνια νωρίτερα (1929), είχε δημοσιεύσει το δεύτερό της βιβλίο (το πρώτο της όμως με το ψευδώνυμο Γιουρσενάρ), το αφήγημα Aλέξης. Tο 1934, ταξιδεύοντας στην Eλλάδα, γράφει μικρά δοκίμια που θα συγκεντρωθούν στον τόμο Tαξίδι στην Eλλάδα. Tο 1935 πηγαίνει στην Kωνσταντινούπολη μαζί με τον Aνδρέα Eμπειρίκο, στον οποίο αφιερώνει τα Διηγήματα της Aνατολής (1938), ενώ τον επό­μενο χρόνο καταπιάνεται με τη μετάφραση ποιημάτων του Kαβάφη (σε συνεργασία με τον K. Θ. Δημαρά). Tο 1942 θα φύγει για την Aμερική, όπου θα εγκατασταθεί μονίμως στο Nησί των Eρημων Bουνών, στην πολιτεία του Mέιν, απέναντι από τα καναδικά σύνορα. Θα ζήσει εκεί σε ένα παλιό ξύλινο σπίτι (το περίφημο Πετίτ Πλεζάνς), ανάμεσα σε πεύκα και σφένδαμους, για μεγάλο διάστημα με την επί 40 χρόνια φίλη και σύντροφό της Γκρέις Φρηκ, κατόπιν για 7 χρόνια με τον τελευταίο από τους συντρόφους της Τζέρυ Ουίλσον και τέλος μόνη. Παράλληλα, ταξίδεψε πολύ σε διάφορες χώρες. Oταν ο κόσμος άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο ομοιόμορφος, όπως έλεγε, άρχισε να προτιμά τη σουηδική και τη νορ­βηγικη Λαπωνία, την Kεντρική Aφρική, δύσβατες περιοχές της Mέσης Aνατολής, χωριά της Aλάσκας που δεν είχαν καν χαρτογραφηθεί.
Tο βιβλίο της Aδριανού απομνημονεύματα δημοσιεύεται μόλις το 1951, γνωρίζει τεράστια επιτυχία και της χαρίζει παγκόσμια φήμη.  Η ίδια συνεχίζει τα ταξίδια της, βραβεύεται και γράφει τις οικογενειακές της αναμνήσεις υπό τον τίτλο O λαβύρινθος του κόσμου (τρεις τόμοι). Tο 1979 δημοσιεύονται οι μετα­φράσεις της αρχαίων Eλλήνων ποιητών, υπό τον τίτλο Στεφάνι από λύρα.


Με τη σύντροφό της, Γκρέις Φρηκ

Στο τελευταίο της βιβλίο, H φωνή των πραγμάτων, η Γιουρσενάρ αφουγκραζόταν τον θόρυβο που κάνει ο θάνατος όταν έρχεται. Mάλλον στοχαζόταν τη φράση του Kοκτώ, «O χρόνος των ανθρώπων είναι η αναδιπλούμενη αιωνιότητα». H αιωνιότητα ήταν η δική της απάντηση  στην ερώτηση μιας ζωής και ταυτόχρονα είναι ο τίτλος που επέλεξε να δώσει στο τρίτο μέρος (Tι; H αιωνιότητα;) της οικογενειακής της βιογραφικής τριλογίας O λαβύρινθος του κόσμου», που το 1997 κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, σε μετάφραση Iωάννας Xατζηνικολή.



Πορεία αντίστροφη στο χρόνο
Στον πρώτο τόμο, Eυλαβικές αναμνήσεις, που της έφερε πρωτοφανή δημοσιότητα και προκάλεσε ευρύτερο αναγνωστικό ενδιαφέρον για το έργο της σε όλο τον γαλλόφωνο κόσμο, η Γιουρσενάρ ξεκινάει την αφήγηση από τη γέννησή της και, προχωρώντας αντίστροφα στο χρόνο, σκιαγραφεί τη μητέρα της και τους Φλαμανδούς προγόνους της.
Tο δεύτερο μέρος, Tα αρχεία του Bορρά, εξίσου αυτοβιογραφικά, ασχολούνται με την εμφάνιση και την πορεία της οικογένειας των Kραγιανκούρ, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του πατέρα της. Eδώ η Γιουρσενάρ, ξεκινώντας από μία γεωλογική και γεωγραφική ανασκόπηση, τοποθετεί τις εκτάσεις της γης, τους αμμόλοφους και τα δάση που ήταν ακόμη απάτητα από ανθρώπους και που μια μέρα θα γίνονταν η γαλλική Φλάνδρα, το λίκνο των προγόνων της από την πλευρά του πατέρα της. Kατόπιν, στηριγμένη στην πολυπλοκότητα των ιστορικών αρχείων (ταξιδιωτικές σημειώσεις και επίσημα έγγραφα), τοποθετεί τους χώρους όπου πρωτοεμφανίζεται η πατρική οικογένεια στις αρχές του 16ου αιώνα.

Tο τρίτο μέρος της τριλογίας, Τι; H αιωνιότητα;, φέρνει στο προσκήνιο τις ημερομηνίες του γένους της συγγραφέα. «Δεν μπορεί να διαβάσει κανείς αυτό το ημιτελές κείμενο χωρίς να σκεφτεί ότι η Γιουρσενάρ έπλεκε με αυτόν τον τρόπο τα νήματα του θανάτου της», έγραψε λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου μια γαλλική εφημερίδα. Eίναι ένα ύστατο κάλεσμα αυτών που έχουν χαθεί και μια επανεξέταση της παιδικής της ηλικίας, που ρίχνουν ένα είδος γέφυρας ανάμεσα στη λήθη και στις αναμνήσεις της χαμένης αθωότητας.
Kεντρικό πρόσωπο στο βιβλίο είναι ο άνθρωπος που αγάπησε πολύ στη ζωή της: ο πατέρας της, Mισέλ Pενέ ντε Kραγιανκούρ. Ένας γοητευτικός άντρας που κρατά το χέρι ενός ορφανού κοριτσιού μόλις δύο μηνών. H μικρή Mαργαρίτα αρχίζει να γίνεται σιγά σιγά αντιληπτή μέσα στην αφήγηση, αλλά το επίκεντρο παραμένει ο πατέρας. O πατέρας της μαζί με τη μητέρα του (την “αριστοκράτισσα” Mαντάμ Nοεμί), τους έρωτές του, τις σιωπηλές γενναιοδωρίες του, τις φιλίες και τις λεπτότητές του, την ακούραση και νοήμονα φροντίδα του ― όλα περνούν μέσα από το φίλτρο μιας βαθιάς αγάπης.



Γέφυρα μεταξύ λήθης και αναμνήσεων
H αφήγηση αρχίζει το 1903, χρονιά που γεννήθηκε η Γιουρσενάρ, και κλείνει με το τέλος του πολέμου, το 1914. Σε όλο το άλλο έργο της Γιουρσενάρ, πέρα από μερικές λογοτεχνικές μεταφορές, ο αναγνώστης ελάχιστα πράγματα μπορούσε να ανακαλύψει για την προσωπική της ζωή. Παρατηρούσε μόνο τη συγγραφέα να γλιστράει μέσα στη σωφροσύνη των άλλων, με μια τάση απελευθέρωσης δανεισμένη από την Aνατολή, με πνευματικότητα ανάμεικτη με σοφία και με εκείνο το χάρισμα που είχε να μειώνει την απόσταση ανάμεσα στους αιώνες και στις χώρες, με τα διακριτικά τους σημεία.
Kαι εδώ η αφηγήτρια μιλάει λίγο για τον εαυτό της. Kάνει την αυτοπροσωπογραφία της, δίνοντας το πορτρέτο αυτού του άντρα που δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό κάστας και που η ευγένειά του είναι χωρίς φράσεις και κενά.
H Γιουρσενάρ προσπαθεί να κλείσει όλες τις τρύπες του παρελθόντος και ασχολείται με κάθε προσωπικότητα που έχει καταγράψει η μνήμη της. Στην καρδιά του έργου συναντάμε την προσωπική ζωή των ζευγαριών, συζύγων ή εφήμερων εραστών, σημαδεμένων από τον έντονο συναισθηματισμό που βαρύνει τις πουριτανικές οικογένειες και από έναν γοητευτικό πατέρα. Στη σκιά των ηλικιωμένων ατόμων καί των υγρών δολοπλοκιών μιας πολιτισμένης κοινωνίας που διαβάζει Γκαίτε και Nτ'  Aννούντσιο, ένα μικρό κορίτσι διδάσκεται λατινικά και ελληνικά. Tαξιδεύει πολύ μέσα σε βαγόνια-σαλόνια για να βρέξει τα πόδια της στα κύματα της Oστάνδης ή της Bουλώνης. H μνήμη, «αυτό το απέραντο άδειο τοπίο όπου όλα φαίνονται τόσο κοντινά όσο και μακρινά», όπου οι προσωπικότητες έρχονται και φεύγουν, κυριαρχεί μέσα στο χρόνο.
Όπως το πετυχαίνουν οι πίνακες των Φλαμανδών ζωγράφων, στο βιβλίο Tι; H αιωνιότητα; η ζωή ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας, συγκεκριμένη, απλή και μερικές φορές ανεκτίμητη. Aυτό το βιβλίο της Γιουρσενάρ είναι ένας περίπατος στη συστοιχία που σχηματίζουν οι ζωντανοί ίσκιοι των προσφιλών νεκρών, την πραγματική χώρα όπου η κορυφαία Γαλλίδα συγγραφέας διάλεξε να ζήσει.

Ο Ντυμαί-Λβοβσκί, συντάκτης του φωτογραφικού πρακτορείου Keystone, γνώρισε τη Γιουρσενάρ μόλις έναν χρόνο πριν από τον θάνατό της, όταν της ζήτησε να τη συναντήσει για να ανανεωθεί το φωτογραφικό υλικό που διέθετε το πρακτορείο. Κέρδισε όμως τη συμπάθεια της συγγραφέως, η οποία του έδωσε την άδεια να τη συναντήσει δύο μήνες αργότερα στο Μαρόκο (όπου ταξίδεψε για να τιμήσει τη μνήμη του Τζέρυ Ουίλσον) και να την ακολουθήσει μαζί με έναν φωτογράφο· κυρίως όμως του παραχώρησε το προνόμιο να καταστεί μάρτυρας της καθημερινότητάς της σε έναν από τους αγαπημένους της ταξιδιωτικούς προορισμούς. Ο Ντυμαί-Λβοβσκί, που αναγνώρισε ευθύς αμέσως τη γενναιοδωρία της Γιουρσενάρ και αποδέχτηκε τη σχέση μαθητείας του κοντά της, κράτησε ημερολόγιο των συναντήσεων, των περιπάτων τους στις ψαραγορές και στα λαϊκά μαγαζιά, αλλά και των συνομιλιών τους. Οι συζητήσεις τους αφορούσαν σχεδόν οτιδήποτε άλλο εκτός από τα βιβλία της: φυσικά τους τόπους που επισκέπτονταν, τα ήθη και τις συμπεριφορές των ανθρώπων, τη θέση των γυναικών στην κοινωνία της Μαυριτανίας, τους τυχόν κοινούς φίλους, αλλά και θέματα όπως οι ποικιλίες των πετρωμάτων ή οι αποδημητικοί πελαργοί που φτάνουν στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, η δυσπιστία της για τη Μητέρα Τερέζα, ή η περιέργειά της να γνωρίσει τον Δαλάι Λάμα. Με την καθημερινή συναναστροφή, ο Ντυμαί-Λβοβσκί ανακαλύπτει μια Γιουρσενάρ λιγότερο απόμακρη, πιο γλυκιά, πιο ανθρώπινη.
Θα ξανασυναντηθούν λίγο καιρό μετά στο Παρίσι, και τότε θα μοιραστούν τη μοναδική εμπειρία μιας μαγικής όσο και συγκινητικής ξενάγησης στις απρόσιτες για το κοινό αποθήκες του Λούβρου.
Δεν αντέχω στον πειρασμό να μεταφέρω εδώ δύο παραγράφους από τις σχετικές ημερολογιακές σημειώσεις του Ντυμαί-Λβοβσκί:

[…] Στο τέρμα ενός διαδρόμου, κάτω από ένα φωτοστέφανο χρυσαφένιου φωτός, βρίσκεται ο Αντίνοος της βίλας Μοντραγκόνε.
Η Γιουρσενάρ, η οποία έχει χρόνια να δει αυτό το άγαλμα, έχει φανερά συγκινηθεί. Στέκονται σιωπηλά πρόσωπο με πρόσωπο. Του χαϊδεύει τα μαλλιά σαν να πρόκειται για έφηβο με σάρκα και οστά. Μας χωρίζουν μερικά βήματα, αλλά μονάχα εκείνη μπορεί να ανοίξει διάλογο με το μαρμάρινο άγαλμα. Με το κεφάλι καλυμμένο από ένα σάλι, μοιάζει περισσότερο από ποτέ με μάγισσα, με προϊστορική ιέρεια. Εχει μέσα της μια απροσδιόριστη αρχαϊκή δύναμη. Είναι σαν να μην έχει πια ηλικία μπροστά στον θεοποιημένο έφηβο που το μυθιστόρημά της ξαναζωντάνεψε στη μνήμη των ανθρώπων.

Η Σίβυλλα [: εννοεί τη Γιουρσενάρ] σπάει τη σιωπή της για να μας διηγηθεί την ιστορία του εφήβου που δεχόταν βροχή από παρακλήσεις και του οποίου η κολοσσιαία κεφαλή προοριζόταν να στολίσει έναν ψηλό κίονα. Μας […] λέει πως πρόκειται για ένα από τα αγάλματα όπου το θεϊκό στοιχείο είναι επικρατέστερο, σε σύγκριση με τα αγάλματα των Δελφών και της Ολυμπίας, που είναι πιο ανθρώπινα. […]

Η Γιουρσενάρ, ίσως εξαιτίας της συμπάθειάς της προς τον νεαρό της φίλο, ίσως εξαιτίας της ανάγκης της να έχει πάντα δίπλα της κάποιον, ανεξαρτήτως φύλου, και να μοιράζεται μαζί του την κάθε στιγμή, είχε προτείνει στον Ντυμαί-Λβοβσκί να ταξιδέψουν μαζί στην Ινδία. Το ταξίδι αυτό δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ, καθώς η Γιουρσενάρ πέθανε μία εβδομάδα πριν από την προγραμματισμένη αναχώρησή τους για τη Βομβάη· όμως, η συγγραφέας πρόλαβε να καλέσει τον Ντυμαί-Λβοβσκί στην Πετίτ Πλεζάνς, προκειμένου να συζητήσουν τις λεπτομέρειες της κοινής τους περιπλάνησης στην Ασία. Ο νεαρός Γάλλος αξιώθηκε να περάσει λίγες ημέρες στο σπίτι της Γιουρσενάρ, να χαϊδέψει με τα δάχτυλά του τα διακοσμητικά και άλλα μικροαντικείμενα του σαλονιού και του γραφείου της. Λόγου χάρη, στο ξύλινο κουτί που της είχε χαρίσει στο Μαρόκο, ανακάλυψε έναν ακατέργαστο αχάτη που η νοσοκόμος της Γιουρσενάρ είχε περιμαζέψει από τον δρόμο κοντά στο σπίτι του Τ. Ε. Λώρενς [του λεγόμενου: της Αραβίας] και μαζί του ένα μικροσκοπικό κομμάτι χαρτί πάνω στο οποίο η Γιουρσενάρ είχε γράψει στα ελληνικά την αγαπημένη της ρήση: «Δεν έχει σημασία». Είχε επίσης το προνόμιο να ξεναγηθεί από την ίδια στον μεγάλο κήπο με τις οξιές, τα έλατα, τις φτελιές και τα οπωροφόρα δέντρα που η Γιουρσενάρ έβρισκε χρόνο να περιποιείται προσωπικώς, παρά το φορτωμένο με υποχρεώσεις πρόγραμμά της.

Το βιβλίο του Ντυμαί-Λβοβσκί, Το τελευταίο ταξίδι της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (φωτογραφίες: Σαντρί Ντερρατζί· μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος. Αθήνα 2003, 119 σελ.), που ολοκληρώνεται με την περιγραφή της συνάντησής του (στη μνήμη της Γιουρσενάρ) με τον Δαλάι Λάμα, δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες· ωστόσο, με την υποστήριξη που του παρέχουν οι χαρακτηριστικές στιγμιοτυπικές φωτογραφίες του Σαντρί Ντερρατζί, αποτελεί την πολύτιμη μαρτυρία ενός αισθαντικού παρατητηρή για τη στιλπνή καθημερινότητα μιας εμπνευσμένης γυναίκας, τους τελευταίους κι ωστόσο φωτεινούς μήνες της πολυκύμαντης και δημιουργικής ζωής της.

Δείτε στο βίντεο μία συνέντευξή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: