γράφει η Ελένη Χοντολίδου
«Eίναι γλυκύς
ο θάνατος μόνον όταν κοιμώμεθα εις την πατρίδα»
Οριστικά ανεπίδοτο γράμμα στον Γιάννη Παντή
Oι στίχοι του τραγουδιού από την Πρώτη Ωδή του
Κάλβου («Φιλόπατρις»), http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=183&author_id=13, όταν κατέβαζαν τον Γιάννη στο χώμα. Και τότε δικαιώθηκε η απόφαση της Ειρήνης
να έρθουμε όλες και όλοι εδώ, στη γενέτειρά σου. Τόσοι πολλοί που χρειάστηκε
τροχαία για να μας βάλει σε τάξη. Οι συντοπίτες σου, οι συνάδελφοί σου, όλοι
εμείς που «μας φίλεψες παρηγοριά κι εγκαρτέρηση». Και δύο υπουργοί: ο
συντοπίτης Κοντονής και ο Γαρβρόγλου από το Παιδείας. Και ο Φίλης, που η στάση
του με έκανε να τον εκτιμήσω παραπάνω. Και η «συμμορία» του Μπαράκα, οι παλιοί
Ρηγάδες. Και μέσω ημών με sms,
ο Μιχάλης, η Τζένη, η Γκέλη… Ο Διονύσης σου ξαφνικά ωρίμασε. Και
η νεανική σου φωτογραφία με τη μαλλούρα πάνω στο φέρετρο. Αχ, βρε Γιάννη! Τι
πήγες κι έκανες;
Και, παρά την
επιθυμία της οικογένειας, τα στεφάνια, δεν τα μέτρησα. Πενήντα; Εξήντα; Οι
απόφΥτοι (!) του Α.Π.Θ., το Α.Π.Θ., το Τμήμα σου, ο ΣΥΡΙΖΑ, η Ισραηλιτική
Κοινότητα Θεσσαλονίκης, ο πρωθυπουργός, ο δήμαρχος Ζακύνθου, το Τμήμα σου, περιβαλλοντικές
οργανώσεις που έστησες και δούλεψες γι αυτές… οι Υπουργοί. Το γλυκύτερο όλων: 1ο
Δημοτικό Ζακύνθου. Γιάννη μου, τι πήγες κι έκανες; Να μας δοκιμάσεις ήθελες;
Δεν ήξερες;
Στον τόπο σου, με
το ηλιοβασίλεμα να μας αποχαιρετά η δύσκολη μέρα καθώς εμείς αποχαιρετούσαμε
εσένα. Όμορφη η Ζάκυνθος ― αλλά δεν χρειαζόταν να τη γνωρίσουμε έτσι… Πλαντάξαμε
στο κλάμα. Κι καθώς γυρνούσαμε με το λεωφορείο, ήταν σαν να είδαμε ή μάλλον
σαν να ήμασταν μέρος ενός κακόγουστου ονείρου και πηγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη
θα είσαι στην άλλη άκρη της γραμμής. Να σε πρήζω και να μου δείχνεις με
συνέπεια την αγάπη σου και την αφοσίωσή σου στο προσφυγικό. Δώσαμε με τον
Γιώργο την υπόσχεση να συνεχίσουμε πεισματικά αυτά που ξεκίνησες με τα
προσφυγάκια μας, μόνο που χρειάζονται στη θέση σου τρεις άνθρωποι. Αχ, βρε
Γιάννη! Τι πήγες κι έκανες;
Σαν πανελλαδική
συνέλευση του παλιού καιρού ήταν στην Κυλήνη, όταν άρχισαν να μαζεύονται
σύντροφοι, συνάδελφοι και φίλοι σου από όλα τα πανεπιστήμια της χώρας (Πάτρα,
Γιάννενα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη). Κοσμήτορες και πρόεδροι Τμημάτων, ο Πρύτανης και
δύο αναπληρωτές πρύτανη του Α.Π.Θ., οι δύο αντιπρυτάνεις της θητείας σου, η
Δέσπω και η Σόφη, θαρρώ όλος ο Τομέας σου. Λίγο γερασμένοι αλλά αναγνωρίσιμοι
όλοι εμείς, με τη δική σου μούρλα, ξέρεις εσύ… Αχ, βρε Γιάννη μου, τι πήγες κι
έκανες;!
Σε φαντάζομαι με
εκείνο το υπέροχο και αμφίσημο χαμόγελό σου να μας κοιτάς όλους εμάς που ήρθαμε
από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να χαίρεσαι που μας μάζεψες όλους στην
αγαπημένη σου Ζάκυνθο. Και να μας βγάζεις τη γλώσσα περιπαικτικά. «Κ…ες, σας
έφερα στην πατρίδα μου!».
Μέρες τώρα ψάχνω
τα σημάδια σου στη ζωή μου, στη ζωή μας. Φωτογραφίες, οι λόγοι σου σε όσα
κάναμε μαζί, τα sms όταν τα καταφέραμε με τα σχολεία για τα προσφυγάκια. Και να σώζω το
κάθε μήνυμα που γράφτηκε για σένα… Αχ, βρε Γιάννη μου! Τι πήγες κι έκανες;
-->
ΥΓ. Κύριε, αρκετά μου δίδαξες τα
δικαιώματά Σου! Φτάνει, κάνε μία παύση…
1 σχόλιο:
Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τον Γιάννη Παντή. Όμως το κείμενο αυτό με έκανε να κλάψω, σαν να ήταν δικός μου άνθρωπος. Κι εκείνο το Υστερόγραφο, είναι το μόνο που επιδίδεται, σε άλλον παραλήπτη, από ένα οριστικά ανεπίδοτο γράμμα.
Δημοσίευση σχολίου