Ελίζαμπεθ Μπίσοπ· γέννηση το 1911 στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης· θάνατος το 1979 στη Βοστώνη· ανήκει στη γενιά των ποιητών που διακρίθηκαν μετά τον β´παγκόσμιο πόλεμο (όπως ο Ράνταλ Τζάρελ, ο Ρόμπερτ Λόουελ, ο Τζων Μπέρρυμαν)· θεωρείται από τις σημαντικότερες Αμερικανίδες ποιήτριες και διηγηματογράφους του 20ού αιώνα· εισάγει με την ποίησή της θέματα όπως «η γεωγραφία και το τοπίο», «η σχέση του ανθρώπου με τον φυσικό κόσμο», «τα ζητήματα της γνώσης και της αντίληψης», «η ικανότητα/ανικανότητα του εντύπου για τον έλεγχο του χάους»· έργα: Νorth & South (1949 – βραβείο ποίησης Ηoufhton Mifflin), Poems North & South – A cold Spring (1958 – βραβείο Pulitzer), Questions of Travel (1965), The Complete Poems (1969 –National Book Award). Θα προσθέσω: γράφει μια ποίηση «προσεκτική», «συγκρατημένη»· κι ωστόσο ικανή να προσελκύσει το ενδιαφέρον με τη στοχαστικότητα και την ευφυΐα της· η γλώσσα της είναι αυστηρά ελεγχόμενη· το χαρακτηριστικό στοιχείο που προσδίδει και την ιδιαιτερότητα στη φόρμα της είναι αυτή η αποστασιοποίηση από το συναίσθημα, πράγμα που της επιτρέπει να οικοδομεί μία γαλήνια και ουδέτερη γραφή. (Προφανώς, με έναν ανάλογο τρόπο, η ίδια αυτοπροστατεύτηκε και στη ζωή της, καλύπτοντας παλιές και νεότερες απώλειες.)
Από το δοκίμιο της Κλεοπάτρας Λυμπέρη «Όταν η απώλεια γίνεται υψηλή τέχνη [Με αφορμή το βιβλίο του Γιώργου Παναγιωτίδη Ελίζαμπεθ Μπίσοπ: Ποιήματα]», Εντευκτήριο, τχ. 112, 2017.
Δύο ποιήματα της Μπίσοπ, σε μετάφραση Γιώργου Παναγιωτίδη, από το βιβλίο του.
Αγρύπνια
Η σελήνη στης συρταριέρας τον καθρέφτη
φαίνεται ένα εκατομμύριο μίλια μακριά
(και μάλλον με περηφάνια, για την ίδια,
μα αυτή ποτέ, ποτέ δεν χαμογελά)
κατά πολύ πέρα από τον ύπνο, ή
μάλλον είναι μια ημερήσια κοιμωμένη.
Από το Σύμπαν εγκαταλελειμμένη
θα του έλεγε να πάει στο διάολο,
και θα έβρισκε ένα σώμα νερού,
ή ένα καθρέφτη, όπου πάνω του να κατοικήσει.
Έτσι περιβάλλεται με φροντίδα μ’ έναν ιστό
και τον πετάει στο πηγάδι
μέσα σ’ αυτόν τον ανεστραμμένο κόσμο
όπου το αριστερά είναι πάντα δεξιά,
όπου οι σκιές είναι πραγματικά το υλικό σώμα,
όπου οι ουρανοί είναι επιφανειακοί όπως η θάλασσα
είναι τώρα βαθιά, και μ’ αγαπάς.
Έχω την ανάγκη μιας μουσικής
Έχω την ανάγκη μιας μουσικής που θα κυλάει
στ’ αμήχανα ακροδάχτυλά μου αισθήσεις σαν να οφείλει
πάνω στα πικρά μολυσμένα, τρεμάμενά μου χείλη,
μελωδία, βαθιά, καθάρια, και ρευστά αργή να πάει.
Ω, παλιά και χαμηλόφωνη, θεραπευτικά να με κουνάει
τραγουδιού τραγουδισμένου ν’ αναπαύσει κουρασμένο νεκρό,
ένα τραγούδι να πέφτει στο κεφάλι μου πάνω σαν νερό,
στ’ ανατριχιασμένα άκρα, όνειρο ξαναμμένο να φεγγοβολάει.
Υπάρχει ένα μαγικό που ’ναι φτιαγμένο από μελωδία
ένα ξόρκι ανάπαυσης, αθόρυβης ανάσας, και καρδιά γαλήνης,
που βουλιάζει μέσ’ από ξέθωρα χρώματα βαθιά
μέσα στην υποβρύχια της θάλασσας την ηρεμία,
κι αρμενίζει παντοτινά στο φεγγαρίσιο πράσινο μιας λίμνης
πιασμένη στου ρυθμού και στου ύπνου την αγκαλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου