της Νίνας-Μαρίας Πασχαλίδου
Παρατηρώ τους γάτους μου. Ιδιαίτερα τεμπέληδες, και οκνηροί. Ο Σοφοκλής, ετών δώδεκα, (μεγάλος ρέμπελος στα νιάτα του αν και τον βρήκα στην οδό Σοφοκλέους δεμένο με ένα σχοινί στον λαιμό, έτοιμο για κρέμασμα και αυτόν) και ο Πανορμίτης (στο όνομα του Αγίου της Σύμης, ο οποίος πιστεύω ότι τον έφερε μπροστά μου ετοιμοθάνατο και μου είπε να τον πάρω μαζί μου), το καλοκαίρι γίνονται ακόμη πιο αργοί, πιο αργόσχολοι. Ακόμη και η διαδικασία του φαγητού που τόσο αγαπούν, γίνεται και αυτή μια αγγαρεία. Αρκούνται λοιπόν σε λίγο νερό, συνήθως μέσα από την λεκάνη του καμπινέ, και μερικά χάδια που δίνουν ο ένας στον άλλον_ ο φίλος μου ο Βασίλης πιστεύει ότι οι γάτες μου είναι όχι μόνο ευνούχοι αλλά και γκέι.
Τους μιμούμαι. Μετακινούμαι νωχελικά από το κρεβάτι στον καναπέ, ή κάνω βόλτες στο λιοπύρι του κέντρου της Αθήνας, αναζητώντας μια γωνιά με δροσιά. Συνήθως την βρίσκω στον τέταρτο όροφο του Ελευθερουδάκη εξερευνώντας βουνά και θάλασσες στους χάρτες της Κορσικής, της Χιλής, της Συρίας. Ουρές στα ταχυδρομεία δεν υπάρχουν. Και όμως παίρνει ώρες ατελείωτες να στείλω ένα γράμμα. Διαλέγω τα γραμματόσημα. Συζητώ με τον υπάλληλο. Παρκάρω στο πεζοδρόμιο μπροστά στο ταχυδρομείο. Τρώω γρανίτα από το περίπτερο. Αυτές οι μέρες της τεμπελιάς υπήρξαν ανέκαθεν μεγάλη πολυτέλεια για εμένα. Η πολυτέλεια του να χαζεύεις τους ελάχιστους περαστικούς στον δρόμο, να κάθεσαι επί ώρες σε ένα παγκάκι στο Εθνικό Πάρκο, η πολυτέλεια του να αφαιρείσαι και το μυαλό σου να πλανάται σε ξένα χωράφια, εκεί που δεν πίστευες ποτέ ότι μπορούσες να ταξιδέψεις. Ο Ουμπέρτο Έκο λέει σε ένα δοκίμιο του για την τεμπελιά, ότι από τότε που ξεχάσαμε να χαζεύουμε, ξεχάσαμε να ονειρευόμαστε.
Ο Αύγουστος της τεμπελιάς. Έξυσα το αλάτι από βράχους, πάτησα αχινούς, άκουσα για έρωτες Ιταλίδων που αγάπησαν ντόπιους και έμειναν για πάντα σε ένα νησί. Έχτισα κάστρα στην άμμο με την μικρή Ζωή, κόρη της Φραντσέσκας σαν να ήταν αληθινά, έφτιαξα τάφρους για να μην μπουν οι εχθροί. Κολύμπησα ώρες ολόκληρες, από βραχάκι σε βραχάκι, είδα χέλια, τόνους, γερμανούς. Γεύτηκα φέτα και ντομάτα και κάπαρη επάνω στην άμμο. Σκαρφάλωσα σκαλιά, είδα ηλιοβασιλέματα, ηφαίστεια. Έστησα σκηνές, τέντες, κοιμήθηκα σε πατάρια, υπόγεια, βαρκάκια. Ζήτησα φιλοξενία και μου την έδωσαν απλόχερα. Ομολογώ πώς ένοιωσα πολύ τυχερή ως Ελληνίδα. Σε παρόμοια οικονομική κατάσταση οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν έχουν καμία τέτοια επιλογή, ακόμη και να ήθελαν. Δεν έχουν μια παραλία δίπλα τους να κάνουν μια βουτιά. Ούτε ένα ουζάκι για να ξεχάσουν. Οι γονείς τους σπάνια τους μιλάνε και βλέπουν ατέλειωτες ώρες τηλεόραση, πολύ περισσότερες από εμάς. Η μοναδική τους επιλογή είναι συχνά μια βόλτα στο Safeway της γειτονιάς για λίγη δροσιά. Δεν έχουν το δικαίωμα να κάνουν διακοπές.
Στην επιστροφή μου στην Αθήνα, άκουσα ότι και εγώ σαν ελληνίδα δεν έχω δικαίωμα στην τεμπελιά. Όπως δεν έχω δικαίωμα και σε τίποτε άλλο. Δεν είμαι σίγουρη σε ποια εγκύκλιο του ΔΝΤ αναφέρεται αυτό. Το μόνο που θυμάμαι είναι «Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά» του Πολ Λαφάργκ στο οποίο ισχυρίζεται ότι η εργασία είναι παράνοια που διακατέχει τις εργατικές τάξεις των καπιταλιστικών χωρών. Μια επανάσταση λοιπόν θα διεκδικούσε το δικαίωμα στην τεμπελιά. Έχουμε όμως εμείς οι Έλληνες δικαίωμα σε αυτήν; Τώρα που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την ύφεση, την ανεργία, την κοινωνική ταπείνωση. Που κάθε μας κίνηση απειλείται από μια απόλυση, μια χρεωκοπία. Δεν είναι αυτή η στιγμή της δουλειάς, της υπεραπασχόλησης; Δεν είναι τούτη η στιγμή της απόλυτης σκλαβιάς;
Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι ο σκοπός της απασχόλησης είναι η ανάπαυση. Tι υποστήριζε άλλωστε άρθρο του AlJazeera; Ότι είμαστε τεμπέληδες εμείς οι Έλληνες. Κατεβάσαμε τα στόρια και αυτόν τον Αύγουστο, και φύγαμε για τα πελάγη; Ενώ θα έπρεπε να μείνουμε στις πόλεις να κάνουμε οικονομία. Να λιώνουμε μέσα στη ζέστη και να παραλαμβάνουμε τα συγχωροχάρτια από το ΔΝΤ. Θρηνώντας την κατάντια μας. Περιμένοντας την καταδίκη μας. Αυτή είναι η μεγάλη ελληνική τεμπελιά σύμφωνα με τον δημοσιογράφο του αραβικού δικτύου. Εμείς οι Έλληνες αλλά και οι γείτονες μας οι Ισπανοί και οι Ιταλοί είμαστε μανούλες σε αυτήν την τέχνη. Κάνουμε μηνιαίες διακοπές σε ιδιόκτητα αυθαίρετα εξοχικά σπίτια, με έξοδα του Δημοσίου. Ουζάκι, χταπόδι και η Μεσόγειος. Δεν μας φτάνει ο φόβος του απόλυτου κενού, πρέπει να έχουμε και ενοχές; Τις ενοχές των διακοπών μας, ακόμη και αν αυτές είναι σε ένα σιντριβάνι στο κέντρο μιας άδειας πόλης. Ποιος θα μας στερήσει λοιπόν αυτή τη χαρά της απραξίας; Την μοναδική ευκαιρία που είχαμε έπειτα από μήνες να πλήξουμε, να ανασυγκροτηθούμε, να ατενίσουμε τη θάλασσα, να αναρωτηθούμε γιατί. Να μάθουμε στα παιδιά μας κολύμπι τέλος πάντων.
Αύγουστος και σαν ήρωες του Φλομπέρ, oι Έλληνες αναπτύξαμε μια αδιαφορία και μια θλίψη για τα όσα μας περιβάλλουν. Επιλέξαμε την ανία, την αδράνεια. Είναι μάλλον μια παύση για να ανακτήσουμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο λίγη από την αξιοπρέπεια μας, να θυμηθούμε τις αξίες μας, να δεχτούμε την πικρή πραγματικότητα, να συλλογιστούμε τι μας έφερε ως εδώ. Όποιες οι διακοπές μας, όσο και αν τεμπελιάσαμε ή όχι αυτόν τον Αύγουστο, ας δούμε την επιστροφή μας από το Ελληνικό καλοκαίρι σαν μια ευκαιρία. Ας σηκώσουμε τα μανίκια και ας ξαναφτιάξουμε τη χώρα μας. Και αν χρειαστεί να διαλύσουμε ότι ξέραμε για να ξαναβρούμε τον εαυτό μας ας το κάνουμε. Όλοι πλέον συμφωνούμε ότι ο δρόμος που έχουμε πάρει δεν μας οδηγεί πουθενά. Και αυτό που δεν γνωρίζει ο δημοσιογράφος του AlJazeera καθώς βαδίζει ιδρωμένος πάνω στην οδό Σταδίου, είναι ότι μετά από μια μεγάλη σιωπή ακολουθεί συνήθως μια μεγάλη μάχη.
http://www।protagon।gr/Default.aspx?tabid=70&smid=382&ArticleID=3533&reftab=37
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου