13.8.15

Καίτη Στεφανάκη: «Μια δέσμη από λευκές και μωβ ίριδες»


φωτογραφία: Σάκης Καρακασίδης


επιμέλεια: Γιούλη Αναστασοπούλου

πηγή: http://www.oanagnostis.gr


Tι πρέπει να γνωρίζουν οι αναγνώστες σου για σένα και τους ήρωές σου;
Δεν είναι απαραίτητο οι αναγνώστες να γνωρίζουν προσωπικά βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Έτσι κι αλλιώς, το ύφος, ο τρόπος γραφής και έκφρασης, η αυτονομία του κειμένου, η αυτοαναφορικότητά του μιλούν,  συνδηλώνουν και παραπέμπουν στον συγγραφέα. Στους ήρωες της Όζας ροζ συνυπάρχουν το καλό και το κακό, όπως γίνεται εξάλλου και στη ζωή. Δεν εναρμονίζονται με τα κοινωνικά στερεότυπα. Επιθυμούν μόνο την αναγνώριση, τη συμπάθεια και την αποδοχή των αναγνωστών τους.

Tι σε κινητοποίησε να γράψεις το Όζα ροζ;
Μια βαθιά ανάγκη να αναγνωρίσω τις δικές μου εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις. Να προσπαθήσω να διαχειριστώ, όσο γίνεται πιο δημιουργικά, τον πόνο της ζωής και της ύπαρξης, αναστέλλοντας έτσι την αυτοκαταστροφικότητα ενός άγριου, ανεξέλεγκτου προσωπικού πόνου, που όμως ως συντελεσμένη γραφή υπερβαίνει το προσωπικό, συμφιλιώνει και επιδιώκει να συνομιλήσει με τον αναγνώστη.

Με ποιο κείμενο συνομιλεί το κείμενό σου;
Όλα τα διαβάσματά μου απαρτίζουν ένα σώμα, ποιητικό αίτιο, κίνητρο και αφετηρία να τολμήσω τη δική μου γραφή. Αυτό σημαίνει ότι η Όζα ροζ συνομιλεί με το προηγούμενο βιβλίο μου που δεν υπήρξε ποτέ και με το επόμενο που δεν ξέρω αν θα υπάρξει…

Πώς γράφεις και πού;
Γράφω… δύσκολα μεν, παντού και πάντα δε. Γράφω παλεύοντας πάντα να βγω από πηγάδια, στενωπούς και ρήγματα, να βγω από παντού στο φως.

Αισθάνεσαι ότι ανήκεις σε μια γενιά συγγραφέων;
Προσωπικά θα ήθελα η γραφή μου να διακρίνεται από μια ρεαλιστική, εσωτερική, διεισδυτική ματιά και τα κείμενά μου να αναζητούν και να ανιχνεύουν καινούριους, σύγχρονους αφηγηματικούς δρόμους.

Αν μπορούσες να αλλάξεις ένα αγαπημένο σου βιβλίο ποια θα ήταν η παρέμβασή σου;
Πώς θα ήταν ένας “οικόσιτος” Οδυσσέας; Πώς θα ήταν ένας Οδυσσέας που δεν ταξιδεύει πια;

Γράφεις κάτι τώρα;
Γράφω. Αυτόν τον καιρό προσπαθώ να προσεγγίσω λογοτεχνικά τη σχέση περιεχομένου και μορφής. Αρχίζει να σχηματοποιείται ένα κείμενο με βασικό ήρωα μια πανέμορφη ψυχή σε ένα πανάσχημο περίβλημα. Ο τίτλος που σκέφτομαι να δώσω είναι «Ο Γιάννης ο Καιάδας και η συμμετρία του κόσμου».

Tι σου λείπει από το λογοτεχνικό τοπίο σήμερα;
Μου λείπει η οικονομία του λόγου. Απεχθάνομαι τη φλυαρία. Με γοητεύουν τα κείμενα που κρατούν τα απολύτως απαραίτητα, όπου ο συμπυκνωμένος λόγος, ακόμα και η απουσία του λόγου, δηλαδή οι σιωπές, εγκαθίστανται ως σημαίνοντα και δίνουν χώρο συμμετοχής στον αναγνώστη. Ονειρεύομαι ένα κείμενο που ο θεματικός του άξονας θα μπορούσε να είναι το λίγο και το ασήμαντο, ας πούμε «μια δέσμη από λευκές και μωβ ίριδες».

Απάντησε σε μια ερώτηση που δεν σου έχουν κάνει ακόμα.
Θα ήθελα να απαντήσω κι εγώ όπως ο Ποιητής*:
«…
ν΄αγαπιέσαι ή ν’ αγαπάς
ν’ αγαπώ.»
(*) Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα, τόμος Β’ , Έλευσις (1948), Το γλωσσάριο των ανθέων (απόσπασμα), Ίκαρος, σ. 141

Ποιον νέο συγγραφέα θα μας πρότεινες να φιλοξενήσουμε στις Συστατικές Επιστολές;
 Θα πρότεινα τον νέο ποιητή Κωνσταντίνο Νικολόπουλο. Η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Βουβή συνοδεία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν στη Θεσσαλονίκη.




Καίτη Στεφανάκη

Όζα ροζ: Μικρά πεζά

Εκδόσεις Εντευκτηρίου

Θεσσαλονίκη, 2015

80 σελ.

τιμή: 9,00 ευρώ (με ΦΠΑ)





Μικρό Βιογραφικό

Η Καίτη Στεφανάκη (Ρέθυμνο 1951) είναι ιστορικός της τέχνης, καθηγήτρια της γερμανικής γλώσσας και μεταφράστρια.Σπούδασε ιστορία της ευρωπαϊκής τέχνης στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, με διδακτορική διατριβή στη βυζαντινή εικονογραφία. Επιμελήθηκε εκθέσεις Ελλήνων και Γερμανών καλλιτεχνών σε Γερμανία και Ελλάδα, καθώς και τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της γερμανικής συμμετοχής στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα «Θεσσαλονίκη 1997». Δίδαξε τη γερμανική γλώσσα στο Ινστιτούτο Goethe Θεσσαλονίκης [1989-2010]. Έχει μεταφράσει κυρίως καταλόγους εικαστικών εκθέσεων και άρθρα περί διδακτικής ξένων γλωσσών.Πεζά και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Εντευκτήριο και Θεσσαλονικέων Πόλις, καθώς και στο διαδίκτυο: www.eyelands.gr, http://entefktirio.blogspot.gr, http://ppirinas.blogspot.gr, http://yannisvaitsaras.blogspot.gr.Διακρίθηκε σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς της ιστοσελίδας Eyelands [Ιστορίες για την Ελλάδα, 2012, Ποιητικό Ημερολόγιο, 2013, Έρως και κρίση, 2014].

Κώστας Χατζηκυριάκου: Ούτε εμείς έχουμε χωριό

στον Γιώργο & τον Άρη (φυσικά)

Αγαπητέ (και ‒αίφνης μαθαίνω‒ πατριωτάκι) Γιώργο,

Μηρυκάζοντας το κείμενό σου για τις παιδικές και πρώιμες εφηβικές (μη) διακοπές σου, ξεχείλισαν «απ' τον Καιρό» υγρές οι μνήμες και στεγνώνοντας σε λέξεις απλωθήκαν στο χειρόγραφο κι έπειτα αναπαράχθηκαν εντύπως σε χαρτί και ηλεκτρονικά σε οθόνες ―

Ο πατέρας μου, Στυλιανός ή Στέλιος ή και κατ’ άλλους Στέργιος Χ#Κυριάκος (θανών το ’91), γεννήθηκε στήν Ξάνθη το ’28. Γύρω στά μέσα της δεκαετίας του ’30, ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν αυτός, η αδελφή του, ο πατέρας του κι η μάνα του ―κοντή, αποδείχτηκε η ζωή αυτηνής έκτοτε― στη Σαλονίκη, στην Παύλου Μελά, πίσω από το ιερό της Αγια-Σοφιάς, σε γειτονιά πολύ εβραίικια ακόμη ―κάθε πρωί σωροί τα φλούδια των πεπίτος που μασούλαγαν τα βράδια οι Ισραηλίτες στα κατώφλια―, η οποία τότε εξελλη(νοαμερικα)νι-ζόταν, αφήνοντας το σπίτι τους στη συνοικία του Ακάθιστου Ύμνου στην Ξάνθη, όπου σ' ένα οικόπεδο ακόμη, ανάμεσα σε χαμοκέλες, όπου κυρίως κατοικούν αλλόθρησκοι κι αλλόγλωσσοι πατριώτες μας, κάτω από μπάζα δύσοσμα και άγρια χορτάρια, φυτοζωούν ακόμη της οικογένειάς μου κάτι λίγες ρίζες, για τις οποίες μόνον η Εφορία και το Κτηματολόγιο νιάζονται ―και με ενοχλούν και με «ψειρίζουνε»― ακόμη.


Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος
(από το βιβλίο των Γιώργου Αναστασιάδη και Ευάγγελου Χεκίμογλου, 
Η διαδρομή της μνήμης: Τσιμισκή, Αγίας Σοφίας, Διαγώνιος)

Πρώτη φορά που επισκέφθηκα την Ξάνθη με την άσπρη Φορντ Κορτίνα του πατέρα μου στα μέσα της δεκαετίας του ’60 θα ’τανε καλοκαιράκι. Στο μικροσκοπικό τενεκετζίδικό του, λίγο πριν κλείσουνε τα μαγαζιά, την ώρα που ξεκίναγε η βροχή, κι οι μουσουλμάνες με τις μαντήλες τρέχανε να προφυλαχτούν, ο συγγενής του πατέρα μου ήθελε σώνει και καλά να εξηγήσει κάτι στη μητέρα μου, καταλαβαίνετε μανταμίτσα, καταλαβαίνετε, επαναλάμβανε, μα εκείνη δεν τον πρόσεχε, κοίταζε σχεδόν με δέος τον εντυπωσιακό ελαιώνα που είχε αναπτυχθεί πάνω στο πρόσωπο του νονού, και συγγενή εξ αίματος, του πατέρα μου, που τότε διέθετε ακόμη μόνον λιγοστές, απομονωμένες, πολλά υποσχόμενες ωστόσο, κρεατοελιές. Το βράδι, στο τουρκόσπιτο του αξάδελφου που μας φιλοξενούσε, με νανούρισε ο ήχος της βροχής σε ένα λαμαρινένιο υπόστεγο. Την άλλη μέρα, Κομοτηνή (δεν άντεχε ο πατέρας μου να μην προσθέσει Γκιουμουρτζίνα ταραφοντάν) και Αλεξανδρούπολη (ο ίδιος πρόσθετε Δεδέαγατς), θυμάμαι αμυδρά ένα νυχτερινό παραθαλάσσιο «κέντρο» με ορχήστρα, οι μουσικοί ήταν ντυμένοι στα λευκά, τα ζευγάρια χόρευαν βαλς και ταγκό στην πίστα, σαράντα χρόνια θά ’κανα να ’μαι ξανά τόσο κοντά στον «μαρανιστή» Μισέλ, συμπτωματικά σε τσιπουράδικο στον Βόλο όπου, πολέμου ένεκα, γεννήθηκε η αδελφή του πατέρα μου, το ’19.


Ξάνθη, σιδηροδρομικός σταθμός


Τέλη του ’60, καλοκαίρι πάλι, με τη θειά μου στην Ξάνθη, μένουμε στης αδελφικής της φίλης, που είναι παντρεμένη με καλλιτέχνη ελαιοχρωματιστή, αγιογράφο, μελισσοκόμο, μουσικό (τσίτερ και πιάνο στο σαλόνι), η μόλις απόφοιτη εξαταξίου Γυμνασίου κόρη τους μόλις και με πτυχίο (άριστα) στο πιάνο. Ζέστη, κουνούπια, το πρωί Τοξότες, Παναγίες, Ταξιάρχης, Ξανθίππη, κάποιο Πομακοχώρι στην πεδιάδα, κέντημα και μου’αμπέτ’, Άβδηρα, Πόρτο Λάγος, Φανάρι, ψευτοβουτιές στη ρηχή θάλασσα, στην απογευματινή σιέστα ενίοτε μαλακία στην ανάμνηση (τυχαία μπανισμένης) γυμνωμένης γυναικείας σάρκας, το απόγευμα, βόλτα ώς την πισίνα για δροσιά και καφεδάκι, ποδηλατάδα άλλοτε ώς τον Σταθμό, αν μπει στ’ αυτί σου το χνούδι (απ’ τα καβάκια που ’τανε ολόγυρα) θα κουφαθείς, τουλούμπες έπειτα στη «Νέα Ελλάδα», αργότερα αναψυκτικό στο ζαχαροπλαστείο με φίλο της θειας μου από τα χρόνια πριν τη Σαλονίκη, αυτός ουζάκι με μεζέ, η θειά μου να μοιράζεται μια μπύρα με τη γυναίκα του, για δείπνο στην Κληματαριά, χανούμ μπουτού, τα μπούτια της χανούμισας, πονηρά μισόγελα, το βράδι πάλι το κάτω να αναζητά το χέρι μου, το πάνω να λογαριάζει το τρίξιμο και την ανάσα που προδίδει, στο δωμάτιο όπου δεν κοιμάμαι μόνος...


Κληματαριά



Τουλούμπες στη Νέα Ελλάδα


Σαν πέθανε, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο τελευταίος θειος τους, μπεκρής του ούζου, που για χάρη του ξεπούλησε ό,τι του ανήκε ―σε μια περίπτωση σχεδόν και κάτι που δεν του ανήκε (και «σώθηκε» με απόφαση δικαστηρίου λίγα χρόνια αργότερα)―, το σπίτι που ’μενε, κι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο πατέρας μου, το πουλήσαμε. Στο σπίτι αυτό τον είχαμε επισκεφτεί, τον και αποκαλούμενο κιουλάμπεη, σε γιορτινή εκδρομή, και μας ξενάγησε, βρώμα παντού μα ένα εντυπωσιακό, μεγάλο, εικονοστάσι, στο υπνοδωμάτιο, ακοίμητο το καντήλι, το θυμιατήρι δίπλα ακόμη μοσχοβόλαγε από το πρωινό το θύμιασμα, καθόταν έξω στο σοκάκι, στο πεζούλι, όταν τον πρωτοσυναντήσαμε ―έκανε; στ’ αλήθεια δεν τον γνώρισε στην αρχή τον πατέρα μου;―, αλλά μετά, μην είσαι η Στέλιους; τάχα μου αβέβαια. Να ’βλέπαν ήδη οι αγοραστές, που δεν θυμάμαι πια ποιοι ήταν, τη μόδα της αναπαλαίωσης που ερχόταν, πάντως η θεια μου κι ο πατέρας μου τι να την κάνουμε την παλιατζούρα; Άλλωστε, τα λεφτά πάντα χρειαζούμενα, να μη χρωστάω κανένα κιαρατά ο ένας, μπουζάτα τα σεντόνια η άλλη, στα ξενοδοχεία που έμενε με τις ομαδικές εκδρομές στις οποίες συμμετείχε με φανατισμό σχεδόν.

Ξάνθη, Παλιά Πόλη


Το 1990 βρέθηκα ακόμη μια φορά στη Ξάνθη (κι έκτοτε μία ή δύο περαστικός), μου ’δωσε άδεια ο διοικητής, να ξεδιαλύνω το ζήτημα με τη Στρατολογία, το όνομά μου στο απολυτήριο που ετοίμασαν Κωνσταντίνος Χατζή Κυριακού, σχεδόν δεν μ’αναγνώρισα, αυτοί στό επιβλητικό διατηρητέο πια, έτσι σε έχουμε, πάνε αν θες να βγάλεις άκρη στα δηματολόγια, τι άκρη, τα ίδια μ' είχανε κι εκεί (στα χρόνια που γεννήθηκα, υποχρεωτικά γραφόσουν στα μητρώα του τόπου που ’χε γεννηθεί ο πατέρας σου) και τα βιβλία από μια χρονιά και πίσω ανύπαρκτα, τα κάψαν οι Βουλγάροι μου ’πανε, τι ψάχνεις, ήξερα πως ο πατέρας του πατέρα μου ήτανε γεννημένος το 1864, είχαμε σπίτι το βαφτιστικό του, Χατζή― ... κι αυτός ακόμη, (με την κατάληξη του επωνύμου, δεν πρόκειται να μπλέξω, μεταφραστής του Προφορικότητα και Εγγραμματοσύνη είμαι στο κάτω κάτω), ο πατέρας του είχε αλλάξει το Σχοινάς, όταν πήγε για χατζηλίκι στα Ιεροσόλυμα.


Το κτίριο που στέγαζε το Στρατολογικό Γραφείο Ξάνθης

Λοιπόν, το 1909, στις 13 Ιουλίου ο Γκιγιόμ Απολινέρ γιόρτασε τον γάμο του φίλου του Αντρέα διαβάζοντας το «Poème lu au mariage d’André Salmon»· το  καλοκαίρι του ’75 ή να ’ταν του ’76 ―είμαι βέβαιος (;!) ότι άκουσα στο ραδιόφωνο τον ίδιο να το λέει―, ο Μάνος Χατζιδάκις γιόρτασε τον διορισμό του ως διευθυντή του Τρίτου Προγράμματος (της κλασικής μουσικής) με τον δίσκο Αθανασία, απ’ όπου δεν λείπει το λαϊκό μπουζούκι· αρχές Αυγούστου του 2015, όχι με στίχους, όπως το ’χω συνήθειο, αλλά με τούτο το πεζό, το έμμετρο βεβαίως, ας γιορτάσω κι εγώ τον διορισμό του μάλα φίλου Στυλιανού και του φίλου Κορδομενίδη στο Δ.Σ. του Κ.Θ.Β.Ε.

διάπυρος (λόγω ζέστης)
                                                                                                            καίτοι σε οικία παραθίν' αλός αλλά
            ομοίως μην έχοντας χωριό
παιδί της πόλης, της αιθάλης, του μπετόν
(που τραγούδησε κι ο αδελφός μου, Παντελής Χ#Κυριάκος)
Κώστας (Χ#Κυριάκου)  

12.8.15

Βάνα Χαραλαμπίδου: Η γιαγιά Βενετία


Η 37χρονη Βενετία με τον 11χρονο γιο της Κωνσταντίνο και τη μεγάλη κόρη της Ευτέρπη, πρόσφυγες, μόλις φθάνουν στη Θεσσαλονίκη. Η έκφρασή της τα λέει όλα!


[αναδημοσίευση από το τεύχος 106 του περιοδικού Εντευκτήριο]

Τα ταραγμένα χρόνια του 1922-1924, η Ανατολία συγκλονίζεται από τον απόηχο συνταρακτικών γεγονότων, μεγάλων ελπίδων και άγριων φόβων, οι οποίοι θα επαληθευτούν με τον πιο τραγικό τρόπο. Μετά την Καταστροφή του 1922 και το κύμα της αποτρόπαιης βίας που σάρωσε τα μικρασιατικά παράλια, σηματοδοτώντας το τέλος της τρισχιλιετούς και πλέον ελληνικής παρουσίας στη Μικρασία, όλοι οι χριστιανοί στο θρήσκευμα χαρακτηρίζονται ανταλλάξιμοι πρόσφυγες του προαποφασισμένου, μεθοδικά οργανωμένου και σπαρακτικού ξεριζωμού, τραγικά θύματα των πολιτικών σκοπιμοτήτων και της ιστορικής συγκυρίας, που οδήγησε στην υπογραφή τής, χωρίς προηγούμενο όσο και απάνθρωπης, Σύμβασης της Λωζάννης της 3ης Ιουλίου 1923 και στην αναγκαστική μετακίνηση μόνο προς την Ελλάδα 1.500.000 ψυχών.
Μια φαρμακωμένη μέρα του 1924, ο Συμεών Τεμίσογλου ή Ταμίσογλου, του Χαράλαμπου και της Ευφροσύνης, γεννημένος το 1873 στον Πόρο της Καππαδοκίας κι εγκατεστημένος εκεί από γενεές γενεών, και η Βενετία, του Ζαχαρία και της Καλλιόπης, το γένος Μοστράογλου, με έτος γεννήσεως το 1887, με την ψυχή στο στόμα, με τα πέντε ανήλικα παιδιά τους και δυο μποξάδες με όλα τα υπάρχοντά τους και τα όποια τιμαλφή ―χαλιά και κιλίμια, κάποια βιβλία, ευαγγέλια και άλλα σε καραμανλίδικη γραφή και την εικόνα της Παναγίας «το ρόδο το αμάραντο» στα χέρια―, εξαναγκάζονται να μετέχουν σ’ ένα σιωπηλό έπος· στον βίαιο, βάρβαρο και, όπως αποδείχτηκε, παντοτινό εκπατρισμό, και με σπαραγμό υποχρεώνονται να αποχωριστούν τη γενέθλια γη τους στην απομονωμένη και περίκλειστη από βουνά, ερήμους και οροπέδια, σχεδόν απροσπέλαστη, μικρασιατική ενδοχώρα.
Φορτώνονται αρχικά στην καρότσα του αραμπά, απ’ όπου αντικρίζουν για τελευταία φορά το σπιτικό τους και τα γνώριμα τοπία της γενέτειρας να χάνονται στο βάθος του ορίζοντα, μέχρι να σβήσουν από τα κλαμένα μάτια τους σαν καπνός, φτάνουν ώς τον σιδηροδρομικό κόμβο και κέντρο συγκέντρωσης του Ουλούκισλα, φορτώνονται σε βαγόνια εμπορικού τρένου, του «τετράτροχου κάρου χωρίς βουβάλια και χωρίς άλογο», για να καταλήξουν, μετά από διαδρομή εξακοσίων χιλιομέτρων περίπου, στο λιμάνι της Μερσίνας, στη νότια Τουρκία, όπου σαστισμένοι αντικρίζουν για πρώτη φορά στη ζωή τους «το μεγάλο νερό!», τη θάλασσα, deniz! Πλοία πάνε κι έρχονται φορτωμένα στα αμπάρια και το κατάστρωμα ανθρώπινη απελπισία, μπλέκονται κι αυτοί μέσα στο πλήθος των απεγνωσμένων με προέλευση από διάφορες πολιτείες και χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας και, περιμένοντας τον αναγκαστικό απόπλου, στρατοπεδεύουν σε σχολειά, εκκλησίες, αυλές, πίσω από μάντρες, σε τσαντίρια ή στο ύπαιθρο, σ’ ένα σκηνικό όπου κυριολεκτικά «χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα». Περίπου εκατόν ενενήντα δύο χιλιάδες άνθρωποι μετακινούνται δι’ αυτής της οδού και μ’ αυτόν τον τραγικό τρόπο μέχρι το τέλος του 1925. Σιτίζονται από το συσσίτιο που διανέμεται, από τύχη γλιτώνουν τη δυσεντερία και την ελονοσία που θερίζουν, τελικά επιβιβάζονται σε βάρκες γεμάτες θρήνο και με ανεμόσκαλα σε ένα καράβι φορτηγό, δεν θυμούνται ποιo από τα δεκάδες «πλοία της μεγάλης φυγής», τα επιταγμένα σαράβαλα που εκκενώνουν τη Μικρασία από τον χριστιανικό πληθυσμό της, το «Λέσβος» είναι, το «Παντελής», το «Αρχιπέλαγος», ο «Ωκεανός» ή μήπως το ιταλικό «Τριεστίνο»; Βρίσκονται, μαζί με εκατοντάδες άλλους ξεκληρισμένους, στοιβαγμένοι στο κατάστρωμα κάτω από τον ήλιο της μέρας και το αγιάζι της νύχτας, μερόνυχτα, σ’ ένα μακρύ και περιπετειώδες ταξίδι προς το άγνωστο, στη διάρκεια του οποίου όσοι συνταξιδιώτες τους πεθαίνουν πετιούνται «χωρίς κάσα, όπως ο Χριστός» στη θάλασσα. Τα χαλιά και τα κιλίμια στους μποξάδες μουσκεύουν, μουχλιάζουν, για να πεταχτούν αργότερα όλα, εκτός από ένα. Ξεμπαρκάρουν κάποτε καραβοτσακισμένοι και ταλαίπωροι στον Άη-Γιώργη του Πειραιά, στο λοιμοκαθαρτήριο, που περνά τους νεοαφιχθέντες από τον εξευτελισμό και την ταλαιπωρία της καραντίνας, όπου απολυμαίνονται τα ρούχα, κόβονται τα μαλλιά και τα γένια. Τουλάχιστον πενήντα μέρες ήταν στους δρόμους και στα κύματα, κανείς δεν θυμάται πια πόσο ακριβώς διήρκησε αυτή η διαδρομή. Αποφεύγουν το ταπεινωτικό κούρεμα, για να καταλήξουν ―χάρη σ’ ένα χαρτί με το οποίο δηλώνεται πως έχουν εδώ συγγενείς―, στη Θεσσαλονίκη του σπαρασσόμενου από πολύχρονες, πολιτικές διαμάχες, αποδιοργανωμένου διοικητικά και υπό οικονομική κατάρρευση εθνικού κορμού, και να βρουν προσωρινό καταφύγιο, μαζί με εκατοντάδες, χιλιάδες άλλους κατατρεγμένους, στις αποθήκες του λιμανιού, που μετατρέπονται εκ του προχείρου σε θαλάμους και καταλύματα. Εγκαθίστανται ανάμεσα σε δυο κουβέρτες σε ρόλο διαχωριστικού, ώσπου να τους παραχωρηθεί, με κλήρωση, ένα ταπεινό σπιτάκι δύο δωματίων στον προσφυγικό συνοικισμό της Κάτω Τούμπας, από αυτά που οικοδομεί και διανέμει η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων του υπουργείου Προνοίας, για την ακρίβεια μέχρι να επιχειρήσουν, όπως και πολλοί άλλοι, την κατάληψη, με απελπισμένη “έφοδο”, ενός από τα εκατοντάδες πανομοιότυπα προσφυγόσπιτα σε μια από τις συνοικίες, που κύκλωσαν και τελικά ανάστησαν με την ψυχή της προσφυγιάς την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Αρχηγός της οικογένειας ο Συμεών, με δικό του μπακάλικο χοντρικής στον πατρογονικό Πόρο, δεξιός ψάλτης και γνώστης της βυζαντινής μουσικής, την οποία διδάσκει σε νεότερους, νοικοκύρης και με σεβαστή ακίνητη περιουσία, δική του και κυρίως προίκα της πιο εύρωστης οικονομικά οικογένειας της γυναίκας του, που μεταφράζεται σε στρέμματα γόνιμης γης, τσιφλίκια, αμπελώνες, μποστάνια και μπαχτσέδες, τα οποία ο ίδιος έφιππος επιθεωρεί, όπως θυμούνται τα παιδιά του, και υποστατικό με διώροφο καινούργιο σπίτι, στάβλους για τα ζωντανά και αποθήκες για τα γεννήματα, περιουσία καταγεγραμμένη και εκτιμημένη σε χρυσές λίρες από την τοπική Υποεπιτροπή Ανταλλαγής, από την οποία αναμένει μάταια να αποζημιωθεί στο ακέραιο, σύμφωνα με τις ρητά διατυπωμένες υποσχέσεις και τους όρους της συνθήκης. Οι ελπίδες θα καταρρεύσουν οριστικά για όλους τους πρόσφυγες το 1930, όταν ο Βενιζέλος και ο Ινονού προχωρούν στον τελικό διακανονισμό του ζητήματος των ανταλλάξιμων περιουσιών. Το Σύμφωνο της Άγκυρας αποδέχεται πως η αξία των ελληνικών περιουσιών στη Μικρά Ασία είναι κατά τι μικρότερη από την αξία των μουσουλμανικών περιουσιών στην Ελλάδα, οι υποχρεώσεις συμψηφίζονται, παρά τη θύελλα αντιδράσεων τα χρέη προς τους πρόσφυγες διαγράφονται.

Ο Συμεών αποβιβάζεται από το καράβι χτυπημένος· ένα βαρύ κιβώτιο πέφτει από το βίντσι επάνω του, σακατεύει το χέρι και το μάτι του και του καταλείπει ισόβια μερική αναπηρία. Το γεγονός προβιβάζει τον εντεκάχρονο Κωνσταντίνο, μοναδικό άρρεν μέλος της επταμελούς οικογένειας, σε αποκλειστικό και ισόβιο προστάτη της.
Ακόμη κι αν μπορεί κανείς να φανταστεί ένα μόλις εντεκάχρονο παιδί να παίρνει αναγκαστικά στα χέρια του τις τύχες της επταμελούς οικογένειάς του, σίγουρα δεν μπορεί να διανοηθεί την απόλυτη απόγνωση, την τέλεια συντριβή που μπορεί να νιώθει μπροστά στο αβάσταχτο γεγονός, το τετελεσμένο και αμετάκλητο, μπροστά στο αναπόδραστο πεπρωμένο, εκείνη η άμοιρη, μαυριδερή, αγράμματη, τριανταεπτάχρονη ανατολίτισσα, η μεγαλωμένη σαν αρχόντισσα Βενετία, κυρά κι αφέντρα με όλα τα καλά της και τα μαλλιά της στολισμένα με φλουριά. Χωρίς να έχει βγει ποτέ μέχρι τότε από το σπίτι της ―όπου έχει ήδη γεννήσει δώδεκα παιδιά, για να θάψει τα επτά, των οποίων η ζωή αποδείχτηκε εξαιρετικά βραχύβια, ανάμεσά τους και αγόρια, που έπαιρναν αμέσως το όνομα του παππού τους, Χαράλαμπος, μέχρι που γέννησε στις 20 του Μάη του 1913, παραμονή του αγίου Κωνσταντίνου, τον τελευταίο μοναχογιό της και του έδωσε το όνομα του εορτάζοντος αγίου, μήπως και φανεί πιο τυχερός, και φάνηκε τυχερός, μαζί του τώρα και με τα άλλα τέσσερα ανήλικα κορίτσια κρεμασμένα στα φουστάνια της, το μεγαλύτερο δεκατεσσάρων και το μικρότερο μόλις τριών χρόνων―, ξεβράζεται ανέστια σε χώρα ξένη και άξενη, όπου πρέπει αμέσως να ενσωματωθεί, σε πόλη άγνωστη και εχθρική, όπου πρέπει να συνηθίσει άστεγη να ζει αυτή και η οικογένειά της, χωρίς να ξέρει ούτε μια λέξη ελληνική, όμως και τα τουρκικά της δεν είναι τα σωστά τουρκικά αλλά τα καραμανλίδικα που μιλούν όλοι οι Καππαδόκες, με τον άντρα της σακατεμένο, τους συγγενείς της στους πέντε ανέμους, τους «πατριώτες» της από τον Πόρο και τη Νίγδη σκορπισμένους σε όλη την ελληνική επικράτεια, το σπίτι της στην πατρίδα πεντάρφανο και το βιος της σε ξένα χέρια στα βάθη της Τουρκίας, το μέλλον άδηλο και σκοτεινό μπροστά της, χρόνια ολόκληρα διωγμού και ταπείνωσης, τις όποιες οικονομίες έφερε μαζί της ραμμένες στα φουστάνια της να εξανεμίζονται, την πείνα, τις επιδημίες και τις άλλες αρρώστιες, ελονοσία, τύφο, φυματίωση, δυσεντερία, να παραμονεύουν, την καταφρόνια, την εχθρότητα και την καχυποψία των ντόπιων να καιροφυλακτούν, με ανοιχτή πληγή στην ψυχή της την απώλεια της προαιώνιας εστίας στην αξέχαστη πατρίδα και μοναδικό στήριγμά της τον μόλις εντεκάχρονο μοναχογιό της, τον Κωνσταντίνο... Όχι, αυτό που είναι όλο ζωγραφισμένο στα μάτια της, στην απεγνωσμένη έκφραση του προσώπου της, σίγουρα κανείς δεν μπορεί να το νιώσει…
Ήταν αφεντικά και νοικοκυραίοι μέχρι τη στιγμή που τα σάρωσε όλα ο άνεμος της ιστορίας· και τώρα είναι πλέον «πρόσφυγοι!», λέξη συντριπτική, που μέχρι σήμερα δεν χάνει την απαξιωτική σημασία της, αυτήν που της αποδίδουν οι γηγενείς. Είναι επιπλέον αποκλειστικώς τουρκόφωνοι, όπως οι περισσότεροι Καππαδόκες, γεγονός που συνεπάγεται μύριες όσες ταπεινώσεις. Έχουν με σπαραγμό αποδεχτεί την επιβεβλημένη μοίρα ν’ αποχωριστούν την πατρίδα τους, όπως δεν παύουν ισοβίως να αποκαλούν την πεφιλημένη ενδοχώρα της Μικρασίας, τον τόπο τους, τον παράδεισό τους στη μακρινή Ανατολία, τα σπίτια, τη ζωή, τις συνήθειες και το βιος τους, βιώνουν τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας ως αυθεντικοί μάρτυρες και τραυματική την εμπειρία του βίαιου ξεριζωμού από τη χαμένη Εδέμ, διατηρούν το όνειρο της επιστροφής στις πανάρχαιες κοιτίδες τους ζωντανό. Δεν έχουν εκποιήσει τα αμπέλια, τους μπαξέδες και τα μποστάνια τους, όπως θα μπορούσαν, στον γείτονα Τούρκο δικαστή, που επίμονα τα ζητάει μέχρι την τελευταία στιγμή, προσφέροντας μάλιστα τριακόσιες λίρες ―η Βενετία αρνείται πεισματικά―, ελπίζοντας στα βάθη της καρδιάς τους ότι θα ξαναγυρίσουν κάποτε όταν όλα εξομαλυνθούν, τόσο ασύλληπτος τους φαίνεται ο ξεριζωμός τους, μόνο τα ζωντανά, καζάνια, κιούπια και άλλα βαριά αντικείμενα έχουν ξεπουλήσει μαζί με τα γεννήματα, σ’ εξευτελιστικές τιμές. Προλαβαίνουν, πριν ξεριζωθούν, να συναντήσουν τους μουσουλμάνους πρόσφυγες από την Ελλάδα, που έφτασαν νωρίτερα για να πάρουν το σπίτι τους, τους έχουν με κλάματα παραδώσει τα κλειδιά, όπως τους επιβάλλεται από τις τοπικές αρχές. Η πολυτιμότερη περιουσία που έχουν καταφέρει να πάρουν μαζί τους, εκτός από τον σπαραγμό τους, είναι η πολύτιμη μνήμη, η άσβεστη θύμηση, που εξελίσσεται σε κεφάλαιο και μέσο διατήρησης της ιδιαίτερης πολιτισμικής τους ταυτότητας.
Φέρουν τουρκογενές επώνυμο, το οποίο σπεύδουν ν’ αλλάξουν στο ελληνοπρεπές Χαραλαμπίδης, μιας και ο εκ πατρός προπάππος καταγράφεται ως Χαράλαμπος, ενώ οι συγγενείς εξ αίματος της Βενετίας, οι Μοστράογλου, επιλέγουν το εξίσου ελληνογενές Ζαχαριάδης, από τον άλλο παππούλη, τον πατέρα της Βενετίας Ζαχαρία. Οι «τουρκομερίτες» και «τουρκόσποροι», όπως επί δεκαετίες τους αποκαλούν περιφρονητικά οι ντόπιοι, είναι ανεπιθύμητοι στην ελληνική επικράτεια, όπως το διαπίστωσαν ήδη από το 1922 τα πρώτα κύματα προσφύγων, οι εκδηλώσεις φοβίας, έχθρας και μίσους εναντίον τους προσλαμβάνουν μορφή κοινωνικού ρατσισμού, που βαθαίνει και οριστικοποιεί την αποξένωσή τους, προλαβαίνουν να το αντιληφθούν, το πληροφορούνται, τους συνιστάται ή τους επιβάλλεται, η αλλαγή αυτή υπηρετεί πολλές, ευκόλως εννοούμενες, σκοπιμότητες.


Ο Συμεών και η Βενετία με τα πέντε παιδιά τους, πρόσφυγες 
στη Θεσσαλονίκη, μερικά χρόνια μετά.

Παναΐα μου, çok teșekkür

Η Καππαδόκισα γιαγιά Βενετία ανέστησε τα παιδιά της με κόπους και βάσανα, και σε μια εικοσαετία είχε αποκτήσει οκτώ εγγόνια. Με υποτυπώδη ελληνικά, τα οποία δεν θέλησε ποτέ να μάθει, ψηλή, με παράστημα αξιοζήλευτο, παρά τις ταλαιπωρίες και τις δεκαετίες στην πλάτη της, με ελάχιστα άσπρα μαλλιά στο κεφάλι στα εξήντα και βάλε χρόνια της κι έναν μικρό κότσο πιασμένο με φουρκέτα στη βάση του λαιμού, με βαριά, κρεμαστά, ασημένια, ανατολίτικα σκουλαρίκια, τα οποία σπάνια απομακρύνει από τ’ αυτιά της, με τα μακριά μέχρι το γόνατο βαμβακερά τσαμασίρια, δηλαδή ροζ, σομόν και λαχανί βρακιά, τη μάλλινη φανέλα κάτω από τα μαύρα μακριά ρούχα, το χειροποίητο πλεκτό με το βελονάκι σάλι, τις χοντρές μαύρες κάλτσες, που η ίδια αποκαλεί çorap - τσουράπια, κρατημένα από λαστιχένιες καλτσοδέτες, φανελένιες κλειστές παντόφλες και το απαραίτητο μπαστούνι στο ένα χέρι, με το περίεργο ασημένιο δαχτυλίδι, που ανοίγει από πάνω, αποκαλύπτοντας μια μικρή, στρόγγυλη κρυψώνα, στο άλλο το τσιγάρο ―ένα πακέτο Άσσος κασετίνα είναι πάντα βαθιά χωμένο στην τσέπη της―, που το ανάβει μ’ ένα περίεργο μεταλλικό τσακμάκι με φυτίλι και τσακμακόπετρα, κληροδοτεί το όνομά της στην πρώτη από τον γιο της εγγονή στην κατ’ οίκον βάπτιση. Yavrum , kuzum, ciģer im, όπου γιαβρί το μωρό, κουζού το νεογέννητο αρνάκι, τζιέρι το σπλάχνο, τα ενθουσιώδη με την προσθήκη κτητικού επιφωνήματα της γιαγιάς Βενετίας προς την εγγόνα της σε εκφράσεις απέραντης τρυφερότητας. Οģlum - γιε μου, canim - ψυχή μου, η θριαμβευτική κραυγή της προς τον λατρευτό, στυλοβάτη μοναχογιό της, ah anam vay, ωχ μάνα μου βάι, ψιθυρίζει όταν αναστενάζει, και αναστενάζει συχνά, έχει άλλωστε πολλούς λόγους που προκαλούν αυτούς τους αναστεναγμούς.
Ο μύθος λέει πως πριν από τον γάμο του εν λόγω γιου παίζεται ένα έργο όπου φαίνεται πως καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η καππαδόκα γιαγιά. Καλά πληροφορημένη από τον άντρα της ―που, συνεισφέροντας στις επαγγελματικές δραστηριότητες του γιου του ως μπεχτσής, ήτοι φύλακας, στις ώρες λειτουργίας του καταστήματός του, παρακολουθεί όλη την κίνηση των διερχομένων, ιδίως θηλυκού γένους, και περιγράφει «μια ψηλή έρχεται, μια πιο κοντή έρχεται, οι δυο τους μαλώνουν…»―, η Βενετία επεμβαίνει, για να περιορίσει τις αισθηματικής φύσεως ατασθαλίες του γιου της, με την προτροπή να μην εκθέτει τα κορίτσια και να διαλέξει επιτέλους μία. Μόνο που στο δίλημμα επιλογής που της ετέθη από τον αμφιταλαντευόμενο λεβέντη της μεταξύ της επίσημης και της “παράνομης” σχέσης, με ειδοποιό διαφορά μεταξύ τους ότι η πρώτη, η “νόμιμη”, είναι «εξαιρετική νοικοκυρά και καλή στην κουζίνα» και η άλλη, η ανεπίσημη, «καλή στο κρεβάτι…», η γιαγιά δεν διστάζει: «να πάρεις αυτήν που είναι καλή στο κρεβάτι, καλές στην κουζίνα βρίσκεις πολλές!».
Η κυριακάτικη έξοδος από το σπίτι περιλαμβάνει ανυπερθέτως επίσκεψη στην Κάτω Τούμπα, στο σπίτι της γιαγιάς, που περιμένει με λαχτάρα και hosgeldi καλωσορίσματα τον γιο της και τα εγγόνια της, τα τζιέρια της. Αnne nasilsin, ne yapyorsun?, μητέρα, πώς είσαι, τι κάνεις; bende iyi im, oģlum, sen nasil?, καλά είμαι εγώ, εσύ πώς είσαι, γιε μου, γιατί «αν εσύ είσαι καλά, είμαστε καλά όλοι!», το λέει και το εννοεί η γιαγιά, κι αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Η επίσκεψη συνεπάγεται καταβολή τής εβδομαδιαίας οικονομικής ενίσχυσης, την οποία η γιαγιά τσεπώνει με πλημμυρίδα ευχών και λυρικών επιφωνημάτων προς τον λεβέντη της, που ο Αλλάχ να τον έχει καλά κι η Παναγία να τον φυλάει και να της κόβουν μέρες για να του δίνουν χρόνια και αναρίθμητες εκφράσεις λατρείας και ισόβιας ευγνωμοσύνης, όλα αυτά σε άψογα ελληνοτουρκικά με καραμανλίδικους ιδιωματισμούς, που καταλήγουν πάντα στην από καρδιάς ευχαριστία «ωχ, Παναΐα μου, çok teșekkür». Μυστήριο παραμένει τι καταλαβαίνει η Παναγία απ’ αυτές τις επικλήσεις. Οι μεγάλοι αναλύουν τις αναρίθμητες ενοχλήσεις στην υγεία της γιαγιάς, ο γιος της ελέγχει τις ιατρικές εξετάσεις και τα κουτάκια με τα φάρμακά της, με επιμονή την αποτρέπει από την τόση πολυφαρμακία, διερευνά αν η γιαγιά ακολουθεί την αυστηρή δίαιτα που επιβάλλει το υψηλό σάκχαρο, πώς ανεβαίνουν οι δείκτες στις σχετικές αναλύσεις, αν τηρεί τη δίαιτα. Kim bilyor, ποιος ξέρει;…, αφού εκείνη διαβεβαιώνει κατηγορηματικά και απολύτως θεατρικά πως την τηρεί. Μιλούν μεταξύ τους πάντα μόνο τουρκικά, θεωρώντας πως τα μικρά δεν καταλαβαίνουν, αποδεικνύεται όμως σύντομα ότι ένα παρθένο παιδικό μυαλό είναι σφουγγάρι που απορροφά τα πάντα και ανακαλεί λέξεις και φράσεις, ακόμη και μιας ξένης γλώσσας ―που αποδεικνύεται ότι δεν είναι καθόλου ξένη τελικά―, με απίστευτη ευκολία.
Πάντως, η γιαγιά δεν παραλείπει να παραδίδει μαθήματα τουρκικής για αρχαρίους στα παιδιά, που εκ του πονηρού υποβάλλουν τις σχετικές ερωτήσεις για να διαπρέπουν ως ωτακουστές, συλλαβίζουν ekmek - ψωμί, peynir - τυρί, çocuk - παιδί, yumurta - αυγό, su - νερό, süt - γάλα, köpek - σκυλί και άλλα πολλά και διάφορα εμπίπτοντα στα παιδικά ενδιαφέροντα, αφήνοντας αμετάφραστες τις πολύ γνωστές στην Ελλάδα τουρκικές βρισιές. Μόνο αν τολμήσουν να επαναλάβουν κάποιο από αυτά τα «κακά λόγια», απαρού! φωνάζει η γιαγιά, και το επιφώνημα παραμένει μέχρι σήμερα αμετάφραστο.
Η γιαγιά μένει μόνη με τον κάτασπρο και πανέξυπνο σκύλο της, τον Ριρίκο, έναν χαριτωμένο, μαλλιαρό κόπρο, στο προσφυγικό σπιτάκι της, στην οδό Κυζίκου 2 της Κάτω Τούμπας, κολλητά με τις ξαδέρφες της, σε δύο δωματιάκια με κουζίνα, τη σκουροπράσινη, σκαλιστή πήλινη σόμπα και το μαγκάλι για τα μεγάλα κρύα, το «μέρος» και μια μεγάλη συκιά έξω, στην πίσω αυλή, με τα ανθισμένα «σκυλάκια» και ζαμπάκια, μέχρι τον θάνατό της το 1965. Φεύγει από τη ζωή χωρίς να μάθει ποτέ ελληνικά, ύστερα από δεκαεπτά μέρες νοσηλείας στο ΑΧΕΠΑ, επιμένοντας ξέπνοα στους γιατρούς που συμπληρώνουν στο ιστορικό της την ηλικία της, «εβλομήντα έξι…, εβλομήντα έξι…,» και όχι εβδομήντα οκτώ χρονών, όπως βεβαιώνουν τα χαρτιά της. Είναι τα τελευταία της λόγια και, παρά το αναμφισβήτητο των εγγράφων, της γίνεται το χατίρι, στον τάφο της στα κοιμητήρια Μαλακοπής της Τούμπας γράφεται η ηλικία της με δύο χρόνια μείον, σύμφωνα με την τελευταία της επιθυμία.
Στον πάτο του μπαούλου στο σπίτι της ανακαλύπτονται μετά θάνατον, αντί άλλων θησαυρών, μικρά, προσεκτικά διπλωμένα, πακετάκια με λίγο παστουρμά, ανατολίτικο σουτζούκι, τσίρο παστό κι άλλα καλούδια, με τις γεύσεις και τις μυρωδιές της αλησμόνητης πατρίδας ―στην οποία δεν της έμελλε ποτέ να επιστρέψει―, που το υψηλό σάκχαρο, οι επιταγές του γιατρού και η άγρια επιτήρηση των παιδιών της ρητά απαγορεύουν να συμπεριλάβει στο διαιτολόγιό της με το σικαλίσιο ψωμί, τα απολύτως ανάλατα και άγλυκα που της επιβάλει η πάθηση. Αυτά λύνουν και το μυστήριο των υψηλών δεικτών στις ιατρικές εξετάσεις…

Το μόνο που αφήνει στην οικογένεια, εκτός από τη μουσειακή πήλινη σόμπα, είναι μια πανέμορφη μπιζουτιέρα από τουρκουάζ μονόλιθο με επίχρυσο κούμπωμα, την έφερε από την πατρίδα, αυτή ξέρει πώσς τη διέσωσε τόσα χρόνια...
Κρίμα, γιαγιά, που τα εγγόνια σου δεν σε γνώρισαν όπως σου άξιζε όσο ζούσες, που δεν σ’ αγκάλιασαν όπως θα έπρεπε, που δεν πρόλαβαν να ακούσουν από σένα, έστω με τσάτρα-πάτρα ελληνικά, πολύτιμες ιστορίες από την «πατρίδα», τη μοναδική πατρίδα, την Καππαδοκία, λεπτομέρειες και εικόνες που τώρα με αγωνία και κόπο πολύ ψάχνουν να βρουν σε ταξίδια, αφηγήσεις και καταγραφές ξένων. 

11.8.15

Πέθανε ο Θάνος Κωνσταντινίδης



Παλιός αντάρτης, προστάτης των τεχνών, γιατρός και Άνθρωπος



Της Ευάννας Βενάρδου

Υπάρχουν κάποιοι Άνθρωποι που επιτελούν έργο σιωπηλά και διακριτικά. Δεν ανήκουν στους «επώνυμους», δεν είναι ευρέως γνωστοί, αλλά η προσφορά τους μένει ανεξίτηλα γραμμένη στην ψυχή όσων ευεργετήθηκαν από αυτούς.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν αυτή του γιατρού Θάνου Κωνσταντινίδη. Τι παράξενο που μιλώ στον αόριστο γι΄ αυτόν τον αεικίνητο άνθρωπο, τον τόσο ευαίσθητο στον πόνο του άλλου, αλλά και τον τόσο δεκτικό και ενθουσιώδη σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης διάνοιας, αυτόν τον εραστή των Μουσών, τον προικισμένο αφηγητή ιστοριών -από την Κατοχή μέχρι σήμερα…
Ο Θάνος Κωνσταντινίδης μόλις έφυγε από κοντά μας σε ηλικία 95 ετών… Η κηδεία του έχει προγραμματιστεί για την Τετάρτη 12 Αυγούστου στις 11 το πρωί στο Πρώτο Νεκροταφείο.
Ο μουσικός Γιώργος Δεμερτζής κάποτε μου είπε πως ο Θάνος Κωνσταντινίδης είναι ένας πραγματικός «προστάτης των τεχνών». Και δεν εννοούσε κάποιον μεγιστάνα που βάζει το χέρι στην τσέπη για λόγους πρεστίζ, αλλά για έναν φανατικό φίλο της τέχνης, έναν θιασώτη της κλασικής μουσικής (δεν είχε αφήσει πρόβα για πρόβα τζενεράλε που να μην είναι παρών), έναν φύλακα άγγελο μεγάλων προσωπικοτήτων όπως ο Μίλτος Σαχτούρης (με τον οποίο τον συνέδεε φιλία 60 ετών), ο Νίκος Καρούζος, ο Γιώργος Μπουζιάνης (σ.σ. ένα μεγάλο μέρος του υλικού που εκτίθεται στο Μουσείο Μπουζιάνη στη Δάφνη αποτελεί δωρεά του Θάνου και της Ελένης Κωνσταντινίδη ― την ψυχή των «Φίλων του Γιώργου Μπουζιάνη»).
Ως συγγραφέας μας άφησε πολλά έργα του ― συχνά με απροσδόκητο θέμα όπως αυτό για τον «Καθρέφτη στο έργο του Μίλτου Σαχτούρη και άλλων ποιητών». Άλλοτε πάλι συνέδεε με έναν μαγικό τρόπο το έργο δύο φαινομενικά διαφορετικών δημιουργών, όπως, ας πούμε, του Ξένου και του Καπράλου στο βιβλίο του «Από την Εθνική Αντίσταση-Το Μνημείο της Πίνδου του Καπράλου -Η Συμφωνία της Αντίστασης του Αλέκου Ξένου». Μικρές μελέτες-διαμαντάκια όπως «Ο Ρίχαρντ Στράους στο δελφικό σπίτι των Σικελιανών», «Ο μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος στις κορυφές του Ολύμπου» (που κυκλοφόρησε και στα αγγλικά). Εκτός απο φανατικός συλλέκτης δίσκων άλλωστε υπήρξε και ορειβάτης και σκιέρ. Τα ελληνικά βουνά όμως, πριν αρκετές δεκαετίες , στα χρόνια της Αντίστασης, τον Θάνο Κωνσταντινίδη τον είχαν γνωρίσει και με μια άλλη ιδιότητα. Εκείνη του μαχητή της Ελευθερίας, του αντάρτη του ΕΛΑΣ: ήταν ο καπετάν-Προμηθέας που πολέμησε με όλες του τις δυνάμεις τον κατακτητή…
Ο μικρασιάτης (Σμυρνιός) Θάνος Κωνσταντινίδης υπήρξε γιατρός και μάλιστα ικανότατος: υφηγητής Ψυχιατρικής και Νευρολογίας. Διετέλεσε συνεργάτης του Καθηγητή Ιωάννη Πατρικίου στον Ευαγγελισμό και στο Αιγινήτειο. Επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και για δύο δεκαετίες σύμβουλος διευθυντής του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου.
Πρωτίστως όμως υπήρξε Άνθρωπος. Η υπογράφουσα και η οικογένειά της δεν θα ξεχάσουν την μέρα που ένας άγνωστος ευθυτενής ασπρομάλλης ηλικιωμένος, με βλέμμα γεμάτο συγκίνηση παρέστη στην κηδεία του δικού της Αλέκου Ξένου, επονομαζόμενου και «Συνθέτη της Αντίστασης». Παίζοντας στο κασετόφωνο τις πιο χαρακτηριστικές νότες από την «Συμφωνία της Αντίστασης» την στιγμή της ταφής του αγαπημένου μας. Ανατριχιάσαμε όλοι –κι αυτό έγινε η απαρχή μιας μακράς φιλίας που έμελε να επιβεβαιωθεί και σε άλλες δύσκολες στιγμές…
Για καλή τύχη όλων όσοι τον συνάντησαν στον δρόμο τους, ο σκηνοθέτης Λευτέρης Ξανθόπουλος, διορατικός καταγραφέας ντοκουμέντων, αιχμαλώτισε την αξέχαστη μορφή του Θάνου Κωνσταντινίδη στο ντοκιμαντέρ του για τον Αλέκο Ξένο «Η εποχή των Κενταύρων –ο Μουσουργός Αλέκος Ξένος» (2009, για το «Παρασκήνιο» της ΕΡΤ): λαλίστατος, ο ιατρός κάνει μια ενδελεχή ανάλυση του έργου του συνθέτη και ταυτόχρονα αποκαλύπτει την αστείρευτη ενεργητικότητα, την πολύπλευρη γνώση, την ευαισθησία κι αυτήν την απροσδιόριστη φινέτσα που χαρακτηρίζει κάποιους λίγους εκλεκτούς μιας γενιάς που τείνει να εκλείψει . Σε μια εποχή εχθρική στην πνευματικότητα και την ελληνικότητα –όπως τουλάχιστον κάποιοι την εννόησαν και πάλεψαν γι΄ αυτην…
«Θέλω να πάω να συναντήσω την Ελένη μου», έλεγε τελευταία ο Θάνος Κωνσταντινίδης, αναφερόμενος στον μεγάλο του έρωτα, την σύζυγο του που έφυγε κι αυτή πριν λίγο καιρό. Αχώριστο ζευγάρι.
Καλό ταξίδι, κύριε Κωνσταντινίδη. Σε ευχαριστούμε…

Μόνη μας παρηγοριά τα λόγια του Νίκου Καρούζου, στο τελευταίο του ποίημα, που εσύ ο ίδιος επικαλέστηκες: «Στον ουρανό οι δυνατότητες είναι μόνο συναρπαστικές»…

10.8.15

Η εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» για το τεύχος 107 του «Εντευκτηρίου»

Από το σημερινό φύλλο της εφημερίδας.


Θέμης Λιβεριάδης: Αύγουστος (ποίημα)




Φωτογραφία: Ορχάν Τσολάκ
από το http://www.parallaximag.gr


Αύγουστος                                    

Τον Αύγουστο φοβάμαι
Έρημη πόλη
Λείπουν οι γιατροί
Πέρα στις εξοχές παντρεύουν
Την αγέννητη την αδερφή μου
Εγώ έχω σχεδόν γεράσει
Μα πρέπει να σηκωθώ
Και να χορέψω στη χαρά της
Και έχω πιει κι αυτοί χειροκροτούν
Και όλο με προτρέπουν και
Κλαίω από μέσα μου
Για τα εγκλήματα που
Φόρτωσα τον εαυτό μου
Ο σκηνοθέτης στην πολυθρόνα του Πατέρα
Bουρκωμένος καμαρώνει την κατάντια μου
Ξέρει πως τη σκηνή του τέλους
Tρεκλίζοντας θα παίξω όπως πρέπει

Τρομαγμένα θα σκορπίσουν τα πουλιά
Στον κάμπο πίσω απ’ την αχλή
Προβάλλουν χωροφύλακες
Με ένταλμα και χειροπέδες.



Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε νομικά και βιομηχανική κοστολόγηση. Από το 1998 είναι εγκαταστημένος στην Αθήνα.
Επαγγελματικά: Υπήρξε μέτοχος, (και τρία χρόνια διευθύνων σύμβουλος) στη βιομηχανία εξαρτημάτων αυτοκινήτων «ΕΛΒΙΦΑΝ» (1965-1979). Από τον Αύγουστο του 1980 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1996 είχε το παραδοσιακό εστιατόριο "Ραγιάς" στην συμβολή της πλατείας Αριστοτέλους με την παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης. Μέλος της συντακτικής επιτροπής και παραγωγός λογοτεχνικών εκδηλώσεων στον Οργανισμό «Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα Ευρώπης 1997 - ΟΠΠΕΘ 1997». Πολιτιστικός σύμβουλος στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης ( 1998-2002 ) και στον Ε.Ο.Τ ( 2002-2004 ). Συνεργάτης σε διάφορες έντυπες και ηλεκτρονικές εφημερίδες και περιοδικά.
Στη Λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1962 όταν πήρε το Α΄ βραβείο ποίησης που διοργάνωσε πανελλαδικά η "Πανσπουδαστική" με κριτική επιτροπή τους : Βρεττάκο, Ελύτη, Ρίτσο και το 1965 που οι «Εποχές» δημοσιεύουν το πρώτο διήγημά του. Το 1972, επί δικτατορίας, δικάστηκε για το διήγημά του "Το όνειρο", στο περιοδικό «Τραμ», που μεταφράσθηκε τότε από τον λογοτεχνική ομάδα του Aragon στα "Lettres Francaises". Το 2000 του απονέμεται από την Ένωση Εκδοτών Β. Ελλάδος τιμητική διάκριση για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα. Ιανουάριο του 2001 προσκαλείται, μεταξύ 14 ποιητών από την Ελλάδα, για την παρουσίαση της ελληνικής ποίησης στο Παρίσι. Είναι μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων (www.dedalus.gr), της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης , και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συγγραφέων και μεταφραστών “ Three Seas’ waves’ ” (www.tswtc.org )
Εργογραφία: Έχουν εκδοθεί εννιά βιβλία του. Ποίηση: Ο θάνατος του ζώου – Ι (1958-1988) – Εξάντας, 1989· Ο θάνατος του ζώου – ΙΙ (1989-1996) – Εξάντας, 1997· Η κηδεία του Εγώ – Ταίναρον, 2005· Ποιήματα τροπικής παραίσθησης – Ταίναρον, 2005· Η Ελευθερία πλαγιάζει σε μαύρο γραφείο – Αρμός, 2009
Πεζογραφία: Σημειώσεις για την Ιφιγένεια – Ερμής, 1980· Ασκήσεις ετοιμότητας – Εξάντας, 1995· Προχωρώντας στο διάδρομο – Αρμός, 2002
Μετάφραση: Από τα αγγλικά: Μια σύγχρονη Οδύσσεια – ΔΚΛΜΡ, 2006

πηγή: http://www.liveriadis.gr

[Το κείμενο αυτό γράφτηκε ειδικά για το παρόν blog του Εντευκτηρίου]