24.5.20

Κρατικά βραβεία λογοτεχνίας



της Μικέλας Χαρτουλάρη

[πηγή: Facebook]

Πώς μπορούν να αναβαθμιστούν και να καταξιωθούν στη συλλογική συνείδηση τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας; Πού χωλαίνουν; Ποια παρεξήγηση τα κυνηγά; Και ποιες αμαρτίες;


Θα ξεκινήσω ανάποδα. Τι σημαίνει πρακτικά ένα λογοτεχνικό βραβείο στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, πέρα από ένα χρηματικό έπαθλο που διαρκώς συρρικνώνεται;
     Χρηματοδοτείται η μετάφραση του βραβευμένου τίτλου σε άλλες γλώσσες; Όχι. 
     Αγοράζει η πολιτεία τους βραβευμένους τίτλους για να τους δωρίσει στα σχολεία, στις δημόσιες και δημοτικές Βιβλιοθήκες ή και στις έδρες Νεοελληνικών Σπουδών στα Πανεπιστήμια του εξωτερικού, προκειμένου να είναι προσιτοί σε κάθε ενδιαφερόμενο; Όχι.    
     Αναλαμβάνει το Υπουργείο Πολιτισμού (ή κάποιος άλλος από τους καταξιωμένους φορείς ή τα περιοδικά που απονέμουν διακρίσεις σε βιβλία: Ακαδημία Αθηνών, Εταιρεία Συγγραφέων, Ηλεκτρονικός anagnostis - πρώην «Διαβάζω», Athens Prize-περιοδικό (δε)κατα κ.ά.) την οργανωμένη, συστηματική, και εκτεταμένη προβολή των βραβευμένων τίτλων ή έστω τη χρηματοδότηση μια σχετικής διαφημιστικής δαπάνης; Όχι. 
     Ό,τι κάνει ο εκάστοτε εκδοτικός οίκος ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα και την εγρήγορσή του, και ό,τι κάνει το εκάστοτε ρεπορτάζ βιβλίου. 
     Μήπως αναλαμβάνει η πολιτεία να υποστηρίξει τους βραβευμένους συγγραφείς με εκδηλώσεις, συνέδρια, σεμινάρια σε πανεπιστήμια, σχολεία, δημοτικά κέντρα, φεστιβάλ εντός ή εκτός Ελλάδας ή και με υποτροφίες ή και δάνεια; Όχι. 
     Υποχρεώνονται τα βιβλιοπωλεία να προβάλουν τους βραβευμένους τίτλους χωρίς να πάρουν τη συνηθισμένη προμήθεια από τους ενδιαφερόμενους εκδότες; Όχι.      
     Υποχρεώνεται άραγε η Δημόσια Τηλεόραση ή το κρατικό Ραδιόφωνο να προβάλει σποτάκια με τα βραβευμένα λογοτεχνικά αστέρια της κάθε χρονιάς; Όχι.
     Υπάρχει ανεξάρτητος κρατικός φορέας βιβλίου ―όπως το ΕΚΕΒΙ από το 1994 ώς το 2013―, προκειμένου να οργανώσει σε βάθος και να παρακολουθήσει μία συγκροτημένη πολιτική βιβλίου, όχι μονάχα για τα Βραβεία αλλά και για την ανάγνωση, για τα επαγγέλματα και τις επιχειρήσεις του βιβλίου, για τις μεταφράσεις και τη διεθνή προβολή του, για τις έρευνες, για τα ζητήματα της ψηφιοποίησης, κοκ; Όχι.


Άρα; Όταν δεν υποστηρίζεται μέσα από την πολιτισμική πολιτική ούτε καν ο θεσμός των κρατικών βραβείων, ούτε καν οι τίτλοι που αναδεικνύονται μέσα απ’ αυτόν, ούτε καν η «βιτρίνα» ―ή έστω μία «βιτρίνα»― της ετήσιας βιβλιοπαραγωγής, όταν ακόμα και η δημόσια εκπαίδευση προσπερνά τους βραβευμένους τίτλους, πώς θα καταξιωθούν γενικότερα οι πιο απαιτητικοί συγγραφείς και πώς θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου κοινού; 
     Πώς θα αποκτήσει το Βιβλίο και όλοι οι κόσμοι που κουβαλάει μέσα του, οι ιδέες και οι ανησυχίες, το απαραίτητο αντίκρισμα στη συνείδηση της κοινωνίας και στην αγορά, αντίκρισμα απαραίτητο για να ενισχυθεί οικονομικά, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ολόκληρη η αλυσίδα του βιβλίου;
     Και το κυριότερο: Αν τα βιβλία ―και όχι μονάχα τα λογοτεχνικά αλλά και τα έργα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών― δεν διαρρήξουν τα τείχη των διανοητικών ελίτ, αν δεν διευρυνθεί το αναγνωστικό ενδιαφέρον, πώς θα αναγνωριστεί η αξιόλογη ελληνική βιβλιοπαραγωγή; 
     Και πώς θα μπορούσαμε ποτέ να φτάσουμε σ’ αυτή την αναγνώριση, όταν έχει παρακμάσει και η ίδια η δημόσια συζήτηση για τα βιβλία;


Το πρόβλημα λοιπόν που ανοίγει η δημόσια (μη) πολιτική των κρατικών βραβείων είναι πολύ μεγαλύτερο από μία ή δυο ή τρεις "αδικίες" στις βραβεύσεις. 
     Αλλά να τις δούμε κι αυτές σε ένα τοπίο ―το τοπίο της Τέχνης― όπου δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια.


Μίλτος Σαχτούρης (αριστερά), Δ. Ν. Μαρωνίτης

     Βρίσκω πολύ διδακτικό το εύγλωττο παράδειγμα μιας ατυχούς βράβευσης που εξέθεσε δύο άξια ονόματα και εξευτέλισε δύο ευαίσθητες προσωπικότητες. Ήταν η στημένη κονταρομαχία του 2003 μεταξύ του 84χρονου τότε Μίλτου Σαχτούρη και του 74χρονου Δημήτρη Μαρωνίτη, για το «Μεγάλο Βραβείο» που τιμά μία προσωπικότητα για το σύνολο του έργου της. Εδώ νίκησε ο ποιητής τον φιλόλογο (που τόσα είχε γράψει γι’ αυτόν), αλλά πώς….
     Η κριτική επιτροπή εισήγαγε ως δίλημμα ένα ψευδοδίλημμα, βάζοντας στη ζυγαριά δύο ανόμοια έργα. Μια υπεύθυνη κριτική επιτροπή θα έπρεπε να είχε αποφασίσει, προτού φτάσει στο … παρά δύο, ποια φιλοσοφία βράβευσης προκρίνει. Διότι ακαδημαϊκό έργο και λογοτεχνικό έργο κρίνονται με διαφορετικά κριτήρια. Εδώ όμως έγινε κάτι ακόμα χειρότερο: Ένα μέλος της επιτροπής, ένας πανεπιστημιακός που είχε προηγούμενα με τον φιλόλογο, έβαλε βέτο. Και, αντί να εξαιρεθεί από τη διαδικασία, αφέθηκε να υπονομεύσει τον θεσμό. Έριξε στο τραπέζι ένα δεύτερο όνομα, που ξύπνησε το ενοχικό σύνδρομο κάποιων κριτών. Διότι για να προσπεράσεις τον «τελευταίο της γενιάς των μεγάλων ποιητών», για να βρεις κάποιον εναλλακτικό τρόπο να τον τιμήσεις, χωρίς να αποδυναμώσεις έναν θεσμό όπως το Μεγάλο Βραβείο, ήθελε χρόνο και κότσια, που σπάνια τα διαθέτουν οι κρατικές επιτροπές. Ο Μίλτος Σαχτούρης, ο υπέροχος «τρελός λαγός», είχε στις αποσκευές του δύο κρατικά βραβεία (1962, 1987) και ένα παράσημο από τα χέρια του Κωστή Στεφανόπουλου (1995). Άξιζε το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο για το σύνολο του έργου του; Φυσικά και το άξιζε. Όμως,  θα έπρεπε να το είχε πάρει πολύ νωρίτερα. Όταν ήταν ενεργός. Έστω μέχρι το 1998, που κυκλοφόρησε τη συλλογή Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια.
     Η βράβευση του Σαχτούρη, όταν έγινε, δεν ήταν μία τολμηρή και ουσιαστική πρόταση για ένα πρότυπο δημιουργικού οίστρου. Ήταν ένα τιμητικό δίπλωμα αποστρατείας. Γι’ αυτό ήταν άδικη και για εκείνον και για τον Μαρωνίτη, προσωπικότητα με ευρύτερη κοινωνικοπολιτική παρουσία και πολυσχιδές έργο αναφοράς. Κι αν η κριτική επιτροπή «την έβγαλε καθαρή», το κύρος του θεσμού είχε πληγεί…

     Η τωρινή κριτική επιτροπή, που αναμένεται να δώσει τα βραβεία για την βιβλιοπαραγωγή του 2018 και απένειμε τα βραβεία για τα βιβλία του 2016 και 2017, δεν έκανε τέτοιες γκάφες, παρότι είναι ετερόκλητη. Κατάφερε να έχει αναλαμπές τόλμης, να κρατήσει επίπεδο και ισορροπίες. 
     Από εκεί και πέρα, θα έπρεπε να ξεκινήσει μία ουσιαστική συζήτηση για το νόημα και τους στόχους των κρατικών βραβείων, τα οποία (όπως είχε προτείνει η ομάδα εργασίας που συγκροτήθηκε επί υπουργίας Αριστείδη Μπαλτά) θα ήταν σωστότερο να διευρυνθούν και να μετονομαστούν σε Κρατικά Βραβεία Βιβλίου.
     Πάντως, πέρασαν πια οι εποχές που τα κρατικά βραβεία στόχευαν στο να συγκροτήσουν έναν Κανόνα, πέρασε και η εποχή των Κανόνων (ευτυχώς). Θα έπρεπε επίσης να περάσουν και οι εποχές της "επετηρίδας" που για χρόνια μάστιζε τους δημόσιους υπαλλήλους του πολιτισμού στην Ελλάδα, και έχει ακόμα γερές ρίζες. Αλλά και η "γραμμή" της (επι)βράβευσης, δηλαδή της απονομής βραβείων σε τίτλους που έχουν ήδη εξασφαλίσει την γενική επιδοκιμασία της κριτικής [: των κριτικών] αμφισβητείται κι αυτή, τουλάχιστον στα μεγάλα διεθνή βραβεία, ως διεκπεραιωτική. Εκεί, στο Booker, στο National Book Award, στο Pulitzer, στο Man Booker International, πιο πρόσφατα και στο Goncourt, το ζητούμενο είναι η πρόταση, οι νέοι ορίζοντες, το τολμηρό έργο που συνδυάζει τις αρετές της αφήγησης με την εμπλοκή στις ανησυχίες του καιρού μας και την αναγνωστική απόλαυση. 
     Δύσκολη εξίσωση, ωραίο στοίχημα.

Μικέλα Χαρτουλάρη: Απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών και του Γαλλικού Ινστιτούτου Τύπου (το οποίο υπαγόταν στο Πανεπιστήμιο Paris II του Παρισιού). Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο πολιτικό περιοδικό Αντί και κατόπιν, επί 29 χρόνια στα Νέα, αρχικώς ως ρεπόρτερ στον τομέα του πολιτισμού (γράμματα, κινηματογράφος, αρχαιολογία, Υπουργείο Πολιτισμού) και κατόπιν για 6 χρόνια ως υπεύθυνη των σελίδων πολιτισμού. Δημιούργησε και εμψύχωσε επί 12 χρόνια, μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2012, το «Βιβλιοδρόμιο» των Νέων, ενώ παράλληλα κρατούσε μια στήλη γνώμης για τη λογοτεχνική ζωή και τους νέους τίτλους σε ελληνικές ή ξένες εκδόσεις, και δημοσίευε συνεντεύξεις με προσωπικότητες από τον χώρο του πνεύματος. Στα χρόνια 2006-2013 συνεργάστηκε με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη στην τηλεοπτική σειρά της ΕΤ1 «Οι κεραίες της εποχής μας», με αντικείμενο συνεντεύξεις με διεθνώς διακεκριμένους συγγραφείς. Μετά τον πρόωρο θάνατο του Χρυσοστομίδη, το 2015, επιμελήθηκε τον συλλογικό τόμο στη μνήμη του από τις εκδόσεις Άγρα, Ίκαρος και Καστανιώτης (Αντίδωρο για τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, 2016).

Δεν υπάρχουν σχόλια: