της Ελένης Χοντολίδου
Στον Γιώργο Κορδομενίδη
αφιερωμένο εξαιρετικά
Καλοκαίρι 1962,
πέντε χρονών. Παραθερίζουμε στο αγαπημένο και… μακρινό ακόμη τότε Ρετζίκι. Η
μητέρα μου είναι μία προσγειωμένη γυναίκα, που δεν θέλει τα παιδιά της να γίνουν
κακομαθημένα και δίκιο έχει.
Από μικρή δεν
αγαπούσα πολύ το κρέας. Είμαι των φρούτων, λατρεύω τις σαλάτες και τρελαίνομαι
για λαδερά συνοδευόμενα από τυρί φέτα. Ήδη έτρωγα φασολάκια, μπιζέλια, φασόλια,
φακές, ρεβίθια.
Εκείνη τη μέρα η
μητέρα μου είχε μαγειρέψει κάτι περίεργα λαχανικά που δεν είχα ξαναδεί ποτέ.
Είχαν και λίγες "μίξες".
– Τι είναι αυτό το
φαγητό, μαμά;
– Μπάμιες.
– Μαμά, δεν θέλω να
φάω τις μπάμιες. Είναι σιχαμερές.
– Τα παιδιά μου δεν
θα κάνουν τσιριμόνιες, θα τρώνε όλα τα φαγητά.
Για πότε στριμώχτηκα
στη γωνία από τη μαμά μου και για πότε άρχισε να με ταΐζει τις ελεεινές
μπάμιες, ούτε που το κατάλαβα. Εκείνη με τάιζε, εγώ έκλαιγα και κατάπινα τα
δάκρυά μου ανακατεμένα με τις μύξες μου και τις μίξες της μπάμιας.
Η μάνα
μου νίκησε μία προσωρινή νίκη. Δεν έχω βάλει στο στόμα μου μπάμιες έκτοτε. Ούτε
να τις μυρίσω δεν μπορώ. Και είναι το μόνο φαγητό που δεν έχω φάει έκτοτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου