25.6.17

Η αντοχή στο όνειρο



της Λίνας Πανταλέων

πηγή: http://www.kathimerini.gr


ΚΡΙΤΙΚΗ

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες
Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 88 σελ.

Η Μακρυγιαλού, τυλιγμένη στο βυσσινί σάλι της, σέρνοντας μαζί της ευχές και κατάρες, ξεβράζεται από τη θάλασσα σε ένα χωριό και γίνεται παραμύθι, έπηλυς της προφορικής παράδοσης του τόπου. «Στο πρόσωπό της φώλιαζαν οι σκιές». Σιωπηλή, αφανισμένη μες στο ανέμισμα της μαντίλας της, εξαϋλω­νόταν σε μύθο που πλεκόταν και μάκραινε, «γινόταν μια τεράστια μαντίλα, που τα τύλιγε όλα κι απλωνόταν». Πριν κλείσει τα έξι, η Αν­τιγόνη απαλλάχθηκε από τη δυστυχία και την ενοχή, που ήταν για εκείνη η μητρική μορφή, ενταφιάζοντας στο χώμα της αυλής το καλό φουστάνι της μητέρας της, ένα «λευκό φουστάνι, γεμάτο κατακόκκινα γαρύφαλλα, ζεστά σαν αίμα». Το ίδιο φορούσε και η μητέρα του Νότη καθώς τον αποχαιρετούσε, γέρνοντας από πάνω του και αφήνοντας τα αιμάτινα γαρίφαλα να κυλήσουν από το λευκό ύφασμα για να αγκαλιάσουν το άψυχο σώμα του. Η Γιωργού, πάλι, αποζητούσε την έξαρση, ίσως γι’ αυτό, όταν έσβησε κάθε της απαντοχή, άφησε το γκάζι ανοικτό.

Οι ηρωίδες της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου (γεν. 1956) έλκουν την καταγωγή τους από τις σελίδες του Παπαδιαμάντη. Ωστόσο, αυτή η καταγωγή είναι αμυδρότατη, ένας απαλός απόηχος που συντονίζεται αρμονικά με τη με­λωδία της γραφής της. Τα πρόσωπα των διη­γημάτων προβάλλουν σμιλεμένα στην τραχύ­τητα ενός τοπίου ακατονόμαστου και αγεωγράφητου, βουλιαγμένου βαθιά στον χρόνο και στο χώμα. Σε σύγκριση με τις φρενήρεις, ανερμάτιστες, παραλογισμένες φιγούρες του τρέχοντος χρόνου, που ενδημούν στην ελληνική πεζογραφία, οι διηγηματογραφικοί χαρακτήρες της Παναγιωτοπούλου μοιάζουν βραδυκίνητοι και παρωχημένοι. Τρέμουν τα στοιχειά της φύσης, γονατίζουν μπροστά στα εικονοστάσια και λιώνουν στις προσευχές, προσμένουν θαύ­ματα και παραδίδουν το πνεύμα έναντι του αδιάρρηκτου, άφατου μυστηρίου της ζωής και του θανάτου. Κυρίως ονειρεύονται. Είναι εξόχως υπομονετικοί με την αργοπορία της ευτυχίας. Τα όνειρά τους είναι η αν­τίστασή τους στον όλεθρο που τους παραμονεύει.

«Ν’ ακουμπήσεις σε όνει­ρα που σε θέλουν», παραι­νεί ένας πατέρας τον γιο του, εσωκλείοντας στο ση­μείωμα της αυτοχειρίας του μια συνταρακτική ομο­λογία αγάπης. Η Γιώτα, από την άλλη, άκουγε τα βράδια το τρένο να βογγάει στην ανηφόρα του χωριού της και ονειρευόταν τη μέρα που θα την έπαιρνε μαζί του, πέρα μακριά. Μόνον «όταν η ζωή της μπήκε στο φθινόπωρο» συνειδητο­ποίησε πως το τρένο που θα την πήγαινε στο όνειρο σφύριζε «το πέρασμα από τ’ όνειρο στην πραγματικότητα». Στο υπέροχο διήγημα «Αθώοι αυτόχειρες», ένας άντρας, καθισμένος δίπλα στην ετοιμοθάνατη αγαπημένη του, παρατηρεί τον ορό στην άνυδρη φλέβα. «Υπνωτισμένος ακολουθούσε τη ροή του υγρού να ξεπλένει την πραγματικότητα με όνειρο». Η ελπίδα για τη ζωή της τάραζε την ψυχή του, γιατί από τη στιγμή που έβγαλε τα ράσα απεκδύθηκε κάθε ελπίδα σωτηρίας. Ακολουθώντας την ήδη νεκρή γυναίκα στον θάνατο, επαιτούσε από τον Θεό εξιλέωση για την αποτυχία και των δυο τους να προσηλυ­τιστούν στην επουράνια ευτυχία, την οποία αντάλλαξαν με μια σύντομη περιήγηση σε έναν παράδεισο που αποδείχθηκε λίγος.

Ο φόβος του Θεού λύεται με τον θάνατο και στο διήγημα «Ο φόβος», από τα πιο κα­λογραμμένα του βιβλίου. Κάθε φορά που ο άνεμος λυσσομανούσε και τράνταζε το σπίτι τους, όμοιος με «τον συριγμό του δαίμονα όταν βρίσκει αντίσταση στη στερεή πί­στη του χριστιανού», ο Νότης φώλιαζε στην αγ­καλιά της μητέρας του με την ελπίδα πως εκεί «δεν κινδύνευε να συρθεί στον Αδη από τα στοιχειά της φύσης». Οταν όμως του συνέβη το χειρότερο που θα μπορούσε να τον τρομάξει, «μια υπέροχη γα­λήνη, μια πρωτόγνωρη ευ­τυχία σαν θεϊκή πληρό­τητα», τον ξεκούρασε από κάθε φόβο. Μπήκε ξέπνοος στο όνειρο.

Το πρώτο βιβλίο της Παναγιωτοπούλου είναι έργο προσεκτικά φτιαγμένο, δουλεμένο με πολύ κόπο και χρόνο. Στα ολιγοσέλιδα διηγήματα υποβόσκει η επίμοχθη δοκιμασία τόσο με την ανάγνωση όσο και με τη γραφή. Χθόνιοι οι ήρωες, χθόνιες και οι σελίδες, όπου οι λέξεις ανθοβολούν εικόνες σπαρακτικής ομορφιάς. Μπορεί τα εξαίσια ονειροπολήματα να ξεψυχούν σε ματαιώσεις, η γλώσσα όμως κρατάει το θαύμα ανέπαφο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: