14.11.16

Ποιητική αυτογνωσία [κριτική του βιβλίου «Ποιητικό Αίτιο» του Ένο Αγκόλλι]



πηγή: www.avgi.gr

της Βαρβάρας Ρούσσου

Ένο Αγκόλλι, Ποιητικό Αίτιο. Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2015

                                                                                     Πύργοι που πέφτουν
                                                                                     Ιερουσαλήμ, Αθήνα, Αλεξάνδρεια
                                                                                     Βιέννη, Λονδίνο
                                                                                     Εξωπραγματικές


                                                                                                                                                                                                                                                            T. S. Eliot

Η συνύπαρξη του νεανικού ενθουσιασμού με την αυτογνωσία, καθώς και η ενασχόληση με τη φιλοσοφία, μπορούν να αποτελέσουν ένα πρόσφορο υπέδαφος για να καλλιεργηθεί μια πρώτη εκρηκτική ποιητική παρουσία. Βέβαια, η συνύπαρξη όλων των παραπάνω όχι μόνον δεν συνεπάγεται αυτονόητα την ποίηση ούτε εγγυάται το αποτέλεσμα το οποίο εύκολα μπορεί να ολισθήσει σε κενή κατασκευή, ιδίως εάν πρόκειται για πρώτη εμφάνιση, οπότε η τάση για πρόκληση μπορεί να αποτελέσει δέλεαρ για εύκολες συνθέσεις.

Ανάλογο είναι το διακύβευμα του Ένο Αγκόλλι, μόλις εικοσιενός ετών όταν εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Ποιητικό Αίτιο, πράγμα που σημαίνει ότι ορισμένα από τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή γράφτηκαν από τον Αγκόλλι στην ηλικία που άλλοι συνομήλικοί του αναλώνονται στη μελέτη για τις Πανελλήνιες εξετάσεις. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα σε ποιο βαθμό ευοδώθηκε το τολμηρό εγχείρημα του νεαρού Αγκόλλι. Παρά την νεαρή ηλικία του, χειρίστηκε με σύνεση το υλικό του, χωρίς ούτε να παρασυρθεί από τη συχνά σύμφυτη με τη νεότητα αλαζονεία και αυθορμητισμό ούτε να πέσει στην παγίδα του εύκολου εντυπωσιασμού ή στην πεζολογία του μεταμοντέρνου.




Δύο είναι τα σημεία στα οποία εστιάζεται κυρίως το ενδιαφέρον στην ποίηση του Αγκόλλι: ο μορφολογικός πειραματισμός και η ποιητική πραγμάτευση μιας καίριας ανθρώπινης συνθήκης, αυτή της απώλειας, με τρόπο διαλεκτικό: με το διάλογο της ποίησης με άλλες μορφές λόγου (με άλλους λόγους θα λέγαμε όπως και με το λόγο του ίδιου του κόσμου που περιβάλλει τον ποιητή) οι οποίες είτε ενσωματώνονται είτε λειτουργούν παράλληλα είτε σε αντιπαράθεση με τα ποιήματα της συλλογής.

Οι μορφολογικές επιλογές του Αγκόλλι δεν αποτελούν αυτές καθαυτές το σημείο αιχμής της συλλογής καθώς τέτοιου είδους πειραματισμούς, και τολμηρότερους μάλιστα σε ειδολογικές συνθέσεις και οριακές μορφές, συναντά κανείς σε πολλούς νέους αλλά και σε καταξιωμένους ποιητές φυσικά με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας. Ο Αγκόλλι χρησιμοποιεί την προζαϊκή ή την ένστιχη οργάνωση σύμφωνα με το νοηματικό φορτίο του κάθε ποιήματος, την ένταση, την ανάγκη για αφηγηματικότητα ή αφαιρετικότητα, πάντοτε όμως με γνώμονα τη συμπύκνωση. Τον προζαϊκό χαρακτήρα κάποιων ποιημάτων ενισχύουν και οι παρεμβαλλόμενοι διάλογοι. Τα πεζόμορφα ποιήματά του ―οκτώ στο σύνολο τριάντα ποιημάτων― θα έλεγε κανείς ότι έχουν κινηματογραφικό χαρακτήρα καθώς εστιάζουν σε στιγμές (και οι σύντομοι διάλογοι δεν είναι παρά παγωμένα στο χρόνο ενσταντανέ) στις οποίες παρεμβάλλεται ένα είδος «σκηνοθετικών» οδηγιών και σχολίων που ορίζουν το πλαίσιο ή σχολιάζουν στοχαστικά το αφηγούμενο συμβάν.





Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει στο μορφολογικό πεδίο ο τρόπος δόμησης της συλλογής: τέσσερα ποιήματα (το 8ο, 11ο, 19ο, 28ο) συνιστούν μιαν ενότητα με τον τίτλο «Τρεις και μία μέρες μακριά απ’ το Κιότο» και με υπότιτλους που παραπέμπουν σε στιχουργικά και σημασιολογικά στοιχεία του ποιήματος ως είδος αναγνωστικών κλειδιών που όμως δεν ξεκλειδώνουν παρά ως ένα βαθμό τα ποιήματα. Για παράδειγμα, το πρώτο ποίημα της ενότητας τιτλοφορείται «Μέρα Πρώτη- ημι-ρίμα σε έψιλον σίγμα, χωρίς τυπογραφικά κενά» επισύροντας την προσοχή του αναγνώστη στις ρίμες σε-ες (έψιλον σίγμα). Το δεύτερο ποίημα παρέχει μια αναγνωστική κατεύθυνση και στο νοηματικό, πέραν του μορφολογικού, πεδίο: «Μέρα Δεύτερη-περσόνα του συγγραφέα, τυπογραφικά κενά». Το τελευταίο ποίημα με τον τίτλο του «Μέρα Τέταρτη-τέσσερις λέξεις, υποκείμενο, ρήμα, κατηγορούμενος», παρέχει και αυτό μια αναγνωστική οδηγία και επιπλέον κλείνει, με υπέρτιτλο «Suspension of disbelief ΙΙ», την ομώνυμη διμερή ενότητα η οποίας το πρώτο ποίημα είναι το προζαϊκό ««Suspension of disbelief Ι».

Μια άλλη τετράδα ποιημάτων (5ο, 13ο, 21ο, 30ό) πεζόμορφα όλα, έχουν τον τίτλο «[Αστικά ορατόρια]» και τα μέρη τους εν είδει παραγράφων, με ενιαία αρίθμηση (Ι-ΧΙΙ), συναποτελούν τμήματα ενός έργου μέσα στο έργο∙ εξάλλου και ο τίτλος παραπέμπει σε μια σύνθεση μεγάλης κλίμακας που προοδευτικά τείνει στην ολοκλήρωσή του σε ένα αστικό ταξίδι από τη Δύση προς την Ανατολή.

Παράλληλα, όλα τα ενδιάμεσα ποιήματα διαλέγονται τόσο με τόπους όσο και με άλλες μορφές τέχνης: φιλοσοφία, πεζογραφία, μουσική ενώ συνομιλούν και μεταξύ τους δημιουργώντας ένα σύνθετο σύμπαν που το διατρέχει υπόρρητα κυρίως, αλλά και ρητά, το θέμα της απώλειας δημιουργώντας μια συλλογή με κύριο γνώρισμα την συνεκτικότητα που αφήνει να διαφανεί ένα προσεγμένο ποιητικό σχέδιο. Τούτο βέβαια δεν αφορά μόνον την τοποθέτηση των ποιημάτων στη συλλογή και το παραγόμενο αισθητικό αποτέλεσμα αλλά κυρίως την νοηματική σύνθεσή τους, όπου η διαλεκτική φαίνεται να προέχει. Βέβαια, μια τέτοια διάταξη του υλικού θα μπορούσε να προσληφθεί ως - ειρωνικός - κατοπτρισμός του πολυσύνθετου που χαρακτηρίζει τον εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο.

Η κριτική έχει επισημάνει ότι το κυρίαρχο θέμα της συλλογής, όπως εξάλλου ήδη προαναφέρθηκε, είναι αυτό της απώλειας. Οι ορίζουσες όμως της ποιητικής πραγμάτευσης του θέματος είναι πολλές. Ο Αγκόλλι επέλεξε να αναμετρηθεί ποιητικά με αυτήν την έννοια-βίωμα ιδιαίτερου βάρους με τρόπο αυτοαναφορικό ψηλαφίζοντας, μέσα από τις εμπειρίες του, τις βασικές συνιστώσες της: την αίσθηση (ή η διαίσθηση που επιβεβαιώνεται καθημερινά) του τέλους της εποχής της αθωότητας, δηλαδή της εφηβείας∙ του τέλους των ερώτων που είχαν θεωρηθεί αιώνιοι∙ την αναγκαιότητα της αυτογνωσίας ως προϋπόθεσης για την ωριμότητα∙ την αγάπη (όχι μόνον τον έρωτα), όπως την πραγματεύεται στο ποίημα «Καπέλα Σιστίνα: Η δημιουργία του Αδάμ»∙ τη μνήμη όπως εμφανίζεται στα «Μαλακά ρολόγια» εμφανώς ανακαλώντας εκείνα του Νταλί. Η μνήμη μάλιστα υπονομευτικά λειτουργεί για να ενσαρκωθεί σε πρόσωπα του παρελθόντος και να εντείνει την μελαγχολία του παρόντος: «...με ξελόγιαζε απ’ τα μικράτα μου με τα πατριδολάγνα μάντρα της...» (στο ποίημα «Oxford comma») και στο ποίημα «Motherfucker»: .Mother, I find you in the most unexpected women...But I never left you [...] όταν πίνουμε:/το γάλα σου, το κρασί μου.».

Η παιδική αθωότητα ωστόσο, που η απώλειά της συνειδητοποιείται σταδιακά, μετατρέπεται σε μια υφέρπουσα θλίψη σε όλη τη συλλογή, σε έναν μετεωρισμό ανάμεσα στην αναζήτηση του χαμένου χρόνου και την αγωνία να κερδηθεί ξανά ο χρόνος∙ ενδεικτικό το ποίημα «Μέρα Δεύτερη-περσόνα του συγγραφέα, τυπογραφικά κενά όπου ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται πιεσμένος από την τοπική απόσταση αλλά και από την εξομολόγηση της «περσόνας του συγγραφέα». Κατάλοιπα αθωότητας εξακολουθούν να εμφανίζονται ως νοσταλγία ή μετέωρο βήμα μεταξύ παιδικής ηλικίας - ενηλικίωσης: «...αν υπάρχει ένας του οποίου τη θρησκεία πιστεύω ευλαβικά, είναι κατ’ ανάγκην ο Μικρός Πρίγκιπας, μεγάλη η χάρη του». («Στη διαδρομή εξπρές Σικάγο - Μόντρεαλ»).

Το ταξίδι και ο τόπος, (ο τόπος όχι μόνον ως χώρος αλλά και ως συμπυκνωμένο σύμβολο φιλοσοφικών τάσεων και το ταξίδι ως τρόπος ζωής) επανέρχονται στη συλλογή δημιουργώντας σταθμούς ή και πόλους αναγώγιμους από το υλικό / τοπικό στο αφηρημένο/εσωτερικό, και κατ’ επέκταση από το σταθερό στο διλημματικό. Σικάγο, Μόντρεαλ, Βοστώνη, Κιότο, Μπογκοτά, Κατμαντού παραπέμπουν στη διαρκή μετακίνηση ενός έκκεντρου υποκειμένου που αναζητά το κέντρο του.

Έτσι, θα έλεγε κανείς ότι η συλλογή αρθρώνεται γύρω από τόπους - σύμβολα, όπως το Σικάγο και το Κιότο, ως συμπύκνωση της Δύσης και της Ανατολής και επομένως της αντίστοιχης φιλοσοφικής θεώρησης που προτείνει την συνειδητή βίωση ή την απάθεια, οπότε με αυτούς τους όρους τίθεται ένα δίλημμα ζωής. Στην ουσία πρόκειται για τις φιλοσοφικές επιλογές που απασχόλησαν θεωρητικά και βιωματικά τον Αγκόλλι και που κατόρθωσε να τις εκφράσει ποιητικά. Αυτό το προσωπικό φιλοσοφικό ερώτημα μπορεί να αναγνωστεί ως το διαρκές ερώτημα της σύγκρουσης δύο κοσμοθεωριών, της Ανατολής και της Δύσης της οποίας το συνεχές προβάδισμα έχει σχεδόν επιβάλλει την έλευση της φθοράς: «...Και χρόνια αργότερα, ειρωνικά/ διατυπώνοντας τους σύγχρονους φθόγγους και τα δόγματα,/ Αγγλοσάξονες/ ρωτούσαν τον Βούδα, τον Γκάντι, τον Ταγκόρ: πείτε μας, πείτε μας-εμείς πότε θα φθαρούμε επιτέλους;» («Η σούτρα της φθοράς»).

Όμως, η ανατολική απάθεια σκοτώνει την επιθυμία για ζωή: «-Συγχώρεσέ με. Σκότωσα τον εαυτό μου πρώτος για να μην μπορεί να με σκοτώσει κανένας άλλος./ [απαντάει, λίγο σαστισμένος, και μου χαρίζει, έτσι, εν αγνοία του, ένα ακόμη φιλοσοφικό ταλισμάν για τη συλλογή μου-τα οστά συνετίζουν.]», διαβάζουμε στο VI του «[Αστικά Ορατόρια]». «Μόνο πες μου πως το Κιότο δεν έγιν’ Ευρώπη» («Μέρα Τρίτη - αστιξία, τυπογραφικά κενά») γράφει ο ποιητής ταυτίζοντας το Κιότο με την επιθυμία, αναδεικνύοντάς το σε σύμβολο της αναζήτησης. Η Δύση δεν είναι παρά η άλλη δυνατότητα για να αντιμετωπίσει την απώλεια, η απόλυτη βίωσή της έως το τέλος: «Λένε, βρες αυτό που αγαπάς και άσε το να σε σκοτώσει.[...] Έστω. Εγώ λέω βρες αυτό που αγαπάς και σκότωσέ το» («Στη διαδρομή εξπρές Σικάγο-Μόντρεαλ»].

Σε μια ταλάντωση μεταξύ των επιλογών, το βίωμα της απώλειας διαστέλλει το χώρο και τον χρόνο, υπεισέρχεται στη μνήμη, αισθητοποιείται και ενσαρκώνεται -μητέρα, ερωτικά πρόσωπα- ενισχύοντας την αυτοαναφορά, ενώ η εμπειρία παράγει αναπόδραστα όχι την νοσταλγία -αν και υπάρχει και αυτή διάχυτη στη συλλογή εντείνοντας την αδιόρατη θλίψη- αλλά τον αναστοχασμό με αντικείμενο το παρελθόν, ως πρόσωπο, ως τόπο, ως ανάγνωση, ως μουσική.

Πέρα από τα φιλοσοφικού τύπου ερωτήματα, ο έρωτας, διάχυτος σε πολλά από τα ποιήματα του βιβλίου, μοιάζει να είναι όχι «μια κάποια λύσις» αλλά ένα από τα ζητούμενα χαμένα κέντρα στα οποία βρίσκεται η ελπίδα: «-Τι κάνεις όταν δεν μπορείς να έχεις αυτό που αγαπάς;/- Του μοιάζεις,/» («[Αστικά Ορατόρια]» ΙΧ). Και αλλού: «...όταν σε δω στην Piazza Navona, ένα συμφωνημένο από αιώνες πρωινό, θα σε αναγνωρίσω, αλάνθαστα, και θα σου πω,] / -Ήρθες. / [Κι ας μην έχουμε ιδωθεί ποτέ μας], («[Αστικά Ορατόρια]», ΧΙ). Το «εσύ» που είναι υπό αναζήτηση και ταυτόχρονα μέρος ενός βιωμένου έρωτα αποτελεί και τον αποδέκτη των εξομολογήσεων και των αναμνήσεων. Η σκληρή απόφανση «...δεν πιστεύω στον έρωτα, τη φιλία/ και τα λοιπά.», που υποδηλώνει την περιχαράκωση στο εγώ και την αμφισβήτηση του ανοίγματος προς τον άλλον, άρα την απώλεια του άλλου: διερωτάται κανείς πόσο αυτή η στάση γίνεται μια «πανοπλία» που στρέφει το άτομο προς τον ίδιο τον εαυτό του ή πόσο αποτελεί το ξεκίνημα για την συνάντηση με τον άλλον.

Τέλος, ως φυσικό επόμενο όλων αυτών τίθεται και η διερώτηση («για να μην κάθεται άνεργος») για την θέση της ποίησης σε όλα αυτά, σύμφυτη σχεδόν με την θέση του ίδιου αυτού του υποκειμένου στον κόσμο, τροφοδοτεί την αυτοαναφορικότητα της συλλογής και εντέλει αναδεικνύεται ως τρόπος ζωής. Ο διάλογος ανάμεσα στο δημιουργό και τον αναγνώστη εξελίσσεται στο ποίημα «Θεωρία Συνόλων» σε μια σχέση έλξης-άπωσης εντέλει το μόνο που απομένει όρθιο είναι το ίδιο το ποίημα.

Στο «Θεωρία συνόλων», όπως και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, υπάρχει έκδηλη η διακειμενικότητα. Οι αναφορές του σε μεγάλους Ευρωπαίους πεζογράφους: τον Proust (ήδη από τον πρώτο στίχο της συλλογής ως φόρος τιμής στο εμβληματικό έργο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο), τον Kafka («Μια σύντομη μπαλάντα από την αθάνατη ζωή της Μιλένα»), τον Mann αλλά και τον Lorca ή τον Larkin αλλά υπόρρητα και με τον Eliot διασταυρώνουν την ποίηση του Αγκόλλι με εμβληματικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Τελικά, ο κόσμος του Αγκόλλι είναι αυτός ενός νέου ανθρώπου της εποχής μας: πολίτης του κόσμου σε ένα παγκόσμιο χωριό στο οποίο ταξιδεύει, ερωτεύεται, μελετά, συλλέγει εμπειρίες, θησαυρίζει μνήμες, αποκτά συνείδηση εαυτού και ανα-στοχάζεται με τρόπο διαλεκτικό. Ποίηση και φιλοσοφία, πραγματικότητα και γλώσσα συμπλέκονται σε μια απόπειρα να νοηματοδοτήσουν το δυναμικά εξελισσόμενο και σκεπτόμενο υποκείμενο και τον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο του.


[ Η Βαρβάρα Ρούσσου είναι φιλόλογος και υποψήφια δρ ΑΣΚΤ ]

Δεν υπάρχουν σχόλια: