25.8.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Γάντια λασπέξ». Γράφει ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης



του Νίκου Αδάμ Βουδούρη*


Γάντια λασπέξ

Δες αυτή τη ζωγραφιά, την έφτιαξα πριν από χρόνια, δε θυμάμαι πόσα. Απεικονίζει μια αυλή, έναν κήπο, ας πούμε.. Πίσω πίσω, στο φόντο, είναι τα φυτά. Λουλουδιασμένοι θάμνοι και κάνα δυο δέντρα. Το ένα έχει και καρπούς. Μάλλον πορτοκάλια. Πιο μπροστά διακρίνεται ένα μικρό κομμάτι αφύτευτο χώμα. Είναι φρεσκοσκαμένο, λες και κάποιος θέλει κάτι να σπείρει εκεί. Παραδίπλα διακρίνουμε το λάστιχο του ποτίσματος· η μια του άκρη είναι εκεί, στο σκούρο χώμα, η άλλη είναι προφανώς στη βρύση. Η βρύση δεν φαίνεται στη ζωγραφιά, κι άλλα δε φαίνονται, ούτε το σπίτι στο οποίο ανήκει ετούτη η αυλή διακρίνεται, όμως πέρα μακριά κάτι γειτονικά σπίτια. Μπροστά τώρα είναι το κυρίως θέμα του σκίτσου αυτού. Το πλακόστρωτο κομμάτι της αυλής. Μαύρα-άσπρα πλακάκια, σα σκακιέρα, και στο κέντρο του πλακόστρωτου το σιδερένιο τραπέζι με τις καρέκλες πλιάν γύρω γύρω. Πρέπει να ’ναι σχεδόν μεσημέρι· η καθαρή σκιά του τραπεζιού προδίδει ακτίνες σκληρές. Και βέβαια είναι καλοκαίρι, διότι δίπλα στο τραπέζι στέκεται όρθιο ένα παιδί. Ένα αγόρι. Φοράει φανελάκι αθλητικό με ρίγες κι ένα μικροσκοπικό σορτσάκι.  Άρα είναι καλοκαίρι, και το παιδί δεν έχει σχολείο. Θα ’ναι δέκα-δώδεκα χρόνων. Το φανελάκι του είναι ξεχειλωμένο, και το παντελονάκι στο δεξί του πόδι είναι λιγάκι ανασηκωμένο σε σχέση με το αριστερό. Όμως το παιδί φοράει κάτι ακόμα. Μα τι γίνεται εδώ; Τι είναι αυτά; Φοράει γάντια μέχρι τον αγκώνα, και κάλτσες χοντρές (μοιάζουν πολύ χοντροπλεγμένες) και τι αλλόκοτο χρώμα που έχουν. Κάλτσες και γάντια είναι καστανοκόκκινα, όπως το σκαμμένο χώμα παραπίσω. Έχει και κάτι ακόμα η ζωγραφιά. Μπροστά στα πόδια του παιδιού απλώνονται τέσσερις σκιές. Δε βλέπουμε τα σώματα. Μόνο τις σκιές τους. Ήσυχες αδιάφορες.

Λοιπόν, τι συμβαίνει εδώ;

Δεν είχαμε εξοχικό, τι να το κάνουμε, στην εξοχή μέναμε έτσι κι αλλιώς. Τα καλοκαίρια η ζωή μας ήταν σε τούτη την αυλή, και το παιδί με τα γάντια και τις κάλτσες είναι ένα μοναχικό παιδί, όλη μέρα παίζει εδώ ολομόναχο μακριά από τα άλλα τα παιδιά, μακριά απ’ τις παρέες που αλωνίζανε στους δρόμους.
Χτες είδε τη μάνα του να μπαίνει απ’ την αυλόπορτα φορτωμένη με τα ψώνια. Στο δεξί της χέρι, στην παλάμη, έχει ένα τσιρότο κάτι σαν επίδεσμο, και έτσι κρατάει τα ψώνια με τα αριστερό. Ρωτάει να μάθει τι έχει η μανούλα. «Βοήθησε με», του είπε, «πονάει λίγο το χέρι μου, μα δεν είναι και τίποτα σημαντικό· ένα μικρό εξάνθημα, είπε ο γιατρός, μα θέλει προσοχ,ή να μην εκτίθεται στις χλωρίνες και στα απορρυπαντικά». Η μάνα και το παιδί πάνε στην κουζίνα να τακτοποιήσουν τα ψώνια. Μαζί με όλα τα άλλα έχει αγοράσει και γάντια για τις δουλειές του σπιτιού, για να προστατεύσει το πληγωμένο χέρι. Κατακόκκινα ωραία γάντια, που τα έλεγε γάντια από λατέξ. Το παιδί δεν είχε ξαναδεί γάντια. Εκεί κάτω που ζει είναι σχεδόν πάντα καλοκαίρι· κανείς δε φοράει γάντια. 
Όση ώρα η μάνα του τακτοποιεί τα ψώνια στα ντουλάπια, το παιδί περιεργάζεται τα κόκκινα γάντια τα φοράει, τού ’ναι μεγάλα, τα βγάζει τα μυρίζει. Παράξενη μυρωδιά που έχει το λατέξ! Τα φουσκώνει σα μπαλόνια, κοιτάζει τα δυο φουσκωτά κόκκινα χέρια, πλάκα έχουν, σαν πρησμένα είναι, τα χτυπάει μεταξύ τους σα να χτυπάνε παλαμάκια, αστείος ήχος ακούγεται. «Άστα», του λέει η μάνα του, «θα τα χαλάσεις, και τα χρειάζομαι». Τα αφήνει και φεύγει

Αυτά γίνανε χτες. Σήμερα το παιδί πήγε στην αυλή. Έπαιξε με τις λάσπες και τα χώματα. Χαρούμενο πολύ, τρελά ενθουσιασμένο, πασάλειψε τα χέρια του μέχρι τους αγκώνες με παχιά καστανοκόκκινη λάσπη, πασάλειψε και τα πόδια του μέχρι τα γόνατα. Είναι σα να φοράει κάλτσες και γάντια. Σκέφτεται να τα πει γάντια λασπέξ. Σε ποιους θα το πει; Σ αυτούς και βέβαια σ’ αυτόν, τον Αθηναίο. Είναι μεσημέρι, θα μαζευτούν απ’ τους δρόμους· είναι ώρα φαγητού. Θα τον δουν και θα τον ρωτήσουν «πώς είσαι έτσι, ρε». Σίγουρο αυτό. «Πώς είσαι έτσι, ρε», και το παιδί θα πει: φοράω γάντια λασπέξ. Θα το κοροϊδέψουν, θα το κυνηγήσουν να το ρίξουν ολόκληρο μέσα στις λάσπες, μα θα παρέμβει η μαμά κι όλα θα τελειώσουν.
Το βράδυ όμως, όταν όλοι κοιμηθούν, το παιδί θα ξανάπαει στις λάσπες. Έχει πανσέληνο, είναι Αύγουστος και βλέπει μια  χαρά, όλα τα βλέπει. Θέλει να πασαλειφτεί ξανά, να ’χει και πάλι γάντια λασπέξ, και τότε θα έρθει ένας απ’ αυτούς, θα το αναγκάσει να ξαπλώσει στο βρεμένο χώμα, θα το πασαλείβει με χειρονομίες άτσαλες, λάσπη και βρομόνερα παντού. Το παιδί θα κλείσει σφιχτά τα μάτια, κι όση ώρα τα χέρια του άλλου θα κάνουν τη δουλειά, δεν θα μιλάει. Όλα λοιπόν ξεκίνησαν απ' ένα ζευγάρι γάντια λατέξ.
Μα έγιναν όλα αυτά; Το μόνο τεκμήριο της ανάμνησης είναι αυτό το σκίτσο, μα το σκίτσο μπορεί να είναι και προϊόν φαντασίας. Δεν είναι φωτογραφία. Η φωτογραφία θα ήταν αδιάσειστο ντοκουμέντο. Έγιναν όλα αυτά; Και το παιδί πεσμένο στις λάσπες το βράδυ της πανσελήνου  αξιώθηκε άραγε και την άκουσε την άγρια τη σκληρή προστακτική; Δηλαδή άκουσε να του λένε: «Σκούξε τώρα, γουρουνάκι!»;

 * Γεννήθηκε στο Γλυκορρίζι της Μεσσηνίας. 
Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά "Οδός Πανός", "Εντευκτήριο" και "Μπιλιέτο", καθώς και σε ανθολογίες νεοελληνικού διηγήματος. 
Παρακολούθησε σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. 
Το 2008 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων "Ο βυθός είναι δίπλα".

1 σχόλιο:

αιθέριο είπε...

...σαν αφηγηματικό απόσπασμα από ταυς "Λουκουμάδες με μέλι"...