11.8.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Δύσκολη εποχή το καλοκαίρι». Γράφει η Ελένη Χοντολίδου



της Ελένης Χοντολίδου*


Οι γονείς μου έκαναν παιδιά σε μεγάλη ηλικία επειδή τα ήθελαν πολύ. Ίσως γι’ αυτό κουράζονταν πολύ περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, κουράζοντας κι εμάς μαζί τους. Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στις 40 Εκκλησιές, που ήταν πολύ διαφορετικές από αυτό που είναι σήμερα. Τότε ήταν ένας διαρκής τόπος παραθέρισης χωρίς κανέναν λόγο να απομακρύνεται κανείς όλο το καλοκαίρι –εάν υποθέσουμε ότι έπρεπε να απομακρύνεται καθόλου. Εάν σε αυτό προσθέσουμε ότι σιχαίνομαι από παιδί τη ζέστη, το μαύρισμα και τις μετακινήσεις, θα καταλάβει ότι η θυσία του πατέρα μου (να πηγαινοέρχεται στον τόπο παραθέρισης όλο το καλοκαίρι γιατί «μας έκανε καλό» να είμαστε εκεί όλο το καλοκαίρι και ο ίδιος δεν άντεχε μακρυά από τα κοριτσάκια του) και η θυσία της μάνας μου (να φορτώνει κάθε καλοκαίρι ένα φορτηγό πράγματα με τη ραπτομηχανή της στην κορυφή του φορτίου –για να μας ράβει τα υπέροχα και μοναδικά μας ρούχα ΚΑΙ στις διακοπές– με το καναρίνι πάνω πάνω, και ουσιαστικά να μην κάνει διακοπές από τίποτε αλλά να βρίσκεται για 2,5 μήνες σε ένα δυσκολότερο από άποψη νοικοκυριού σπίτι) ήταν για μένα εντελώς αχρείαστες. Παρακαταθήκη εκείνης της εποχής είναι να μη μένουμε ποτέ φιλοξενούμενοι πάνω από δύο βράδια, να κουβαλάμε τα σεντόνια μας και να του δίνουμε πριν μας βαρεθούν και μας διώξουν οι ίδιοι οι νοικοκύρηδες.  
Να σημειώσουμε επίσης ότι εκείνη την εποχή κανένας φίλος μου από τις 40 Εκκλησιές δεν παραθέριζε. Το πολύ πολύ να πήγαινε μόνο το παιδί για φιλοξενία κάπου, σε κάποιο χωριό. Τέτοιο ξερίζωμα σαν και το δικό μας δεν υπήρχε. Στη γειτονιά τα καλοκαίρια, όταν πια σταματήσαμε να κάνουμε τις θηριώδεις διακοπές μας,  αγοράζαμε τα μεταχειρισμένα Κλασσικά Εικονογραφημένα και τα άλλα κόμιξ (Μικρή Λουλού, Μίκυ Μάους) από το περίπτερο του κυρ-Γιώργου στην τιμή των 0.20 λεπτών της δραχμής και επιστρέφοντάς τα παίρναμε 0.10 λεπτά. Νωρίτερα το πρωί ακούγαμε τα μυθιστορήματα στο ραδιόφωνο (τον Λαμπίρη και το Πικρή, μικρή μου αγάπη…), κεντώντας και οραματιζόμενες μεγάλες αγάπες. Τσιλίκα-τσομάκα, ποδηλατάδες με νοικιασμένα ποδήλατα στο δάσος των 40 Εκκλησιών… ονειρεμένη ζωή. 
Όταν ήμουν μικρή ζαλιζόμουνα πολύ στις μετακινήσεις. Αυτό σταμάτησε στα 30 μου όταν άρχισα να οδηγώ. Τούτου δοθέντος, πώς σας φαίνεται η επιλογή των γονιών μου, επειδή ήμουν πολύ αδύνατη και άφαγη, να νοικιάζουμε σπίτι στο ορεινό Ρετζίκι (χωριό γραφικό τότε, με πέντε καλόγουστες βίλες, καμία σχέση με το σημερινό προάστιο) και να πηγαίνουμε κάθε μέρα με ταξί στη θάλασσα για να ανοίξουν τα πνευμόνια μας; Απίστευτη κούραση, ζαλάδα και φασαρία.
Το σπίτι στο Ρετζίκι ήταν μία μαγική βίλα της δεκαετίας του ’60: πολύ μεγάλο, με τεράστιο κήπο και σιντριβάνι, κότες και απίστευτη ησυχία. Νομίζω εκεί ερωτεύτηκα με την άδολη αγάπη των παιδιών για πρώτη φορά. Ο Μάκης ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερος από μένα (δηλαδή έξι), πολύ τρυφερός και πολύ όμορφος και η μητέρα του ήταν η καλύτερη και ομορφότερη πεθερά που είχα ποτέ!


Το ... μεγάλο σπιτι με το τεράστιο σιντριβάνι!


Στο σπίτι αυτό ο θείος Παναγής και ο θείος Λόης μας έφτιαξαν υδραυλικά έργα για την κουκλοσκηνή μας και κάναμε ποδήλατο με τις ώρες γύρω από το σιντριβάνι, ώσπου να ζαλιστούμε και να πέσουμε μέσα, να τις φάμε από τη μάνα μας, να μας ντύσει ξανά και φτου κι απ’ την αρχή! Μάλιστα, τα μεσημέρια, όπως όλες οι Ελληνίδες μάνες, έτσι και η δική μας, είχε την ατυχή έμπνευση να μας βάζει να κοιμηθούμε! Φυσικά, η επιλογή ήταν στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας και εμείς τα ζωντόβολα αρχίζαμε να μιλάμε σιγά, μετά να χαχανίζουμε και ΚΑΘΕ, μα ΚΑΘΕ, μεσημέρι η μάνα μας έμπαινε αγριεμένη γιατί την είχαμε ξυπνήσει με την παντόφλα στο χέρι και μας τις έβρεχε, εμείς πατούσαμε τα κλάματα και κοιμόμασταν «δυστυχισμένες». Όταν πια ήμασταν πολύ μεγάλες, σε μία συνάντηση συγγενών, είπε με αυτοπεποίθηση και σίγουρη ότι δεν ψεύδεται: «Εγώ τα παιδιά μου δεν τα έχω δείρει ποτέ!». Μας έπιασαν τα γέλια με την αδελφή μου και, όταν προσπαθήσαμε να της θυμίσουμε την αστεία σκηνή με την παντόφλα, δεν ήθελε να ακούσει τίποτε…         
Πολλά χρόνια αργότερα πήγα στο μαγικό αυτό σπίτι με τον τότε σύντροφό μου, να του δείξω την υπέροχη και μεγάλη βίλα, τον μεγάλο κήπο και το επιβλητικό σιντριβάνι και αντ’ αυτών –αφού είδα κι έπαθα λόγω ανοικοδόμησης να βρω το σπίτι μας– βρήκα ένα σπιτάκι 60 τετραγωνικών, έναν πολύ μικρό κήπο και ένα υποτυπώδες σιντριβάνι.       
Από όλα αυτά, ίσως και από το DNA της μάνας μου, μου έμεινε η λατρεία για τη θάλασσα, αλλά μόνον γι’ αυτήν, ούτε για το υπέροχο ελληνικό καλοκαίρι, ούτε για την υστερία των διακοπών. Μου χρειάζεται δομημένος χρόνος για να… ‘μεγαλουργώ’ και οι διακοπές μού φαίνονται μία απίστευτα κουραστική ιστορία. Αντιπαθώ βαθύτατα την κατεστραμμένη Χαλκιδική, και το ορεινό Πήλιο είναι ένας ωραίος τόπος για χειμερινές διακοπές, όχι όμως και για καλοκαιρινές (στις οποίες εξαναγκάστηκα πολλά χρόνια), καθώς χρειάζεσαι πίσω-μπρος μία ώρα μετακίνηση τουλάχιστον για να κολυμπήσεις. Τα έχω κάνει όμως όλα στον βωμό της παρέας και του έρωτα. Έχω φορτωθεί με back pack σε ΚΤΕΛ και πλοία και έχω κάνει όλη την άγονη γραμμή από Ηρακλειά, Σχοινούσα, Κουφονήσι μέχρι Αστυπάλαια, Μυτιλήνη, Κρήτη… και φυσικά τη Χαλκιδική, οριζοντίως και καθέτως, σε όλες τις παραλίες της, σε camping, σε ελεύθερο camping με περπατήματα να συναντήσει κανείς τον πολιτισμό μιας ώρας τουλάχιστον, με τον ήλιο να με τσουρουφλίζει και να ψάχνω μανιωδώς μια σκιά, με τις κατσίκες να με ξυπνάνε το πρωί γλείφοντάς με, με διάβασμα πολύ και κολύμπι όλη μέρα, αυτό μάλιστα. Μεγαλώνοντας, ένιωσα τη φρίκη των άθλιων δωματίων ή του εξευτελισμού του camping. Εξαιρούνται οι πάντοτες ολιγοήμερες φιλοξενίες σε σπίτια φίλων. 
Το καλοκαίρι με εκνευρίζει γιατί χάνεις τους φίλους σου εκτός από αυτούς που σε καλούν στα σπίτια τους. Όλοι είναι με την οικογένειά τους στο εξοχικό τους ή κάπου αλλού από όπου είσαι εσύ, και για να τους δεις –εάν μπορείς– πρέπει να κάνεις χιλιόμετρα. Ή δεν τους βλέπεις καθόλου!
Για μένα το δίλημμα βουνό ή θάλασσα δεν υφίσταται, γιατί απλούστατα θέλω και τα δύο· για την ακρίβεια θέλω την παρέα, όπου κι αν είναι αυτή. Για χάρη της μέχρι και μπιρίμπα έμαθα πέρσι το καλοκαίρι, εγώ που σιχαίνομαι τα χαρτιά!
Πάντως, το ωραιότερο καλοκαίρι μου, για την ακρίβεια τα δύο ωραιότερα καλοκαίρια της ζωής μου, τα πέρασα στο Βανκούβερ με κολύμπι σε λίμνες που κάνουν τις βάθρες της Σαμοθράκης να μοιάζουν χλιαρές, πεζοπορίες και πολύ πράσινο στις μόνες θερμοκρασίες που μπορώ πραγματικά να ανεχτώ: 25 το πολύ τη μέρα και 15 το βράδυ.
Η κρίση έχει επιτείνει λόγω δυσπραγίας την απέχθειά μου για το καλοκαίρι και έχει αυξήσει την ανάγκη μου για φίλους. Αφιερωμένο εξαιρετικά, λοιπόν

* Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το ’57 από Πόντιους πρόσφυγες γονείς.

Διδάσκει στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. από το 1981 (αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής).

Ετοιμάζει αλλά δεν τολμά να εκδώσει ένα παιδικό βιβλίο. Έχει βρει πάντως ήδη το ψευδώνυμο –αν τολμήσει να το εκδώσει ποτέ.

3 σχόλια:

ALIKI AROUH είπε...

Αν αυτό το κείμενο ήταν ο πρόλογος του βιβλίου σου είναι σίγουρο πως θα πήγαινα τώρα στο βιβλιοπωλείο να το αγοράσω και θα το διάβαζα απνευστί. Όσο για τις καλοκαιρινές διακοπές συμφωνώ τόσο,μα τόσο,πολύ μαζί σου! Ξέρεις εσύ...Καλά Χριστούγεννα, Ελένη μου!

enteka είπε...

Υπέροχο πραγματικά!

keti stefanaki είπε...

Εξαιρετικό κείμενο!