Μαύρο χιούμορ
ΤΟ ΒΗΜΑ (Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009
Αυτοί που βρίσκονται στο όριο της κατάθλιψης, με όσα δοκιμάζουν τελευταία τον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς, η οποία σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή μας, μπορούν να προσφύγουν σε κάποιες χαλαρές λύσεις, μήπως στο μεταξύ κάτι συμβεί και κόψει την αφόρητη απορία. Η προσφερόμενη πάντως εδώ χαλάρωση (παντελώς απρόβλεπτη και με μαύρο χιούμορ) ίσως βοηθήσει να σκάσει λίγο το χείλι μας.
Πρόκειται για μικρόσχημο και ολιγοσέλιδο βιβλιάριο, που το γράφει και το επιγράφει ο, άγνωστός μου μέχρι στιγμής, Συμεών Τσακίρης, το στεγάζει στις εκδόσεις του «Εντευκτηρίου», και το αφιερώνει στην Αθηνά (του), σχεδιασμένο έξυπνα από τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Ο νεολογικός και σαρκαστικός τίτλος του (Τα χαρτοικίδια) περιπαίζει, υποθέτω, τα κατοικίδια γραφτά όλων μας. Πόνημα προκλητικά παραβατικό, περιέχει στίχους και πεζά εναλλάξ.
Οι στίχοι είναι κατά κανόνα γνωμικοί και παρ΄ ολίγον μονόστιχοι. Τέσσερα συστατικά παραδείγματα. Το πρώτο ευθαρσώς αποφαίνεται: ο σκύλος ο δεμένος με λουρί, μόνο παράφωνα μπορεί να γαβγίσει· προτείνεται ως προεκλογική δήλωση όσων αισθάνονται δεμένοι χειροπόδαρα. Το δεύτερο, εξίσου στιγμικό και ακαριαίο, επιγράφεται ποίημα, και απολογείται ευπρεπώς: όχι, δεν είμαι μυθιστόρημα/λυπάμαι· προσφορά αυτό στους βιβλιομανείς (εκδότες και αναγνώστες) των χρηματοφόρων άμυθων μύθων. Το τρίτο, γνωμικό πάντα, είναι ό,τι πρέπει για τα προαναγγελλόμενα διπλότυπα ντιμπέιτ: Δεν ενδιαφέρει πλέον ποιος θα έχει την τελευταία κουβέντα, αλλά ποιος θα έχει την τελευταία σιωπή. Ολες οι πιθανές χορογραφίες πήγανε στα πέναλτι και βγήκαν ισοπαλία. Το τέταρτο και τελευταίο: οι κακές οι γλώσσες/προστατεύονται από δόντια/που αργά ή γρήγορα/θα τις δαγκώσουν//προτείνω τυροκαυτερή της γιαγιάς, απευθύνεται εις εαυτόν.
Δεν γίνεται να παραλείψω ολότελα και τα πεζά-πεζά, που μερικά μπορεί να τα γούσταρε ο Μπρεχτ. Παράδειγμα το πρώτο του βιβλιαρίου, που έχει τον τίτλο στη σκιά μιας φρέσκιας νεκρής αρκούδας. Αντιγράφω:
Δίπατο. Γύρω ημίψηλο δάσος. Μπροστά λίμνη. Μια φρέσκια νεκρή αρκούδα στην όχθη. Δυο παιδάκια στη σκιά της. Το ένα είναι αγόρι και το άλλο είναι αγόρι. Το ένα διακορεύει τις μύγες που βγάζει προσεχτικά από το κουτάκι το δίχως Βιτάμ, φιλοδοξία του είναι να φτιάξει ένα κολιέ που όταν το φοράει θα το κάνει αόρατο, να μπαίνει να ακούει τα μυστικά των άλλων και να γελάει. Το άλλο κοιτάει επίμονα το κουτάκι δίχως το Βιτάμ, φιλοδοξία του να αναστήσει την αρκούδα, να ξεκουμπιστεί από την όχθη τους, μπας και το χτυπήσει ο ήλιος, να μαυρίσει, να δείχνει εξωτικός. Δυο αγόρια που όταν μεγαλώσουν θα γίνουν δύο άντρες.
Για να μη μείνει μόνο του, ένα ακόμη αγοροφιλικό πεζό, καφκικά αισιόδοξο. Τιτλοφορημένο «Το καζανάκι» διηγείται: Ο Γιώργος μικρός έλιωνε πλεξιγκλάς απομεινάρια από το εργαστήρι του πατέρα του πάνω σε ακρίδες και έχωνε λουλούδια μες στις πρίζες του σπιτιού, αλλά όταν μια μέρα προσπάθησε να χαϊδέψει ένα σαμιαμίδι και εκείνο άφησε την ουρά του μες στα δάχτυλα του Γιώργου, αυτός δεν μπόρεσε να κοιμηθεί το βράδυ. Την άλλη μέρα το σαμιαμίδι είχε καινούρια ουρά πίσω του και ο μικρός Γιώργος χαμόγελο στα χείλη του. Παραμένοντας στον παιδόκοσμο, αλλάζοντας όμως φύλο (τα αγοράκια γίνονται τώρα κοριτσάκια), παραφράζω ανίερα την αρχή της δέκατης έκτης ραψωδίας από την Ιλιάδα (τι άλλο, μέρες και μέρος που είναι;), την οποία μανιωδώς τώρα μεταφράζω. Ιδού: Τα πλοία των Αχαιών είναι έτοιμα να γίνουν παρανάλωμα πυρός, οπότε ο Πάτροκλος εγκαταλείπει τον πληγωμένο Ευρύπυλο, και, με καθυστέρηση τεσσάρων ραψωδιών, τρέχει στον Αχιλλέα, να μεταφέρει το πυρπολικό μαντάτο: έφτασε, σκέφτεται, το κακό στον πάτο και δεν παίρνει πια αναβολή: ή πρέπει να ξεθυμώσει το θυμωμένο αφεντικό, ή να του δώσει τα ηφαιστειότευκτά του όπλα, τα αθάνατα άλογά του και τους Μυρμιδόνες του· παίζοντας έτσι ο ίδιος τον Αχιλλέα, μπορεί να διώξει τους πυρομανείς Τρώες από τα πλοία των Ελλήνων.
Στο μεταξύ, κλαίει ακατάσχετα: σαν μελάνυδρη κρήνη, λέει ποιητικά ο ποιητής, που κρεμάει τα νερά της σε βράχους απόκρημνους. Ο Αχιλλέας, όμως, πεζός, και μάλλον αχάριστος, τον ανταμείβει με μια παιδοθηλυκή παρομοίωση, που οι φεμινίστριες σίγουρα θα την απορρίψουν. Του λέει: «τι κλαις κι οδύρεσαι, ρε Πάτροκλε, σαν κοριτσόπουλο ζαβό, που κλαψουρίζοντας τρέχει πίσω απ΄ τη μάνα του, της κόβει τον δρόμο, της τραβάει το ρούχο, την κοιτάει στα μάτια, ζητώντας καλά και σώνει αγκαλιά;».
Ποια είναι η μάνα, ποιο το κοράσιο· το παίρνει ή δεν το παίρνει η μάνα αγκαλιά; Λέξη στο πρωτότυπο. Εχει κι ο Ομηρος το μαύρο κέφι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου