3.2.16

Ένα βιβλίο στο κομοδίνο του Κώστα Μαρίνου



Αθανάσιος Αλεξανδρίδης. Το πρωτάκι. Αθήνα, Καστανιώτης 2015, 120 σελ.

Δεν πρόλαβε να γίνει «βιβλίο στο κομοδίνο». Το άνοιξα στο λεωφορείο και άρχισα να διαβάζω αμέσως Το πρωτάκι του Αθανάσιου Αλεξανδρίδη. Τον συγγραφέα τον ήξερα ως ψυχίατρο και ψυχαναλυτή, κατόπιν συνέχεια και ως ποιητή, ολιγόλογο και ουσιαστικό. Αναρωτιόμουν ποιο μπορεί να ήταν αυτό «το πρωτάκι», γιατί θέλησε να ασχοληθεί με τη ζωή ενός παιδιού της πρώτης σχολικής ηλικίας, χαριτωμένου και σίγουρα προνομιούχου.

Στις πρώτες σελίδες χαμογέλασα, σε κάποιες μάλιστα με δυσκολία συγκράτησα το γέλιο μου, όμως σύντομα συνάντησα τη φράση «όταν μεγαλώσω θα τον σκοτώσω»· μια φράση-ρωγμή στην αφήγηση, η οποία έφερε και την ανατροπή στον τρόπο με τον οποία διάβασα εν συνεχεία το βιβλίο.

Το πρωτάκι, όπως και κάθε παιδί, υφίσταται την εξουσία των μεγάλων. Τρομάζει από τις λέξεις που χρησιμοποιούν, τα διπλά νοήματά που του διαφεύγουν, νιώθει οτι καθοδηγούν τη ζωή του. Όμως παράλληλα, μαθαίνει να τους κρίνει, και μάλιστα με εξοντωτική ειλικρίνεια, ενώ διαμορφώνει τις άμυνές του, ενώ ολοκληρώνει ένα πρόσωπο με το οποίο συνομιλεί με τους γύρω του, κάνοντας μαζί τους τα πρώτα βήματα συνειδητοποίησης της θέσης τους στον κόσμο.



Έτσι, το βιβλίο του Θανάση Αλεξανδρίδη αποκτά διπλό νόημα. Είναι μια αφήγηση μαθητείας, με τον μικρό ήρωα να ερωτεύεται, να βλέπει γύρω του αντιπάλους και να γνωρίζει φίλους. Όμως, ο Αλεξανδρίδης δε μένει εκεί. Συστήνει στον αναγνώστη τις διαδρομές της ψυχής, του προσφέρει και ένα μάθημα σύντομο αλλά σημαντικό, γνωριμίας με το παιδί αλλά και τον εαυτό μας.

Είχα φθάσει στις τελευταίες σελίδες όταν σταμάτησε το λεωφορείο στη στάση όπου κατεβαίνω. Είχε απομείνει το τελευταίο κεφάλαιο, εκεί όπου ο ψυχίατρος και πεζογράφος συναντά και πάλι τον ποιητή Αλεξανδρίδη και χαρίζει στο «πρωτάκι» μια μαγική στιγμή ως δώρο που θα τον συνοδεύει σε όλη του την ζωή.  

1.2.16

«Όνειρα», ποίημα της Βισουάβα Σιμπόρσκα




Η Βισουάβα Σιμπόρσκα γεννήθηκε στο Κούρνικ της περιφέρειας Πόζναν της Πολωνίας το 1923 και πέθανε στην Κρακοβία σαν σήμερα το 2012. Ποιήτρια, βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. 
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τέσσερα βιβλία με ποιήματά της· τελευταίο: Εδώ (2013).

Στη μνήμη της αναδημοσιεύεται εδώ ένα ποίημά της, από το τεύχος 104 του Εντευκτηρίου [2014]


Wislawa Szymborska | Βισουάβα Σιμπόρσκα

Όνειρα

Απόδοση: Βασίλης Καραβίτης*


Σε πείσμα της γνώσης και της τέχνης 
των γεωλόγων,
τους παραπλανητικούς μαγνήτες, τα γραφήματα και τους χάρτες ―
σε κλάσμα δευτερολέπτου το όνειρο
στοιβάζει μπρος μας πετρώδη βουνά,
όπως στην πραγματική ζωή.

Και μετά τα βουνά, κοιλάδες και πεδιάδες
με τέλεια υποδομή.
Χωρίς μηχανικούς, εργολάβους ή εργάτες,
εκσκαφείς, σκαπανείς ή εφόδια ―
βρυχώμενους αυτοκινητόδρομους, στημένες
αυτομάτως γέφυρες,
πυκνοκατοικημένες σφύζουσες πολιτείες.

Χωρίς σκηνοθέτες, μεγάφωνα, εικονολήπτες ―
στίφη ανθρώπων που ξέρουν πότε να μας
τρομάξουν
και πότε να εξαφανιστούν.

Χωρίς επιδέξιους αρχιτέκτονες,
χωρίς ξυλουργούς, πλινθοκτίστες, μπετατζήδες ―
ένα σπίτι προβάλλει απροσδόκητα στο
μονοπάτι, όμοιο ακριβώς με παιχνίδι,
με απέραντες αίθουσες που αντηχούν απ’ τα
βήματά μας
και τοίχους καμωμένους από συμπαγή αέρα.

Όχι μόνο η κλίμακα, αλλ’ επίσης και η ευκρίνεια ―
ένα ιδιαίτερου τύπου ρολόι, μια ατόφια μύγα, 
ένα σκέπασμα στο τραπέζι με λουλούδια από
σταυροβελονιές,
ένα δαγκωμένο μήλο με σημάδια από δόντια.
Κι εμείς ―σε αντίθεση προς τους ακροβάτες 
του τσίρκου,
τους ταχυδακτυλουργούς, τους μάγους και
τους υπνωτιστές―
μπορούμε να πετάμε χωρίς φτερά τώρα
να φωταγωγούμε υπόγειες στοές με τα
μάτια μας,
να μιλάμε με ευφράδεια σε άγνωστες
γλώσσες,
να συζητάμε, όχι μόνο με τον καθένα,
αλλ’ ακόμα και με αυτούς τους νεκρούς.

Και σαν πρόσθετη αμοιβή, παρά την ελευθερία μας,
τις επιλογές της καρδιάς μας, τις προτιμήσεις μας,
φλεγόμαστε 
από λαχτάρες ερωτικές ―
και το ξυπνητήρι χτυπάει.

Τι μπορούν να μας πουν, λοιπόν, οι διάφοροι 
         ονειροκρίτες
οι μελετητές των ονειρικών ενδείξεων και
των οιωνών,
οι γιατροί με τα ντιβάνια της ψυχανάλυσης ―
Εάν κάτι βγαίνει αληθινό
είναι συμπτωματικό,
για έναν και μόνο λόγο :
ότι μέσα από αυτά τα όνειρα,
τις φωτοσκιάσεις και τις αναλαμπές τους,
τις αναπαραγωγές και τις ασυναρτησίες τους,
τις τυχαιότητες και το σκόρπισμά τους,
είναι δυνατόν, παρά ταύτα,
ένα ολοκάθαρο νόημα, κάπου κάπου,
να ξεγλιστρήσει.




* Απόδοση στα ελληνικά του πολωνικού πρωτότυπου κειμένου από τη μετάφραση στ’ αγγλικά των Claie Cavanagh και Stanislaw Barańczak

Βιβλία στο κομοδίνο του Γιάννη Τσολακίδη


Η σειρά είναι σωστή, πρώτα είχα βιβλίο και μετά κομοδίνο. Πολύ αργότερα, τότε που κατάλαβα ότι μεγαλώνω. Νομίζω μάλιστα ότι, κάποια στιγμή, έμφαση θα έπρεπε να δοθείκαι σ’ αυτό το δεύτερο συνθετικό του τίτλου, στον ρόλο που διαδραματίζει στη ζωή μας το κομοδίνο. Αλλά … δεν ζήτησε αυτό ο εντολέας του γραφτού μου.
Δεν έχω μονάχα ένα βιβλίο. Οφείλω να το πω. Από τότε που απέκτησα κομοδίνο (δύο για την ακρίβεια, αριστερά και δεξιά του κρεβατιού, όπως προβλέπεται, «δωρεά» της αδελφής μου, που τα είχε παραπανίσια) φορτώνω διάφορα, άλλες μέρες τίποτε σημαντικό για να το πεις ή να το γράψεις, όπως τσίχλες, κλειδιά, φάρμακα (περνάν τα χρόνια και συνηθίζουμε σαν «αυτονόητο» το παράταιρο, ένα αντιϋπερτασικό, ένα ντεπόν) ή κάτι που νομίζω πως θα το ξεπετάξω στα γρήγορα (μέγα σφάλμα), όπως το περιοδικό «Σχεδία»ή ένα τεύχος Sudokou, που καταπολεμά την άνοια, μου είπαν, άλλο ένα φάρμακο το λοιπόν.
Φυσικά, υπάρχουν επάνω στο κομοδίνο βιβλία. Τα αδιάβαστα, τα αρχινημένα, τα μισοδιαβασμένα. Μίγμα δώρων φίλων και δικών μου γενναιόδωρων για μένα εξόδων, στοιβάζονται με υπομονή 4-5, που εναλλάσσω την ανάγνωση και τη μελέτη τους ανάλογα με τα κέφια. Αχόρταγα τα συμπεριφέρομαι. Άλλο διαβάζω με βουλιμία κι άλλο, ίσως καλύτερο, το παρατώ γιατί με θλίβει. Άλλα μένουν συνεχώς ως … πνευματοφύλακες. Σταθερά, στην αριστερή ―πιο «διαβαστερή» (για τον απλό λόγο ότι με βολεύει να πέφτω στη δεξιά μεριά του κρεβατιού και να στρέφω τη διάταξη του σώματος προς τα αριστερά, ακόμη και σε ώρες διαβάσματος, όπως και στον ύπνο μου) πλευρά― παραμένουν «Το βιβλίο της ανησυχίας», Μπ. Σοάρες, Μετ.: Μ. Παπαδήμα, εκδόσεις «Εξάντας» 2004, και το «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους 1830-1974» του Β. Ραφαηλίδη, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 8η επανεκτύπωση Σεπτ. 2001, το καθένα για τους δικούς του χρήσιμους σκοπούς. Πριν κάτι μέρες, μεταφέρθηκαν οριστικά στη βιβλιοθήκη το «Καλά και σήμερα», της Σ. Νικολαΐδου, εκδ. «Μεταίχμιο», 1η έκδοση Οκτ. 2015, επειδή το τελείωσα, και το «2666» του R. Bolano, μετ. Κρ. Ηλιόπουλου, εκδ. Άγρα, 2011, που κατέληξα ότι δεν θα καταφέρω να τελειώσω, κρίμα, ποτέ, παραμένοντας περίπου 2 χρόνια στις σελίδες 638-639 (να σημειωθεί, παρακαλώ, ότι έχει 1.161 σελίδες, έκανα σχεδόν μισό τον άθλο).


Τούτο τον καιρό έχω ακόμη ένα μεγάλο και το διαβάζω λίγο λίγο. Το αγόρασα με μεγάλο ενθουσιασμό, είναι το «Ζούκερμαν Δεσμώτης» του Φίλιπ Ροθ, μετ. Σπύρου Βρετού, Εκδόσεις Πόλις, 2004. Το έχω προχωρήσει, η πνευματική μου ενέργεια αυτό τον καιρόόμως, καταπονούμενη σε διασπορά, δεν με βοηθά να το τελειώσω. Μπορεί στο βάθος και να μη θέλω.
Δεν ξέρω γιατί μου αρέσει ο Ροθ, διάβασα και άκουσα πολλές γνώμες και απόψεις συνηγορούσες για την αξία του, αλλά δεν είναι αυτό. Μάλλον είναι ως εξής: Μ’ αρέσει γιατί και περιγράφει - ιστορεί και εννοεί. Στοιχείο γραφής που δεν το έχουν πια πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς· άλλοι μόνο περιγράφουν κι άλλοι πάλι μόνο εννοούν. Ίσως απλώς αυτό. Ειδικά στο μυθιστόρημα ―ίσως συντηρητικός και παλαιομοδίτης, πιθανώς και όχι των νέων ρευμάτων πολυδιαβασμένος― αγαπώ και απαιτώ την πλοκή, την ιστορία, τους ήρωες, τον μύθο. Ας πούμε, στις σελίδες 516-517, στο «Μάθημα Ανατομίας», μια σκηνή μεταξύ Ζούκερμαν και Γιάγκα απομονώνω, για να δείξω τι εννοώ:

«… Ένα ανεμοδαρμένο νοεμβριάτικοβράδυ, με τη βροχή και το χαλάζι να μαστιγώνουν τα παράθυρα και τη θερμοκρασία κάτω απ’ το μηδέν, ο Ζούκερμαν πρόσφερε στη Γιάγκα δέκα δολάρια να πάρει ταξί. Του πέταξε τα λεφτά στα μούτρα κι έφυγε. Λίγα λεπτά αργότερα είχε γυρίσει πίσω, το παλτό από μαύρη τσόχα μούσκεμα κιόλας.
«Πότε θέλεις να με ξαναδείς;»
«Από σένα εξαρτάται. Όποτε νιώθεις αρκετά χολωμένη».
Λες κι ήθελε να τον δαγκώσει, όρμησε στα χείλια του. Το επόμενο απόγευμα του είπε, «Πρώτη φορά που φιλάω κάποιον εδώ και δύο χρόνια.»
«Κι ο άντρας σου;»
«Ούτε που το κάνουμε πια.»
Ο άντρας με τον οποίο είχε αυτομολήσει δεν ήταν ο άντρας της. Αυτό του αποκαλύφθηκε την πρώτη φορά που η Γιάγκα ξεκούμπωσε τα υπόλοιπα κουμπιά της καινούργιας της μεταξωτήςμπλούζας και γονάτισε δίπλα του πάνω στο στρωματάκι.
«Και γιατί αυτομόλησες μαζί του;» [...]

Σ’ αυτό το πολύ μικρό απόσπασμα, ακόμη και μόνο σ’ αυτό, ο αγαπητός Ροθ δίνει όλα τα παραπάνω στοιχεία για ήρωες και μύθο (αλλά και νοήματα) που γυρεύω ως «παραμυθία» στο μυθιστόρημα.
Πέρα από την έξοχου ρεαλισμού περιγραφή, καθαρές εικόνες, σύντομες προτάσεις και κοφτές, να μεταδίδουν κάπως σαν σινεμά το πράγμα, οι φράσεις «όποτε νιώθεις αρκετά χολωμένη» και «...γιατί αυτομόλησες μαζί του;» ανοίγουν κεφάλαια δοκιμιακής και φιλοσοφικής γραφής για τον ψυχισμό, το ένστικτο, την πρώτη ουσία για το πώς και γιατί πάμε να «συναντηθούμε» σώμα με σώμα.

Εντέλει πάντως (καταλαβαίνω τώρα, μετά την ερώτηση του θέματος… ), στο κομοδίνο κρατώ μάλλον τα βιβλία «συντροφιάς» και «υπενθυμίσεων», κάτι σαν πνευματική υποστύλωση σε έναν εαυτό που γέρνει γερνώντας. Ό,τι με συγκίνησε και με απορρόφησε, χωρίς απαραιτήτως να είναι το καλύτερο, τέλειωσε σχεδόν μονορούφι και πήγε, χωρίς να είναι υποτιμητικό, στα ράφια, δηλαδή στην ιστορία. (Αφήνοντας, υποθέτω, όσα δικά του ερωτεύτηκα εντός).

Ζωγραφική: Γιάννης Τσολακίδης

31.1.16

Αρχοντούλα Διαβάτη: Ταξιδεύοντας με το ΚΤΕΛ



«Αχ να ’ξερες τι δύναμη μου δίνει η δύναμή σου/ σαν λές όλα θα γίνουνε…» ή ―αλλαγή κλίματος― «με στεναχωρείς και καπνίζω και πίνω..», στο ραδιόφωνο του λεωφορείου χαζές πονεμένες ιστορίες «καμιά δεν θα ’ναι σαν εμένα..», ευτυχώς διηγημένες σε χαμηλή ένταση, υπογραμμίζοντας αναπάντεχα την ήσυχη χλιαρή ατμόσφαιρα του λεωφορείου που τρέχει μέσα στην παγωμένη λιακάδα του Ιανουαρίου ήσυχα, τακτικά, καταπίνοντας τα χιλιόμετρα και κάνοντας την πρέπουσα παράκαμψη μπροστά στα μπλόκα των τρακτέρ. 

Οι επιβάτες όλοι ανασκουμπωμένοι μπροστά στη χρωματιστή οθόνη του κινητού τους, τα μάτια στον άρτον τον επιούσιον των μηνυμάτων τους ή στις μουσικές τους ―απουσιάζουν, μην ενοχλείτε. Χασμουρητά ενίοτε και επίκληση αγίων γενικώς και ονομαστικά, αποδοχή κλήσεων με στεντόρεια φωνή και πάντα ο ήλιος έξω από το παράθυρο, τα βουνά, τα ποτάμια, οι γέφυρες, να κι ο ελεγκτής ―μα πού το βάλατε το εισιτήριο και δεν το βρίσκετε― και τραγούδια πάλι… σε χαμηλή ένταση.

Δύο βιβλία στο κομοδίνο [;] του Κώστα Τσαούση



Όταν ο Στεφάνου συνάντησε τον Σεμπρούν

Ο ασπρομάλλης που είχε καταλάβει μια από τις πιο κοντινές θέσεις προς εκείνη του πρωθυπουργού δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος από τους υπουργούς που έφθασαν πρώτοι στην αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου. Μέσα σε λίγα λεπτά, ένα σούσουρο πήρε και σηκώθηκε στην αίθουσα και πέρασε γρήγορα στους διαδρόμους της Βουλής μέχρι το γραφείο του Πρωθυπουργού και των άμεσων συνεργατών του. Κινητοποιήθηκε το σύμπαν ― αστυνομικοί και υπηρεσιακοί παράγοντες έτρεχαν χωρίς να έχουν καταλάβει το γιατί κλήθηκαν να λύσουν το μυστήριο της αναπάντεχης παρουσίας ενός ευγενικού ασπρομάλλη με γυαλιά και ένα παλαιομοδίτικο καρό κασκόλ ριγμένο πάνω σε ένα μάλλινο πουλόβερ, σχεδόν χωμένος στα χαρτιά του, σαν να κάτι να βιαζόταν να τελειώσει…

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός κοντοστάθηκε στην πόρτα της αίθουσας και παρατηρούσε τον γέροντα. Έστειλε να καλέσουν τον γηραιότερο από τους συνεργάτες του, μήπως και εκείνος έδινε τέλος στον παράξενο επισκέπτη, ο οποίος συνέχιζε απτόητος τη δουλειά του πάνω στα χειρόγραφα που είχε αραδιάσει στο μεγάλο τραπέζι των συνεδριάσεων. Όταν ο γηραιότερος των συνεργατών του πρωθυπουργού έφθασε στην αίθουσα, οι εκδοχές για την ταυτότητα του παράξενου επισκέπτη που είχε στρογγυλοκαθήσει στις υπουργικές καρέκλες έπαιρναν και έδιναν, αλλά κανείς δεν ήταν σε θέση να δώσει μια πλήρη και πειστική απάντηση στο ποιος και το γιατί! «Ρε λες να είναι ο Στέφανος;» ακούστηκε από το βάθος, όπου ο γηραιότερος είχε φτιάξει πηγαδάκι με τους πενηντάρηδες της τελευταίας φουρνιάς των «Ρηγάδων».

Οι  «Ρηγάδες» ―δύο υπουργοί και ένα υφυπουργός όλοι και όλοι― είχαν ακουστά για τον Στέφανο της ΕΠΟΝ, της ηγεσίας των «Λαμπράκηδων» αλλά και  του «Χάους» στο  Παρθένι της Λέρου, που κρατήθηκε μακριά από τις δυο μερίδες που προέκυψαν από την διάσπαση του  ενιαίου ΚΚΕ το ΄68. Οι ίδιοι δεν είχαν προλάβει και τα δύο διαλείμματα νέας ένταξης, σχεδόν στράτευσης, του Στέφανου στην ανανεωτική Αριστερά, με βασικό πυρήνα το ΚΚΕ Εσωτερικού ― την μια, την περίοδο της βραχύβιας «Συμμαχίας» ,ήταν γυμνασιόπαιδα· στην δεύτερη, την περίοδο της εκκίνησης της «Ελληνική Αριστεράς», προτίμησαν να παρακολουθήσουν τα τεκταινόμενα από την απέναντι πλευρά, εκείνη των «Μπανιάδων».

Ήταν όμως τελικά ο Στέφανος; Ο συγκεκριμένος Στέφανος; Αλλά ποιος θα μπορούσε να δώσει μια ασφαλή απάντηση στο ερώτημα ― αν υπάρχει ερώτημα για ένα συμβάν που δεν θα γραφτεί ποτέ στα πρακτικά…
Με κάθε δυνατή αυθαιρεσία δίνω τον λόγο  στον Χόρχε Σεμπρούν: «Η ομάδα αυτή με ενδιέφερε πολύ, λόγω της νεότητάς της. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εντύπωση από την πρώτη μέρα που συνεδρίασε το υπουργικό συμβούλιο, μια Παρασκευή: μπήκα στην αίθουσα και συνειδητοποίησα ότι ήμουν ο γηραιότερος. Όλοι οι υπουργοί ήταν τριάντα οκτώ, σαράντα, βία σαράντα πέντε ετών ο μεγαλύτερος, ενώ εγώ ήμουν εξήντα πατημένα… Εγώ, που, σχεδόν όλη μου τη ζωή, ήμουν από τους νεότερους στο δίκτυο της Αντίστασης κι έπειτα στο πολιτικό γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας…».

Ο Σεμπρούν βεβαίως δεν πρόλαβε να δει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και τον Αλέξη Τσίπρα πρωθυπουργό. Έφυγε νωρίτερα από τον μάταιο τούτο κόσμο.
Υπενθυμίζω στο σημείο αυτό ―και μόνο για λόγους ιστορικής ακρίβειας―ότι αναφέρεται  στην κυβέρνηση του Φελίπε Γκονθάλεθ, την κυβέρνηση των σοσιαλιστών του PSOE, όπου ο Σεμπρούν αναλαμβάνει το υπουργείο Πολιτισμού το 1988 και παραμένει σε αυτό μέχρι το 1991. Άλλες εποχές, άλλα ήθη. Η Ισπανία του τέλους της δεκαετίας του ΄80, λίγα χρόνια μετά την είσοδό της στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, αλλά και των αρχών του ΄90 (με κορυφαίο γεγονός την πτώση του Τείχους του Βερολίνου) δεν έχει και ―δεν θα μπορούσε να έχει― καμιά σχέση με την Ελλάδα του 2016.  Αν και η Ισπανία δεν έχει μείνει ανεπηρέαστη από το τσουνάμι της γενικευμένης κρίσης που σαρώνει στο πέρασμα του τις βεβαιότητες αλλά και τις προσδοκίες γενεών…

Αλλά, ας σταθούμε για λίγο στα δεδομένα. Είτε συνέβη είτε δεν συνέβη το «σκηνικό» της αρχής του κειμένου, ο Στέφανος είναι ο Στέφανος Στεφάνου, ένας από τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς, όπως αναφέρει και ο τίτλος του βιβλίου που βρέθηκε στο ανύπαρκτο κομοδίνο μου: Στέφανος Στεφάνου, Ένας από τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς, 1941-1971. Καταγραφή και Σχόλια: Χριστίνα Αλεξοπούλου. Εκδόσεις Θεμέλιο. Αθήνα 2013.


Ο Στέφανος Στεφάνου έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, όπως έγραφαν παλιά οι εφημερίδες, ανήμερα την Πρωτοχρονιά του 2016.  Από τα πολλά δημοσιεύματα κράτησα ένα σημείωμα της Ολγας Σελλά στην εφημερίδα Η Καθημερινή (www.kathimerini.gr 1-1-2016):  Οι άνθρωποι του βιβλίου, αλλά και οι άνθρωποι των εφημερίδων, τον γνώριζαν πολύ καλά, είχαν μάθει πολλά κοντά του εδώ και σαράντα χρόνια. Ο Στέφανος Στεφάνου, ο «πατριάρχης» των διορθωτών και των επιμελητών, έφυγε από τη ζωή ανήμερα την Πρωτοχρονιά, ήσυχα, στο σπίτι του, στα 90 του χρόνια, από ανακοπή.
Γεννήθηκε στο Σουφλί του Έβρου το 1926. Από τα χέρια του πέρασαν τα δοκίμια πολλών βιβλίων, επιστημονικών και λογοτεχνικών, μύρισε το αντιμόνιο των παλιών τυπογραφείων για χρόνια, δίδαξε πολλούς νεότερους ―μέχρι το τέλος του―, υπερασπίστηκε με πάθος τη δημοτική· αγάπησε τα όνειρα και τις ιδέες της Αριστεράς όταν δεν ήταν πολυτέλεια να είναι κανείς αριστερός και έζησε όλες τις περιπετειώδεις διαδρομές της· μετείχε, συμμετείχε, αναζητούσε πάντα· αγάπησε με πάθος τη ζωή, τους ανθρώπους και τα έργα των ανθρώπων, την επικοινωνία, τις συνομιλίες, την ορθή σκέψη, τον γραπτό λόγο, τον Λόγο.
Δύο χρόνια πριν, από τις εκδόσεις «Θεμέλιο», κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που ήταν αποκλειστικά δικό του: Ενας απ' τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς. Στις σελίδες του δεν καταγράφεται μόνο η προσωπική του διαδρομή. Καταγράφεται ο τρόπος που ήξερε πολύ καλά να θυμάται και να αποτιμά τα πράγματα ο Στέφανος Στεφάνου, ο τρόπος που παρατηρούσε τις στιγμές και τους ανθρώπους, οι όψεις μιας άλλης Ελλάδας, το ήθος του.
Η κηδεία του Στέφανου Στεφάνου θα γίνει τη Δευτέρα, 4 Ιανουαρίου στις 12.45 το μεσημέρι, από το Νεκροταφείο Ζωγράφου».

Αλλά ποιος ήταν ο Στέφανος, ο  «ένας από τους πολλούς, αλλά και ένας και μοναδικός», όπως επισημαίνει η Χριστίνα Αλεξοπούλου, που άκουσε από πρώτο χέρι τη μαρτυρία του;  Ήταν ένας πολύ ξεχωριστός αγωνιστής και ―αυτοδίδακτος και σπουδαίος μαζί― λόγιος της Αριστεράς, αυτός ο ένας και μοναδικός, ο δικός μας Στέφανος: η πολιτική του ορθοκρισία, η ευκρίνεια και ευρύτητα της σκέψης του, το αφηγηματικό ταλέντο, η ζωτικότητα και η αγάπη του για τους άλλους, ιδίως τους νέους, τον έκαναν να ξεχωρίζει, γράφει ο Στρατής Μπουρνάζος στην εφημερίδα Η Αυγή στις 10 Ιανουαρίου 2016. Στην ίδια έκδοση φιλοξενείται ως κείμενο ο επικήδειος που εκφωνεί ο Γεράσιμος Νοταράς (διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου της Εθνικής Τράπεζας) στη κηδεία του Στεφάνου: Εντάχθηκες στην ΟΚΝΕ και στην ΕΠΟΝ, και ακολούθησαν τα χρόνια της φυλακής και της εξορίας. Με το τέλος των εμφυλιοπολεμικών διώξεων, στις αρχές της δεκαετίας του '60, ελεύθερος πια, θα σου δοθεί η ευκαιρία να βάλεις σε πράξη τα μεγάλα πολιτικά σου ταλέντα και τις χωρίς όρια δεξιότητές σου να συνομιλείς, να κατανοείς και να συμπορεύεσαι με τους νέους.
Θα κολυμπήσεις κυριολεκτικά στο ανερχόμενο αριστερό λαϊκό κίνημα της εποχής και θα στρατευτείς, όπως πάντα, με όλες σου τις δυνάμεις στην ανάπτυξή του. Μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ, θα δουλέψεις για τη νεολαία του κόμματος και στη συνέχεια για τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, ιδιαίτερα στη Β. Ελλάδα. Η πρώτη αυτή «πολιτική άνοιξη», μετά το 1936 και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Μεταξά, θα διακοπεί βίαια το 1967 από το χουντικό πραξικόπημα και θα ξεκινήσουν για σένα νέες διώξεις: Γυάρος, Λέρος, ενώ την ίδια περίοδο θα χρειαστεί να συγκρουστείς με τις αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας του ΚΚΕ, πράγμα που θα αποτελέσει για σένα καθοριστικό σημείο καμπής για την κομματική σου ένταξη.
Με τη μεταπολίτευση, ανένταχτος πλέον της Αριστεράς, ξεκινάς μία πορεία αναζητήσεων, μέσα από τις οποίες θα διασταυρωθούν για πρώτη φορά και οι δρόμοι μας. Οι 400, οι 75, αργότερα η Συμμαχία, στη συνέχεια η προσπάθεια συσπείρωσης των ανένταχτων… Μια διαδικασία που πιστεύω ότι, αν όχι στο πρακτικό επίπεδο, τουλάχιστον στο ιδεολογικοπολιτικό, σταμάτησε μόνο προχτές. Είχες πάντως την ικανοποίηση, τον τελευταίο χρόνο της ζωής σου, να ζήσεις το  “πρώτη φορά Αριστερά”, που όλοι ελπίζουν ότι αποτελεί ένα πρώτο σημάδι ότι οι αγώνες δεν πάνε τελικά ποτέ χαμένοι.
Μέχρι προχτές επίσης δεν σταμάτησες με τα βιβλία σου, με τα γραπτά σου, με τις δημόσιες τοποθετήσεις σου, με τις καθημερινές συζητήσεις και συναναστροφές σου, να προωθείς την ιδέα μιας Αριστεράς απαλλαγμένης από τον μικροκομματισμό, τις νομενκλατούρες και τον συγκεντρωτισμό. Μιας Αριστεράς δημοκρατικής, συμμετοχικής, που προωθεί τον σοσιαλισμό χωρίς επίθετα.


Ας προχωρήσουμε όμως στη συσχέτιση των καταστάσεων, στη σύμπτωση των διαδρομών, στη συνάντηση των προσώπων… Μετά τον θάνατο του Χόρχε Σεμπρούν κυκλοφορεί στο Παρίσι το βιβλίο Πατρίδα μου είναι ο λόγος, με υλικό από τις συζητήσεις του Φρανκ Απρεντερίς. Από το οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης [Χόρχε Σεμπρούν. Πατρίδα μου είναι ο λόγος: Συζητήσεις με τον Φρανκ Απρεντερίς. Μετάφραση: Ευγενία Γραμματικοπούλου, Εξάντας 2013] δανείζομαι το παρακάτω κείμενο: Το καλοκαίρι του 2010 ο Χόρχε Σεμπρούν δίνει μια σειρά συνεντεύξεις στον Φρανκ Απρεντερίς, φίλο του εδώ και πολλά χρόνια, πάνω στις οποίες βασίστηκε κυρίως το τηλεοπτικό του πορτρέτο, στην εκπομπή "Αποτυπώματα" της γαλλικής τηλεόρασης. Οι συζητήσεις αυτές, που αποτελούν και το υλικό του ανά χείρας βιβλίου, αποδεικνύουν ότι οι απόψεις του σπουδαίου αυτού διανοητή για την ελευθερία, τη στράτευση, το ευρωπαϊκό ιδεώδες, μας αφορούν σήμερα περισσότερο από ποτέ.
Με τρόπο εξομολογητικό και συνάμα σεμνό, ο Χόρχε Σεμπρούν επανέρχεται στο σύνολο του έργου του ―τόσο του λογοτεχνικού όσο και του κινηματογραφικού―, καθώς και στην πολιτική του διαδρομή: εκτοπισμένος ως αντιστασιακός κομμουνιστής στο Μπούχενβαλντ, στη συνέχεια παράνομος αγωνιστής κατά του φρανκικού καθεστώτος και, τέλος, υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση του Φελίπε Γκονθάλεθ. Μάρτυρας και πρωταγωνιστής των ιστορικών ανατροπών του 20ού αιώνα, μιλάει καθαρά και απερίφραστα: «Έχω περισσότερες αναμνήσεις απ' ό,τι αν είχα ζήσει χίλια χρόνια».

Ο τίτλος Πατρίδα μου είναι ο λόγος θα μπορούσε κάλλιστα να εκφράζει και τον Στέφανο Στεφάνου. Ο Σεμπρούν, γεννημένος το 1923, βιώνει από την εφηβική του ηλικία την εξορία (είναι μαθητής Λυκείου στο Παρίσι όταν πέφτει η Μαδρίτη στα χέρια του Φράνκο), συμμετέχει στην Αντίσταση, συλλαμβάνεται, μεταφέρεται σε στρατόπεδο εξόντωσης αλλά περνά ξώφαλτσα από τον θάνατο (η μακάβρια θητεία του στο Μπούχενβαλντ). Το 1953 πραγματοποιεί  το  πρώτο παράνομο ταξίδι του στην Ισπανία ως στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας (ΚΚΙ), φθάνει στα ανώτατα αξιώματα του κομματικού οργανισμού και το 1964 ( το καλοκαίρι του 1964) διαγράφεται μαζί με τον σύντροφο του Φερνάντο Κλαουδίν ―μέλη και οι δύο της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΚΚΙ― για «δεξιά παρέκκλιση».  Για την ακρίβεια, δεν διαγράφεται ο  Χόρχε Σεμπρούν αλλά ο  Φεδερίκο Σάντσεθ. [Χόρχε Σεμπρούν. Η αυτοβιογραφία του Φεδερίκο Σάντσεθ. Μετάφραση: Μανώλης Παπαδολαμπάκης. Εξάντας 1987].

Δεν είναι λίγα εκείνα που συνδέουν ή και ενώνουν τον Στεφάνου και τον Σεμπρούν, και που θα επέτρεπαν ή και θα δικαιολογούσαν μια συνάντηση τους.  Ας αρχίσουμε από τις κοντινές ηλικίες ― ο Σεμπρούν γεννιέται το 1923 και ο Στεφάνου το 1926, ας πάμε στη συμμετοχή αλλά και τη στράτευσή τους στο κομμουνιστικό κίνημα, την οποία και πληρώνουν στο πετσί τους. Αλλά τη στράτευση την ακολουθεί η διαφωνία, η ρήξη, η «έξοδος» αλλά και μια βαθιά ουμανιστική θεώρηση των πραγμάτων στη βάση του αποθέματος των εμπειριών. Δεν αλλάζουν, δεν «προδίνουν»,  διεκδικούν μέχρι τέλους το μερίδιο της κληρονομιάς που τους αναλογεί από το κίνημα της μεγάλης ουτοπίας του 20ού αιώνα. Επιπλέον, έχουν τον δικό τους τροφοδότη ελπίδας και ζωής ― τον κόσμο του βιβλίου. Τον ίδιο τον Λόγο. Ο ένας συγγραφέας, ο άλλος διορθωτής και επιμελητής.

Εκείνο όμως που περισσότερο τους ενώνει είναι, πέρα από το ακριβό απόθεμα των αναμνήσεών τους, η ζεστή ματιά τους για τους ανθρώπους ― τους συντρόφους, τους αγαπημένους της ζωής, τους απλούς αγωνιστές, τους γείτονες, τα νέα παιδιά. Αυτή η ζεστή ματιά που φτιάχνει την Ιστορία μέσα από τις χιλιάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες μικρές ιστορίες ανθρώπων· ανθρώπων με τα μικρά τους ονόματα σαν μνημόσυνα για το παρόν και παρακαταθήκες για το μέλλον. Ο Μανόλο και η Μαρία Αθαούστρε, για παράδειγμα, οι φύλακες άγγελοι του παράνομου σπιτιού της Κονθεπθιόν Μπααμόντε αριθμός 5, το ζευγάρι που φρόντιζε τον Ραφαέλ ― έτσι όπως γνώριζαν ότι λεγόταν το υψηλόβαθμο στέλεχος που δεν ήταν άλλος από τον Φεδερίκο Σάντσεθ, δηλαδή τον Χόρχε Σεμπρούν της παρανομίας.  Ο Σεμπρούν και ο Στεφάνου μιλούν για εκείνους μέσα από τους άλλους, μαζί με τους άλλους. Δεν είναι ποτέ μόνοι, είναι μέσα στους άλλους, μαζί με τους άλλους. Και αυτό γιατί η Ιστορία είναι οι άνθρωποι. Ο Ελή και η Σάρα, οι συμμαθητές στο Σουφλί που χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και ο Οδυσσέας που εκτελείται με μια σφαίρα στο κεφάλι από τους συντρόφους του αλλά και ο Αρης που πήγε άκλαφτος με την κατηγορία του προδότη…

Τελικά, ήταν ο Στέφανος Στεφάνου αυτός που πήγε απρόσκλητος στο υπουργικό συμβούλιο. Έχει σημασία η απάντηση; Μπορεί να μην υπάρχει καν ερώτημα; Άλλωστε, όλα αυτές οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις έχουν να κάνουν με τη μνημονική έκφραση της Αριστεράς ― στο σύνολο της, εδώ και στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με τις διακριτικές συγγένειες. Δίχως άλλο, η μνημονική έκφραση ψάχνει πάντα τις συμπτώσεις, τις συσχετίσεις, τις συναντήσεις…


  

30.1.16

Ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη του Διονύση Μαρίνου



Ρέιμοντ Κάρβερ: Διηγήματα. Μετάφραση: Γιάννης Τζώρτζης, Μεταίχμιο 2015


Το 2004, λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, βρέθηκα στη Νέα Υόρκη για επαγγελματικό ταξίδι. Το ξενοδοχείο όπου έμενα, ένα ξεπεσμένο θεριό κοντά στην 5η λεωφόρο, ήταν κλασικό εκτροφείο τυχοκυνηγών. Κάθε πρωί, με άνοστο καφέ, ξεραμένες ομελέτες και μπέικον κάρβουνο, έβλεπα να διαβαίνουν από μπροστά μου άνδρες με κολλαριστά πουκάμισα και φαρδιά σακάκια. Κρατούσαν φακέλους δερμάτινους, τσάντες επαγγελματικές, σακίδια φορτωμένα. Στη μια άκρη της αίθουσας, εκεί που καθόμουν για το πρωινό, δύο τραπέζια παραπέρα, έβλεπα επί τρεις ημέρες έναν μοναχικό άνδρα να πίνει σκέτο καφέ και να διαβάζει μανιωδώς ένα ισχνό βιβλίο. Ήταν ψηλός, βαρύς και καμπουριαστός. Τίποτα το ηρωικό δεν είχε η αύρα του. Την τέταρτη ημέρα πέρασα από μπροστά του και είδα ότι διάβαζε Ρέιμοντ Κάρβερ• τους Αρχάριους. Μόλις τον είχα μάθει κι εγώ από κάποιες πρώτες μεταφράσεις της Απόπειρας. Το πήρα πάνω μου και τον ρώτησα αν του άρεσε. Άφησε κάτω το βιβλίο, έγειρε στο πλάι και, στραβώνοντας το στόμα, μού είπε: «Δύσκολος, φίλε, δύσκολος». Του είπα ότι έγραφε απλά και μου απάντησε «δύσκολος γιατί μιλάει για τη ζωή μου». Την επόμενη ημέρα έφυγε. Θα πήγαινε μεσοδυτικά. Ήταν πλασιέ· πουλούσε βιταμίνες σε γυμναστήρια. 


Διαβάζοντας τώρα τη συγκεντρωτική συλλογή των διηγημάτων του Κάρβερ καταλαβαίνω τι μου έλεγε. Ο Κάρβερ είναι απλός, δεν κομπάζει με τις λέξεις, δεν ανεβαίνει στο ρινγκ να ρίξει χοντρές μπουνιές. Γι’ αυτό και ο Κάρβερ είναι δύσκολος. Από χαμηλή σκοπιά γράφει ό,τι βλέπει. Το μάτι του δεν πηγαίνει μακριά, μένει στα μικρά πράγματα της ζωής. Αν υπάρχει κι αυτή. Όπου υπάρχει κι αυτή. 

Ο πλασιέ μού άφησε την κάρτα του. Έχουν περάσει δέκα και κάτι χρόνια και δεν έχουμε ανταλλάξει ούτε μια λέξη. Θέλω να φαντάζομαι πως ακόμη διαβάζει κάτι λίγο από Κάρβερ. Όταν τον πιάνουν οι κλειστές του και οι πωλήσεις δεν πάνε καλά και το ουίσκι στέκεται στον φάρυγγά του. Εγώ αυτό κάνω. Κι ας μην πουλάω βιταμίνες.