πηγή: http://www.lyrikline.org/
Διάβαζα τὶς Μεγάλες Προσδοκίες
(δεκατριῶν, μπορεῖ δεκατεσσάρων)
νύχτες καὶ νύχτες κάτω ἀπ' τὶς κουβέρτες
σχεδὸν κρυφά, σὰν ἀπὸ κάποια ἀνάγκη
νὰ κρύψω τὴν ὑπόσχεση τοῦ κόσμου,
νὰ τὴ φυλάξω μέσα μου. Ποιός κῆπος,
πλήρης μὲ φόβους, πάθη καὶ φαντάσματα,
δεκατριῶν ἐτῶν κι αὐτός, ποιός κῆπος,
ἐφηβικὸς κι ἀρχέγονος καὶ πλήρης,
ἔπαιρνε, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο
(μπορεῖ καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν ἔρωτα),
μέσα στοὺς ἄλλους ἴσκιους του καὶ φύλαγε
τὸν Πίπ, τὸν Τζό, τὴν Μπίντυ, τὴν Ἐστέλλα,
βαθιὰ μέσα στοὺς ἴσκιους του, ἀπ' ὅπου
ἡ πνιγηρὴ φιγούρα τῆς Μὶς Χάβισαμ
θὰ μοίραζε μὲ ἀραχνιασμένα δάχτυλα
μιὰ σκωληκόβρωτη γαμήλια τούρτα,
κι ὁ ἄμοιρος ὁ Μάγκγουιτς θὰ σκορποῦσε
στὸ φῶς τὴ σκοτεινή του εὐεργεσία –
ποιός κῆπος, καθὼς βάραιναν τὰ βλέφαρα
κι ἔπεφτε τὸ βιβλίο κι ὅλα καίγονταν
σὲ μιὰ μεγάλη ἀνάφλεξη, μιὰ λάμψη
ἀγάπης ποὺ καταύγαζε τὸν κόσμο
γιὰ μιὰ στιγμὴ – ποιός κῆπος σαρκωνόταν
ὥσπου ἔσβηνε στὸ θάμπωμα τοῦ ὕπνου;
Ὅμως τὸ τέλος τοῦ μυθιστορήματος
δὲν τὸ κατάλαβα ποτέ: «δὲν εἶδα
τὸν ἴσκιο ἄλλου χωρισμοῦ μας» – τί θὰ πεῖ;
Ἔσμιξαν ἐπιτέλους ἢ χωρίσανε;
Ἡ φράση εἶναι μᾶλλον διφορούμενη
ἢ ἔτσι πίστευα· πῶς θὰ μποροῦσαν
νὰ πλάσουν αἴσιο τέλος δύο τόσο
ξένοι κι ἀσύμβατοι στὰ αἰσθήματα, χωρὶς
μιὰ ἔκρηξη ἀναγνώρισης, μιὰ λύπη
ἀπόλυτη νὰ τοὺς μεταμορφώσει;
Πέρασαν χρόνια γιὰ νὰ καταλάβω
(κι ἴσως ἀκόμα νὰ μὴν ξέρω) πόσο
ἐντέλει ἀδιάφορο ἦταν τὸ τέλος
(ἀλλὰ κι ὁ Ντίκενς, ὅπως ἔμαθα μετά,
δὲν ἤξερε ποιό τέλος νὰ διαλέξει),
καὶ πόσο ἐντέλει ἀδιάφορο εἶναι πάντα
τὸ τέλος – ὅταν ὅλοι, τσακισμένοι,
γυρίζουν στὴν ἀνυπαρξία, σὰν ποτὲ
νὰ μὴν ὑπῆρξαν Πὶπ καὶ Τζὸ καὶ Μπίντυ,
οὔτε καὶ ἄκαρδη Ἐστέλλα· σὰν ποτὲ
νὰ μὴν ὑπῆρξαν, πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο,
μεγάλες προσδοκίες – ποὺ διαψεύστηκαν.
(δεκατριῶν, μπορεῖ δεκατεσσάρων)
νύχτες καὶ νύχτες κάτω ἀπ' τὶς κουβέρτες
σχεδὸν κρυφά, σὰν ἀπὸ κάποια ἀνάγκη
νὰ κρύψω τὴν ὑπόσχεση τοῦ κόσμου,
νὰ τὴ φυλάξω μέσα μου. Ποιός κῆπος,
πλήρης μὲ φόβους, πάθη καὶ φαντάσματα,
δεκατριῶν ἐτῶν κι αὐτός, ποιός κῆπος,
ἐφηβικὸς κι ἀρχέγονος καὶ πλήρης,
ἔπαιρνε, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο
(μπορεῖ καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν ἔρωτα),
μέσα στοὺς ἄλλους ἴσκιους του καὶ φύλαγε
τὸν Πίπ, τὸν Τζό, τὴν Μπίντυ, τὴν Ἐστέλλα,
βαθιὰ μέσα στοὺς ἴσκιους του, ἀπ' ὅπου
ἡ πνιγηρὴ φιγούρα τῆς Μὶς Χάβισαμ
θὰ μοίραζε μὲ ἀραχνιασμένα δάχτυλα
μιὰ σκωληκόβρωτη γαμήλια τούρτα,
κι ὁ ἄμοιρος ὁ Μάγκγουιτς θὰ σκορποῦσε
στὸ φῶς τὴ σκοτεινή του εὐεργεσία –
ποιός κῆπος, καθὼς βάραιναν τὰ βλέφαρα
κι ἔπεφτε τὸ βιβλίο κι ὅλα καίγονταν
σὲ μιὰ μεγάλη ἀνάφλεξη, μιὰ λάμψη
ἀγάπης ποὺ καταύγαζε τὸν κόσμο
γιὰ μιὰ στιγμὴ – ποιός κῆπος σαρκωνόταν
ὥσπου ἔσβηνε στὸ θάμπωμα τοῦ ὕπνου;
Ὅμως τὸ τέλος τοῦ μυθιστορήματος
δὲν τὸ κατάλαβα ποτέ: «δὲν εἶδα
τὸν ἴσκιο ἄλλου χωρισμοῦ μας» – τί θὰ πεῖ;
Ἔσμιξαν ἐπιτέλους ἢ χωρίσανε;
Ἡ φράση εἶναι μᾶλλον διφορούμενη
ἢ ἔτσι πίστευα· πῶς θὰ μποροῦσαν
νὰ πλάσουν αἴσιο τέλος δύο τόσο
ξένοι κι ἀσύμβατοι στὰ αἰσθήματα, χωρὶς
μιὰ ἔκρηξη ἀναγνώρισης, μιὰ λύπη
ἀπόλυτη νὰ τοὺς μεταμορφώσει;
Πέρασαν χρόνια γιὰ νὰ καταλάβω
(κι ἴσως ἀκόμα νὰ μὴν ξέρω) πόσο
ἐντέλει ἀδιάφορο ἦταν τὸ τέλος
(ἀλλὰ κι ὁ Ντίκενς, ὅπως ἔμαθα μετά,
δὲν ἤξερε ποιό τέλος νὰ διαλέξει),
καὶ πόσο ἐντέλει ἀδιάφορο εἶναι πάντα
τὸ τέλος – ὅταν ὅλοι, τσακισμένοι,
γυρίζουν στὴν ἀνυπαρξία, σὰν ποτὲ
νὰ μὴν ὑπῆρξαν Πὶπ καὶ Τζὸ καὶ Μπίντυ,
οὔτε καὶ ἄκαρδη Ἐστέλλα· σὰν ποτὲ
νὰ μὴν ὑπῆρξαν, πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο,
μεγάλες προσδοκίες – ποὺ διαψεύστηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου