29.12.14

Λάκης Παπαστάθης: Για τον Βασίλη Τσιαμπούση


Ο Βασίλης Τσιαμπούσης
φωτογραφία: Κώστας Βιδάκης

Για να κατανοήσεις ένα κείμενο πρέπει να μπορείς να το αφηγηθείς.

Όταν πρωτοδιάβασα τη Βέσπα, το πρώτο βιβλίο του Βασίλη Τσιαμπούση, ένιωσα την ανάγκη να τον γνωρίσω. Πήγα στη Δράμα. Μέσα σε λίγες μέρες συνδυάζοντας την καθημερινή μας επαφή με την αναγνωστική μου εμπειρία από τα διηγήματά του, είχα την αίσθηση πως έζησα δυο ζωές μαζί του. Τόσο πλούσια ήταν η γνωριμία μας.

Λογοτεχνία και καθημερινότητα προσετίθεντο η μία στην άλλη, φώτιζαν η μία την άλλη, άνοιγαν το δρόμο σε μια φιλία που, όπως και στη λογοτεχνία, με το μέσα κόσμο, μ’ αυτό που δε φαίνεται, που δε λέγεται, επικοινωνεί. Με ήχους βωβούς, με εικόνες γεμάτες εσωτερικό φως ή μάλλον με το αεράκι που φυσάει ανάμεσα και πίσω από τις εικόνες και το λόγο.

Έζησα το Βασίλη στην πόλη του, τη Δράμα. Στα μέρη που μεγάλωσε, στο γήπεδο της Δόξας, στην εκκλησία, στις πλατείες, στα μαγαζιά. Κυρίως όμως τον είδα εκεί που γεννήθηκαν τα διηγήματά του. Σε μέρη συγκεκριμένα, που όμως η λογοτεχνία τα έκανε συμπαντικά, πέρα απ’ το χώρο, πέρα από τα πρόσωπα που τη γέννησαν. Ο μηχανισμός της ποίησης των διηγημάτων του, είναι και ένας μηχανισμός απόσταξης. Ένα εφαλτήριο προς το «άλλο», μια κίνηση από το συγκεκριμένο στη δραματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Κάθε φορά που έβγαινε ένα καινούργιο βιβλίο του, το διάβαζα τουλάχιστον τρεις φορές, το σύστηνα στους φίλους μου, γινόταν κεντρικό θέμα στις συζητήσεις μας.

Όταν πήρα στα χέρια μου το τελευταίο του βιβλίο, το διάβαζα λίγο-λίγο, φοβόμουν μην το τελειώσω μονορούφι. Έκανα οικονομία στην απόλαυση. Λέξη-λέξη, φράση-φράση. Λίγο διάβαζα, πολύ σκεφτόμουν. Σ’ αυτές τις στάσεις φανταζόμουν τον Βασίλη Τσιαμπούση. Στα διηγήματά του ενώ ξεχνάς τον συγγραφέα και βυθίζεσαι στα πρόσωπα που περιγράφει, αυτός επανέρχεται ξαφνικά ανάμεσα από τις λέξεις, στη σιωπή του κειμένου. Σαν τον καλό σκηνοθέτη του κινηματογράφου που τόσο περισσότερο υπάρχει, όσο λιγότερο επιδεικνύεται.
Πρώτο έντονο ερέθισμα ο τίτλος του βιβλίου. Να σ’ αγαπάει η ζωή. Δηλαδή;
Τι είναι η ζωή που μπορεί να σ’ αγαπήσει; Μια μυστηριακή θεά που μπορεί να αποφασίζει για το αν θα είμαστε καλά στο βίο μας; Και πώς μπορεί να αναπτυχθεί αυτή η αγάπη;
Διαβάζοντας το βιβλίο του κατάλαβα πως αυτό είναι μια ευχή που κάποιος λαϊκός άνθρωπος την απηύθυνε στον συγγραφέα μας. Ο Βασίλης Τσιαμπούσης την ξεκόλλησε από το συγκεκριμένο επεισόδιο και την έκανε τίτλο του βιβλίου του. Σα να λέει ίσως πως η λογοτεχνία πρέπει να αγαπηθεί από τη ζωή, ο συγγραφέας πρέπει να έχει την ευλογία της, να της ανοίγει το δρόμο να περάσει μέσα από τις σελίδες του. Η ζωή στο λογοτεχνικό εργαστήριο του Βασίλη Τσιαμπούση βρίσκει λεωφόρους και σοκάκια για να διαβούν άνθρωποι. «Μικροί» και ηττημένοι συνήθως, αλλά ποτέ με ατιμωτική ήττα, άνδρες και γυναίκες που συνθλίβονται επιδεικνύοντας όμως στιγμές μεγαλείου. Οι θριαμβευτές, οι νικητές της ζωής δεν είναι το αγαπημένο θέμα της λογοτεχνίας.

Οι άνθρωποι στο έργο του Τσιαμπούση γίνονται ήρωες μιας ιδιότυπης  μυθοπλασίας. Όσο και «πραγματικοί» να είναι, ο συγγραφέας δεν κάνει ντοκιμαντέρ. Σίγουρα βέβαια οι ντοκιμαντερίστες πολλά θα μπορούσαν να κατανοήσουν διαβάζοντας Τσιαμπούση. Κυρίως θα μάθαιναν πως η πραγματικότητα γίνεται θέμα μυθοπλασίας κρατώντας το υλικό της βάρος, το σφυγμό, τα κόκαλα και το αίμα της.

Έχουν περάσει λίγες μέρες μόνο από την έκδοση του βιβλίου, ξέρω όμως πως θα με συντροφεύσει στους επόμενους έξι τουλάχιστον μήνες. Παρά την απλότητά τους τα διηγήματα είναι ανεξάντλητα. Κάθε φορά που τα διαβάζεις κάτι καινούργιο σου προσφέρουν.

Θα προσπαθήσω να περιγράψω δύο μόνον, σαν ένας κινηματογραφιστής που επιθυμεί κάποτε να τα γυρίσει.



Το Καπέλο

Ο αφηγητής ως πρόσωπο κι αυτό του διηγήματος, υποδέχεται στο λιμάνι της Θάσου τρεις ανθρώπους. Έναν άντρα, τη σύντροφό του κι ένα παιδί.

Είναι Πρωτομαγιά, μ’ ό,τι σημαίνει στη ζωή και την παράδοσή μας αυτή η μέρα. Το ντεκόρ υποβάλλει το αίσθημα που δίνουν οι άδειοι χώροι, οι σχεδόν χωρίς ζωή, και ο καιρός, που πρωταγωνιστεί κι αυτός στο διήγημα, προμηνύει βροχή. «Άνοιξα τους υαλοκαθαριστήρες», θα πει ο αφηγητής. Το φέρι μπότ έρχεται στο λιμάνι σχεδόν άδειο κι αυτό. Υγρασία και μελαγχολική αίσθηση.

Στη διαδρομή με το αυτοκίνητο από το λιμάνι στο σπίτι, ο συγγραφέας σκιτσάρει ελαφρά, αλλά με δραματουργική αυστηρότητα, τους τρεις επισκέπτες του. Για τον άντρα γράφει: Κάτω από το τζόκεϊ —εντοπίζεται για πρώτη φορά το καπέλο— η όψη του ήταν συννεφιασμένη. Τα μαγουλά του ωχρά και το καρύδι του λαιμού του ανάγλυφο. Για τη γυναίκα, που μαθαίνουμε και τ’ όνομά της, λέει: Η Νίνα πίσω δε μιλούσε. Τα χείλη της για πρώτη φορά, όσο τη γνώριζα, ήταν άβαφα. Ο μικρός περιγράφεται να παίζει συνέχεια μ’ ένα ηλεκτρονικό. Η αίσθηση μιας ηλεκτρονικής μηχανής, ενός παιχνιδιού, που επιμένει, είναι νοητά η διαρκής εικονική και ηχητική υπόμνηση – υπόκρουση του διηγήματος.

Όταν φθάνουν στο σπίτι, η Φωφώ —η γυναίκα του Βασίλη Τσιαμπούση γίνεται και αυτή πρόσωπο του διηγήματος— τους υποδέχεται και ψήνει καφέ. «Καθίσαμε δίπλα στη σόμπα. Ήταν τεράστια και δούλευε με βεντιλατέρ. Μας τη χάρισε εκείνος πριν από χρόνια, μετά το θάνατο της μάνας του. Μ’ αυτή ζέσταιναν το σαλόνι του πατρικού του σπιτιού».

Ένα αντικείμενο —η σόμπα— ανοίγει το πορτάκι του φλας μπακ. Προσφιλής τακτική του Βασίλη. Ο συγγραφέας γυρνάει πίσω το χρόνο για να περιγράψει το πιο όμορφο αρχοντικό της Δράμας, το σαλόνι του οποίου ζέσταινε η συγκεκριμένη σόμπα. Καταλαβαίνουμε πως ο επισκέπτης ανήκε σε μια πλούσια οικογένεια που είχε ξοδέψει μια περιουσία για να χτίσει το σπίτι. Τον τελευταίο καιρό το οίκημα χαρακτηρίστηκε «διατηρητέο» και ο Τσιαμπούσης αξιοποιεί την τελευταία εμπειρία του στο δήμο για να μας αναλύσει όλη τη γραφειοκρατία που πρέπει κανείς να ακολουθήσει για τον αποχαρακτηρισμό ή τη δωρεά στο δήμο ενός διατηρητέου σπιτιού. Μέσα από την περιγραφή αυτών των λεπτομερειών καταλαβαίνουμε —οι πληροφορίες χτίζονται λίγο-λίγο με το σταγονόμετρο— πως ο επισκέπτης είναι πολύ άρρωστος και σε οικονομική παρακμή.

Μετά ο συγγραφέας μιλάει για τη σχέση του άντρα με τη Νίνα. «Έπειτα εμφανίστηκε στη ζωή του η Νίνα. Όψιμος έρωτας, αχαλιναγώγητος. Εκείνη ήταν εντυπωσιακή γυναίκα, όμως λέγονταν πολλά για τη ζωή που έκανε. Είχε και το μικρό, από ένα παλιότερο δεσμό της. οι φίλοι πέσαμε πάνω του να τον σώσουμε, εκείνος δεν άκουγε κανέναν.»

Όλο το φλας μπακ είναι μια σελίδα, σημαντικός δηλαδή δομικός όγκος για ένα διήγημα πέντε μόνον σελίδων. Επανερχόμαστε στο παρόν. Είναι η ώρα του καφέ και η συζήτηση για το σπίτι συνεχίζεται. «Αν δώσω το σπίτι… ίσως χτίσω ένα μικρό ξενοδοχείο στο Λιμένα», είπε εκείνος. «Αν απομείνει τίποτε στα χέρια μας…», μουρμούρισε η Νίνα. «Ακόμα κι αν το Υπουργείο αποχαρακτηρίσει το οίκημα και το πουλήσουμε, δε θα περισσέψει τίποτε για μας». Ο παλιός αχαλιναγώγητος έρωτας έχει μετατραπεί γι’ αυτήν σε αγωνία επιβίωσης. Η Φωφώ για να την καλμάρει διαβάζει το φλιτζάνι. Η εμπειρική πρόβλεψη της μοίρας, από τις παλιές λαϊκές φυλλάδες μέχρι την Ευδοκία του Δαμιανού, είναι περισσότερο ανάγκη του παρόντος και λιγότερο ανάγκη μεταφυσικής πρόβλεψης. Η Φωφώ πάει να αλλάξει το βαρύ κλίμα γι’ αυτό και βλέπει στο φλιτζάνι, ό,τι την εξυπηρετεί:

«Θα κάνεις ένα μεγάλο ταξίδι», λέει στη Νίνα.
«Κρουαζιέρα;» ειρωνεύτηκε εκείνη
«Μόνη. Τελείως μόνη!» απάντησε η Φωφώ.
Μόνο που έκανε λάθος στο φλιτζάνι! «Αυτό το φλιτζάνι είναι δικό μου!», είπε ο άντρας.

Τι ωραία που χτίζεται η αφήγηση! Πώς επανερχόμαστε, πώς πλησιάζουμε από το πρόβλημα της Νίνας στο κεντρικό πρόσωπο, που είναι ο άντρας! Πόσο ταιριάζει η «πρόβλεψη» του καφέ σ’ αυτόν!

Στην επόμενη σκηνή η παρέα κάθεται στην ταβέρνα του κυρ Αντώνη. Είναι η σκηνή – κλειδί του διηγήματος. Πρωταγωνιστεί ο καιρός και πιο συγκεκριμένα ένα αεράκι απ’ τη μεριά της θάλασσας που ανακάτευε τα μαλλιά. «Με το ούζο η διάθεσή μας έσιαξε κι αρχίσαμε να θυμόμαστε ευχάριστες στιγμές απ’ τα παλιά. Από το αυτοκίνητο έφερα την κιθάρα και είπαμε δυο-τρία τραγουδάκια, η Νίνα είχε υπέροχη φωνή! Εκείνος σιγοψιθύριζε τα λόγια, όταν ξαφνικά, ένα αεράκι του άρπαξε το καπέλο. Στην κορυφή του ξυρισμένου κεφαλιού του φάνηκαν, σαν ψαροκόκαλο τσιπούρας, η βαθιά τομή και οι ραφές απ’ την εγχείρηση.»

Τελευταία σκηνή το απόγευμα στο λιμάνι. Μέχρι να φύγει το φέρι-μποτ κάθισαν στο καφενείο. Η κουβέντα φυσικά δεν έστρωνε με τίποτα. Σας διαβάζω τώρα το φινάλε του διηγήματος. Φαντασθείτε, πλανάρετε νοητά, τις τόσο βαθιά ανθρώπινες εικόνες.

«Κάποια στιγμή εκείνοι ανέβηκαν στο επάνω κατάστρωμα του πλοίου κι εμείς μείναμε απ’ έξω να τους κοιτάζουμε. Η Νίνα κάθισε σε μια πλαστική καρέκλα κι έβαλε τα γυαλιά της. Ακίνητη, φαινόταν σαν να ατένιζε στο βάθος το βουνό. Το Υψάριο την προηγούμενη είχε καεί τελείως. Κι εκεί που κάποτε πρασίνιζαν ελιές, τώρα υπήρχαν μόνο αποκαΐδια. Ο μικρός, όρθιος δίπλα στη μάνα του, έπαιζε το ηλεκτρονικό του. Εκείνος, μόλις το πλοίο ξεκίνησε να φύγει, σήκωσε το χέρι και μας αποχαιρέτησε».

Όλο το διήγημα λες και φτιάχτηκε για να δικαιώσει αυτόν τον αποχαιρετισμό. Τον αποχαιρετισμό στο φίλο, τον αποχαιρετισμό στη ζωή. Λόγος και εικόνα συντίθενται, με τέτοια αφηγηματική και συναισθηματική ακρίβεια που κάνουν αυτό το μικρό λογοτεχνικό οικοδόμημα να είναι τέλειας ισορροπίας. Θα μπορούσαν άραγε οι εικόνες ενός μελλοντικού φιλμ που θα στηριζόταν σ’ αυτό το κείμενο να είναι αντάξιές του;



Κολιοί πλακί

Η δραματική επιστροφή στην πόλη που γεννήθηκες και η αποξένωση στον ίδιο τον τόπο σου, εκατοντάδες φορές αποτέλεσε το μεγάλο θέμα στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο.
Η βασική ενότητα του διηγήματος αρχίζει το τελευταίο βράδυ του ξενιτεμένου στην πόλη του, πριν την επιστροφή στον Καναδά. Στις λίγες γραμμές της πρώτης παραγράφου ακούμε τον ξενιτεμένο – αφηγητή να μιλάει κατ’ ευθείαν στον αναγνώστη.

«Τελευταίο βράδυ και περιδιαβαίνω τα δρομάκια της μικρής μου πόλης, να τα φωτογραφήσει η ψυχή μου. Τριάντα χρόνια ζω στο εξωτερικό και τρία χρόνια πέρασαν από την προηγούμενη φορά που ήρθα στην Ελλάδα. Ο κύκλος των γνωστών μου στένεψε, φίλος δε μου απέμεινε κανένας. Αύριο το απόγευμα φεύγω γι’ Αθήνα κι από κει για Καναδά».

Αρχή, αρχή, πριν βαρύνει και σφίξει η εσωτερική, βασική ενότητα της αφήγησης, ο Τσιαμπούσης πάει πίσω στο χρόνο, για να περιγράψει τρία μικρά, φευγαλέα επεισόδια που συνέβησαν στο διάστημα της παραμονής του, κι ένα που επαναλαμβανόταν κάθε βράδυ έξω από την εξώπορτα του σπιτιού της θείας Μαρίκας που τον φιλοξενούσε.

«Η θεια-Μαρίκα και φέτος δε μου έδωσε κλειδί για την εξώπορτα. “Θα χτυπάς το κουδούνι κι εγώ θα σ’ ανοίγω”, είπε. Κάθε βράδυ ξεσηκώνουμε τη γειτονιά, κλείνει το ακουστικό της βαρηκοΐας για να κάνει οικονομία στην μπαταρία. Καμιά φορά γυρίζω στο σπίτι τα ξημερώματα και, μόλις πέφτω στο κρεβάτι, καταφτάνει εκείνη με το μπρέκφαστ στο δίσκο. Το αφήνει δίπλα μου και το ξαναμαζεύει άθικτο το μεσημέρι».

Είναι παραμονές Δεκαπενταύγουστου και επισκέπτεται την εκκλησία. Μοναδικός άντρας ανάμεσα σε δεκάδες μαυροφορεμένες γυναίκες. Θυμάται τους γονείς και τους παππούδες του. Πριν μια εβδομάδα είδε στο δρόμο την Κατερίνα, που κρατούσε από το χέρι τον εγγονό της… «Ε,… ρε Κατερίνα, για μια παρεξήγηση χαλάσαμε τη ζωή μας». Και τα δύο αυτά επεισόδια επιτείνουν την αίσθηση της αποξένωσης. «Τα βράδια συνήθως τρώω έξω, καμιά φορά εντελώς μόνος»… «κάθε φορά που η άδειά μου φτάνει στο τέλος της με πιάνει ένα μπούκωμα».

Το τρίτο επεισόδιο του φλας-μπακ είναι κάπως αστείο. «Προχτές πήγα τη θεία στο νοσοκομείο, είχε έναν πόνο στο στήθος. Της έκαναν καρδιογράφημα και υπέρηχους κι ευτυχώς τη βρήκαν μια χαρά. “Να σταματήσεις τη νηστεία, στομαχικό είναι το πρόβλημα!”, τη συμβούλεψε ο καρδιολόγος. «Την πάσαν ελπίδα μου εις Σε ανατίθημι…”, απάντησε εκείνη κι ο γιατρός, παρεξηγώντας την, χαμογέλασε με καμάρι…».

Επανερχόμαστε στη βασική ενότητα που αρχίζει το τελευταίο βράδυ. Ποιος κινηματογραφιστής δεν θα ήθελε να κινηματογραφήσει έναν άνθρωπο να γυρνάει νύχτα στην πόλη του και να νιώθει μόνος και ξένος;

Νύχτα λοιπόν και ο ήρωας μας “ψωνίζει” από ένα μπαρ μια Ρωσίδα. Καταλήγουν στο απέναντι ξενοδοχείο.

«Την πληρώνω και το μόνο που της ζητώ είναι να με κρατήσει στην αγκαλιά της, ώσπου να με πάρει ο ύπνος. Όπως είμαι ζαλισμένος απ’ το ποτό, κοιμάμαι αμέσως».
Το ξημέρωμα, καθώς χτυπάει την πόρτα της θείας του, φωτίζει και την έξοδο του διηγήματος. Αναγκάζεται να σπάσει την κλειδαριά για να μπει στο σπίτι. Η θεία λείπει και το κρεβάτι της είναι στρωμένο. Πέφτει για ύπνο. Το μεσημέρι εκείνη τον ξυπνάει.

 «Τα ψάρια είναι έτοιμα, να τα φάμε όσο είναι ζεστά», μου λέει,
«Τελικά, συμμορφώθηκες με αυτά που σε συμβούλεψε ο γιατρός», την πειράζω.
«Σήμερα, βρε, είναι η Μεταμόρφωση του Σωτήρος! », προσποιείται πως θυμώνει. «Και γίνεται κατάλυση ιχθύος! ».
Σηκώνομαι και πάω στο μπάνιο. Έπειτα μπαίνω στην κουζίνα. Βρίσκω επάνω στο τραπέζι τους κολιούς, μαγειρεμένους πλακί, όσο πιο ακατάλληλους, δηλαδή, για ερεθισμένα στομάχια. Δίπλα στη σαλάτα ένα κανατάκι ρετσίνα δίνει μια ξεχωριστή νότα στο αποχαιρετιστήριό μας γεύμα. «Άντε στην υγειά μας», λέμε και τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας…

Τώρα για πάντα οι κολιοί πλακί θα του θυμίζουν την πατρίδα. Ίσως πιο πολύ από τους χώρους και τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ακόμα και μετά το θάνατό της θείας Μαρίκας οι κολιοί τον Δεκαπενταύγουστο θα τον ταξιδεύουν στην πόλη του και η διαδικασία του γεύματος του αποχαιρετισμού θα του αποκαλύπτει την πιο βαθιά, την πιο σίγουρη αίσθηση της καταγωγής του.

Ρώτησα τον Βασίλη Τσιαμπούση γιατί η θεία Μαρίκα δεν δίνει στον φιλοξενούμενό της το κλειδί. Μου είπε πως ακόμη κι’ αν του άφηνε στη διαθήκη της κληρονομιά το σπίτι, θα ήθελε μέχρι την τελευταία στιγμή να έχει ένα ρόλο για τον εαυτό της. Αυτό είναι μια αρχαία επιφυλακτικότητα που δημιουργεί σ’ αυτήν αίσθημα ασφάλειας. «Μοιάζει με τους γέρους που δεν λένε σε κανέναν την κρυψώνα που έκρυψαν τα λεφτά. Κι’ αυτό το μυστικό τους κάνει να πιστεύουν πως έχουν λόγο, πως κάτι καθορίζουν, πως έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, αυτοί, μόνον αυτοί».

Το βράδυ που ολοκλήρωσα την περιγραφή των διηγημάτων, συνάντησα ένα σπουδαίο ηθοποιό. Μόλις είχε τελειώσει το οχτάωρο μάθημα που έκανε στους σπουδαστές μιας δραματικής σχολής. Παρά τη μεγάλη του εμπειρία, φαινόταν πως εκείνο το βράδυ συνειδητοποίησε ξανά μια βασική αρχή για τη διδασκαλία. Μου είπε πως
«για να ερμηνεύσεις ένα ρόλο, ή να στήσεις μια σκηνή στο θέατρο, πρέπει να διαβάζεις ξανά και ξανά το έργο, δεκάδες φορές, ώστε να μπορείς να το αφηγηθείς με κάθε λεπτομέρεια και με τον δικό σου τρόπο. Κάθε παράγραφο, κάθε φράση, κάθε λέξη.

Και σήμερα με τους μαθητές μου όταν κολλούσαμε, ξαναδιαβάζαμε το κείμενο για να μας δώσει απαντήσεις στο τι συμβαίνει, στο γιατί συμβαίνει και στο πως θα το ερμηνεύσουμε». Καθώς μου μιλούσε σκέφτηκα μέσα μου πως το ίδιο γίνεται και όταν θέλεις να μεταφέρεις ένα λογοτεχνικό κείμενο στο σινεμά. Τότε ακούμπησα με την παλάμη μου το βιβλίο του Βασίλη Τσιαμπούση που είχα στη τσέπη μου. Το είχα αγοράσει για να του το προσφέρω.

πηγή: http://lakispapastathis.gr

Στο βίντεο, ο Βασίλης Τσιαμπούσης διαβάζει απόσπασμα από διήγημά του στο φεστιβάλ Λογοτεχνική Σκηνή 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια: