Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάρω Δούκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάρω Δούκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

14.6.19

O Σταμάτης Κραουνάκης για το Εντευκτήριο τχ. 116

Ο Σταμάτης Κραουνάκης αφιερώνει στο τεύχος Νο 116 του περιοδικού «Εντευκτήριο» ολόκληρη τη δεκάλεπτη εκπομπή του «Κόκκινο μοτοσακό» στον ραδιοσταθμό Στο Κόκκινο, 12.6.2018, εστιάζοντας στο κείμενο της Μάρως Δούκα για τη σύγχρονη προσφυγιά. Τον ευχαριστώ και δημοσίως γι' αυτήν του τη γενναιοδωρία.

Γιώργος Κορδομενίδης

Δείτε το βίντεο:

5.6.19

Εντευκτήριο Νο 116: Περιεχόμενα

-->
ΣΤΟ ΝΕΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ

Πέντε κείμενα για τη σύγχρονη προσφυγιά, ελληνική και ξένη πεζογραφία και ποίηση, κριτικές και παρουσιάσεις βιβλίων, φωτογραφικό ένθετο 
Τεύχος 116, 160 σελ., τιμή 10,00 ευρώ

ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ
«[…] Η ιστορία του ανθρώπου δεν είναι παρά η ιστορία των μεταναστεύσεων, των βίαιων μετακινήσεων, των ξεριζωμών, των μαζικών διώξεων, της αναγκαστικής προσφυγιάς, της αναζήτησης από τόπο σε τόπο και από ήπειρο σε ήπειρο μιας άλλης, καλύτερης ή και απλώς υποφερτής, ζωής. […] Εδώ και περίπου είκοσι χρόνια, στην Ελλάδα, στον νότο των Βαλκανίων, στην Ελλάδα, την από αιώνες γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, στην Ελλάδα, το ακρότατο ανατολικό σύνορο της Ευρώπης, καταφεύγουν άνθρωποι βασανισμένοι, κυνηγημένοι, δαρμένοι, μισοπνιγμένοι, είτε ως πρόσφυγες είτε ως μετανάστες, ακολουθώντας τον δρόμο προς τη Δύση, αναζητώντας τη Γη της Επαγγελίας, όπως αιώνες πριν οι Ευρωπαίοι, οδηγημένοι από την ανάγκη, την πείνα, τις επιδημίες, τις εσωτερικές διαμάχες, τους πολέμους, και, με το πρόσχημα της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων, αναζητούσαν, όχι ως ικέτες, όπως σήμερα οι πρόσφυγες, αλλά ως Σταυροφόροι κατακτητές, τη δική τους Γη της Επαγγελίας. […]» Πρόκειται για αποσπάσματα από το κείμενο ομιλίας της Μάρως Δούκα στην περυσινή Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης, με το οποίο “ανοίγει” η μικρή ενότητα κειμένων για την προσφυγιά στο νέο τεύχος (αριθ. 116) του «Εντευκτηρίου», που κυκλοφόρησε πρόσφατα.


Φωτογραφία: Σάκης Βαβαλίδης

Τα άλλα κείμενα της ίδιας ενότητας:
«Το ταξίδι μου στην Ελλάδα», του Σύριου πρόσφυγα Μοχάμεντ Σβιμπ, που μένει τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη, περιγράφει με οριακή αφηγηματική οικονομία την περιπέτεια του ερχομού του στη χώρα μας και τις δραματικά δύσκολες πρώτες ημέρες του εδώ·
«Η ταβέρνα της Μαρίας», απόσπασμα κειμένου του Γιάσιμ Μοχάμεντ (Ιρακινού πρόσφυγα εγκατεστημένου από χρόνια στη Στοκχόλμη) από το βιβλίο που έγραψε από κοινού με τον Γιαν Χένρικ Σβαν (μετάφραση Μαργαρίτας Μέλμπεργκ), καρπός της εμπειρίας τους ως εθελοντών υπέρ των προσφύγων, για τους οποίους ετοίμαζαν σάντουιτς, βοηθούσαν ως διερμηνείς και συγκέντρωναν χρήματα μέσω Facebook·
«Η ιστορία του Γκαλρίμ», Πακιστανού πρόσφυγα που ζει σε ελληνικό νησί, όπως την αφηγείται ο Γιώργος Τυρίκος-Εργάς· ο Γκαλρίμ, γράφει ο Τυρίκος-Εργάς, «φτάνοντας στην Τουρκία, στάθηκε άτυχος. Τον πλησίασαν και του υποσχέθηκαν βοήθεια. Τον πήγαν μαζί με άλλους σε ένα υπόγειο, όπου του ανακοίνωσαν πως πλέον είναι όμηρος και πως θα έπρεπε να επικοινωνήσει με τους δικούς του για λύτρα. Τον βασάνιζαν για καιρό. O Γκαλρίμ έχει πυροβοληθεί, έχει μαχαιρωθεί, έχει συρθεί με φορτηγό, έχει πατηθεί. O πατέρας του έστειλε χρήματα και τον άφησαν, μα πήρε καιρό. Δύσκολο καιρό, σαν αιώνες»·
τέλος, η αφήγηση της δύσκολης ζωής στην Αθήνα ενός επίσης Σύριου πρόσφυγα (ας τον πούμε Μαχμούντ), όπως την κατέγραψε πριν από χρόνια ―(όταν ακόμη οι πρόσφυγες από τη χώρα αυτή ήταν πολύ λίγοι) ο Γιώργος Κορδομενίδης ― το ελληνικό κράτος αρνιόταν επί πολύ πολύ καιρό να του δώσει πολιτικό άσυλο· έκτοτε η τύχη του αγνοείται.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ
Η ενότητα της λογοτεχνίας περιλαμβάνει:
πεζά των Γιάννη Παλαβού, Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή, Μάριου Ποντίκα, Ηλία Μαγκλίνη, Γιάννη Μπαλαμπανίδη, Κίμωνα Καλαμάρα, Δήμητρας Διδαγγέλου, Άννας Μερτζάνη, Άννυς Κουτροκόη και Οφηλίας Γαλάνη· ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει το διήγημα του Γουίλλιαμ Φώκνερ «Ο λυκάνθρωπος» (μετάφραση Γιάννη Θεοδοσίου)· 


Γλυπτό με τον Φώκνερ, Οξφόρδη / Μισσισσιππή

επίσης, μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά διήγημα του Κροάτη Χέρβογιε Ίβαντσιτς (μετάφραση Γιάννη Θεοδοσίου)·

ποιήματα των Δημήτρη Λεοντζάκου, Ράνιας Καταβούτα, Γιάννη Γκούμα, Στάθη Κουτσούνη, Αλεξάνδρας Μυλωνά, Κώστα Θ. Ριζάκη, Στέλλας Βοσκαρίδου, Αρίστης Ζαΐμη και Μαρίας Καρδάτου.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν:
η εξιστόρηση, από τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο, της δημιουργίας και της σύντομης διάρκειας λειτουργίας της Κινηματογραφικής Λέσχης Καβάλας (1961-1968), με τη συνδρομή της συζύγου του Νιόβης και των Μαρίας Χουρμουζιάδη, Γιώργου Στογιαννίδη, Δημήτρη Λαζαρίδη και Πρόδρομου Μάρκογλου (την αφήγηση του Παπαδημητρακόπουλου κατέγραψε και παρουσιάζει ο κινηματογραφιστής και ποιητής Λευτέρης Ξανθόπουλος, προσθέτοντας ένα σύντομο αλλά και πολύ κατατοπιστικό επίμετρο για τις πρώτες κινηματογραφικές λέσχες στην Ελλάδα)·


O Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος (αριστερά) με τον Τάκη Κανελλόπουλο, 
στην Καβάλα (1966). Από τον τόμο Τάκης Κανελλόπουλος
38ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου & Εκδόσεις Αιγόκερως



το δοκίμιο του Κώστα Λογαρά «Αν ο Μάνος Ελευθερίου ήταν ένα (και μόνο) τραγούδι», στο οποίο εξηγεί, γιατί, κατά τη γνώμη του, το στιχουργικό σύμπαν του Ελευθερίου περιέχεται στους στίχους του τραγουδιού «Στους μπαξέδες».

Τέλος, η Τζίνα Πολίτη δημοσιεύει “ανοιχτή επιστολή” στον Γιώργο Βέλτσο, με τη γνώμη της για την πρόσφατη ποιητική συλλογή του «Λευκή Ελλάδα».

ΑΠΟΥΣΙΟΛΟΓΙΟ

Ο Γιώργος Κορδομενίδης "αποχαιρετά" τον ποιητή Μάρκο Μέσκο· η Γλυκερία Μπασδέκη τον πεζογράφο Χρήστο Αγγελάκο· ο Μεχμέτ Αλί Οζτσομπανλάρ τον φωτογράφο της Πόλης, Αρά Γκιουλέρ.

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
Βαγγέλης Χατζηβασιλείoυ: Η σύντομη ζωή και ο τραγικός θάνατος ενός ορκισμένου επαναστάτη (Μάριου Μαρκοβίτη, «Όχι, δεν είμαι εχθρός του λαού»)
Μαρία Στασινοπούλου: Παιχνίδια ισορροπιών (Κώστα Ακρίβου, «Γάλα Μαγνησίας»)
Μ. Γ. Μερακλής: Σε αναζήτηση του Παραδείσου (Χριστόφορου Λιοντάκη, «O μεγάλος δρόμος»)
Μάνος Στεφανίδης / Λέων Α. Ναρ: Έφηβος στα νύχια του χρόνου (Μανόλη Ξεξάκη, «Το θέατρο της οικουμένης»)
Τάνια Βοσνιάδου: Κατασκευάζοντας τον εαυτό (Άρι Γεωργίου, «Η αρχιτεκτονική του εαυτού»)
Δημήτρης Κόκορης: Το αναπόδραστο φως του θανάτου (Δημήτρη Κοσμόπουλου, «Θέριστρον»)
Τόλης Νικηφόρου: Μία δυνατή και εξωστρεφής φωνή από την περιφέρεια (Δημήτρη Π. Κρανιώτη, «Γραβάτα δημοσίας αιδούς»)
Αλεξάνδρα Μπακονίκα: Η περιπέτεια της αγάπης (Χλόης Κουτσουμπέλη, «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ»)
Κλεοπάτρα Λυμπέρη: Η ψυχή και ο κόσμος (Εύας Στάμου, «Τα κορίτσια που γελούν»)
  Διονύσης Μαρίνος: Oι ανοιχτές θύρες ενός εκλεκτού μουσείου (Αχιλλέα Κυριακίδη, «Το Μουσείο των Τύψεων»)
  Έλενα Στ. Τσαγκαράκη: Έξοδος κινδύνου (Βικτώριας Κουκουμά, «Περασμένη χώρα»)
Λίλια Τσούβα: Πρόσφυγες: Μία απαιώνια τραγωδία (Ελένης Λόππα, «Η ζωή είναι αλλού»)
  Τέλλος Φίλης Η καθημερινότητα της Ποίησης (Δημήτρη Χαρίτου, «Τα τριακόσια εξήντα πέντε και το ένα για τα δίσεχτα χρόνια»)
Στις τακτικές στήλες τους, ο Βασίλης Αμανατίδης σχολιάζει βιβλία του Δημήτρη Παπανικολάου («Κάτι τρέχει με την οικογένεια»), της Ερμοφίλης Τσότσου («Ώρες ανησυχίας») και της Όλγας Παπακώστα («Μεταμορφώ[θ]εις»), ενώ η Βάνα Χαραλαμπίδου και ο Γιώργος Κορδομενίδης στα «Βιβλία στο κομοδίνο» φυλλομετρούν πρόσφατες εκδόσεις.

ZΩΓΡΑΦΙΚΗ


Την ενότητα της λογοτεχνίας στο τεύχος αυτό του Εντευκτηρίου κοσμεί ζωγραφική της Σόφης Σενόγλου. Η εικαστικός Σόφη Σενόγλου γεννήθηκε το 1967 στη Θεσσαλονίκη. Διδάσκει το μάθημα των εικαστικών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Αρχικά, σπούδασε γραφικές τέχνες. Αργότερα, αποφοίτησε από το Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με δασκάλους τούς Δημήτρη Κοντό και Βαγγέλη Δημητρέα. Το έργο της αναφέρεται στην ανθρώπινη συνθήκη. Από διαφορετικές διαδρομές μέσων και ύφους, αναζητά τις μορφές εκείνες που βρίσκονται σε ανοιχτό διάλογο με τους παρατηρητές τους. Καλλιτέχνες όπως οι Γιάννης Κουνέλλης, René Magritte, Antony Gormley, Robert Longo, Pina Bausch, Δημήτρης Παπαιωάννου, Απόστολος Γεωργίου, αποτέλεσαν πεδίο έμπνευσης για τη δουλειά της. Έχει εκθέσει στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, τη Σύρο και τη Βιέννη. Έχει συμμετάσχει με έργα της σε εκθέσεις μουσείων και γκαλερί, όπως Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Τελλόγλειο, Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο, ΜΙΕΤ, Tint gallery, Anto­nopoulou gallery, Cheapart, Kounstlerhaus, Αίθουσα Εμμ. Ροΐδη, The Room, Βιτρίνες Τέχνης OTΕ.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Η Camera Obscura, το ειδικό τετράχρωμο ένθετο 16 σελίδων για την καλλιτεχνική φωτογραφία, παρουσιάζει έργα του Σίμου Μπενσασσών, υπό τον γενικό τίτλο «Για προσωπικούς λόγους», για τα οποία ο Άρις Γεωργίου παρατηρεί: «[…] Σε λίγες, συγκριτικά με την παραγωγή άλλων, εικόνες, ο Σίμος Μπενσασσών επιτελεί μία οξυδερκή σάρωση του “κόσμου του” και αναδεικνύει με νηφάλια ευαισθησία τις στιγμές που, για προσωπικούς του λόγους, αξίζουν να μνημειοποιηθούν. Ένα θραύσμα αρχαίου ερειπίου, “βράχος επί βράχου”, ή ένας αντίστροφης προοπτικής τραπεζοειδής περίβολος μιας ιδιοκτησίας στις Κυκλάδες διαδέχονται μία πολύτεκνη αγροτική οικογένεια ενός χωριού της Πρέσπας ή τη συνάντηση ενός άθλιου Φορντ Τάουνους με δύο αθώους πεζούς εφήβους στη Ρόδο. Το εντυπωσιακό ανάγλυφο του μακεδονικού τοπίου αντιπαρατίθεται στη γεωμετρική στυγνότητα του ανέμπνευστου Σιδηροδρομικού Σταθμού της Θεσσαλονίκης, ενώ την κοντρζούρ ραστώνη των κολυμβητών στην πλαζ της Αγίας Τριάδας αντιμάχεται η επισήμανση της “ύποπτης” «Αυγής» στα χέρια τού, παραδομένου στις φροντίδες τού λούστρου, κρυπτοκομμουνιστή της εποχής. Δεν αγνοεί ―το αντίθετο μάλιστα, το τιμά με σεβασμό και αγάπη― το στενό του οικογενειακό περιβάλλον».


Η «Αυγή» στου Ξαρχάκου, 1964

Το εξώφυλλο του τεύχους κοσμεί φωτογραφία του Γιώργου Μουτάφη (Πάτρα, 8 Μαρτίου 2018: Μετανάστες περιμένουν στην εξωτερική πλευρά του νέου λιμανιού την κατάλληλη στιγμή για να σκαρφαλώσουν στον φράχτη και να προσπαθήσουν να κρυφτούν μέσα σε νταλίκες που επιβιβάζονται στα καράβια για την Ιταλία ― Α´ βραβείο στη δεύτερη Διαγωνιστική Έκθεση Φωτορεπορτάζ στην Ελλάδα #PRESS_photostories  του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΜ-Θ.

30.6.14

Η Αθηναία της εβδομάδας: Μάρω Δούκα



του Θοδωρή Αντωνόπουλου

πηγή: http://www.lifo.gr

Συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Κρήτη, ζει στο Νέο Ψυχικό. Δίνει και δέχεται καλόβολα τα πάντα, αλλά δεν περιμένει από κανέναν μήτε ένα ποτήρι νερό.

Αθήνα έρχομαι το 1965. Στη σοφίτα ενός τριώροφου στο Κουκάκι, όπου θα έμενα τρία χρόνια. Συνήθεια απαραβίαστη να ανηφορίζω κάθε Κυριακή στην Ακρόπολη και να χαζεύω πέρα την πόλη. Σκεφτόμουν συχνά τότε τον Μιμίκο και τη Μαίρη. Για τον Μανώλη Γλέζο και τον Απόστολο Σάντα δεν είχα ιδέα ακόμα!   

Φοιτήτρια στη Φιλοσοφική. Η Σόλωνος και τα γύρω στενά. Αποκτώ καλές φίλες: τη Μαρία, την Τασούλα. Έχω να θαυμάζω την Παυλίνα Παμπούδη και την αλησμόνητή μου Φρίντα Λιάππα. Έρχονται στιγμές που αισθάνομαι την Αθήνα να με αγκαλιάζει στοργικά. Μια αγκαλιά που έχει σίγουρα να κάνει με τις ιστορίες που μου λέει η γιαγιά της Παυλίνας. Και με την αγάπη που μου δείχνουν οι γονείς της Μαρίας και της Τασούλας. Δεν είμαι πια μόνη. Έχω πάντα να με περιμένουν γύρω από ένα κυριακάτικο τραπέζι πονετικοί, φιλόξενοι άνθρωποι.   

Με συνεπαίρνουν οι φωνές των διαδηλωτών. Ξυλοδαρμοί και κυνηγητά. Να ένας λόγος για τον οποίο θα μπορούσα να αντιπαθήσω την Αθήνα. Αλλά όχι, εφόσον δούλευε από τότε μέσα μου κι έπλεκε ακούραστη το κουκούλι της η ανάγκη μου να αναζητώ τα αίτια και τις αφορμές. Κι εκεί επάνω με βρήκε η Αριστερά. Γι' αυτό της είμαι ευγνώμων. Επειδή χάρη σ' αυτήν, στον τρόπο που την προσέλαβα, μπόρεσα να δω αλλιώς τη θέση μου στον κόσμο, να αισθανθώ ότι το πρόβλημα του άλλου είναι και το δικό μου πρόβλημα.    

Έπειτα ήρθε η χούντα. Στα υπόγεια κρατητήρια της οδού Μπουμπουλίνας. Σημασία έχει ότι εκεί γνώρισα τον Νίκο. Κι έτσι, από Γεωργεδάκη έγινα Δούκα κι άρχισα να μετράω τη ζωή αλλιώς. Από το 1968 έως και το 1981, από γειτονιά σε γειτονιά: Ηλιούπολη, Κυψέλη, Γκράβα, Πατήσια. Απέκτησαν άλλο νόημα και οι εποχές. Το καλοκαίρι φεγγαρόφωτο στην Πλάκα, τον χειμώνα στις αίθουσες των κεντρικών κινηματογράφων, την άνοιξη με τα πόδια απ' την πλατεία Κολιάτσου μέχρι την Πανεπιστημίου στη δουλειά μου. Έπειτα, έως και σήμερα, στο Νέο Ψυχικό, όταν το πατρικό του Νίκου δόθηκε αντιπαροχή.



Οπότε ναι, τη νοιάζομαι την Αθήνα, όπως και αυτή με νοιάστηκε και με παρηγόρησε. Έχω και ψιλή κουβέντα πιάσει με τα ασθενικά πλατάνια της οδού Βουκουρεστίου. Και με τον ξαπλωμένο ζητιάνο στη γωνία. Αποφασίζοντας να πω «ναι» στην πρόταση της Ανοιχτής Πόλης, περισσότερο ένιωθα ότι λέω εκείνο το «ναι» που οφείλει πάντα στη ζωή του ο καθένας μας. Ήταν όμως και γιατί εκείνες τις μέρες ένιωθα να βγαίνω στο φως έπειτα από μια περιπέτεια με την υγεία μου. Και γιατί είχα ήδη παραδώσει το νέο βιβλίο μου, Έλα να πούμε ψέματα, στην αγαπημένη μου Άννα Πατάκη. Και γιατί, επίσης, είχα μπροστά μου έναν χαρισματικό νεαρό στην ηλικία του γιου μου.  

 «Έλα να πούμε ψέματα» τιτλοφόρησα το τελευταίο μου βιβλίο. Ψέματα, όμως, ικανά να αντιπαρατεθούν στα ψέματα της τυφλής υποταγής και της άκριτης πίστης σε αλήθειες-καλούπια. «Έλα να πούμε ψέματα, ένα σακί γιομάτο, φόρτωσα έναν μπόντικα σαράντα κολοκύθια, κι απάνου στα καπούλια του ένα σακί ρεβίθια» λέει ένας από τους ήρωες στο βιβλίο κι αυτά τα σκωπτικά στιχάκια θα παραλάβει «προς επεξεργασία» ένας άλλος ήρωας για να τα παραδώσει στους επερχόμενους. Διότι πώς αλλιώς θα τη γελάσουμε την κακοτυχία μας, θα τη μαγέψουμε, να δούμε αλλιώς τον κόσμο, κεφάτοι, λυτρωμένοι, να πάμε παραπέρα;   

Με θεωρούν πολυγραφότατη, αλλά δεν είμαι. Σκεφτείτε το. Από τότε που εξέδωσα την Πηγάδα, το πρώτο μου βιβλίο, κι εκεί κοντά, παραμονή Χριστουγέννων, γωνία Πατησίων και Καυταντζόγλου με χτύπησε Ι.Χ. και βρέθηκα με συντριπτικό κάταγμα στο ΚΑΤ, έχουν περάσει σαράντα χρόνια. Σκέφτομαι συχνά ότι εκείνα τα Χριστούγεννα του '74 θα μπορούσα να έχω σκοτωθεί... Κι έμεινα έκτοτε, σαν να μου δόθηκε χάρη, να καταγίνομαι με τη ρηματική μου κλίμακα: θυμάμαι, βιώνω, επινοώ, φαντάζομαι, ταυτίζομαι, οικειοποιούμαι, υποδέχομαι και καθιστώ, επιτέλους, ικανό το θέμα μου να καταλάβει τη θέση που του αναλογεί στον γλωσσικό μου χώρο και να μου επιβάλει την αφήγησή του. Το γράψιμο, επομένως, σ' εμένα από πολύ νωρίς έγινε τρόπος ζωής, τρόπος σκέψης. Με τη συνέπεια του επαγγελματία αλλά και με το πάθος του ερασιτέχνη.   

Ναι, νιώθω ευνοημένη γιατί, χωρίς από μεριάς μου να έχω κάνει την παραμικρή αβαρία, έχω απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Ποτέ δεν κάθισα, ας πούμε, να υπολογίσω ότι τούτο το θέμα «έχει πέραση», εκείνο δεν έχει. Ούτε κι αναζήτησα ποτέ αφηγηματικούς τρόπους ικανούς να κερδίσουν τους αναγνώστες... Γράφω με τη δική μου «ξεροκεφαλιά», προσπαθώντας για το καλύτερο, μέσα στο δικό μου πλαίσιο. Κι ίσως αυτό να είναι και το ζητούμενο του αναγνώστη που θα ήταν σε θέση να αναζητήσει στα βιβλία μου την αναγνωστική απόλαυση... 



Τη μαγιά πριν από κάθε βιβλίο επιμένω να τη «δουλεύω» πρώτα με μολύβι σ' ένα μπλοκάκι. Έπειτα, όταν περνώ στην οθόνη του «λατρευτού» μου λάπτοπ, σκίζω το μπλοκάκι, μια και το μόνο που θα ήθελα να αφήσω πίσω μου είναι τα βιβλία. Και με το Πού 'ναι τα φτερά;, το πιο μικρό και αγαπημένο, να μου φέγγει, διεκδικώντας το δικαίωμα να είμαι πεζογράφος και όχι γυναίκα-πεζογράφος. Γιατί, αλήθεια, δεν μιλάμε αλήθεια ποτέ για άντρα-πεζογράφο; Εκτός και αν με τον όρο «γυναικεία γραφή» εννοούμε τα ποικίλης ύλης αισθηματικά, όπου βέβαια «διαπρέπουν» και άντρες!   

Αν δεν είχα διαβάσει πολύ στην εφηβεία μου, ίσως να μην έφτανα ποτέ στην ανάγκη να θέλω κι εγώ «να γράψω». Οφείλω πολλά στους Ρώσους, στους Αμερικάνους και, κυρίως, στους Γάλλους συγγραφείς. Αλλά ας είμαι δίκαιη. Στο εικονοστάσι μου μόνο Έλληνες έχω. Κι έτσι, με τους πεθαμένους, το έρμα μας για να προχωρήσουμε, και με τους νέους και με τους νεότερους και τους νεότατους, και με τους φίλους και τις φίλες συναδέλφους μου, στα εξήντα επτά μου χρόνια, αν έχω κάτι να υπερηφανευτώ, δεν είναι παρά ο γιος μου. Κατά τα άλλα, το έχω μάθει πια να δέχομαι καλόβολα όσα μου προσφέρουν, να δίνω και να δένομαι, ποτέ μου όμως να μην περιμένω ούτε καν ένα ποτήρι νερό από κανέναν...   

Εδώ και χρόνια, όποτε τελειώνω ένα βιβλίο, λέω, πάει, αυτό ήταν το τελευταίο μου. Έπειτα, πιάνω πάλι το νήμα. Μέχρι πότε; Όσο θα μ' ενθαρρύνει, ίσως, η συναναστροφή με τα παιδιά, χάρη στους αφανείς, τους ανεκτίμητους εκπαιδευτικούς που τα νοιάζονται. Κι έτσι, με το βλέμμα των μαθητών πάνω μου, πότε περίεργο, πότε φιλικό, αλλά και υπέροχα προκλητικό καμιά φορά, αν θέλετε να μάθετε ποια είναι η σχέση μου με την «υστεροφημία», σίγουρα, έχοντας να διαλέξω ανάμεσα στην εν ζωή φήμη και τη μετά θάνατον δικαίωση, θα διάλεγα τη μετά θάνατον δικαίωση. Ακριβώς γιατί πάντα με συγκινούσε έως δακρύων το ομηρικό ήθος!

Το νέο πεζογράφημα της Μάρως Δούκα «Έλα να πούμε ψέματα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.