ΠΟΛΙΤΙΚόΣ ΜΥΩΠΙΚόΣ ΑΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜόΣ
[...]
Σ' αυτές τις εκλογές εμφανίστηκε μια σαφής πολιτική πρόταση. Στη Θεσσαλονίκη. O Γιάννης Mπουτάρης είπε ότι η πόλη πρέπει να ξαναβρεί τον κοσμοπολιτισμό της. Ότι η επί χρόνια κυριαρχία του ακραίου συντηρητισμού και λαϊκισμού καταστρέφει κάθε οδό ανάπτυξης. Ότι αυτή η σύγκρουση απαιτεί μια νέα ευρύτερη σύνθεση δυνάμεων που ξεπερνάει τους κομματικούς διαχωρισμούς. Ότι δεν είναι υπόθεση ενός κόμματος. Δεν το είπε, αλλά όπως φάνηκε στο δεύτερο γύρο, αφορούσε ακόμα και τους ψηφοφόρους της N. Δημοκρατίας. Tο KKE τον κατηγόρησε ως αστό επιχειρηματία. O Συνασπισμός τον κατήγγειλε ως αστική τάξη και ΠAΣOK. Tο ΠAΣOK διέγραψε τα μέλη του που συμμετείχαν στο συνδυασμό του.
Στην πολιτική-παιχνίδι, τη μεγαλύτερη σημασία απ' όλα έχει να διατηρούν οι παίκτες τις δυνάμεις τους, να ελέγχουν το παιχνίδι, να μένουν στο μηδενικό άθροισμα, να κερδίζουν και να χάνουν «επικοινωνιακά». Πάντα οι ίδιοι. Xωρίς καινούργιους παίκτες στο παιχνίδι.
[από το εκδοτικό σημείωμα του Φώτη Γεωργελέ στην Athens Voice, 26 Οκτ. 2006]
28.10.06
27.10.06
Η ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ ΤΟΥ ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ
Ορχάν Παμούκ
Ιστανμπούλ: Πόλη και αναμνήσεις
Μετάφραση: Στέλλα Βρετού
Αθήνα, Εκδόσεις Ωκεανίδα 2005, 589 σελ.
Ελάχιστες πόλεις στην ιστορία του πολιτισμένου κόσμου έχουν τη διαχρονική ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης. Οχι μόνο ειδικοί ερευνητές αλλά και μυθιστοριογράφοι εμπνέονται και ασχολούνται με περισσότερο ή λιγότερο γνωστές πτυχές της ιστορίας αυτών των εμβληματικών πόλεων και των ανθρώπων που τις έζησαν κατά καιρούς.
Η ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης μαρτυρείται, μεταξύ άλλων, και από την πληθώρα των ονομάτων που της προσέδωσαν ποικίλοι λαοί σε διάφορες γλώσσες και σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές: Ιστανμπούλ, Ισλαμπόλ, Σταμπούλ, Κούστα, Τσάριγκραντ, Ρουμίιγα αλ Κούμπρα· κι ακόμα: Νέα Ρώμη, Νέα Ιερουσαλήμ, Πόλη του Προσκυνήματος, Οίκος του Χαλιφάτου, Θρόνος του Σουλτανάτου, Πύλη της Ευτυχίας, Οφθαλμός του Κόσμου, Καταφύγιο της Οικουμένης ― με μια λέξη: Πόλη!
Σ’ αυτήν την Πόλη ανέλαβε να μας ξεναγήσει, από τη δική του σκοπιά, το διακεκριμένο τέκνο της, ο πεζογράφος Ορχάν Παμούκ (γενν. 1952, βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2006), με ένα ογκώδες βιβλίο που κινείται μεταξύ αυτοβιογραφίας και οδοιπορικού σε μια πόλη-αντικείμενο πόθου μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Δεν πρόκειται μόνο για το πορτραίτο μιας επίζηλης πόλης όπως το φιλοτέχνησε ένας χαρισματικός αφηγητής, συναιρώντας το δημόσιο με το ιδιωτικό, αλλά και μια χρονογραφία των δεκαετιών 1960-1980 και μαζί ένα δοκίμιο που αποδίδει στον χώρο την πνευματική, σχεδόν μεταφυσική του υπόσταση. Γιατί η Πόλη του Παμούκ είναι μια πόλη σε παρακμή, βαθιά μελαγχολική: «Όταν ο Φλομπέρ ήρθε στην Ιστανμπούλ, εκατόν δύο χρόνια πριν από τη γέννησή μου, και επηρεάστηκε από την ιδιαιτερότητα και τον πληθυσμό της πόλης, έγραψε σ’ ένα γράμμα του ότι πίστευε πως η Κωνσταντινούπολη εκατό χρόνια μετά θα γινόταν η πρωτεύουσα του κόσμου. Με την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε ακριβώς το αντίθετο. Όταν γεννήθηκα, η Ιστανμπούλ ήταν πιο αδύναμη, πιο φτωχική, πιο απομονωμένη, πιο μοναχική απ’ όσο υπήρξε ποτέ στη δύο χιλιάδων χρόνων ιστορία της. Το αίσθημα παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η φτώχεια και η μελαγχολία των χαλασμάτων που γέμιζαν την πόλη, έγιναν τα χαρακτηριστικά που, σε όλη μου τη ζωή, προσδιορίζουν την πόλη. Η ζωή μου πέρασε πολεμώντας αυτή τη μελαγχολία, ή τελικά αφομοιώνοντάς την όπως όλοι οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ.»
Προσωπικός και βιωματικός είναι, σε μεγάλο βαθμό, ο τρόπος που επιλέγει ο Παμούκ προκειμένου να μιλήσει για τη δική του Ιστανμπούλ-Κωνσταντινούπολη (η ονομασία “παίζει” ανάλογα με τα συμφραζόμενα), όπως την έβλεπε να αλλάζει καθώς ο ίδιος μεγάλωνε. Ξεκινά από το πατρικό του σπίτι, την «Πολυκατοικία Παμούκ» («Οι δικοί μου […] το 1951 είχαν χτίσει τη “μοντέρνα” πολυκατοικία, που στον τέταρτο όροφό της μένουμε τώρα εμείς, γράφοντας, όπως ήταν τότε της μόδας, με πολύ καμάρι, πάνω από την εξώπορτα Πολυκατοικία Παμούκ»), μιλά μετά για τη συνοικία Νισάντας όπου βρισκόταν αυτή η πολυκατοικία, σιγά σιγά προχωρεί στην υπόλοιπη Ιστανμπούλ όπως τη γνώρισε καθώς μεγάλωνε: «Στα απόκεντρα στενά στο Τεπέμπασι, στο Τζιχανγκίρ, στο Γαλατά, στο Φατίχ και στο Ζεγρέκ, και σε μερικά χωριά στο Βόσπορο και στο Σκούταρι […] Τα γεμάτα ομίχλη και καπνούς πρωινά, οι βροχερές νύχτες με τους αέρηδες, οι καθισμένοι στους τρούλους των τζαμιών γλάροι, ο μολυσμένος αέρας, τα μπουριά της σόμπας που εκτείνονται από τα σπίτια στα σοκάκια σαν κάννες από κανόνια και φυσάνε βρόμικο καπνό […] απευθύνονται στο ασπρόμαυρο αυτό συναίσθημα μέσα μας που σαλεύει σαν μια μορφή θλιμμένης ευτυχίας.»
Ιδιαίτερη θέση στην Ιστανμπούλ του Παμούκ έχει ο Βόσπρος, που είναι «ένα με την πίστη στη ζωή, τη λαχτάρα για τη ζωή, την ευτυχία. Η ψυχή της Ιστανμπούλ, η δύναμή της πηγάζουν από τον Βόσπορο», γράφει σ’ αυτό το βιβλίο των αναμνήσεων, που είναι μια πρόωρη απογραφή της προσωπικής του ζωής αλλά και καταγραφή μιας περιόδου της ζωής της γενέτειράς του. «Η μοίρα της Ιστανμπούλ» ―θα πει αλλού― «είναι και δική μου μοίρα· είμαι αφοσιωμένος στην πόλη επειδή σ’ αυτήν οφείλω αυτό που είμαι».
Παρότι γράφει για τη σύγχρονή του Κωνσταντινούπολη, ο Παμούκ δεν παραβλέπει τα βυζαντινά “παράσημα” της πόλης και τη συγκατοίκηση των Τούρκων με τους προκομμένους μεν πλην κατατρεγμένους Ρωμιούς. Η ματιά του πάνω στον ελληνισμό της Πόλης έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον: «Όπως τους περισσότερους Τούρκους της Ιστανμπούλ, το Βυζάντιο μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ λίγο στα παιδικά μου χρόνια. […] Η λέξη Βυζάντιο μου έφερνε στο νου τα τρομακτικά ρούχα και γένια των Ρωμιών ορθόδοξων παπάδων, τα βυζαντινά τόξα και τις καμάρες στα διάφορα μέρη της πόλης, τις παλιές εκκλησίες […] και την Αγιασοφιά. Όλα αυτά ανήκαν σε μια τόσο παλιά εποχή που δεν υπήρχε λόγος να την ξέρουμε. Ακόμη και οι Οθωμανοί που κατέκτησαν το Βυζάντιο μου φαίνονταν πολύ μακρινοί. […] Οι Βυζαντινοί είχαν εξαφανιστεί με την άλωση. Και οι εγγονοί των εγγονών των εγγονών τους ήταν ιδιοκτήτες των ζαχαροπλαστείων και των καταστημάτων που πουλούσαν ρούχα και παπούτσια στο Μπέγιογλου.» Και λίγο πιο κάτω: «Το 1955 όταν οι Εγγλέζοι ετοιμάζονταν να φύγουν από την Κύπρο και οι Έλληνες ν’ αναλάβουν ολοκληρωτικά τη διακυβέρνηση του νησιού, ένας πράκτορας των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών έβαλε βόμβα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Όταν οι εφημερίδες με έκτακτες εκδόσεις και μεγαλοποιώντας το περιστατικό κυκλοφόρησαν την είδηση, το εχθρικό προς τις μη μουσουλμανικές μειονότητες πλήθος που μαζεύτηκε στην πλατεία Τακσίμ έκαψε, γκρέμισε και λεηλάτησε μέχρι το πρωί, πρώτα τα καταστήματα απ’ όπου ψωνίζαμε με τη μητέρα μου στο Μπέγιογλου κι έπειτα όλη
την πόλη.»
Η Ιστανμπούλ του Παμούκ είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης, όπου συνυπάρχουν οι αναμνήσεις και οι ονειροπολήσεις, οι πραγματικές και οι φαντασιακές διαδρομές ενός ευαίσθητου καταγραφέα στην επιφάνεια και στα σπλάχνα της πόλης όπου γεννήθηκε και έζησε για μισόν αιώνα, για την οποία τώρα γράφει με τα εφόδια του συγγραφέα που απομύζησε την Βιρτζίνια Γουλφ και τον Φραντς Κάφκα και διαμορφώθηκε από αυτά τα δυτικοευρωπαϊκά λογοτεχνικά του πρότυπα.
Ωστόσο, στο βιβλίο αυτό η Ιστανμπούλ δεν είναι μόνο η πόλη του Παμούκ αλλά και η πόλη όπως αποτυπώθηκε στις περιγραφές περιηγητών, λογοτεχνών, ζωγράφων και σκηνοθετών· κι είναι ακόμη τα κρυμμένα και φανερά συναισθήματα, οι μυστικές φωνές, το βυζαντινό παρελθόν και η οθωμανική αυτοκρατορία και η σύγχρονη τουρκική πραγματικότητα, είναι η εμμονή ενός ανθρώπου για τον τόπο του που τον νιώθει να απειλείται.
Την αφήγηση πλουτίζουν καρτ-ποστάλ, σχέδια, γκραβούρες, πίνακες αλλά και φωτογραφίες από το άλμπουμ της οικογένειας Παμούκ.
Ορχάν Παμούκ
Ιστανμπούλ: Πόλη και αναμνήσεις
Μετάφραση: Στέλλα Βρετού
Αθήνα, Εκδόσεις Ωκεανίδα 2005, 589 σελ.
Ελάχιστες πόλεις στην ιστορία του πολιτισμένου κόσμου έχουν τη διαχρονική ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης. Οχι μόνο ειδικοί ερευνητές αλλά και μυθιστοριογράφοι εμπνέονται και ασχολούνται με περισσότερο ή λιγότερο γνωστές πτυχές της ιστορίας αυτών των εμβληματικών πόλεων και των ανθρώπων που τις έζησαν κατά καιρούς.
Η ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης μαρτυρείται, μεταξύ άλλων, και από την πληθώρα των ονομάτων που της προσέδωσαν ποικίλοι λαοί σε διάφορες γλώσσες και σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές: Ιστανμπούλ, Ισλαμπόλ, Σταμπούλ, Κούστα, Τσάριγκραντ, Ρουμίιγα αλ Κούμπρα· κι ακόμα: Νέα Ρώμη, Νέα Ιερουσαλήμ, Πόλη του Προσκυνήματος, Οίκος του Χαλιφάτου, Θρόνος του Σουλτανάτου, Πύλη της Ευτυχίας, Οφθαλμός του Κόσμου, Καταφύγιο της Οικουμένης ― με μια λέξη: Πόλη!
Σ’ αυτήν την Πόλη ανέλαβε να μας ξεναγήσει, από τη δική του σκοπιά, το διακεκριμένο τέκνο της, ο πεζογράφος Ορχάν Παμούκ (γενν. 1952, βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2006), με ένα ογκώδες βιβλίο που κινείται μεταξύ αυτοβιογραφίας και οδοιπορικού σε μια πόλη-αντικείμενο πόθου μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Δεν πρόκειται μόνο για το πορτραίτο μιας επίζηλης πόλης όπως το φιλοτέχνησε ένας χαρισματικός αφηγητής, συναιρώντας το δημόσιο με το ιδιωτικό, αλλά και μια χρονογραφία των δεκαετιών 1960-1980 και μαζί ένα δοκίμιο που αποδίδει στον χώρο την πνευματική, σχεδόν μεταφυσική του υπόσταση. Γιατί η Πόλη του Παμούκ είναι μια πόλη σε παρακμή, βαθιά μελαγχολική: «Όταν ο Φλομπέρ ήρθε στην Ιστανμπούλ, εκατόν δύο χρόνια πριν από τη γέννησή μου, και επηρεάστηκε από την ιδιαιτερότητα και τον πληθυσμό της πόλης, έγραψε σ’ ένα γράμμα του ότι πίστευε πως η Κωνσταντινούπολη εκατό χρόνια μετά θα γινόταν η πρωτεύουσα του κόσμου. Με την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε ακριβώς το αντίθετο. Όταν γεννήθηκα, η Ιστανμπούλ ήταν πιο αδύναμη, πιο φτωχική, πιο απομονωμένη, πιο μοναχική απ’ όσο υπήρξε ποτέ στη δύο χιλιάδων χρόνων ιστορία της. Το αίσθημα παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η φτώχεια και η μελαγχολία των χαλασμάτων που γέμιζαν την πόλη, έγιναν τα χαρακτηριστικά που, σε όλη μου τη ζωή, προσδιορίζουν την πόλη. Η ζωή μου πέρασε πολεμώντας αυτή τη μελαγχολία, ή τελικά αφομοιώνοντάς την όπως όλοι οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ.»
Προσωπικός και βιωματικός είναι, σε μεγάλο βαθμό, ο τρόπος που επιλέγει ο Παμούκ προκειμένου να μιλήσει για τη δική του Ιστανμπούλ-Κωνσταντινούπολη (η ονομασία “παίζει” ανάλογα με τα συμφραζόμενα), όπως την έβλεπε να αλλάζει καθώς ο ίδιος μεγάλωνε. Ξεκινά από το πατρικό του σπίτι, την «Πολυκατοικία Παμούκ» («Οι δικοί μου […] το 1951 είχαν χτίσει τη “μοντέρνα” πολυκατοικία, που στον τέταρτο όροφό της μένουμε τώρα εμείς, γράφοντας, όπως ήταν τότε της μόδας, με πολύ καμάρι, πάνω από την εξώπορτα Πολυκατοικία Παμούκ»), μιλά μετά για τη συνοικία Νισάντας όπου βρισκόταν αυτή η πολυκατοικία, σιγά σιγά προχωρεί στην υπόλοιπη Ιστανμπούλ όπως τη γνώρισε καθώς μεγάλωνε: «Στα απόκεντρα στενά στο Τεπέμπασι, στο Τζιχανγκίρ, στο Γαλατά, στο Φατίχ και στο Ζεγρέκ, και σε μερικά χωριά στο Βόσπορο και στο Σκούταρι […] Τα γεμάτα ομίχλη και καπνούς πρωινά, οι βροχερές νύχτες με τους αέρηδες, οι καθισμένοι στους τρούλους των τζαμιών γλάροι, ο μολυσμένος αέρας, τα μπουριά της σόμπας που εκτείνονται από τα σπίτια στα σοκάκια σαν κάννες από κανόνια και φυσάνε βρόμικο καπνό […] απευθύνονται στο ασπρόμαυρο αυτό συναίσθημα μέσα μας που σαλεύει σαν μια μορφή θλιμμένης ευτυχίας.»
Ιδιαίτερη θέση στην Ιστανμπούλ του Παμούκ έχει ο Βόσπρος, που είναι «ένα με την πίστη στη ζωή, τη λαχτάρα για τη ζωή, την ευτυχία. Η ψυχή της Ιστανμπούλ, η δύναμή της πηγάζουν από τον Βόσπορο», γράφει σ’ αυτό το βιβλίο των αναμνήσεων, που είναι μια πρόωρη απογραφή της προσωπικής του ζωής αλλά και καταγραφή μιας περιόδου της ζωής της γενέτειράς του. «Η μοίρα της Ιστανμπούλ» ―θα πει αλλού― «είναι και δική μου μοίρα· είμαι αφοσιωμένος στην πόλη επειδή σ’ αυτήν οφείλω αυτό που είμαι».
Παρότι γράφει για τη σύγχρονή του Κωνσταντινούπολη, ο Παμούκ δεν παραβλέπει τα βυζαντινά “παράσημα” της πόλης και τη συγκατοίκηση των Τούρκων με τους προκομμένους μεν πλην κατατρεγμένους Ρωμιούς. Η ματιά του πάνω στον ελληνισμό της Πόλης έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον: «Όπως τους περισσότερους Τούρκους της Ιστανμπούλ, το Βυζάντιο μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ λίγο στα παιδικά μου χρόνια. […] Η λέξη Βυζάντιο μου έφερνε στο νου τα τρομακτικά ρούχα και γένια των Ρωμιών ορθόδοξων παπάδων, τα βυζαντινά τόξα και τις καμάρες στα διάφορα μέρη της πόλης, τις παλιές εκκλησίες […] και την Αγιασοφιά. Όλα αυτά ανήκαν σε μια τόσο παλιά εποχή που δεν υπήρχε λόγος να την ξέρουμε. Ακόμη και οι Οθωμανοί που κατέκτησαν το Βυζάντιο μου φαίνονταν πολύ μακρινοί. […] Οι Βυζαντινοί είχαν εξαφανιστεί με την άλωση. Και οι εγγονοί των εγγονών των εγγονών τους ήταν ιδιοκτήτες των ζαχαροπλαστείων και των καταστημάτων που πουλούσαν ρούχα και παπούτσια στο Μπέγιογλου.» Και λίγο πιο κάτω: «Το 1955 όταν οι Εγγλέζοι ετοιμάζονταν να φύγουν από την Κύπρο και οι Έλληνες ν’ αναλάβουν ολοκληρωτικά τη διακυβέρνηση του νησιού, ένας πράκτορας των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών έβαλε βόμβα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Όταν οι εφημερίδες με έκτακτες εκδόσεις και μεγαλοποιώντας το περιστατικό κυκλοφόρησαν την είδηση, το εχθρικό προς τις μη μουσουλμανικές μειονότητες πλήθος που μαζεύτηκε στην πλατεία Τακσίμ έκαψε, γκρέμισε και λεηλάτησε μέχρι το πρωί, πρώτα τα καταστήματα απ’ όπου ψωνίζαμε με τη μητέρα μου στο Μπέγιογλου κι έπειτα όλη
την πόλη.»
Η Ιστανμπούλ του Παμούκ είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης, όπου συνυπάρχουν οι αναμνήσεις και οι ονειροπολήσεις, οι πραγματικές και οι φαντασιακές διαδρομές ενός ευαίσθητου καταγραφέα στην επιφάνεια και στα σπλάχνα της πόλης όπου γεννήθηκε και έζησε για μισόν αιώνα, για την οποία τώρα γράφει με τα εφόδια του συγγραφέα που απομύζησε την Βιρτζίνια Γουλφ και τον Φραντς Κάφκα και διαμορφώθηκε από αυτά τα δυτικοευρωπαϊκά λογοτεχνικά του πρότυπα.
Ωστόσο, στο βιβλίο αυτό η Ιστανμπούλ δεν είναι μόνο η πόλη του Παμούκ αλλά και η πόλη όπως αποτυπώθηκε στις περιγραφές περιηγητών, λογοτεχνών, ζωγράφων και σκηνοθετών· κι είναι ακόμη τα κρυμμένα και φανερά συναισθήματα, οι μυστικές φωνές, το βυζαντινό παρελθόν και η οθωμανική αυτοκρατορία και η σύγχρονη τουρκική πραγματικότητα, είναι η εμμονή ενός ανθρώπου για τον τόπο του που τον νιώθει να απειλείται.
Την αφήγηση πλουτίζουν καρτ-ποστάλ, σχέδια, γκραβούρες, πίνακες αλλά και φωτογραφίες από το άλμπουμ της οικογένειας Παμούκ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)