28.2.10

ΜΝΗΜΗ ΧΕ ΓΟΥΕΪ (ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΓΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟΥ...)

Ο Χε Γουέι γεννήθηκε στις 22.9.1967 στην επαρχία Hubei της κεντρικής Κίνας, από μια εργατική οικογένεια με έξι παιδιά.
Τον Ιούνιο του 1985 αποφοίτησε από το Κολλέγιο Ξένων Γλωσσών της πόλης Wuhan, στο οποίο φοιτούν ως υπότροφοι, μετά από απαιτητικές εξετάσεις, μόνον άριστοι φοιτητές. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ήρθε στη Θεσσαλονίκη με υποτροφία του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών και σπούδασε στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Στο ίδιο τμήμα ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στη φιλοσοφία και ξεκίνησε την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής με θέμα τη σύγκριση της φιλοσοφίας του Ηράκλειτου και του Λάο Τσε.
Άρχισε να γράφει ποιήματα στα ελληνικά την άνοιξη του 1987, οπότε ξεκίνησε να μεταφράζει τον Καβάφη στα κινεζικά. Δημοσίευσε ποιήματά του στην Οδό Πανός (τχ. 49, Μάιος-Ιούνιος 1990) και υπήρξε βασικός σύμβουλος σε αφιέρωμα του Εντευκτηρίου στην κινεζική λογοτεχνία (τχ. 21, Δεκέμβριος 1992).
Ο Γουέι πέθανε ξαφνικά το μεσημέρι της 31.5.1996, από έμφραγμα του μυοκαρδίου, περπατώντας στους ζεστούς δρόμους της Θεσσαλονίκης, όπου ζούσε ακόμη και σπούδαζε.
Μεγάλο μέρος των "ελληνικών" του κειμένων περιλαμβάνεται στον τόμο Χε Γουέι: Τα ελληνικά ποιήματα - Μεταφράσεις - Φιλοσοφικό δοκίμιο (επιμέλεια: Γιώργος Κορδομενίδης και Μπίλυ Βέμη), που κυκλοφόρησε το 2002 στις Εκδόσεις Εντευκτηρίου.

[ΑΠΟ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΘΑ ΦΥΓΩ]

Από αυτή την πόλη θα φύγω
αυτή που με αποκάλεσε ξένο
και με ερεθίζει
με τους νυχτερινούς δρόμους
φλογισμένους από φώτα καχύποπτα.

Θα φύγω τώρα που ο ουρανός ψιχαλίζει και αδιαφορεί
μακαρίως, για τα νοσταλγικά τραγούδια
και τους φτωχούς καημούς.


[ΧΩΡΙΣ ΠΑΤΡΙΔΑ ΧΩΡΙΣ ΕΡΩΤΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΕΙΡΑ]

Χωρίς πατρίδα χωρίς έρωτα χωρίς όνειρα
στο μαύρο κενό της νύχτας κυλιέμαι,

μαράζι το σώμα, μαράζι η σκέψη
στον καπνό μηδενίζεται η ψυχή.

Τι ανόητα που είναι τα δάκρυα
σαν ακούω το νιαούρισμα μιας γάτας
τι θλίψη, τι απελπισία φέρνει τούτη η βροχή

μονότονη και δεν εννοεί να σταματήσει
ή να δυναμώσει, να σπάσει τα νεκρά πνεύματα, να σπάσει τη σιωπή.


Η ΑΝΟΙΞΗ

Περπάτησα τη νύχτα στον δρόμο
και ο δρόμος μου άνοιξε.
Περπάτησα τη νύχτα στην πόλη
και η πόλη μου φανερώθηκε.
Περπάτησα τη νύχτα στη βροχή
και η βροχή πάνω μου έπεσε.

΄Ετσι περπάτησα στον χρόνο
Και ο χρόνος, μέσα μου, γέμισε.

27.2.10

«ΟΤΑΝ ΘΑ ΡΩΤΑΤΕ ΓΙΑ ΜΕΝΑ», ΤΟΥ ΛΟΥΑΝ ΤΖΟΥΛΗΣ

Καθώς συνεχίζεται η συζήτηση για τα δικαιώματα των μεταναστών, νόμιμων ή "παράνομων",
ας διαβαστεί εδώ το ποίημα του Αλβανού οικονομικού μετανάστη στην Ελλάδα, και ποιητή, Λουάν Τζούλης, από τη συλλογή του
Η βιογραφία των ματιών (Ελληνικά Γράμματα, 2006):

ΟΤΑΝ ΘΑ ΡΩΤΑΤΕ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Μετά από χρόνια
στο στενό δρομάκι όπου μένω
μην ξαφνιαστείτε αν σας πουν
πως δεν με ξέρουν।
Οι γείτονες με βλέπουν μόνο νύχτα
Χωρίς να συγκρατούν το χρώμα
των ματιών μου
που, έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν τα 'χουνε κοιτάξει।
Τα κουρασμένα βήματα
από τα φθαρμένα πια παπούτσια μου ακούν
χωρίς να δίνουν σημασία।
Μα... δεν υπάρχουν απορίες για τη φθορά।
Όταν θα ρωτάτε για μένα,
μην ξαφνιαστείτε αν με θυμούνται
με κάποιο βολικό όνομα επιβίωσης
και το επίθετο... Αλβανός।
Όταν ρωτήσετε,
κρατήστε την ανάμνηση της σκιάς μου
― αυτήν που κουβαλώ τη νύχτα
όπου κι αν πάω

Λουάν Τζούλης

21.2.10

THESS POETRY SLAM?

Ανία, οι μέρες σου είναι μετρημένες!

Το Poetry Slam είναι ένας διαγωνισμός ποίησης. Οι συμμετέχοντες απαγγέλλουν από στήθους πρωτότυπη αδημοσίευτη δουλειά τους, που την υποστηρίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αποκλειστικά και μόνον με τους στίχους, τη φωνή, την έκφραση, το σώμα τους. Η παράσταση διαρκεί αυστηρά 3 λεπτά και λαμβάνει χώρα ενώπιον 3μελούς κριτικής επιτροπής και του κοινού.

26 χρόνια μετά την πρώτη παράσταση Slam στο Σικάγο, με το THESS POETRY SLAM μπαίνει στο χορό οργάνωσης και διεξαγωγής τέτοιων παραστάσεων και η Θεσσαλονίκη, με στόχο να προκαλέσει την ανία και να οδηγήσει την ποίηση ίσως λίγο πιο πέρα, αναζητώντας απλά μια νέα μορφή έκφρασης για τους Έλληνες ποιητές.

Το THESS POETRY SLAM ? θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη:

Ø Την Κυριακή 7 Μαρτίου 2010 στο Underground Eντευκτήριο (Δεσπεραί 9 Περιοχή Διεθνούς Εκθέσεως)

Ø Την Κυριακή 14 Μαρτίου 2010 στο Café Βazaar (Παπαμάρκου 34 πλατεία Άθωνος)

Στις 8:00 μμ το βράδυ

Πληροφορίες / Συμμετοχές: από 25 Ιανουαρίου – 25 Φεβρουαρίου 2010

Στην ηλεκτρονική διεύθυνση : thess.poetry.slam@gmail.com

Διοργανωτές: Περιοδικό - Εκδόσεις Underground Εντευκτήριο, Βιβλιοπωλείο - Εκδόσεις Σαιξπηρικόν Με την υποστήριξη του Ραδιοφωνικού Σταθμού Λόγου και Τέχνης 9,58 (ΕΤ3)

20.2.10

Το διαβατήριο της σφαίρας

Tου Παντελη Μπουκαλα

Επρεπε να πεθάνει, έπρεπε να σκοτωθεί από τις εννιά σφαίρες που τον σημάδεψαν για να αξιωθεί τον τίτλο του πολίτη. Ετσι, ως πολίτη, ουδέτερα, δίχως αναφορά στην καταγωγή και την εθνικότητά του, καταγράφτηκε, νεκρός πια, τόσο στην επίσημη γλώσσα των δηλώσεων από τον κάπως συγκρατημένο Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και τους ενθουσιασμένους με την «επιτυχία» τους υφισταμένους του, όσο και στα ρεπορτάζ των περισσότερων καναλιών και εφημερίδων. Ο θάνατος του εικοσιπεντάχρονου Αλβανού Νίκου Τόντι έγινε το διαβατήριό του προς την αποεθνικοποιημένη ιδιότητα του πολίτη, και αυτή η «αναβάθμισή» του ήταν μια κάποια συγγνώμη, όχι ευθεία πάντως, όχι θαρραλέα. Το «δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ» βρήκε στον Βύρωνα μια αιματηρή αναίρεση: Αν πεθάνεις, αν μετρηθείς σαν παράπλευρη απώλεια, τότε θα γίνεις, όχι Ελληνας βέβαια, αλλά πολίτης της Ελλάδας, εσύ, ένας αδιάφορος για όλα τούτα πολίτης της δημοκρατίας του Κάτω Κόσμου πια.

Στο υπουργείο που αυτοδοξάζεται σαν υπουργείο Προστασίας του Πολίτη πρέπει να ήταν απολύτως σίγουροι εξαρχής, πριν γίνει η βαλλιστική εξέταση, ότι οι σφαίρες που έπληξαν τον αθώο που εγκλωβίστηκε ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά είχαν φύγει από τα όπλα των αστυνομικών και όχι των κακοποιών· άλλωστε οι κραυγές νίκης των αστυνομικών, «τον φάγαμε τον...», μόλις σωριάστηκε νεκρός ο αμέτοχος, δεν άφηναν περιθώρια να παιχτεί άλλο σενάριο, εξυπηρετικό για την ΕΛ. ΑΣ. (και την Ελλάδα). Γι’ αυτό και έσπευσαν να μιλήσουν για πολίτη, όχι για Αλβανό. Γιατί ξέρουμε δα πόσο αρνητικά χρωματίζεται η λέξη Αλβανός, χρόνια τώρα, στα δελτία Τύπου της Αστυνομίας και στα ρεπορτάζ που υιοθετούν την «επίσημη» λογική αυθορμήτως ή από εθνικοωφελιμιστικό παπαγαλισμό· η συγκεκριμένη εθνικότητα πλασάρεται μεθοδικά σαν συνώνυμη της παραβατικότητας, περίπου με τον ίδιο τρόπο που κάποτε στα λεξικά της Εσπερίας στο λήμμα «Greek» δινόταν σαν συνώνυμο το «δόλιος» ή το «κλέφτης».

Αλλά και πάλι, αν δεν ήταν ομογενής ο Νίκος Τόντι, όπως τουλάχιστον τον καταγράφουν ορισμένοι, θα του πρόσφεραν σαν νεκρικό κτέρισμα τον τίτλο του πολίτη;

από τη σημερινή Καθημερινή. Προσυπογράφω με τα δυο χέρια...
Γιώργος Κορδομενίδης

υστερόγραφο, από το σημερινό (επίσης) Βήμα

Ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ κ. Γ. Καρατζαφέρης διαφήμισε και από τηλεοράσεως τη νέα... φιλανθρωπία του κόμματός του δηλώνοντας ότι «όποιος αστυνομικός τραυματίζεται σε μάχη με τους μετανάστες, με τους τρομοκράτες κ.λπ. θα έχει δύο μισθούς επιπλέον από εμάς». Προσπερνώ την «εξίσωση» μεταναστών- τρομοκρατών. Αναρωτιέμαι όμως πώς είναι δυνατόν ο Καρατζαφέρης και ο κάθε Καρατζαφέρης να ανακοινώνει τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, επιχειρώντας να εξαγοράσει συνειδήσεις και υποκαθιστώντας το κράτος. (Αποκαλύπτοντας βεβαίως και ποια είναι η κατά ΛΑΟΣ δημοκρατία...)

Μετά τιμής ΠΑΝΔΩΡΑ


17.2.10

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ: Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Πρωτοδιάβασα Ιωάννου το 1980: τον Επιτάφιο θρήνο, που είχε κυκλοφορήσει εκείνη τη χρονιά, κατά τη γνώμη μου πυρηνικό βιβλίο μέσα στο συνολικό του έργο. Κι αμέσως μετά ό,τι δικό του βγήκε την ίδια εποχή: την Ομόνοια, μια αυτοπρόσωπη ξενάγηση στη μεγάλη αυλή των (ελληνικών μόνο, τότε) θαυμάτων· τη Στράτωνος μούσα παιδική, μετάφραση αρχαιοελληνικών παιδεραστικών ποιημάτων. Κι έπειτα, ένα-ένα, τα προηγούμενα βι­βλία του.

Τον ίδιο τον Ιωάννου τον γνώρισα μόλις το 1982, με αφορμή μια συνέντευξη που μου παραχώρησε τότε για το κρατικό ραδιόφωνο. [Το πρώτο μέρος της συνέντευξης εκείνης διασώζεται πλέον στο περιοδικό Το Δέντρο, τεύχος 17-18, 1985· το δεύτερο, στο βιβλίο Γιώργος Ιωάννου: Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. Συνεντεύξεις (1974-1985). Πρόλογος-επιμέλεια: Γιώργος Αναστασιάδης. Αθήνα, Κέδρος 1996.] Πριν από τη συνέντευξη όμως, με εξάντλησε σε μια δίωρη βόλτα στην πρωτομαγιάτικη Θεσσαλονίκη. Για έναν νέο των δυτικών συνοικιών (μεγάλωσα μακριά από το κέντρο, στη Σταυρούπολη), παιδί Μικρασιατών προσφύγων, η Θεσσαλονίκη ήταν μέχρι τότε μια πόλη χωρίς γραφικότητα. Η Άνω Πόλη με τα καλντερίμια και τις βυζαντινές εκκλησίες, η παλιά παραλία, τα Λαδάδικα, με δυο λόγια η κρυφή της γοητεία και οι ειδοποιές διαφορές της "ανακαλύφθηκαν" αρκετά αργά, είτε μέσα από τις σελίδες κάποιων βιβλίων είτε με πολύωρους περιπάτους δίπλα σε αισθαντικούς συνοδοιπόρους (όπως ο Ιωάννου), που διέθεταν το σπάνιο προνόμιο να κατέχουν και εσωτερικούς και υποχθόνιους ρυθμούς της Θεσσαλονίκης. Ανθρώπους που δέθηκαν τόσο πολύ μαζί της, ώστε τελικά διαποτίστηκαν από την υγρασία της και ταυτίστηκαν μαζί της. Εκείνη η δίωρη βόλτα με τον Ιωάννου λοιπόν ήταν η πρώτη μου επαφή με τη μυθολογία της πόλης, που καλλιεργούσε ο Ιωάννου, αλλά κι η είσοδός μου στον γοητευτικό ατομικό του μικρόκοσμο. Τέτοιες βόλτες στη Θεσσαλο­νί­κη, νυχτερινές κυρίως, ήταν ένας από τους άξονες πάνω στους οποίους κινήθηκε η σχέση του μαζί μου (οι άλλοι ήταν η αλληλογραφία μας και οι επισκέψεις μου, Κυριακή πρωί συνήθως, στο σπίτι του στην αθηναϊκή οδό Δεληγιάννη).


Στα τέλη Απριλίου του 1982 είχα μάθει πως θα ερχόταν στη Θεσσαλονίκη και του τηλεφώνησα να του ζητήσω μια συνέντευξη για τη ραδιοφωνική μου εκπομπή. Δέχτηκε ―όχι με μεγάλη ευκολία― και μου ζήτησε να συναντηθούμε κάπου έξω, ώστε να γνωριστούμε στοιχειωδώς πριν από την ηχογράφηση. Δώσαμε ραντεβού μπροστά στο «Πεϊνιρλί», πλάι στην Καμάρα. Ήταν Πρωτομαγιά. Συναντηθήκαμε κατά τις 11 το πρωί και, ύστερα από τα τυπικά, βαδίσαμε κουβεντιάζοντας στην Εγνατία μέχρι τη διασταύρωσή της με τη Βενιζέλου. Εκεί σταθήκαμε για λίγο στην πανεργατική συγκέντρωση και ανακατευτήκαμε με το πλήθος. Επιστρέψαμε στη Χαλκέων· σ' ένα στενό μου έδειξε το σημείο όπου βρισκόταν το πατρικό του σπίτι, στην Ιουστινιανού, κι απέναντι ένα στέκι ρεμπέτηδων, όπου τραγούδησε κάποτε ο Τσιτσάνης, εν μέσω διαμαρτυριών των "καθωσπρέπει" γειτόνων.

Στο σπίτι της αδελφής του Δήμητρας, στην οδό Αγίου Δημητρίου, όπου διατηρούσε ένα μικρό δωμάτιο, μιλήσαμε καμιά ώρρα για το πώς βλέπει τη Θεσσαλονίκη ζώντας τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα, καθώς και για τη σχέση του ως συγγραφέα με τη γενέτειρα πόλη. Η συνομιλία εκείνη μεταδόθηκε σε δύο μέρη (στις 4 και στις 7 Μαΐου 1982) από τη ραδιοφωνική εκπομπή «Περισκόπιο» της ―τότε― ΥΕΝΕΔ Β. Ελλάδος.

Από τη μόλις τρίχρονη συναναστροφή μας, που σχεδόν εξαρχής πήρε χαρακτήρα θερμής, αμφίδρομης φιλίας, έχω να θυμάμαι πολλά. Πρώτα πρώτα, την εμπιστοσύνη με την οποία με περιέβαλε εξαρχής, παρά το γεγονός ότι ήξερε πως προερχόμουν από ένα πνευματικό περιβάλλον που εκείνος θεωρούσε σφόδρα εχθρικό ― εννοώ τη Διαγώνιο, περιοδικό του κάποτε επιστήθιου φίλου του, Ντίνου Χριστιανόπουλου. Υστερα το γεγο­νός ότι στις ώρες της συναναστροφής μας, είτε στη Θεσσαλονίκη είτε στην Αθήνα, δεν μονοπωλούσε τον χρόνο, μιλώντας για κείνον, για το έργο του και τα ενδιαφέροντά του, αλλά προκαλούσε κι ενθάρρυνε και μένα να μιλώ για τα δικά μου έργα και τις δικές μου ημέρες ― και νύχτες, καμιά φορά...

Κι ανάμεσα σ' αυτές τις συναντήσεις, μικρά μπιλιέτα με τα χαρακτηριστικά φύλλα κισσού στην επάνω αριστερά γωνία και τον στρογγυλό γραφικό του χαρακτήρα· μπιλιέτα που συνόδευαν κάποιο καινούριο βιβλίο, νέο τεύχος του μονοφωνικού του Φυλλαδίου ή καμιά εγκύκλιο, που κατακεραύνωνε κάποιον που υπερέβαινε, κατά τη γνώμη του, τα εσκαμμένα. Αραιά και πού κανένα τηλεφώνημα, συνήθως Σάββατο απόγευμα, με ειρωνικά σχόλια για τους «Αθηναίους [συγγραφείς], που είναι συνέχεια στον δρόμο και δεν καταλαβαίνει κανείς πότε συγκεντρώνονται να γράψουν και να διαβάσουν» αλλά και με πληροφορίες για τα τρέχοντα και για τα επικείμενα σχέδιά του... Τα χρονογρα­φή­ματά του στις αθηναϊκές εφημερίδες, οι μαχητικές επιστολές του, οι εκτενείς συνεντεύ­ξεις του ή οι εμφανίσεις του στην τηλεόραση ήταν οι άλλοι τρόποι της έμμεσης επι­κοινωνίας μας. Μιας επικοινωνίας που συνεχίζεται πια χωρίς εκείνον αλλά με εκείνον, όπως συνεχίζεται η σιωπηλή, εσωτερική συνομιλία μας με όλους τους ανθρώπους (συγγενείς, φίλους, ερωτικούς συντρόφους και πάει λέγοντας) που αρνούμαστε να παραδώσουμε στη λήθη και συντηρούμε μέσα μας την εικόνα τους και τη φωνή τους και τα καμώματά τους...

Λένε ότι κάθε λογοτεχνικό έργο κρίνεται οριστικά από την αντοχή του στον χρόνο μετά τον θάνατο του δημιουργού του· δηλαδή όταν ο συγγραφέας δεν είναι σε θέση να το υποστηρίξει με τη φυσική του παρουσία, με ομιλίες του ίδιου ή άλλων γι' αυτό, συ­νε­ντεύξεις, “φίλιες” κριτικές και άλλα τέτοια, γνωστά τερτίπια.

Δεν υπάρχουν διαθέσιμα ακριβή στοιχεία για το ενδιαφέρον του σημερινού ανα­γνωστικού κοινού σχετικά με το πεζογραφικό αλλά και το υπόλοιπο έργο του Γιώργου Ιωάννου, από τον πρόωρο θάνατο του οποίου συμπληρώθηκαν ήδη 25 χρόνια. Η εντύπωση που επικρατεί πάντως είναι ότι το έργο αυτό παραμένει δημοφιλές, σε ανα­μενόμενη απόσταση φυσικά από την προ του θανάτου του συγγραφέα κυκλοφορία του, κρατώντας τον σταθερά μεταξύ των πρώτων ονομάτων της μεταπολεμικής μας πε­ζο­γραφίας.

Το φαινόμενο γίνεται πιο εντυπωσιακό αν προσμετρήσει κανείς τις θεωρούμενες ως ιδιομορφίες της πεζογραφίας του Ιωάννου: τον ιδιότυπο, απολύτως προσωπικό του λόγο· την ταύτιση των κειμένων του με συγκεκριμένους τόπους (Θεσσαλονίκη καταρχάς και κατά μέγα μέρος, Αθήνα στο υπόλοιπο) ή τη μετακίνηση και την παλινδρόμηση ανάμεσά τους· τον ασφυκτικά αυτοαναφορικό χαρακτήρα τους, καθώς όλα σχεδόν στηρίζονται σε βιωματικό υπόβαθρο. Παραμένει βέβαια ζητούμενη η μαγική συνταγή με την οποία ο συγγραφέας του Επιτάφιου θρήνου μετέτρεπε την ατομική εξομολόγηση σε παναν­θρώ­πι­νη.

Δεν είμαι βέβαιος αν η περίπτωση Ιωάννου χρειάζεται τέτοιες, χάριν μνημοσύνου, αναφορές. Σκέφτομαι συχνά ότι το έργο του τον καθιστά τόσο παρόντα, ώστε του ταιριάζει περισσότερο να τον αισθανόμαστε σιωπηλό μεταξύ μας. Τα οδόσημα που άφη­σε άλλωστε στο πέρασμά του από τον κόσμο μας είναι τόσο πυκνά, προορισμένα για όσους τον γνώρισαν μέσα από τα βιβλία του αλλά και γι' αυτούς που ευτύχησαν να συν­δεθούν κάπως περισσότερο μαζί του. Οδόσημα που μας θυμίζουν πως ο Ιωάννου –για να αντιγράψω τον Γιάννη Βαρβέρη― «είχε τη συμπεριφορά του αίματος: κυλούσε, έτρεφε, έκαιγε, ζωογονούσε, θυμόταν, θύμωνε, εκδικιόταν, αλλά νερό δε γινόταν. Ηταν “το δικό μας αίμα”».

Γιώργος Κορδομενίδης

ΥΓ. Κάθε σχόλιο δεκτό!


O ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟ «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ»

τεύχος 2, 1988 ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΙΩΑΝΝΟΥ (με πλούσια εικονογράφηση φωτογραφίες του συγγραφέα και χειρόγραφά του)

- Γιώργος Κορδομενίδης: Σχεδίασμα για ένα Χρονολόγιο του Γιώργου Ιωάννου (1927-1985)

- Κώστας Τσιβιλίκας: Το τελευταίο σενάριο

- Γιώργος Ιωάννου: Ο παλιός σταθμός (σενάριο για τηλεοπτικό πρόγραμμα)

- Αρλέττα: Καληνύχτα Γιώργο

- Βαγγέλης Χεκίμογλου και Κατερίνα Καριζώνη-Χεκίμογλου: Η σημασία του χώρου στο πεζογραφικό έργο του Γιώργου Ιωάννου. 1. Για ένα φιλότιμο 2. Η σαρκοφάγος 3. Η μόνη κληρονομιά 4. Το δικό μας αίμα 5. Η πρωτεύουσα των προσφύγων

- Παν. Μουλλάς: Εξομολογητική πεζογραφία (κριτική του 1964). Κριτική της κριτικής ή Αυτοκριτική

- Γιώργος Ιωάννου: Το θέμα είναι το δόλωμα για να βγει ό,τι κρύβεται μέσα μας (Μια συνομιλία με τον Γιώργο Κορδομενίδη και τέσσερα σχέδια του Αλέξανδρου ΄Ισαρη).

τεύχος 10, 1990 ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΙΩΑΝΝΟΥ (β)

- Γιώργος Ιωάννου: Σχέδια (επί σχεδίων) [χειρόγραφο του Γ.Ι. και μεταγραφή του]

- Έλενα Χουζούρη: Ο "περιπλανώμενος" αφηγητής του Γιώργου Ιωάννου

- Γιάννης Καρατζόγλου: Προκαταλήψεις στην πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου.

τεύχος 28-29, 1994 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟ

- Αντιγόνη Βλαβιανού: Αυτο-βιο-γεωγράφηση σε όλα τα πρόσωπα στο έργο του Γιώργου Ιωάννου

τεύχος 33, 1998 ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΙΩΑΝΝΟΥ (γ)

- Γιώργος Ιωάννου: Δύο ποιήματα

- Περικλής Σφυρίδης: Το ποιητικό πρόσωπο του Γιώργου Ιωάννου

Γιώργος Κεχαγιόγλου: Βυζαντινά ρητορικά σχήματα και εικόνες του Γιώργου Ιωάννου. Ένας διακειμενικός διάλογος

τεύχος 60, 2003 ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΟΛΛΑ

επιστολή του Γιώργου Ιωάννου στον Δημήτρη Νόλλα

τεύχος 68, 2005 ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΙΩΑΝΝΟΥ (δ)

- Γιώργος Ιωάννου: Η ομορφιά μέσα στα χρόνια

- Αντιγόνη Βλαβιανού: Από τις Σαράντα Εκκλησιές στα σαράντα κύματα. Σχέδιο εργοβιογραφίας του Γιώργου Ιωάννου για το σενάριο μιας ταινίας

- Τάκης Χατζόπουλος: Ο δικός μου Ιωάννου ή Ιστορία ενός πίνακα

- Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου: Θα του έλεγα λοιπόν του Γιώργου...

- Γιώργος Κορδομενίδης: Αγίου Δημητρίου - Λευκός Πύργος

- Μανόλης Αναγνωστάκης: Λιτότητα, θερμότητα, γνήσιο μεράκι

- Νίκος Μπακόλας: Μνήμη Γ. Ιωάννου

- Αλέξιος Σαββάκης: Πάντα ήταν Φεβρουάριος

- Κώστας Λογαράς: Με πρόσχημα το πρώτο πρόσωπο

- Αναστασία Νάτσινα: Επιτάφιος θρήνος και Καταπακτή: Μια ηθική πρόταση

- Γεράσιμος Δενδρινός: Μονωδία του πατρός ημών Σεργίου ηγουμένου της Ραϊθού

ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ - ΛΕΥΚΟΣ ΠΥΡΓΟΣ

Ένα βράδυ επέστρεφα στη Θεσσαλονίκη από μια κοντινή πόλη, σκοτισμένος και βαρύς, καθώς είχα αφήσει πίσω μου έναν αγαπημένο φίλο ανήσυχο, σοβαρά, για την υγεία του. Λίγα χιλιόμετρα από την έξοδο της πόλης με υποδέχτηκε μια ομίχλη απροσδόκητη, σχεδόν κινηματογραφική, έτσι όπως ξεσπούσε κύματα κύματα πάνω στο αυτοκίνητο, ύστερα εξαφανιζόταν απότομα και μετά πάλι να ’σου την μπροστά μου.

Με τα μάτια καρφωμένα στη διαχωριστική γραμμή (η θητεία μου στον στρατό με είχε διδάξει πως μπορεί να είναι σωτήρια σε τέτοιες περιπτώσεις), σκεφτόμουνα ταυτόχρονα φράσεις από το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου «Ομίχλη».

Τη νύχτα, ο πεθαμένος από χρόνια φίλος μου, με επισκέφθηκε στον ύπνο μου. ΄Αναψε το λαμπατέρ στο κομοδίνο, με το δικαίωμα που αποκτά κανείς μπαίνοντας στο όνειρο κάποιου άλλου, κι ύστερα, λέει, μου πρότεινε: «Πάμε μια βόλτα στην παραλία; Έχει ομίχλη, και μ’ αρέσει να βαδίζω μέσα της.»


Φωτογραφία: Άρις Γεωργίου

Περπατήσαμε, όχι από τη μεριά της θάλασσας μα από την άλλη, με τις καφετέριες στη σειρά και με τις αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και μοτοσικλετών.

Ο Ιωάννου, όπως συνήθιζε και στους αληθινούς περιπάτους μας, σχολίαζε τους περαστικούς που διασταυρώνονταν μαζί μας ή μας προσπερνούσαν βιαστικοί: «Αυτός είναι φαντάρος στη πρώτη του έξοδο. Εκείνη εκεί είναι ανύπαντρη, υπάλληλος στον Οργανισμό Εγγείων Βελτιώσεων, και επιστρέφει σπίτι της από επίσκεψη στην παντρεμένη αδελφή της ― κρυφά τη ζηλεύει που έχει κιόλας τρία παιδιά! Ο άλλος είναι επαρχιώτης και ήρθε στη ‘συμπρωτεύουσα’ για ψυχαγωγία.»

Γελούσαμε με τα αυθαίρετα πλην καλόβολα σχόλιά του κι ύστερα καθόμασταν για έναν καφέ ή για μια πορτοκαλάδα στο «Αιγαίον»। Αν περπατούσαμε τώρα στην παραλία, θα σχολίαζε πως κι αυτό άλλαξε στυλ, κι από παραδοσιακό καφενείο εκμοντερνίστηκε σε καφετέρια.


Γιώργος Κορδομενίδης
(Εντευκτήριο, τεύχος 68, Μάρτιος 2005)

16.2.10

ΜΝΗΜΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, 25 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ...

Η Χρύσα Νάνου γράφει σήμερα στον Αγγελιοφόρο για την 25η επέτειο από τον θάνατο του Γιώργου Ιωάννου:

Γιώργος Ιωάννου

«Να τα πούμε όλα και να τα πούμε τώρα»

Οσες φορές κι αν διαβάσει κανείς Γιώργο Ιωάννου, θα βρει κάτι που δεν είχε ανακαλύψει μέχρι τότε, κάτι που μπορεί και να ηχεί απίστευτα επίκαιρο. Οπως το ποίημα με τίτλο «Το μόνο», από την πρώτη του συλλογή, τα «Ηλιοτρόπια», γραμμένο πριν από μισό και πλέον αιώνα. «Ανήκω πλέον σ' όλα τα ταμεία/ πληρώνω Φόρο Καθαράς Προσόδου/ Ταμείο Αρωγής, Ταμείο της Προνοίας/ Υγειονομική Περίθαλψη, Εκτακτη Εισφορά/ Μετοχικό Ταμείο, για δύο λόγους/ Ταμείο Συντάξεως, Ταμείο Ασφαλείας./ Τώρα το μόνο που μπορώ είναι να αρρωστήσω...».

Είκοσι πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Γιώργου Ιωάννου (1927 - 1985), το έργο του μπορεί να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί. Η επέτειος του θανάτου του (16 Φεβρουαρίου) λειτουργεί απλώς ως αφορμή για να θυμηθούμε το φιλόλογο, τον ποιητή, το μεταφραστή, τον πεζογράφο, το λαογράφο, το δοκιμιογράφο, το σχολιαστή, το θεατρικό συγγραφέα, τον επιμελητή, το στιχουργό.










Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927. Πρωτότοκος γιος προσφυγικής οικογένειας, μεγάλωσε και σπούδασε στη γενέτειρά του κάτω από δύσκολες συνθήκες. Πήρε πτυχίο από τη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και το 1960 διορίστηκε στη μέση εκπαίδευση ως φιλόλογος. Το 1962 η υπηρεσία του τον έστειλε στη Βεγγάζη (Λιβύη), όπου ίδρυσε ελληνικό γυμνάσιο και δίδαξε για δύο χρόνια. Το 1971 μετατέθηκε στην Αθήνα, αρχικά σε γυμνάσιο και μετά αποσπάσθηκε στο υπουργείο Παιδείας. Στην Αθήνα έμελλε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του και εκεί άφησε την τελευταία του πνοή, στις 16 Φεβρουαρίου 1985, στο Σισμανόγλειο.

Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή τα «Ηλιοτρόπια», την οποία ακολούθησε το 1963 η δεύτερη, «Τα χίλια δέντρα». Σημαντικό, εκτός από το ποιητικό, ήταν τόσο το πεζογραφικό («Σαρκοφάγος», «Η μόνη κληρονομιά», «Το δικό μας αίμα», «Κοιτάσματα») όσο και το μεταφραστικό έργο του. Οι κριτικοί στέκονται ξανά και ξανά σε κάποιες μεταφράσεις του, όπως αυτή της «Ιφιγένειας εν Ταύροις». Οσο δε για το πεζογραφικό έργο του, θεωρείται πλέον κλασικό. Παράλληλα, έκανε μεταφράσεις αρχαίων κειμένων, εξέδωσε εκλογές δημοτικών τραγουδιών, παραμύθια, έργα θεάτρου σκιών, θεατρικά, χρονογραφήματα και μελέτες. Το 1979 τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του «Το δικό μας αίμα». «Αυτή η αναγνωρίσιμη φωνή που ακούγεται μέσα από μια φυσική και αβίαστη γραφή, κατ' επίφαση πηγαία, στην πραγματικότητα είναι επίμονα ψιλοδουλεμένη ώς την τελευταία λέξη και συλλαβή», έγραψε ο Αλέξης Κοτζιάς για τον Γιώργο Ιωάννου.

Ιδιαίτερη, φυσικά, υπήρξε η σχέση του Γιώργου Ιωάννου με τη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη. Τα κείμενά του συνθέτουν ως σύνολο ένα εντυπωσιακό ψηφιδωτό της Θεσσαλονίκης και των ανθρώπων της, μέσα από την προσωπική, ιδιαίτερη ματιά του. Στα έργα του είναι εμφανής η ανησυχία του για την πόλη, τα μνημεία, τους ανθρώπους της. Στην «Πρωτεύουσα των προσφύγων» (1984) ο ίδιος γράφει: «Η πόλη αυτή, η Θεσσαλονίκη -που είναι κάτι άλλο από την Αθήνα και εκφράζει μια άλλη περιοχή και έχει άλλη ζωή, άλλη ιστορία, άλλο πνεύμα, που απορρέει από διαφορετικές ιστορικές και κοινωνικές διαδικασίες- πρέπει να γίνει περισσότερο σεβαστή από τους πνευματικούς ανθρώπους της, οι οποίοι μαζί με την υψηλή τέχνη τους καλά είναι να διασώζουν πότε πότε και μερικά δείγματα του παλμού της (...). Σιγά σιγά επιβάλλεται να αγγίξουμε τις πληγές μας. Να τα πούμε όλα και να τα πούμε τώρα και να μην αφήσουμε τίποτε...».


ΧΡΥΣΑ ΝΑΝΟΥ

12.2.10

Τελευταίο «αντίο» στον Κώστα Αξελό

Η Ελλάδα, ο πνευματικός κόσμος του Παρισιού, οι στενοί του φίλοι και συνεργάτες, μα και φοιτητές που γεύθηκαν τη γοητεία του αινιγματικού του λόγου, απηύθυναν τον τελευταίο χαιρετισμό σήμερα στον μεγάλο έλληνα στοχαστή Κώστα Αξελό. Η τελετή της ταφής έγινε στο ιστορικό νεκροταφείο Μονπαρνάς, υπαίθρια, με τις νιφάδες του χιονιού να πέφτουν σ όλη την διάρκεια.

«Σίγουρα θα του άρεσε αυτός ο διάκοσμος, η αυστηρότητα του τοπίου, η γύμνια και η λευκότητα του περιβάλλοντος», αναλογίσθηκε ο στενός του φίλος, ο κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, Εντγκαρ Μορέν (Edgar Morin), προσθέτοντας «δεν ξέρω τι θα σκέφτεται βλέποντας όλον αυτόν τον κόσμο που τον συνοδεύει, ήταν ένας μοναχικός στοχαστής».

Ανάμεσα σε αυτούς που συνόδευσαν τον Κώστα Αξελό στην τελευταία του κατοικία ήταν και ο Έλληνας πρέσβης στο Παρίσι, Κωνσταντίνος Χαλαστάνης και η Έλληνίδα πρόξενος Κατερίνα Κόϊκα.

Εμπρός στο ανθοστολισμένο φέρετρο, με πρωτοφανή για το Παρίσι παγωνιά, ο κόσμος περιστοίχισε τη σύντροφο ζωής του Κώστα Αξελού, τη συγγραφέα και δημοσιογράφο Κατερίνα Δασκαλάκη.

Εκπροσωπώντας την ελληνική κυβέρνηση ο υπουργός Επικρατείας Χάρης Παμπούκης, μίλησε για τη ζωή και τη δράση του εκλιπόντος: «Μία εμπειρία ζωής από τις πλουσιότερες αλλά κυρίως γεμάτη με ιδιαίτερη σημασία, μία αξιόλογη πνευματική κληρονομιά».

«Αγαπημένε δάσκαλε», είπε ο υπουργός, «η Ελλάδα σου οφείλει πολλά, η σκέψη σου θα κατευθύνει πολλές γενιές, πολλοί θα επιχειρήσουν να την ερμηνεύσουν, λίγοι θα την καταλάβουν, η σημασία της ζωής σου ήταν σε πλήρη αρμονία με το βάθος της σκέψης σου. Η Ελλάδα σε αποχαιρετά ».

Κατόπιν μίλησε ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Λωξερουά, λέγοντας πόσο προνομιακά ένοιωθαν όλοι οι φίλοι του Αξελού που διασταύρωσαν το δρόμο τους με την ζωή του. «Τον άνθρωπο αυτό που ήξερε να γυρίζει την πλάτη σε συμβιβασμούς και κάθε είδους μικρότητες, αγέρωχος αντιστάθηκε πρώτα στην πολιτική φρίκη και στη συνέχεια στη σύγχρονη σχιζοφρένεια και τον ναρκισσισμό».

Για τον Ζαν Λωξερουά ο Κώστας Αξελός ήταν η σύνθεση των αντιθέσεων: «Τραγικός και γεμάτος ήλιο, μοναχικός και αξιαγάπητος, με βαθύ στοχασμό και απλότητα, αδέσμευτος και εξαιρετικά καλοσυνάτος».

Μίλησε και ο φιλόσοφος Κλωντ Ρος, που ανέπτυξε τη φιλοσοφική και ποιητική σκέψη του Κώστα Αξελού.

Η ιστορικός Στέλλα Μανέ ανέγνωσε το στάσιμο από την Αντιγόνη που αναφέρεται στα κατορθώματα του ανθρώπου που μόνο από τον Αδη δεν μπορεί να ξεφύγει. Δύο νέοι ανέγνωσαν ένα ποίημα του Φρήντριχ Χαίλντερλιν και ένα απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του Κώστα Αξελού που μιλάει για «αυτό που δεν μας εγκαταλείπει».

Και ενώ οι το χιόνι συνέχιζε να σκεπάζει το υγρό χώμα και η μουσική του φλάουτου πλημμύριζε την ατμόσφαιρα, διακριτικά το γαντοφορεμένο χέρι της συντρόφου του Κώστα Αξελού, χάιδευε απαλά το ξύλινο φέρετρο, τελευταίο «αντίο» στον Κώστα Αξελό.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

11.2.10

ΕΝΑ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ

Από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα πολύτιμο βιβλίο, χρήσιμο για όσους αγαπούν τα βιβλία και τον κόσμο τους. Πρόκειται για το Ανθολόγιο Ελληνικής Τυπογραφίας του Γιώργου Δ. Ματθιόπουλου.
Δείτε εδώ τον σχολιασμό της έκδοσης στην Ελευθεροτυπία της 5.2.2010, στη σελίδα «Ανθρώπινα», που επιμελείται ο Γιώργος Κιούσης.

«Η ελληνική γραφή είναι η πρώτη μετά την ανακάλυψη του Γουτεμβέργιου που χαράχτηκε σε κινητά στοιχεία» όπως σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου «Ανθολόγιο Ελληνικής Τυπογραφίας» ο Δημήτρης Θ. Αρβανίτης.
«Ομως ελάχιστους έχει απασχολήσει η εξέλιξη της ελληνικής τυπογραφίας. Σ' αυτό το χλομό τοπίο έρχεται το "Ανθολόγιο" του Γιώργου Δ. Ματθιόπουλου, (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), μια συνοπτική ιστορία της τέχνης του ελληνικού βιβλίου από τον 15ο έως τον 20ό αιώνα».

Ο συγγραφέας, καθηγητής στο Τμήμα Γραφιστικής των ΤΕΙ της Αθήνας και σχεδιαστής της Εταιρείας Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων, δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε συναδέλφους του ή ερευνητές της ιστορίας του ελληνικού βιβλίου.

Περισσότεροι από 250 τίτλοι βιβλίων ξεφυλλίζονται στις 600 σελίδες του και πέντε αιώνες τυπογραφικής παρουσίας παρουσιάζονται σε εντυπωσιακές έγχρωμες φωτογραφίες: Από το πρώτο χρονολογημένο ελληνικό βιβλίο (1475-1476) του Δημητρίου Δαμήλα, έως το σπουδαίο λεύκωμα «Δέκα λευκαί λήκυθοι» του Γιάννη Κεφαλληνού (1956).

Στα κείμενα που πλαισιώνουν το «Ανθολόγιο» ο συγγραφέας επιχειρεί να προσεγγίσει την ιστορία του ελληνικού βιβλίου σε επάλληλα επίπεδα. Η εισαγωγή καθοδηγεί τον αναγνώστη, ώστε να παρακολουθήσει καλύτερα την ιστορική συνέχεια κατά την εικονογραφημένη παρουσίαση των επιλεγμένων βιβλίων στη δεύτερη και κύρια ενότητα. Στην τρίτη ενότητα περιέχονται, κατά χρονολογική σειρά, τα λήμματα σημαντικών Ελλήνων και ξένων τυπογράφων και εκδοτών. Η τέταρτη και τελευταία ενότητα περιέχει μια σύντομη, αλλά πλούσια εικονογραφημένη περιγραφή της εξέλιξης της εκτυπωτικής τεχνολογίας από τον Γουτεμβέργιο έως τα μέσα του 20ού αιώνα, όπου εξελίχτηκε σταδιακά σε σημαντικό βιομηχανικό τομέα.

Σ.Γ.

10.2.10

ΟΡΙΣΤΙΚΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ Σ' ΕΝΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Μία όμορφη σεμνή τελετή αποχαιρετισμού, οργάνωσε για τον μεγάλο Έλληνα στοχαστή Κώστα Αξελό, η μοναδική του σύντροφος τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του, η συγγραφέας, δημοσιογράφος και πρώην ευρωβουλευτής Κατερίνα Δασκαλάκη.
Στην παρισινή συνοικία του Μονπαρνάς, εκεί όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, και στο ομώνυμο ιστορικό νεκροταφείο κηδεύεται την Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου, στις 14.30 ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός, που πέθανε στο Παρίσι ξημερώματα της 4ης Φεβρουαρίου 2010.
Τον αποχαιρετούν πλήθος φίλων του, γιατί ο Κώστας Αξελός έδινε στη φιλία ειδικό νόημα και μεγάλη βαρύτητα, αλλά και πολλοί άλλοι που εξεδήλωσαν ήδη την επιθυμία να βρίσκονται εκεί τη στιγμή εκείνη: νέοι και λιγότερο νέοι, θαυμαστές της σκέψης και του έργου του, θαυμαστές της συνέπειας και της ακεραιότητας που τον χαρακτήρισαν σε όλη τη ζωή του, χωρίς καμιά παρέκκλιση.
Δύο καθηγητές της φιλοσοφίας και στενοί του φίλοι, ο Ζαν Λωξερουά και ο Κλωντ Ρελς, θα μιλήσουν για τον άνθρωπο και το έργο του. Θα ακολουθήσει η ανάγνωση (του αρχαιοελληνικού πρωτοτύπου και της γαλλικής μετάφρασης) του περίφημου στάσιμου από την Αντιγόνη, όπου γίνεται αναφορά στα κατορθώματα του ανθρώπου που μόνο απ’ τον Αδη δεν μπορεί να ξεφύγει, η ανάγνωση ενός ποιήματος του Φρήντριχ Χαίλντερλιν και η ανάγνωση ενός αποσπάσματος από το τελευταίο βιβλίο του Κώστα Αξελού, που αναφέρεται «σ’ αυτό που δεν μας εγκαταλείπει».
Ένας φλαουτίστας θα τον συνοδεύσει με μουσική του Μότζαρτ καθώς θα κατεβαίνει στη γη. Αργότερα, στο ιστορικό καφέ «Σελέκτ» του οποίου ο Κώστας Αξελός υπήρξε τακτικός θαμών, εκεί όπου συνήθιζε να συναντάει φίλους και άλλους, θα τηρηθεί το ελληνικό έθιμο: με καφέ, με μπισκότα, με ποτά.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

9.2.10

ΓΙΑ ΤΟΝ «ΦΥΛΑΚΑ ΣΤΗ ΣΙΚΑΛΗ» (ΚΑΙ ΠΑΛΙ...)

του Ρούσσου Βρανά, από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 8 Φεβρουαρίου 2010


Στην έκτη τάξη του δημοτικού, κάθε φορά που πήγαινε στο σχολείο με τον «Φύλακα στη σίκαλη» παραμάσχαλα, ο διευθυντής τον απειλούσε με αποβολή. Ίσως επειδή είχε μέσα τόσες πολλές φορές τη λέξη «γαμημένος». Μα η δασκάλα του ήταν καλή. Άφηνε τον Γκρεγκ Πάλαστ να έχει το βιβλίο πάνω στο θρανίο του, αρκεί να το είχε πάντα σκεπασμένο με ένα καφετί περιτύλιγμα. Η δασκάλα του ήθελε να τον σώσει από τον κόσμο των διευθυντών, από αυτούς τους ανθρώπους που εκπαιδεύουν τα παιδιά να υπακούουν ηλιθίους και που τα βάζουν στον κόσμο του φόβου και της τιμωρίας των μεγάλων.

Κάπως έτσι θα πρέπει να μπήκε και η λέξη «γαμημένος» στο βιβλίο του Σάλιντζερ. Για τους ελάχιστους που δεν το έχουν διαβάσει, λέει ο δημοσιογράφος Γκρεγκ Πάλαστ, που ο θάνατος του συγγραφέα τον ώθησε να ξαναθυμηθεί τα παιδικά του χρόνια, ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Χόλντεν Κόλφιλντ, προσπαθεί να σβήσει τη λέξη «γαμημένος» από τους τοίχους ενός σχολείου. Δεν θέλει τα μικρά παιδιά σαν την αδελφή του Φοίβη να χάσουν την αθωότητά τους. Έτσι βγήκε κι ο τίτλος του βιβλίου. Όταν θα ψάξει κάποτε δουλειά, δεν βλέπει μπροστά του παρά μόνο μια καριέρα: φύλακας στη σίκαλη. Φαντάζεται ένα τσούρμο παιδιά να παίζουν ξένοιαστα σε ένα χωράφι με σίκαλη, που όμως είναι στην άκρη ενός γκρεμού. Κάθε φορά που κάποιο παιδί ξεστρατίζει επικίνδυνα, εκείνος το πιάνει προτού γκρεμοτσακιστεί. Μόνο αυτή τη δουλειά θέλει να κάνει. Όλες οι άλλες σε κάνουν ψεύτικο, δηλαδή μεγάλο. Όλοι οι μεγάλοι είναι ψεύτικοι, ακόμη κι οι καλοί. Κάνουν δουλειές που σιχαίνονται, διαβάζουν βιβλία που δεν τα πιστεύουν και ζουν ζωές που τους απογοητεύουν, ενώ καμώνονται πως όλα είναι μια χαρά. Ύστερα, με ψεύτικα χαμόγελα, σε καλούν να μοιραστείς κι εσύ τη δική τους σήψη και αυταπάτη.

Πενήντα χρόνια από τότε που τύλιξε το βιβλίο του Σάλιντζερ με εκείνο το καφετί περιτύλιγμα, ο Γκρεγκ Πάλαστ είπε να το διαβάσει στα παιδιά του. Μα δεν τα κατάφερε. Το 1956, όταν γράφτηκε το βιβλίο, εξηγεί ο δημοσιογράφος, ξέραμε πως ο κόσμος δεν μπορούσε παρά να πάει καλύτερα. Κατόπιν τσακιστήκαμε στον γκρεμό. Και νά ΄μαστε σήμερα, χωρισμένοι σε τρομοκρατημένους και πλεονέκτες, κλείνουμε τα αυτιά στους προφήτες και υποκλινόμαστε σε παλιάτσους.

«Δεν υπάρχει τρόπος να σβηστεί η λέξη "γαμημένος" από αυτόν τον κόσμο», γράφει ο Πάλαστ. «Υποτίθεται πως είμαι από αυτούς που πρέπει να προσπαθήσουν. Είμαι δημοσιογράφος κι έχω αυτήν την αφελή πεποίθηση πως, αν φωνάξω δυνατά, μπορώ να προειδοποιήσω τους ανθρώπους να αποφύγουν τον γκρεμό. Είναι κι αυτή μια δουλειά, όχι πάντως λιγότερο ψεύτικη ή λιγότερο απατηλή από τις άλλες. Κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο και ξέρω πως θα φανεί παλιομοδίτικο στα παιδιά μου. Το ξαναβάζω στο ράφι. Στεκόμαστε στην άκρη του γκρεμού, αλλά δεν έχει απομείνει κανείς για να σωθεί».

4.2.10

ΠΕΘΑΝΕ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΑΞΕΛΟΣ

Πέθανε σήμερα το πρωί στο Παρίσι ο μεγάλος στοχαστής Κώστας Αξελός.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924 από αστική οικογένεια, διδάχτηκε από παιδί γαλλικά και γερμανικά, ενώ η εφηβεία του φωτίστηκε από τα κείμενα των Ηράκλειτου, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Εμπεδοκλή, Μαρξ, Νίτσε, Ντοστογιέφσκι, και ποιητών όπως ο Ρεμπώ, ο Ρίλκε, ο Χέλντερλιν και άλλοι.

Στα 17 του χρόνια εντάχθηκε στην κομμουνιστική νεολαία και, παρά τις διαφωνίες του, πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση υποστηρίζοντας ότι «ο πραγματικός κομμουνιστής πρέπει να κρατάει στο ένα χέρι το όπλο και στο άλλο τα βιβλία του Ρίλκε». Το 1944, στα Δεκεμβριανά, έζησε εικονική εκτέλεση στα κρατητήρια της Ασφάλειας, φυλακίστηκε σε στρατόπεδο και τελικά απέδρασε. Tο 1946 εγκατέλειψε τις γραμμές του KKE.

Τέλη του 1945, με τη βοήθεια του Οκτάβιου Μερλιέ ―διευθυντή τότε του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα― επιβιβάστηκε στο θρυλικό πλέον πλοίο «Ματαρόα» (μαζί με τον Κ. Καστοριάδη, τον Κ. Παπαϊωάννου, τον Κ. Βυζάντιο, την Μ. Κρανάκη, τον Κ. Κουλεντιανό, τον Ν. Σβορώνο και άλλους) με προορισμό το Παρίσι. Λίγο διάστημα μετά την αναχώρησή του, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο.

Σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη όπου και δίδαξε (1962-1973). Αρχισυντάκτης του πρωτοποριακού τότε περιοδικού Arguments (Επιχειρήματα) από το 1956-1962, ίδρυσε και διηύθυνε την ομώνυμη φιλοσοφική σειρά στις «Εditions de Minuit», στην οποία εκδόθηκαν επίσης και τα περισσότερα από τα βιβλία του.

Πασίγνωστη η διένεξή του με τον Σαρτρ, τον οποίο εγκαλούσε για μη πρωτότυπη σκέψη και έκθεση παλαιότερων φιλοσοφικών ιδεών. Ο Σαρτρ με τη σειρά του τον κατηγορούσε επειδή είχε εγκαταλείψει τον κομμουνισμό.

Εχει εκδώσει είκοσι τέσσερα βιβλία και πλήθος κειμένων (γαλλικά, ελληνικά και γερμανικά) που μεταφράστηκαν σε δεκαέξι γλώσσες.

Τον Μάρτιο του 2009 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ φιλοσοφίας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αυτή ήταν η τελευταία του επίσκεψη στην Ελλάδα.

Τον Απρίλιο του 2009 κυκλοφόρησε στη Γαλλία από τις εκδόσεις «Les Belles Lettres» το καινούργιο βιβλίο του, με τίτλο Αυτό που επέρχεται και πρόσφατα από τις εκδόσεις Νεφέλη το έργο Το άνοιγμα στο επερχόμενο και το αίνιγμα της Τέχνης.

Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα περισσότερα από τα έργα του:

Εστία: «Αινιγματικές απαντήσεις», «Ανοιχτή συστηματική», «Από το εργαστήρι της σκέψης», «Αυτή η διερώτηση», «Για μια προβληματική ηθική», «Μεταμορφώσεις», «Προς την πλανητική σκέψη», σε μετάφραση Κατερίνας Δασκαλάκη, Φρ. Αμπατζοπούλου και Νίκου Φωκά. Από τις ίδιες εκδόσεις θα κυκλοφορήσουν δύο ακόμα βιβλία του: Le Jeu du monde και Ce qui advient.

Νεφέλη: «Συζητήσεις», «Η εποχή και το ύπατο διακύβευμα», «Γιατί σκεφτόμαστε; Τι να πράξουμε;», «Αυτοβιογραφικές σημειώσεις» και το τελευταίο του «Το άνοιγμα στο επερχόμενο και το αίνιγμα της τέχνης».

Καστανιώτης: «Ο Μαρξ στοχαστής της τεχνικής».

Εξάντας: «Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία».


Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΞΕΛΟΣ ΣΤΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ

Ο Κώστας Αξελός τίμησε επανειλημμένα το Εντευκτήριο με συνεργασίες του (πάντα σε μεταφράσεις της συντρόφου του, Κατερίνας Δασκαλάκη, τακτικής συνεργάτριας του περιοδικού). Συγκεκριμένα:

― στο τεύχος 31 (1995) δημοσίευσε το κείμενο «Ένδεκα κριτικές παρατηρήσεις για τον Μαρκήσιο ντε Σαντ»

― στο τεύχος 52 (2000) το κείμενο «Νέα αποσπάσματα της πάλαι ποτέ Ολότητας»

― στο τεύχος 63 (2003) το κείμενο «Δύο ερωτήματα».





















(κάντε δεξί κλικ πάνω στην εικόνα, για να μεγαλώσει)


Επίσης, στο τεύχος 75 δημοσιεύονται δύο άρθρα που αφορούν το έργο του.

― Του Ζαν Λωξερουά «Κώστας Αξελός: Η εξορία, η περιπλάνηση, το πέρασμα» (μετάφραση: Κατερίνα Δασκαλάκη)

― και του Γιάννη Νταλίδη «Με φιλικότητα προς την καταστροφή».


Δείτε στα δύο βίντεο στιγμιότυπα από την αναγόρευση του Κώστα Αξελού σε επίτιμο διδάκτορα του ΑΠΘ, τον Μάρτιο του 2009