εικόνα: Mark Horst
γράφει ο Γιώργος Αδαμίδης
Ο Λευτέρης ήταν
συμμαθητής μου στις τρεις τελευταίες τάξεις του εξατάξιου Γυμνασίου. Την
τελευταία χρονιά ήμασταν μαζί και το πρωί, στο σχολείο, και το βράδυ, στο
ιατρικό φροντιστήριο. Μοιραζόμασταν το ίδιο θρανίο και την ίδια τσέπη. Τον
χειμώνα του 1972, που δεν είχα παλτό και το πανωφόρι μου ήταν ένα κοντό
στρατιωτικό μπουφάν (το επάνω της στολής εξόδου), αφήνοντας σχεδόν ακάλυπτη τη
μέση, έπαιρνε, όταν αργά το βράδυ βγαίναμε από το φροντιστήριο, έπαιρνε το χέρι
μου και το έβαζε μαζί με το δικό του στην τσέπη του παλτού του. Η Χαρούλα και
μια άλλη συμμαθήτριά μας, με τις οποίες πηγαίναμε μαζί μέχρι την Αριστοτέλους
για τις συνοικίες μας, μας πείραζαν: «Άντε, οι ώρες οι καλές και καλούς
απογόνους»! «Ναι», απαντούσε εκείνος. «Σκοπεύουμε να κάνουμε πολλά παιδιά.» Και
έσφιγγε δυνατά το χέρι μου μέσα στη χούφτα του. Είχε αξιοθαύμαστη, για εκείνη
την εποχή τουλάχιστον, άνεση στη συμπεριφορά του. Δεν ήταν ψηλός ― πάντως ήταν
ψηλότερος από μένα, με μαύρα, ίσια μαλλιά (τα ζήλευα, τα δικά μου ήταν
παιδιόθεν σπαστά και ατίθασα), καλοφτιαγμένο σώμα και ―κυρίως― το πιο
ανοιχτόκαρδο και λαμπερό χαμόγελο που έχω δει. Έπαιζε καλό μπάσκετ. Τραγουδούσε
με ωραία φωνή στις σχολικές εκδρομές με πούλμαν. Εκτός από το σχολείο και το
φροντιστήριο, δεν είχαμε άλλες συναναστροφές. Δεν ήρθε ποτέ στο σπίτι μου (δεν
τον κάλεσα, άλλωστε), δεν πήγα στο δικό του. Δεν ξέρω αν είχε αδέλφια. Τόσο
εκείνος όσο και εγώ δεν καταφέραμε να μπούμε στην Ιατρική. Μετά την αποφοίτησή
μας τον έχασα. Σε μια τυχαία συνάντησή μας στον δρόμο, πέντε χρόνια αργότερα, μου είπε πως είχε
σπουδάσει κάτι... τεχνικό, δεν θυμάμαι πια, και πως δούλευε ως μηχανικός σε
κάποια εταιρεία στην περιοχή της Σίνδου. Και μετά από άλλα δέκα χρόνια, σε ένα φεστιβάλ βιβλίου, στην παραλία,
μου σύστησε τη γυναίκα του· είχε ένα από αυτά τα ονόματα που θεωρώ “αντρικά” (Σωτηρία, Σταματία, κάτι τέτοιο) και κάθε άλλο
παρά ... θηλυκό πρόσωπο. Έκανα μελαγχολικές σκέψεις. Τον αναζήτησα προ ημερών
στο Facebook. Ελάχιστοι με το
δικό του ονοματεπώνυμο ― μόνο ένας θα μπορούσε... Αν είναι αυτός, ο χρόνος δεν
του χαρίστηκε. Κάτω από μια φωτογραφία, ένας νεαρός με το ίδιο επίθετο σχολίασε
«Είσαι ωραίος, ρε πατέρα». Είδα τις φωτογραφίες του “γιου”· ωραίο παιδί, αλλά σε τίποτε δεν μου
θύμισε τον “δικό μου”
Λευτέρη. Χτες τη νύχτα ήμασταν πάλι
νέοι ― όχι 20άρηδες αλλά πάντως νέοι. Βρισκόμασταν, άγνωστο πώς και γιατί, στη
Βέροια, στο αυτοκίνητό του, καθ’ οδόν προς τη Θεσσαλονίκη· μόλις είχαμε βγει
από την πόλη. Του είπα πως στο σπίτι είχε έρθει η μητέρα μου, γιατί δεν
αισθανόταν πολύ καλά και δεν ήθελε να είναι μόνη. Του πρότεινα να με αφήσει
κάπου απ’ όπου θα μπορούσα να πάρω ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ προς Θεσσαλονίκη, να
μη μου κάνει τον ταξιτζή. Δεν έφερε αντίρρηση, ούτε πρότεινε κάτι άλλο. «Κρίμα»,
είπε μόνο. (Ποτέ δεν μιλούσε πολύ ― ήταν κι αυτό κάτι που θαύμαζα.) «Θα
περνούσαμε τη νύχτα μαζί.» Μάλλον έφταιγαν τα κεφτεδάκια που έφαγα αργά, πολύ
αργά, το βράδυ.
Ο Γιώργος Αδαμίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως διορθωτής κειμένων. Το 1995 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου το βιβλίο του Βολή εγγύς φιλίων τμημάτων: Μικρά πεζά.