Στο τρέχον τεύχος του Εντευκτηρίου, παρουσιάζεται η ενότητα ποιημάτων της Άννας Αχμάτοβα «Ποιήματα του μεσονυχτίου», σε μετάφραση από το ρωσικό πρωτότυπο του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη.
Γράφει ο μεταφραστής:
Ο ποιητικός κύκλος «Τα ποίηματα του μεσονυχτίου» της Άννας Αχμάτοβα ανήκει στα τελευταία έργα της ποιήτριας και συνεχίζει τη μεγάλη παράδοση των ποιητικών κύκλων της ρωσικής ποίησης του 19ου αιώνα.
Όπως και άλλοι ποιητικοί κύκλοι της Άννας Αχμάτοβα, έτσι και αυτός υποτάσσεται στην αρχή της υποκειμενικής - συναισθηματικής πρόσληψης του κόσμου και οικοδομείται με βάση μια σειρά θεματικών και συνειρμικών σχέσεων, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι η πολυσημία τους. Αυτός είναι ο κύριος λόγος των πολλαπλών ερμηνειών που έχουν δοθεί μέχρι σήμερα. Αν θα θέλαμε ωστόσο να περιγράψουμε με λίγα λόγια αυτόν τον ποιητικό κύκλο, θα έπρεπε να αναφερθούμε στην προσπάθεια της ποιήτριας να αναστοχαστεί ιστορικά τον χρόνο, στην ατμόσφαιρα του μυστηρίου, των υπαινιγμών, του ημιτελούς, των φαντασμάτων και των καθρεπτών.
Γραμμένα κατά τα τελευταία, δύσκολα λόγω προβλημάτων υγείας, χρόνια της ποιήτριας, ο ποιητικός κύκλος «Τα ποιήματα του μεσονυχτιού» είναι αφιερωμένα στον έρωτα. Τον έρωτα υμνεί και πάλι η Άννα Αχμάτοβα, τον έρωτα ο οποίος δεν απειλείται πλέον από τα καπρίτσια της μοίρας, στο πρόσωπο της ιστορίας, του πολέμου ή της επανάστασης, αλλά από τη σκιά του επερχόμενου θανάτου. Πρόκειται για έναν έρωτα που υπάρχει πλέον πέραν του χρόνου και του χώρου, σε μια διάσταση όπου όλα συγκλίνουν στον ενεστώτα αμοιβαίο έρωτα του ποιητή με τον τελευταίο αγαπημένο του. Μόνο που αυτός ο αγαπημένος είναι πλέον ένα περίπλοκο ψηφιδωτό, κάθε ψηφίδα του οποίου δεν είναι τίποτα άλλο παρά θραύσμα της εικόνας ενός εκ των αγαπημένων της ποιήτριας που είχε στο διαβασίδι της ζωής της.
Από τα «Ποιήματα του μεσονυχτίου»
ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
Τι δουλειά, όντως, έχουμε,
Όταν όλα στάχτη γίνονται,
Πάνω από τόσους γκρεμούς τραγουδούσα
Και μέσα σε τόσους καθρέφτες ζούσα.
Ας μην είμαι όνειρο, ας μην είμαι χαρά
Και λιγότερο απ’ όλα ευλογία
Μα, ίσως, πιο συχνά απ’ ό,τι πρέπει
Να πρέπει να σε θυμάμαι ―
Καθώς και το βουητό των αράδων που σβήνουν,
Και των ματιών που κρύβει στο βυθό
Εκείνο το σκουριασμένο αγκαθωτό στεφάνι
Στην ανησυχητική σιγαλιά.
6 Ιουνίου 1963
ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΑΡΑΔΕΣ
Και επιτέλους πρόφερες κυριολεκτικά
Όχι έτσι, όχι όπως οι άλλοι ... με ένα γόνατο ―
Αλλά έτσι, όπως εκείνος που ξέφυγε από την αιχμαλωσία
Και βλέπει την ιερή των σημύδων σκιά
Απ’ το ουράνιο τόξο των αθέλητων δακρύων μέσα.
Και γύρω σου τραγούδησε η σιωπή
Και φωτίστηκε με τον καθάριο ήλιο το λυκόφως,
Κι ο κόσμος ολάκερος μέσα σε μια στιγμή μεταμορφώθηκε
Κι άλλαξε παράξενα η γεύση του κρασιού.
Κι εγώ ακόμη που έμελλε φόνισσα να γενώ
Του θείου λόγου,
Σχεδόν ευωδιαστά σώπασα,
Την ευλογημένη ζωή να επιμηκύνω.
8-12 Αυγούστου 1963
ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
Ήταν πάνω μας, σαν άστρο πάνω από τη θάλασσα,
Αναζητώντας με αχτίνα το ένατο θανάσιμο ύψωμα,
Εσύ την αποκάλεσες πένθος και δεινά,
Μα ποτέ δεν την είπες χαρά.
Τη μέρα μπροστά μας σα χελιδόνι πέταγε
Χαμόγελο στα χείλη της άνθιζε,
Τη νύχτα όμως με χέρι παγωμένο στραγγάλιζε
Τους δυο μας μαζί. Σε πόλεις διαφορετικές.
Μη συμφωνώντας με τις υμνολογίες,
Λησμονώντας όλες τις παλιές αμαρτίες,
Ξαπλωμένος στης αγρύπνιας τα προσκεφάλια,
Μουρμουρίζει ποιήματα παλιά.
23-25 Ιουλίου 1963
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου