30.12.14

Κωστής Ζαφειράκης: Τα φιστίκια



Στιγμή έντασης (που έσβησε ώσπου να πεις «κύμινο»).
― Μαλακισμένο, θα σε σκοτώσω και θα σε πληρώνω για καινούργιο.
―  Άσε μας, ρε ταξιτζή, πρωτοχρονιάτικα, όλη η Τσιμισκή είναι τίγκα στο αυτοκίνητο, σημειωτόν πηγαίνεις, δεν το νιώθεις; Και που πάτησες γκάζι, ανάμεσα Παύλου Μελά και Παλαιών Πατρών, τι; Πού νομίζεις πως θα πας;
Βγάζει από το χάρτινο σακουλάκι μια χούφτα φιστίκια και του τα πετάει στο παρμπρίζ, όχι από θυμό, για το καλόχρονο.
― Έχε χάρη που με λένε Βασίλη και γιορτάζω…
― Μένα με λένε Περικλή κι αν θες να μάθεις ρώτα/ σύμφωνα με τον άνθρωπο να φέρεσαι αναλόγως/ γιατί θα πέφτει το ραβδί όπου δεν πέφτει λόγος.  
― Απόστολος Καλδάρας, Κώστας Βίρβος… το πρωτοείπε ο Πάνος Γαβαλάς… στα παλιά λαϊκά είμαι ατρόμητος… τι νομίζεις πως ακούω όλη μέρα στο τιμόνι;  
Περπατάνε παράλληλα, καταμεσίς της ασφάλτου, ο Περικλής πεζός, ο Βασίλης μέσα στην μπλε λαμαρίνα, στο πίσω κάθισμα ένας αδύνατος με μούσια, μορφή σχεδόν βιβλική.
  Μένω Ευκαρπία, ελπίζω να είμαι σπίτι μου αύριο το μεσημέρι για το εορταστικό τραπέζι… τέτοιο μποτιλιάρισμα είχα να ζήσω από τα Χριστούγεννα του 1978, τη μέρα που γεννήθηκε η κόρη μου.
Πέφτουν οι λέξεις στον γκρι τάπητα της Τσιμισκή, σκάνε στο έδαφος σαν παγάκια, με δυο μεζούρες ρούμι, λίγη μαύρη ζάχαρη κι ένα λάιμ, τις κάνεις καϊπιρίνια και τις πίνεις…
  Δε σου λέω να σε πετάξω κάπου… με τα πόδια θα φτάσεις πιο γρήγορα… και στη Νέα Υόρκη να πηγαίνεις… που λέει ο λόγος…
Δεν μπαίνει σ’ αυτοκίνητα, βαριέται την αμηχανία των δύο μέσα στη σιωπή, τι παράξενο πράγμα, δυο άνθρωποι που έχουν τρεις θάλασσες θέματα να παθαίνουν γλωσσοδέτη μέσα στο κορεατικό σαραβαλάκι. Στο ύψος της Ικτίνου, ένα φωτεινό κομμάτι από τη χολιγουντιανή γιρλάντα πέφτει πάνω του, τον χτυπάει ελαφρά στο μέτωπο, γούρι… Καταπίνει τα φιστίκια αμάσητα, σαν τον γλάρο… ήτανε κι ένας γλάρος με ολόλευκα φτερά… «Διαλέγουμε τον επόμενό μας κόσμο μέσα από τα όσα μαθαίνουμε σε τούτον. Αν δεν μάθεις κάτι, τότε ο επόμενος θα είναι όμοιος με τούτον, με τους ίδιους φραγμούς και τα ίδια ασήκωτα βάρη που θα πρέπει να ξεπεράσεις». Με τον Γλάρο Ιωνάθαν περάσανε τρία καλοκαίρια μαζί, όλο το Γυμνάσιο, μπλε εξώφυλλο θαλασσινό, γαλάζια βελουτέ πετσέτα στην άμμο… Παίρνει το κομμάτι από τη γιρλάντα της Τσιμισκή, να το βάλει στο σπίτι του για καλοτυχία, ρακοσυλλέκτης σωστός, κάθε αντικείμενο κι ένα μυθιστόρημα, όπως εκείνο το βρακί με το σφυροδρέπανο… το είχε κλέψει κάποτε από ένα πολυκατάστημα στη Μόσχα.
  Αυτός ο Τσιμισκής θα πρέπει να’ ναι πολύ τσαντισμένος απόψε, που ο δρόμος του είναι μπλοκαρισμένος και δεν μπορούμε να πάμε στα σπίτια μας να αλλάξουμε τον χρόνο.
Η βιβλική μορφή στο πίσω κάθισμα χαμογελάει, ο Περικλής τούς προσφέρει φιστίκια. Ο Σούπερ Γκούφι βγήκε παγανιά στη Θεσσαλονίκη. Το αράπικο φιστίκι είναι τύχη, οξύνει τις αισθήσεις, προκαλεί αποφάσεις, σε κρατάει ζωντανό στον Εμφύλιο Πόλεμο. Παράδειγμα;  Στον αμερικανικό Εμφύλιο, με φιστίκια την έβγαζαν και οι Βόρειοι και οι Νότιοι. Ταπεινός καρπός, καθόλου ματαιόδοξος και πολύ «value for money» που λένε… όχι σαν τους συγγενείς του από την Αίγινα…
 Ένα κιλό αράπικα φιστίκια έχει περισσότερες πρωτεΐνες, μεταλλικά στοιχεία και βιταμίνες από το μοσχαρίσιο συκώτι, άκουσα να το λέει ένας διατροφολόγος στην τηλεόραση.
Αγίας Σοφίας, δεξιά πεζόδρομος, αριστερά καρφωτός για τη θάλασσα, ταξί έπεσε στον Θερμαϊκό από γούστο, έτσι για το καλό του 2015… μια βιβλική μορφή που βγήκε ζωντανή από το ναυάγιο είπε στις κάμερες συντετριμμένη:  «Ένας τεράστιος ροφός με κοίταζε σαν ξερολούκουμο». Ο Βασίλης επιπλέει νεκρός, μ’ ένα χαμόγελο ώς τα αυτιά, γιορτάζει και το απολαμβάνει. Μπορεί να μην έφτασε στην Ευκαρπία, πήγε όμως στα καλύτερα… Η γυναίκα του παντρεύτηκε μέσα σ’ έναν μήνα τον ιδιοκτήτη του γραφείου κηδειών. Πλατεία Αριστοτέλους, ταΐζει τα αδέσποτα, πεινασμένα στόματα, ελαφριές ψυχές, ο ουρανός κατακόκκινος, το νερό εμφιαλωμένο. Κάθε φιστίκι και μια ευχή, φιστίκια που πέφτουν στο στομάχι σαν αστέρια, γυαλίζει το δέρμα του, ο κόσμος λάμπει σαν φρεσκοπλυμένο πιάτο εμαγιέ, βαφτίζει τα αδέσποτα, να ξέρει με ποιους μιλάει, ο Κρίκος, η Ραλλού, ο Νάρκισσος, η Μαριώ… η ωραιότερη παραμονή Πρωτοχρονιάς της ζωής του;  Άνεργος 10 μήνες, τη βγάζει με δουλειές του ποδαριού, καμιά σκέψη για το αύριο, περιττές οι υποσχέσεις, οι στόχοι ξεχειλωμένοι, τα όνειρα αναβοσβήνουν σαν δινομαστιγωτά. Λαμπυρίζουν, κάνουν το τσιμέντο να φωσφορίζει. Πρώτη φορά του ’χε μιλήσει για το φαινόμενο αυτό, «Βιοφωτισμός λέγεται ή βιοφωταυγεία», ένας μεθυσμένος Σουηδός ωκεανολόγος στη Βουρβουρού. Μαύρα μεσάνυχτα κι έλαμπε η θάλασσα σαν Ντίσνεϊλαντ. «Το φαινόμενο αυτό προκαλείται από την οξείδωση της πρωτεΐνης λουκιφερίνης. Δεν παρουσιάζεται μόνο στους θαλάσσιους μικροοργανισμούς, αλλά και σε άλλες βιο-ομάδες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, όπως τα βακτήρια, οι μύκητες, οι πυγολαμπίδες». Πλημμύρισε η Αριστοτέλους δινομαστιγωτά (Dinoflagellata), μονοκύτταρα που φέρουν δύο μαστίγια, ένα στο πίσω μέρος κι ένα στη μέση, για να ’χουν προωθητική δύναμη και να τρέχουν σαν τρελά. «Μην κάνεις όνειρα τρελά,/ κάτσε εδώ που ’σαι καλά». Κρυμμένη πίσω από τα έλατα της πλατείας, η Ευτυχία Παπαγιανοπούλου φωνάζει με τηλεβόα την ευχή της για το 2015. Ο Περικλής δαγκώνει ένα χαλασμένο φιστίκι, κι αμέσως ένα ακόμα για να διορθώσει τη χαλασμένη του γεύση. Τα καράβια στον Θερμαϊκό αρχίζουν να σφυρίζουν, πυροτεχνήματα σωρό στο μουδιασμένο στερέωμα, πιάνει στο κινητό του ένα ραδιόφωνο στην τύχη, η Χάρις Αλεξίου και το «Δι’ ευχών» καταπατώνται φρικτά από μια μισοβλαμμένη φωνή που διάλεξε, περήφανη και άλλα πολλά, το συγκεκριμένο τραγούδι για να καλωσορίσει τον καινούργιο χρόνο. Σκορπάει στο χώμα φιστίκια, να ’χουν τα περιστέρια πρωινό, τα αδέσποτα μαζί του, ανηφορίζουν όλοι μαζί την Αριστοτέλους, χαρούμενοι αλήτες, αποφορτισμένα κινητά πλάσματα, τρέχουν τα δάκρυα σαν φιστίκια πάνω στα μάγουλά τους, ένας πλανόδιος λαχειοπώλης, ντυμένος Άη Βασίλης, τον ακουμπάει στον ώμο, βάζει το χέρι του μέσα στο σακουλάκι και παίρνει μια χούφτα:
  Έχω ένα χωράφι στην Αμμουδιά Σερρών και μου το ζητάνε για να καλλιεργήσουν, λέει, τέτοια φιστίκια, αραχίδες τα λένε… Στις αραχίδες μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς….
Το τρανταχτό γέλιο του Άη Βασίλη (του άρεσε πολύ αυτό με τον Παλαμά που σκέφτηκε κι ενθουσιάστηκε), σκεπάζει τα πάντα: αναμμένες μηχανές, ταλαιπωρημένους συμπλέκτες, κόρνες, τις τσιρίδες χαράς, το εκκωφαντικό μουρμουρητό της μοναξιάς… σβήνουν όλα, όλα στο mute, μόνο το βροντερό χαχανητό του λευκοκόκκινου λαχειοπώλη λούζει την πόλη.
  Να δεις που η νύχτα απόψε θα φύγει… νύχτα. Βιάζεται το ξημέρωμα, το νιώθω, κι αυτό είναι καλό σημάδι… μη με βλέπεις έτσι, λαϊκό και μπρουτάλ, έχω την έκτη αίσθηση, άμα θέλεις κιόλας μπορώ να σε εξαφανίσω, είχα δουλέψει ένα φεγγάρι ταχυδακτυλουργός και ξέρω τα κόλπα…
Δώσανε ραντεβού για το κόλπο της εξαφάνισης και για κουτσομπολιά, στις 12 και δέκα ακριβώς, έναν χρόνο μετά, το 2016.
  Θα σου φέρω και φιστίκια δικά μου, από την Αμμουδιά.


ΚΩΣΤΗΣ ΖΑΦΕΙΡΑΚΗΣ   Σαββατογεννημένος, χορτοφάγος, ταξιδιώτης και γραφιάς. Έχει φάει την Ελλάδα με το κουτάλι, μέσα από τις ταξιδιωτικές του εκπομπές (Exodus, Οξυγόνο, Ilovegr) σε ΕΤ3 και ΣΚΑΪ. 
Μια όμορφη στιγμή; Η πτήση πάνω από το λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, με ανεμόπτερο. 
Αγαπάει και ψάχνει διαρκώς το ελληνικό τραγούδι. 
Κάνει και τον ντι-τζέι. Μετράει άπειρες ώρες στον ραδιοφωνικό αέρα της πόλης, ως δημοσιογράφος και μουσικός παραγωγός. 
Φτιάχνει θέματα για sites και περιοδικά,  σκαρώνει ιστορίες, γράφει σενάρια και ό, τι άλλο του ’ρχεται… π.χ. το εν εξελίξει σχέδιο «Ο ταξιδιώτης ΕΜΟ», μια περιήγηση παρέα μ’ έναν σκύλο…  
Ανήκει στους περιπατητές της ομάδας «Thessaloniki Walking Tours». 

Δεν υπάρχουν σχόλια: