Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Αγγελάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Αγγελάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29.10.17

Χρήστος Αγγελάκος: Βίκτωρας (προδημοσίευση)



[ Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Χρήστου Αγγελάκου Ψεύτικοι δίδυμοι, που κυκλοφορείται στις 6 Νοεμβρίου 2017 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. ]

Βρέχει εδώ κι έξι μέρες, δεν ξέρω αν βρέχει έξω ή μέσα στο κεφάλι μου. Χτες μου φέρανε ένα καινούργιο βιβλίο, είδα τις σελίδες του μουσκεμένες. Οι άλλοι λένε, δεν σου φτουράνε τα βιβλία εδώ μέσα, τα περισσότερα τα τελειώνω την ίδια μέρα, άλλα την επομένη, τα πιο χοντρά στη βδομάδα πάνω. Από πέρυσι, ο κύριος Παυλάτος μού κουβαλάει βιβλία απ’ το σπίτι του, περίμενε να διαβάσω πρώτα τα δανεικά από τη βιβλιοθήκη της φυλακής. Τις προάλλες μου είπε, αύριο θα σου φέρω το  Έγκλημα και τιμωρία. Με είδε που προχώρησα αυτά τα δύο χρόνια, ούτε κι εγώ ξέρω πόσα έχω διαβάσει. Θα κάτσω μια μέρα να μετρήσω τους τίτλους, τους σημειώνω σ’ ένα μπλοκ, ακόμη θυμάμαι τον πρώτο μου, Λαχνός υπ’ αριθμόν 9672. Μακάρι να είχα από πριν έναν κύριο Παυλάτο στη ζωή μου, μακάρι να τον είχες κι εσύ, θα ήμαστε διαφορετικοί τώρα, χειρότεροι ή καλύτεροι δεν ξέρω – πάντως διαφορετικοί. Καμιά φορά κάνω πλάκα και τον ρωτάω, μου φέρατε τη δόση μου, έχω εθιστεί στο διάβασμα, και δεν είναι και τόσο πλάκα δηλαδή, με πιάνει ώρες ώρες μια αγωνία πως θα εξαφανιστεί ο κύριος Παυλάτος, όπως εξαφανίστηκες κι εσύ, θα πάψει να μου φέρνει βιβλία, και θα κοπεί μαχαίρι η εξάρτησή μου, και θα ’χω πόνους στα κόκαλα και στο σώμα, και οι πόνοι θα είναι φριχτοί. Όπως την πάτησε κι ο Γιωργής, που του κόψανε την ντρόγκα ξαφνικά, και τον έβλεπα να χτυπιέται στο διπλανό κρεβάτι, να λυγίζει το σώμα του από τους σπασμούςΈβαζε τις φωνές, ερχόταν ο νοσοκόμος και του ’δινε κι άλλα χάπια, κι ο Γιωργής ηρεμούσε, αλλά ίδιος δεν ξανάγινε ποτέΈτσι νομίζω πως θα καταντήσω κι εγώ άμα μου στερήσουνε το διάβασμα, εσύ θα σκέφτεσαι τι μαλακίες σου λέω τώρα, αλλά μου έχει γίνει κάτι σαν ψύχωση, κι ο Γιωργής είναι άλλος πια απ’ όταν γύρισε από το Αιγινήτειο, δεν ξεμυτίζει απ’ το κρεβάτι του, με κοιτάζει να γυρίζω τις σελίδες και δεν βγάζει άχνα, ενώ πριν όλο και κάτι έλεγε. Μια φορά τον έπιασε η φλυαρία και μου είπε τα πάντα με το νι και με το σίγμα, πώς μπήκε στη φάση, πώς άρχισε τις φούντες και τα τριπάκια και τις σνιφιές, μέχρι που έγινε βαποράκι για τη δόση του, κι άρχισε να σουτάρει στις φλέβες, έφτασε στα δεκαπέντε του και τις είχε ρημάξει μία μία. Φλυαρία κανονική, και μου ’πε και πώς τον συλλάβανε, με πόσα τζι ήτανε φορτωμένος, και που τον πήγανε στο τμήμα. Τον γδύσανε και του ανοίξανε τον κώλο, και η τηλεόραση εκείνη την ώρα έπαιζε τον θάνατο του Μάικλ Τζάκσον, και ο Γιωργής είπε πως έσπασε μια λάμπα στο κεφάλι του. Άκουσε ένα τσαφ και η λάμπα του μυαλού του έσβησε, κι από τότε βλέπει τα χρώματα όπως κι εμείς, αλλά τα βλέπει πιο πένθιμα, πιο μουντά και πιο σκούρα. [...]





6.9.16

Μεσαγρός


φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου


του Χρήστου Αγγελάκου

πηγή: Facebook

Συνέβη χτες. Μετά την ωριαία προσευχή στο αγαπημένο μοναστήρι, οι φίλοι πρότειναν να κολυμπήσουμε. Δεν είχα μαζί μου μαγιό, και σιγά τη δυσκολία δηλαδή, θα έκανα και χωρίς αυτό. Όμως από τη θάλασσα διάλεξα την εξάρτηση από το ίντερνετ και μ' αφήσανε σ' ένα καφενείο στον Μεσαγρό. Το είχανε τρεις κοπέλες, συμπαθέστατες, σηκώσανε στο πόδι το μαγαζί για να με βάλουνε κοντά σε πρίζα, να μου φέρουν τραπέζι, να μου δώσουν κωδικούς, ό,τι μπορούσε να χορτάσει πρόσκαιρα το ομολογημένο πάθος μου. Μπήκα στο φέισμπουκ, διάβαζα αναρτήσεις, έγραψα κι αυτά τα ντεμέκ τα ερωτικά που γράφω, τα δήθεν τάχα μου, τα τρία πουλάκια κάθονταν και πλέκανε πουλόβερ. Μίλαγα και στο ίνμποξ και ψιλοτραγούδαγα φτιαγμένος από το σιντί που έπαιζε, Μητροπάνο, Αλεξίου, Κανά, όλα αυτά που δεν νοιάζεσαι να σου αρέσουν πια, απλώς τα έχεις συνηθίσει. Κι εκεί που τραγούδαγα "βήμα, βήμα νιώθω πως θα" η μουσική κόβεται ξαφνικά, ένα cut στην ηχητική μπάντα. Σηκώνω το κεφάλι από την οθόνη και βλέπω όλα τα τραπέζια του μαγαζιού και της βεράντας στρωμένα με τραπεζομάντιλα, και πάνω τους μικρά μπουκάλια μπράντι Μεταξά, παξιμάδια και πιάτα με γραβιέρα και ελιές. Άρχισαν να φτάνουν οι γυναίκες με τα μαύρα και οι ξυρισμένοι άντρες με τα λευκά πουκάμισα. Έστειλα μήνυμα να έχουν να με πάρουνε, μόλις άκουσα τις κοπέλες να λένε πως στο διπλανό τραπέζι θα κάθονταν η μάνα του, η γυναίκα του και τα παιδιά του. Δεν ήμουνα φρικαρισμένος, αλλά είχα την αίσθηση πως συμμετέχω σ΄ένα ξύπνιο όνειρο από το οποίο ήθελα να βγω. Άκουγα τα κλάματα, έβλεπα τα πρησμένα μάτια, και διέσχισα το γεμάτο μαγαζί, με τα πολύχρωμα ρούχα μου, πιο γυμνός από ποτέ, κοιτάζοντας να πατάω σταθερά πάνω στο όριο που χωρίζει τη φθαρμένη μπάντα της ζωής από τις οιμωγές του θανάτου.

23.5.16

Χρήστος Αγγελάκος: Κινούν ακίνητον



πηγή: Facebook

Τα μέντιουμ του μέλλοντος θα διαβάζουν τα ερείπια και θα λένε το παρελθόν. 

Η άδεια καρέκλα δεν μιλάει γι' αυτόν που καθόταν πάνω της, αλλά για τη θέση του στον κόσμο. 

Ένα πουκάμισο κρεμασμένο σε καρφί περιγράφει το σώμα που το φορούσε. Μπορεί και τις αρρώστιες του. 

Ή που ξεθάρρευε στη ζεστασιά, κάτω από τα σκεπάσματα. 

Παλιά αυτό. Προτού τσακίσουνε τα πιάτα στην πιατοθήκη. 

Μετά η ζωή μίκρυνε τόσο ώστε να χωρέσει σ' ένα ράγισμα. 

Κι ο χρόνος μια σοφή λιθοδομή: κινούν ακίνητον.

28.1.16

Ένα βιβλίο στο κομοδίνο του Χρήστου Αγγελάκου



Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Στο σπίτι του κρεμασμένου, Θράκα 2015

Είναι ο τρίτος Κυριάκος που γνωρίζω: ο πρώτος είναι ο δίδυμος αδερφός μου, ο δεύτερος ένας ήρωας από την Περίληψη του κόσμου της Μαρίας Μήτσορα, κι ο τρίτος τούτος εδώ, ένα παράξενο παιδί από τη Δράμα, που πιάνει τις λέξεις από τη λαβή και λέει «θα σας σκοτώσω όλους». Κι ύστερα, ησυχάζει ξαφνικά και φωτογραφίζει χελώνες της ΔΕΗ.

Ο Κυριάκος έχει γράψει ήδη τρεις ποιητικές συλλογές, κι αυτή είναι η τέταρτη και λέγεται Στο σπίτι του κρεμασμένου, και μόλις τη διάβασα μπήκα στον πειρασμό να προεκτείνω τον τίτλο: «μιλάνε μόνο για σκοινί».

«Το ποίημα θα σημάνει το σκοινί» γράφει ο ίδιος στον τελευταία σελίδα, τελευταίο στίχο. Γιατί ο Κυριάκος κάνει κάτι κακόφημες παρέες, κι αν του ζητήσεις να σηκώσει λίγο τα μπατζάκια, θα δεις τα γδαρμένα του γόνατα που τα ’χει από παιδί.

Πάντως, αν ήθελα να ανακατέψω οικογένειες και σόγια, θα του ’δινα πρωτοξάδερφο τον Στίγκα, γιατί και οι δυο τους έχουνε το συνήθειο να σπέρνουνε γκρεμούς στα ποιήματά τους: του Γιάννη είναι ξαφνικοί, ενώ ο Κυριάκος προειδοποιεί, με κάτι ταμπέλες που φαίνονται τη νύχτα, όποια στροφή κι αν πάρεις. Σ’ αφήνει ελεύθερο δηλαδή ν’ αποφασίσεις αν πέσεις, παναπεί είναι στο χέρι σου, κι εσύ παίρνεις το χέρι σου, δεξί ή αριστερό, αυτό που γράφει, και πέφτετε μαζί.

Δεν είναι μοναχική η πτώση στα μέρη του Κυριάκου, είναι μια πτώση μαζί μ’ αυτούς που αγαπάς, και που τους έχει όλους μαζεμένους στη συλλογή του: εδώ ο Κάφκα, ο Χόπερ και ο Κάρβερ, ο Μπέρνχαρντ κι ο Σιοράν, εκεί ο Μπρόντσκι, ο Μπαρτ και ο Σελίν, ο Σαχτούρης, ο Μπέκετ, η Αξιώτη και η Πλαθ, ο Φιλύρας και ο Βιζυηνός, ο Καβάφης και ο Παζολίνι, ο Ασλάνογλου και ο Αναγνωστάκης, και παραπέρα ο Μπόρχες, ο Τανιζάκι και ο Γεσένιν. 
Πτώση αναπόφευκτη, δηλαδή, όπου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα προλαβαίνεις να ξαναδιαβάσεις όλα τα βιβλία που σε οδήγησαν σ’ αυτή.

Ο ίδιος δεν οδηγήθηκε από καμιά γοητεία στην πτώση του. Αν αναζητούσα ένα λόγο, θα τον εύρισκα μάλλον στον «Ευριπίδη Αθηναίο» του Σεφέρη:

Είδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια·


Πιασμένος στο δίχτυ της ποίησης ο Κυριάκος, σε μια μόνιμη άνω τελεία, και να μη θέλει να ελευθερωθεί.

[φωτογραφία: Κυριάκος Συφιλτζόγλου]


Χρήστος Αγγελάκος (Αθήνα, 1962). Έχει εκδώσει πέντε βιβλία (δύο μυθιστορήματα, δύο θεατρικά, μία ποιητική συλλογή)· τελευταίο: Ήταν ένας και δεν ήταν κανένας (θέατρο, 2015)