Χτες (13.12) συμπληρώθηκε ήδη ένας χρόνος από τον θάνατο του Κάρολου Τσίζεκ, ενός σημαντικού και πολύπλευρου δημιουργού, που έκανε πατρίδα του τη Θεσσαλονίκη.
Οι ιδιότητες που του αποδίδονται δεν φτάνουν για να ορίσουν αυτό που υπήρξε στην πραγματικότητα. Πάντως, οι ζωγραφιές του, τα κολάζ του, τα υπέροχά του εξώφυλλα βιβλίων και περιοδικών, οι αφίσες του, οι μεταφράσεις του, τα «τολμηρά» ποιήματα της ωριμότητάς του και τα λαμπερά πεζογραφήματά του θα τον διατηρήσουν στη μνήμη μας ζωντανό όσο κρατάει το «για πάντα» του καθενός μας. Αυτόν, τον Τσέχο στην καταγωγή, που γεννήθηκε στην Ιταλία (1922) και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, πολιτογραφήθηκε Ελληνας, και ―μέχρι τότε ήταν «senza religione»― βαφτίστηκε χριστιανός, παίρνοντας το όνομα Γεώργιος.
Ο Χριστιανόπουλος, με τον οποίο συνεργάστηκε επί δεκαετίες ως καλλιτεχνικός επιμελητής του περιοδικού Διαγώνιος και των Εκδόσεων Διαγωνίου, σχεδιάζοντας μερικά από τα πιο ευρηματικά, λιτά και άρτια στην ιστορία της ελληνικής γραφιστικής, τον μνημόνευε πάντοτε ως «κύριο Τσίζεκ», με λόγια που φανέρωναν εκτίμηση και σεβασμό.
Γεννήθηκε το 1922, από Τσέχους γονείς, στην Μπρέσια της Ιταλίας, όπου αυτοί είχαν μεταναστεύσει για επαγγελματικούς λόγους. Το 1929 η οικογένεια Τσίζεκ εγκαταστάθηκε οριστικά στη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος φοίτησε στο Ιταλικό Σχολείο, στο Ιταλικό Ινστιτούτο και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου πήρε πτυχίο ιστορίας-αρχαιολογίας και κατόπιν ιταλικής φιλολογίας. Μετεκπαιδεύτηκε σε διάφορα ιταλικά πανεπιστήμια. Έμαθε από μικρός ιταλικά, ελληνικά, γαλλικά, ισπανοεβραϊκά και αργότερα αγγλικά, καλλιεργώντας ταυτόχρονα και τη μητρική του γλώσσα. Εργάστηκε ως καθηγητής ιταλικών, διερμηνέας και μεταφραστής. Δίδαξε στη Σχολή Ιταλικής Γλώσσας «Ντάντε Αλιγκιέρι», στο Ιταλικό Ινστιτούτο και από το 1961 μέχρι το 1987 στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.
Το δημιουργικό του ταλέντο αναπτύχθηκε σε τρεις βασικές κατευθύνσεις: τη ζωγραφική, τη γραφιστική και το γράψιμο (μετάφραση, τεχνοκριτική, ποίηση, πεζογραφία).
Ως ζωγράφος (με προτίμηση, τα πρώτα χρόνια, στα σχέδια και στις μονοτυπίες-κολλάζ, αργότερα στις μεικτές τεχνικές ― πάντα όμως με χαρακτηριστικούς συνδυασμούς που ξεκινούν από γεωμετρικά σχήματα, αλλά χωρίς να προκύπτουν από αυτά με τρόπο μηχανιστικό) πρωτοεμφανίστηκε το 1944, σε ομαδική έκθεση, μαζί με τους Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, Νίκο Σαχίνη, Γιάννη Σβορώνο, Τάκη Ιατρού και Γ. Παπαδόπουλο. Το 1967 παρουσιάστηκε η πρώτη του ατομική έκθεση στο Γερμανικό Ινστιτούτο «Γκαίτε». Ακολούθησαν πολλές συμμετοχές σε ομαδικές, κυρίως στη Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, της οποίας υπήρξε καλλιτεχνικός σύμβουλος. Το 1995 η Δημοτική Πινακοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης τον τίμησε με μεγάλη, αναδρομική έκθεση του εικαστικού και γραφιστικού του έργου.
Έχοντας την τύχη να συνεργαστεί νεότατος με τον επαγγελματία λιθογράφο και γραφίστα Γιάννη Σβορώνο, ασχολήθηκε με τη γραφιστική κυρίως από τη δεκαετία του ’50 και μετά· δημιούργησε ένα προσωπικό και αναγνωρίσιμο στυλ, που τον καθιέρωσε ως έναν από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς γραφίστες και του απέφερε πλειάδα βραβείων και τιμητικών διακρίσεων (μεταξύ των οποίων και την εκπροσώπηση της Ελλάδας σε διεθνή διαγωνισμό αφίσας της Unesco, το 1962). Επιδόθηκε συστηματικά στην καλλιτεχνική επιμέλεια (εξώφυλλα, σελιδοποίηση, εσωτερική διακόσμηση) του περιοδικού Διαγώνιος (1958-1983) και των Εκδόσεων Διαγωνίου. Το γραφιστικό του έργο χαρακτηρίζεται από ποικιλία υλικών, τεχνικών και θεμάτων, καθώς και ―για μεγάλο χρονικό διάστημα― από τη στενή σχέση της εμφάνισης του εντύπου με το περιεχόμενό του.
Το μεταφραστικό του έργο είναι αξεχώριστα δεμένο με δύο από τα πιο σπουδαία μεταπολεμικά λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης: τον Κοχλία (1946-1948), όπου δημοσίευσε πεζά, αρκετές μεταφράσεις και μερικά σχέδια, και τη Διαγώνιο, όπου παρουσίασε μεταφράσεις από Τσέχους και Ιταλούς ποιητές και πεζογράφους, καθώς και σειρά κριτικών σημειωμάτων για Θεσσαλονικείς εικαστικούς καλλιτέχνες.
Μέχρι πριν από μια δεκαετία, το λογοτεχνικό του έργο ήταν κατεξοχήν μεταφραστικό. “Γύρισε” στη γλώσσα μας, με μοναδικό τρόπο, από τα μεν τσέχικα, ποιήματα των Γ. Βολκρ, Γ. Σκάτσελ, Π. Μπέζρουτς, Γ. Γόρα, Ντ. Πέσεκ (μαζί με τη Μαρία Καραγιάννη), Γ. Σάιφρτ, πεζογράφημα του Ι. Όλμπραχτ, παραμύθια του Κ. Γ. Έρμπεν, θεατρικά του Φ. Σράμεκ και των αδελφών Τσάπεκ, και από τα ιταλικά, ποιήματα των Λεοπάρντι και Σ. Κουαζίμοντο, πεζά των Μαντσόνι, Τσελίνι, Κ. Αλβάρο, Ε. Πάτι, μονόπρακτο του Πιραντέλο, δοκίμια των Α. Καπιτίνι και Ε. Τσέκι κ.ά. Ακόμη, μετέφρασε Τζον Ντος Πάσος και Χ. Αρπ. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι ο πρώτος που μας γνώρισε την τσέχικη λογοτεχνία και συνέχισε να μας ενημερώνει συστηματικά για την εξέλιξή της.
Το κριτικό του έργο δεν είναι ιδιαίτερα εκτεταμένο, ωστόσο το χαρακτηρίζει η ίδια υπεθυνότητα και συνέπεια που διατρέχει και το υπόλοιπο δημιουργικό του έργο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ξεκίνησε να δημοσιεύει σε λογοτεχνικά περιοδικά μικρά ποιήματα που συνδυάζουν το απόσταγμα της βιωμένης εμπειρίας με την ερωτική διάθεση (το 2005 συγκεντρώθηκαν στο τομίδιο Στίχοι έρωτα και αγάπης), καθώς και πολύ ενδιαφέροντα μικρά πεζογραφήματα, υπό τον τίτλο Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής και άλλες αφηγήσεις (επίμετρο: Αλέξης Ζήρας. Αθήνα, Κίχλη 2013, 221 σελ.).
Γιώργος Κορδομενίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου