Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Μακρυγιαλού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Μακρυγιαλού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18.12.21

Η πιο κρύα νύχτα

γράφει η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου



Εκείνη τη χρονιά ήταν όλα διαφορετικά. Οι γιορτές, οι άνθρωποι, οι δρόμοι, οι ευκαιρίες, η διάθεση, η χαρά. Ποια χαρά; Δεν υπήρχε, κι ας έφταναν Χριστούγεννα. Από τις άσχημες ειδήσεις που κυκλοφορούσαν, κάθε χαρούμενη σκέψη κατέληγε σε λυπητερή. Ήταν και το κρύο που δεν σε άφηνε να πάρεις βαθιά ανάσα. Πάγωνε την είσοδο της καρδιάς σου και σταματούσε τη σκέψη σου. Αυτό το κρύο ήταν ανυπόφορο. Τα παλιά τα χρόνια, όταν τα τζάμια έσπαζαν στις γωνίες, τα ματίζανε με κομματάκια γυαλί από τα άχρηστα. Ήταν τότε που δεν άνοιγες τα παράθυρα για ν’ αεριστεί το σπίτι αφού, έτσι κι αλλιώς, έμπαζαν όλα τα κουφώματα. Ήταν τότε που ο αέρας δεν κατάφερνε να στείλει πίσω τον καπνό του τζακιού, γιατί τα καλά πνεύματα φύσαγαν τα ρεύματα του σπιτιού προς την καμινάδα και τον εμπόδιζαν. 

Εκείνον τον καιρό οι άνθρωποι δεν αρρώσταιναν ούτε στο σώμα ούτε στην ψυχή, το χιόνι πάγωνε τα μικρόβια και τα έριχνε από την καμινάδα του τζακιού στην κόλαση της φωτιάς του. Έτσι έλεγε η γιαγιά της Άννας και συνέχισε να το λέει και η μάνα της· εδώ και τριάντα χρόνια, είχαν χωθεί και οι δύο σε κορνίζες και ήτανε κρεμασμένες στη φούσκα του τζακιού. Ούτε κιχ δεν άκουγες από το στόμα τους μόνο τα μάτια τους, μέσα από το τζάμι, φώτιζαν πολλές εικόνες γιορτινές από εκείνα τα βράδια που μαζευόταν η οικογένεια μπροστά στο τζάκι και διηγιόταν ο καθένας ό,τι θυμόταν από περασμένες γιορτές. Κι όλες οι ιστορίες είχαν την ίδια ζεστασιά κι ένα χρώμα χρυσό, που φώτιζε τις αναμνήσεις τους. Πάντα με το σπίτι ολοστόλιστο, εκτός από εκείνη τη χρονιά που έγειρε το δέντρο από το βάρος κι έσπασαν τα περισσότερα στολίδια του.  

Η μάνα της έκλαψε. Η γιαγιά της έκρυψε το πρόσωπό της στις χούφτες της και κοίταζε τη φωτιά μέχρι που τυφλώθηκε. Τα μικρότερα αδέρφια της κρύφτηκαν κάτω από το τραπέζι μέχρι ο πατέρας να ξαναστήσει το δέντρο όρθιο. Η Άννα δεν είχε δει ποτέ χειρότερη εικόνα. Σαν λαβωμένος άνθρωπος ήταν, σαν πεθαμένος φαινόταν και την τάραζε, όπως τάραξε και τη θεια Γιαννούλα, Θεός σχωρέστην, που πήρε τους δρόμους χειμωνιάτικα ξεμπράτσωτη και τη βρήκαν το πρωί κοκαλωμένη από το κρύο. Μέχρι το τέλος της χρονιάς έφυγε κι εκείνη, σαν άνθρωπος, σαν πεθαμένος, και πάει. Ύστερα, έφυγαν σιγά σιγά και τα δύσκολα. Έφυγε και η Άννα για την πρωτεύουσα, σπούδασε, δούλεψε, παντρεύτηκε, μεγάλωσε παιδιά και τα έστειλε στα εξωτερικά να βρούνε δουλειές. Γιατί η χώρα είχε ξοδέψει τα καλά και είχαν απομείνει τα δύσκολα. Κάνα-δυο χρονιές έσφιξε την καρδιά της και στόλισε για τα Χριστούγεννα. Μετά, το βαρέθηκε· αφού δεν ερχόταν κανένας για να το χαρεί, δεν είχε πλέον σημασία. 

Τα Χριστούγεννα που έρχονταν δεν θα τα γιόρταζε. Θα ήτανε μνημόσυνο στα πεθαμένα της και δέηση για να επιστρέψουν οι ξενιτεμένοι. Μόλις έπεσε το σκοτάδι, άφησε την τηλεόραση ανοιχτή, το ποτήρι της γεμάτο με κρασί στο τραπεζάκι και τη γάτα της μόνη στον καναπέ να χαζεύει βαριεστημένα τα τραγούδια της συμφοράς. Έβαλε κάτι ζεστό, πήρε ό,τι είχε απομείνει από το μεσημεριανό φαγητό και βγήκε. Πριν κλείσει την εξώπορτα, θυμήθηκε εκείνο το γλυκό κρασί που είχε φέρει κάποιος σε μια γιορτή και το κρατούσε για μια καλύτερη στιγμή. Γύρισε, το πήρε, και χώθηκε στη νύχτα. Ο αέρας τη χτύπησε φιλικά στο πρόσωπο και της καθάρισε τη σκέψη. Δεν πήρε ταξί. Έφτασε με τα πόδια στο κέντρο της πόλης. Έψαξε στις καβάτζες των αστέγων που έβλεπε τα πρωινά πηγαίνοντας στη δουλειά, και ήταν όλες άδειες. Σκέφτηκε άλλες παραμονές, που ο Δήμος έκανε γιορτές γι’ αυτούς, κι ένιωσε λίγο καλύτερα. Ευχήθηκε, στο χιονόνερο που έπεφτε, να τους έχουν μαζέψει και φέτος νωρίτερα από τον δρόμο, για ένα χριστουγεννιάτικο δείπνο. Ίσως εκείνη τη νύχτα να τους κράταγαν σε κάποιο ζεστό μέρος ν’ απαγκιάσουν.    

Ήταν έτοιμη να πάρει τον δρόμο της επιστροφής όταν σκόνταψε σε ένα μεγάλο και βαρύ χαρτόκουτο. Ευχήθηκε αυτός που ήταν μέσα να κοιμάται και να μην είναι πεθαμένος. Ούτε το ένα ούτε το άλλο, απλά ο άνθρωπος αγκάλιαζε το σκυλί, που είχε κοντά του, για να μπορέσει να ζεσταθεί. Κάθισε δίπλα τους, τους σκέπασε με το πανωφόρι της και άνοιξε το κρασί. Ούτε μηχανάκι δεν πέρναγε εκείνη την ώρα, ούτε ταξί στον ορίζοντα· ούτε και η ώρα πέρναγε με τέτοιο κρύο. Είχαν σταματήσει όλα σαν να περίμεναν κάτι. Πιες λίγο να ζεσταθείς, του είπε προτείνοντας το μπουκάλι προς το μέρος του άστεγου. Εκείνος δεν είχε κουράγιο ν’ απλώσει το χέρι του. Η Άννα άδειασε τα φαγητά από την τσάντα της, γέμισε δύο πλαστικά ποτήρια με το κρασί, και τους τάισε μπουκιά μπουκιά στο στόμα, μια το σκυλί και μια τον άνθρωπο· ήπιε μαζί τους όλη τη γλύκα του μπουκαλιού. Δεν κρύωνε κι ας ήταν ξεμπράτσωτη, ο Χριστός που γεννιόταν μαλάκωσε την καρδιά της. Κούρνιασε δίπλα στη φάτνη του κι ένωσε το χνώτο της με το χνώτο των ζώων που τον ζέσταιναν. Τελευταία εικόνα στα μάτια της ήταν το χιόνι, που έπεφτε πυκνό κι έστρωνε πάπλωμα λευκό στους δρόμους της πόλης. Εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ, γύρισε πίσω στο παλιό της σπίτι και χάιδεψε όλες  τις σπασμένες γωνίες των τζαμιών που ήθελαν μάτισμα. Αυτή η νύχτα ήταν η πιο κρύα όλης της χρονιάς είπε η τηλεόραση, αλλά η γάτα της δεν το άκουσε γιατί την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ. 

    

Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Σπούδασε κινηματογράφο με ειδίκευση στη σκηνογραφία και στην ενδυματολογία. Είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Δημιουργικής Γραφής, 
του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της συγγραφής. 
Συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού Μανδραγόρας
Λογοτεχνικά κείμενά της έχουν περιληφθεί σε τρεις συλλογικούς τόμους. 
Διηγήματα, κριτικές μελέτες και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και διαδικτυακά.
Από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου κυκλοφορούν δύο συλλογές διηγημάτων της: Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες (2017) και Διάψαλμα (2021). 









19.10.21

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου: Διάψαλμα



Κατερίνα Παναγιωτοπούλου

Διάψαλμα: Διηγήματα

Θεσσαλονίκη

Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2021

< ζωγραφική εξωφύλλου: Σόφι Σενόγλου, σύνθεση εξωφύλλου: Άρις Γεωργίου >

106 σελ., τιμή: 9,44 ευρώ (περιλαμβάνεται ΦΠΑ)


Για όσους παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τα λογοτεχνικά πράγματα, το όνομα της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο της, Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες (Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2017) δεν ήταν άγνωστο: Η συγγραφέας του ήταν από χρόνια (και παραμένει) μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Μανδραγόρας, όπου εκτός των άλλων δημοσιεύει συστηματικά παρουσιάσεις βιβλίων λογοτεχνίας· επιπλέον, διηγήματά της είχαν ήδη δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (μεταξύ αυτών και στο Εντευκτήριο), ενώ διατηρεί επί χρόνια το δραστήριο blog myxiesskepseis.blogspot.com.

Η Μακρυγιαλού επαινέθηκε ομόφωνα από την κριτική και διαβάστηκε / αγαπήθηκε από ένα ευρύ κοινό. 

Στον απόηχο αυτού του πρώτου βιβλίου της, πρόσφατα κυκλοφορήθηκε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της, Διάψαλμα (όπου διάψαλμα = μουσική υπόκρουση που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο τμήματα ψαλμού [λεξικό Πρωΐας]).

Το κοινό κόκκινο νήμα που διατρέχει τις ιστορίες του βιβλίου, άλλες "ρεαλιστικές" και άλλες "σουρεαλιστικές", είναι οι φοβερές συνέπειες του Εμφυλίου στις ζωές απλών, καθημερινών ανθρώπων, ιστορημένες όμως με τη χρονική απόσταση που μειώνει, τρόπον τινά, τη φρίκη τους και με τρόπο που αφήνει μόνο τη στυφή επίγευσή τους.


Ο κριτικός και δοκιμιογράφος Θανάσης Θ. Νιάρχος, στο κείμενό του που δημοσιεύεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, παρατηρεί:

Τα δεκαοκτώ διηγήματα του αφηγηματικού βιβλίου της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου Διάψαλμα τοποθετούνται αυθόρμητα και αυτόματα στην ίδια ξεχωριστή σειρά τη σχηματισμένη χάρη στο σύνολο των βιβλίων του Δημήτρη Χατζή και δύο-τριών βιβλίων τού Μένη Κουμανταρέα. 

Με την έννοια ότι το δημόσιο ή ακριβέστερα το πολιτικό στοιχείο ταυτίζεται με το ιδιωτικό, σε βαθμό μάλιστα που, αν το κάθε διήγημα διαβαζόταν ξέχωρα, θα παρέμενε πολύ λιγότερο εναργές και ολοκληρωμένο. Ενώ τώρα, χάρη στην πραγματοποιημένη αθόρυβα μέσα στα διηγήματα ανατροπή ―να είναι δηλαδή τα εντελώς προσωπικής κοπής περιστατικά που επαναφέρουν τις ιστορικές συνθήκες, όσον αφορά τα πολιτικά και τα κοινωνικά συμφραζόμενα―, γίνεται ακόμη πιο ευρύς αυτός ο χρονικός ορίζοντας, είτε πρόκειται για μία μνήμη που αφορά έναν μόνον άνθρωπο είτε για ένα κοσμοϊστορικής σημασίας γεγονός, που εκατομμύρια άνθρωποι θα καταμαρτυρούσαν τις ολέθριες συνέπειές του. 

Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου, αν και κινείται μέσα σε διακεκαυμένες περιοχές του νεοελληνικού ιστορικού γίγνεσθαι, ανακινεί (χωρίς να απιστεί στο ελάχιστο στην εγκαυστική τους) ως πρωταγωνιστική τη σπάνια ομολογημένη ―τόσο εύγλωττη όμως στην πεζογραφία της― σημασία τής εσωτερικής ζωής του ανθρώπου. 

Στην κριτική της που δημοσιεύτηκε (σχεδόν ακαριαία μετά την κυκλοφορία του βιβλίου) στην εφημ. Η Καθημερινή («Τα κενοτάφια του νου», φύλλο της 5.9.2021) επισημαίνει, μεταξύ άλλων:

[...] η Παναγιωτοπούλου υφαρπάζει, μέσω της γραφής. στιγμές όπου η πραγματικότητα γνέφει προς το ανέφικτο. Το όνειρο τρέφουν οι επιθυμίες που γλιτώνουν από τον φόβο του πόνου, ανένδοτες προσμονές. Ωστόσο, τα πρόσφατα διηγήματα δείχνουν πως ο απόηχος των ιστορικών συγκυριών, κυρίως του Εμφυλίου, παραμένει σε υψηλή ένταση, μέσα στην οποία σιγούν τα κρεσέντο της ονειροπόλησης. [...] Οταν η Παναγιωτοπούλου αξιοποιεί τα εκφραστικά της μέσα για την εξεικόνιση υπερρεαλιστικών θεαμάτων, η γραφή της καθηλώνει. Διότι δύσκολα ξεχνάει κανείς τη γυναίκα που κάθε βράδυ ξεκαρφώνει τα κεραμίδια της στέγης και τα απλώνει στον κήπο, φτιάχνοντας πάνω στο χώμα κενοτάφια, που «μέσα τους έκλεινε όσα δεν είχε προφτάσει να ζήσει».


Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Σπούδασε κινηματογράφο με ειδίκευση στη σκηνογραφία και στην ενδυματολογία. Είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της συγγραφής. Συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού ΜανδραγόραςΛογοτεχνικά κείμενά της έχουν περιληφθεί σε τρεις συλλογικούς τόμους. Διηγήματα, κριτικές μελέτες και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και διαδικτυακά. Το 2017 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες (Εκδόσεις Εντευκτηρίου). Το Διάψαλμα είναι το δεύτερο βιβλίο της. Είναι υπεύθυνη για τη λογοτεχνική σελίδα της εβδομαδιαίας εφημερίδας Ανατολικής Στερεάς Εν Δελφοίς. Επίσης, συντάσσει τις στήλες «Αντιλογίες» στο site του Μανδραγόρα και «Γράφοντας μια ιστορία» του διαδικτυακού περιοδικού Read magazine.




Έγραψαν για τη Μακρυγιαλού

Το αφηγηματικό βιβλίο της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες (δεκαοκτώ στο σύνολό τους) είναι ένα έντιμο βιβλίο, με την έννοια ότι δεν σε ξεγελάει σε σχέση με τις προθέσεις του, που είναι με έναν χαμηλόφωνο τρόπο να αποσπαστεί το “επικό” στοιχείο μιας καθημερινότητας, η οποία, αν και κοντινή μας, μας αιφνιδιάζει όσο και η πιο άγνωστη και πιο μακρινή. Θανάσης Θ. Νιάρχος, Τα Νέα, 18.5.2017

Το πρώτο βιβλίο της Παναγιωτοπούλου είναι έργο προσεκτικά φτιαγ­μένο, δουλεμένο με πολύ κόπο και χρόνο. Στα ολιγοσέλιδα διηγήματα υποβόσκει η επίμοχθη δοκιμασία τόσο με την ανάγνωση όσο και με τη γραφή. Χθόνιοι οι ήρωες, χθόνιες και οι σελίδες, όπου οι λέξεις ανθοβολούν εικόνες σπαρακτικής ομορφιάς. Μπορεί τα εξαίσια ονειροπολήματα να ξεψυχούν σε ματαιώσεις, η γλώσσα όμως κρατάει το θαύμα ανέπαφο. Λίνα Πανταλέων, Καθημερινή της Κυριακής, 25.6.2017

Με οικονομία και ακρίβεια ο τρόπος που συστήνει τα πρόσωπα των ιστοριών της η συγγραφέας. Κυλάει σαν παραμύθι η αφήγησή της με ένταση κλιμακούμενη και χιούμορ υποδόριο. Μαρία Στασινοπούλου, Εφημερίδα των Συντακτών, 29-30.6.2017

Σε μία αντιπροσωπευτική λεπτομέρεια της ποιητικής της συγγραφέως θα σταθώ. Το πρώτο κείμενο, «Η Μακρυγιαλού», συνιστά ένα υπόδειγμα του πώς να συγκροτείται ο λογοτεχνικός μύθος ενός χαρακτήρα. […] Γραφή που καταφέρνει να μυθοποιήσει τη χαρά της ζωής και της ανάγνωσης. Όχι να την εξωραΐσει, αλλά να ξορκίσει τους δαίμονές της. Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος, Εντευκτήριο, 112, Αύγουστος 2017

«Το πρώτο βήμα…» Αισθαντική παπαδιαμαντική πατίνα στο Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες (Εντευκτήριο) της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου. Aριστοτέλης Σαΐνης, Εφημερίδα των Συντακτών, 22.12.2017

[Η Παναγιωτοπούλου] Έχει έναν δικό της τρόπο να περιγράφει καταστάσεις, να στήνει υπαρκτούς ήρωες καθημερινούς αλλά και ήρωες/φαντάσματα, που θα μπορούσαν να κινούνται μέσα στις κοινωνίες και να μπερδεύουν τους “κανονικούς” με την παρουσία τους. Ήρωες με οντότητα, που η έντονη παρουσία τους όχι μόνο να γίνεται αντιληπτή, αλλά και να αποτελεί θέμα διερεύνησης και ερμηνείας ως φαινόμενο. Ελένη Χωρεάνθη, www.diastixo.gr, 16.1.2018

31.3.20

Άχρονοι καιροί




γράφει η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου


Από τις πρώτες μέρες του γενικού αναγκαστικού εγκλεισμού, λόγω της επιδημίας, άρχισαν ν’ ακούγονται καθαρότερα οι φωνές των πουλιών. Μέχρι τότε, οι νότες τους έφταναν συγκεχυμένες στ’ αυτιά της· ταξίδευαν πάνω σε ένα χαλί γεμάτο από τους θορύβους που άφηναν, περνώντας κάτω από το μπαλκόνι της, οι εξατμίσεις των μηχανοκίνητων. Τώρα τελευταία πέρναγε, αραιά και που, κανένα μηχανάκι. Ανέβαινε αργά, με κόπο, στην ανηφόρα και, ανάμεσα στις ανάσες του, άφηνε το ξάφνιασμα των πουλιών να φτάνει ξεκάθαρο στ’ αυτιά της. Όμως, πουλιά δεν έβλεπε και δεν μπορούσε να εντοπίσει από πού προερχόταν το κελάηδημα, αφού ο ήχος του διαχεόταν στις εσοχές των κτιρίων που χάραζαν τα όρια των γύρω δρόμων. Γι’ αυτό στηνόταν στη γωνιά του μπαλκονιού, έκλεινε τα μάτια και, με τα χέρια απλωμένα, σαν τον δερβίση που προετοιμάζει την επαιτεία του, άρχιζε να περιστρέφεται, αργά στην αρχή και έπειτα πιο γρήγορα, μέχρι που ζαλιζόταν και γλιστρούσε στο κρύο μωσαϊκό, υποκλινόμενη στους νόμους της φύσης. Στο κάτω κάτω, δεν είχε σημασία η πηγή αυτής τής τόσο σημαντικής απόλαυσης αλλά η παράτασή της.   

Ουσιαστικά, αυτή η κελαηδιστή ευδαιμονία δεν κράτησε πολύ. Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας εγκλεισμού, ο χρόνος σταμάτησε και μία παράξενη σιωπή σκέπασε τη γύρω περιοχή. Όσες περιστροφές και αν έκανε γύρω από τον άξονά της, τα πουλιά δεν άρχιζαν να κελαηδούν. Κι όταν σταματούσε να γυρίζει, ένας μικρός βόμβος έμενε στ’ αυτιά της για κάμποσα δευτερόλεπτα, μέχρι που τον κατάπινε και χανόταν στις λάχνες των εντέρων της σαν εξουδετερωμένος ιός. Ώσπου να καταφέρει να σηκωθεί, αναρωτιόταν πού κρύβονταν τόσα πουλιά... Αναρωτιόταν ψύχραιμα, από απόσταση, με την αδιαφορία ενός εξωτερικού παρατηρητή που έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου, σαν να μην συμμετείχε τόσες φορές σ’ αυτήν τη συναυλία, σαν να μην υπήρξαν κάποτε αυτά τα πουλιά, σαν να μην κελάηδησαν ποτέ, σαν να τα φαντάστηκε.

Στην προσπάθειά της να κλαδέψει όλα αυτά τα «σαν» για να καρποφορήσει η ανάμνηση εκείνου του τραγουδιού, που μαλάκωνε την ψυχή της, τής φάνηκε πως άκουσε ήχο νερού να περνάει κελαρυστά από τα ανοίγματα των αυτιών της. Προσπάθησε να τον μιμηθεί, όμως το τραγούδι αντιδρούσε σαν ξεχασμένο. Οι τελευταίες νότες του κρέμονταν ακόμα από το ταβάνι του μπαλκονιού. «Ακόμα», αυτή η μικρή λεξούλα μπορούσε να κρύβει τόσες ελπίδες· ελπίδες ζωής, μέχρι να σκάσουν μία μία, σαν τις διάφανες φυσαλίδες τού αφρού που διώχνουν τα χέρια όταν τρίβονται με το σαπούνι. Σαπούνι πράσινο, λευκό, κίτρινο, οποιοδήποτε σαπούνι δίχως ίχνος χρώματος και ευωδιάς, σαπούνι φαρμακευτικό, σαπούνι απολύμανσης, το σαπούνι της ζωής της από δω και πέρα.
Όσο ο καιρός περνούσε άχρονος, άφηνε τον εαυτό της να επαναλαμβάνει, με θρησκευτική ευλάβεια, τις ίδιες κινήσεις. Ξέπλενε τα χέρια της, τα σκούπιζε σφιχτά με πετσέτες, που τις άλλαζε συχνά για να μη γίνονται εστία μικροβίων, και τα άλειφε με τη διάφανη γέλη της αποστείρωσης, τρίβοντάς την πάνω τους μέχρι η σάρκα τους να ξεράσει ό,τι περιττό. Ύστερα, τα τίναζε στον αέρα και τέλος, με διαδοχικές κατακόρυφες κινήσεις, χτύπαγε τις παλάμες της πάνω στα ρούχα της, όπως ένα νήπιο βουτάει το χέρι του σε ζελέ φράουλας και ζωγραφίζει ταμπονάροντας τον ξερό τοίχο.
Η μυρουδιά του αντισηπτικού τής θύμιζε εκείνα τα αλουμινένια φακελάκια που έρχονταν κατά καιρούς με τα δέματα του θείου από την Αμερική. Η μάνα της, νομίζοντας πως ήταν ροφήματα, άδειαζε το περιεχόμενό τους σε νερό και, όταν αυτό έλιωνε, τής το έδινε να το πιει, για να πάρει δύναμη. Εκείνη όμως, ας ήτανε μικρή, ήξερε ότι το έκανε για να μην πάνε χαμένα. Το ζελέ των φρούτων ήταν ακόμα άγνωστο και η γεύση του, που έμοιαζε με φάρμακο, την έκανε ν’ αναρωτιέται για τα γούστα των Αμερικάνων. Φυσικά, αντιδρούσε, άφηνε τη σκόνη να κατακάθεται μέχρι να γίνει γέλη μαλακή και ύστερα, αφού έχυνε το νερό, την έπαιρνε με τη χούφτα της και πασάλειβε τους τοίχους στον δρόμο μέχρι το σχολείο.
Την ίδια μυρουδιά ανάδιναν και τώρα τα χέρια της, καθώς τα κούναγε για να στεγνώσουν και να απαλλαγεί από το οινόπνευμα τού απολυμαντικού, που της έκαιγε το δέρμα. Από τότε που η επιδημία πλημμύρισε τον τόπο, έπλεε σε άγνωστα, βαθιά νερά, όπως και όλος ο κόσμος. Τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Ό,τι είχε δικό της χώραγε μέσα σ’ αυτό το σπίτι, που την αγκάλιαζε εφαρμοστά σαν καβούκι χελώνας. Ένα καβούκι που την προστάτευε σαν ασπόνδυλο και δεν την άφηνε να παραδοθεί στον εισβολέα. Αν κατέθετε τα όπλα θα γινόταν το κιβούρι που θα δήλωνε το τετελεσμένο. Από κείνη λοιπόν τη μέρα, που σταμάτησε ο χρόνος και άρχισαν να πεθαίνουν οι άνθρωποι σαν τα κοτόπουλα, απομονώθηκε στο καβούκι της κι έπαψε να μοιράζεται τον εαυτό της. Τώρα έπρεπε να βρει τρόπους να τον αντιμετωπίσει και να γεμίσει τα κενά που άφησαν πίσω τους οι μέριμνες. Τόσα χρόνια ήθελε ν’ απαλλαγεί από αυτές και, όταν εξαφανίστηκαν από μόνες τους, δεν ήξερε τι να κάνει τον χρόνο που της περίσσευε.

Παρότι ο χρόνος έμενε ακίνητος, τίποτα δεν ήταν σταθερό και σίγουρο. Μέσα σ’ αυτήν την αμηχανία, ο εαυτός της άρχισε να γίνεται απρόβλεπτος και ενοχλητικός, γι’ αυτό έβρισκε δικαιολογίες για να τον αποφεύγει. Έπλενε όσα σερβίτσια πιάτων και ποτηριών είχε και απορούσε τι τα ήθελε τόσα πολλά, αφού ήταν σχεδόν αχρησιμοποίητα, και από δω και πέρα δεν θα τα χρειαζόταν. Κατέβαζε τα ρούχα από τις ντουλάπες και τις καθάριζε. Άδειαζε τα συρτάρια κι έπλενε τα ασπρόρουχα. Όταν βαρέθηκε, άρχισε να ψάχνει στα κανάλια για κάτι πιο ενδιαφέρον, εκτός φυσικά από τα δελτία ειδήσεων, που την έσπρωχναν στην κατάθλιψη. Στάθηκε αρκετά στις εκπομπές μαγειρικής και σημείωσε πολλές συνταγές για καλεσμένους που δεν θα έρχονταν ποτέ. Κι αφού τις βαρέθηκε κι αυτές, δεν βρήκε κάτι καλύτερο και εκνευρίστηκε με τις γελοιότητες που έδειχναν τα κανάλια, προσπαθώντας να κερδίσουν το ενδιαφέρον των τηλεθεατών. Ας έβαζαν, τουλάχιστον, κανένα πρόγραμμα γυμναστικής για να καίνε οι ενδιαφερόμενοι όσα μάσαγαν προσπαθώντας να εκτονώνουν το άγχος τους· θα ήταν καλύτερα.

Τελευταία, ο ήλιος έδειχνε συχνότερα το πρόσωπό του, όμως εκείνη τη μέρα μπαινόβγαινε στα σύννεφα εκνευριστικά. Πήρε ένα βιβλίο στην τύχη και βγήκε στο μπαλκόνι. Η αβάσταχτη σιγή που επικρατούσε της τρύπαγε τα τύμπανα. Κάθισε σε μια πολυθρόνα και προσπάθησε να διαβάσει. Στα απέναντι μπαλκόνια ο κόσμος παρέμενε αμίλητος. Κάποια παιδιά με τα τάμπλετ στα χέρια, αμίλητα κι αυτά, την κοίταξαν για λίγα δευτερόλεπτα με άδεια βλέμματα. Ή ήταν συνηθισμένα σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής ή δεν είχαν ακόμα αντιληφθεί την έλλειψη που προκαλούν η στέρηση και ο φόβος, σκέφτηκε. Τότε κατέθεσε τα όπλα, άφησε το βιβλίο να γλιστρήσει από τα χέρια της, βυθίστηκε στον εαυτό της και κολύμπησε μέσα του.
Η ηλιαχτίδα που πέρασε ανάμεσα από τα βλέφαρά της, την έφερε πίσω στην πραγματικότητα. Στο μωσαϊκό το παλιό αναγνωστικό ήταν ανοιγμένο στο κεφάλαιο της άνοιξης. «Ήρθαν τα χελιδόνια» έγραφε ο τίτλος. Ένας γνώριμος ήχος την έκανε να σηκώσει τα μάτια ψηλά· δύο χελιδόνια έχτιζαν τη φωλιά τους στο γείσο του μπαλκονιού.   

Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. 
Σπούδασε σκηνογραφία-ενδυματολογία. 
Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. 
Είναι τελειόφοιτη του Μεταπτυχιακού Τμήματος Δημιουργικής Γραφής 
του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της συγγραφής. 
Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. 
Το 2017 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου η συλλογή διηγημάτων της Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες. 
Είναι υπό έκδοση, πάλι από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου, το δεύτερο βιβλίο της.




























   




22.5.19

Μαρία Σκουρολιάκου: Μακρυγιαλού. Μία σύγχρονη ηθογραφία




Όταν πρόκειται να σχολιάσουμε ένα βιβλίο, μπροστά μας εμφανίζεται το ερώτημα: τι κομίζει ο δημιουργός και με ποιον τρόπο μάς μεταδίδει τα μηνύματά του. Ο λόγος έχει συμπαντικές διαστάσεις. Έλκει μέσα του όλο το εξωτερικό και εσωτερικό περιβάλλον του γράφοντος. Εμπειρίες, συναισθήματα, αυτοσυνείδηση, συνειδήσεις των άλλων γύρω του, που καλείται να κλείσει σε μία φόρμα γραφής. Ξεδιπλώνοντας τις συνιστώσες αυτού του λόγου, εδώ, στο βιβλίο της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες, μολονότι έχουμε να κάνουμε με πεζογραφία, υπάρχει ποίηση και αισθαντικότητα που μας συναρπάζει.

Μας ξάφνιασε λοιπόν με την εντυπωσιακή αφηγηματική της δεινότητα η συγγραφέας, η οποία με ιδιότυπο τρόπο αποτυπώνει το ανθρώπινο δράμα και φιλοσοφεί και γι’ αυτό και για το άρρητο της οδύνης. Με ποιητική πυκνότητα, υπερβαίνει τον χρόνο της δράσης κι ακροβατεί ανάμεσα σε κοφτερές αλήθειες και μύθους που αλλάζουν φορεσιές μέσα στις εποχές. Το πραγματικό με το φανταστικό αλληλοσυμπληρώνονται και αποστάζουν την ηθογραφία μιας κοινωνίας επαρχιακής κυρίως, με τα χαρακτηριστικά, τις συνήθειες, τις προκαταλήψεις, που διαμορφώνει ο μικρός και περίκλειστος τόπος, ο οποίος βρίθει από στέρηση, μοναξιά, καταχωνιασμένα συναισθήματα και γιγαντωμένο φθόνο. Kοινωνικές συμβάσεις που γεννούν δράματα, ζωές που γερνούν παράκαιρα κι ο φόβος για τον θάνατο, που μερικές φορές γίνεται μοιραίος.

Η μικρή φόρμα των διηγημάτων έχει ιδιαίτερη δύναμη καθώς, δίχως να κουράζει, γίνεται υποβλητική και κάνει τον αναγνώστη αμέσως κοινωνό της ιδιαίτερης ματιάς της δημιουργού. Στις περισσότερες ιστορίες καλούμαστε να αναγνωρίσουμε και να αποκρυπτογραφήσουμε τη σαρωτική αφήγηση, που εντρυφεί στα ενδότερα των ψυχών με τρόπο ρεαλιστικό και νατουραλιστικό. Με κομμένη την ανάσα, παρακολουθούμε ιστορίες ανθρώπων με αδιέξοδα και πάθη, σαράκια μνήμης, μισοφωτισμένα αισθήματα· φιγούρες σκιώδεις, τραγικές, δοσμένες με εξαιρετική περιγραφή, που αναδεικνύει πώς λοξεύει η ζωή και ματώνει. Πώς μέσα στους βασανισμένους και στη μοίρα τους κρύβεται το γιατί κάθε μαχαιριάς, καθώς σβαρνίζεται ο άνθρωπος στους τέσσερις αγέρηδες άγριων καταστάσεων και καταχωνιασμένων καημών. Το βλέμμα της Παναγιωτοπούλου κάνει άλματα ανάμεσα σε χάσματα και περάσματα στο αλλόκοτο και στην τραγωδία, αφήνοντας αλλού να αιωρείται κι αλλού να τελείται η κάθαρση. Άλλες φορές πάλι, με τρυφερότητα ανασύρει τις παιδικές μνήμες με τα μικρά τιμαλφή τους, που βρίσκουν στον καθένα μας τη δική τους γωνιά κι ακουμπάνε οικεία και νοσταλγικά.

Δεκαοκτώ ιστορίες εικαστικής γραφής, οι οποίες πατούν στέρεα στο χώμα της παράδοσης, όσον αφορά τον τόπο και την ανθρωπογεωγραφία του· το ίδιο και τα ονόματα Μακρυγιαλού, Γιωργού, Θυμιούλα, η περιοχή της Αγιανάργυρης, καθώς και σκεύη και αντικείμενα της μνήμης μας. Πίνακες με προοπτική, που η Παναγιωτοπούλου ζωγραφίζει σε κάθε διήγημα διαφορετικά, φωτίζοντας αθέατες πτυχές, επίπεδα χρονικότητας και κόσμους χθεσινούς. Εντούτοις, τα πρόσωπα μπαινοβγαίνουν από το παρελθόν στο παρόν, και νιώθουμε σαν να συμβαίνουν τώρα, γύρω μας, όσα μας εξιστορεί.

Μία συλλογή διηγημάτων μεστής γραφής, με κυρίαρχα, τα στοιχεία της έκπληξης και της ανατροπής, τα οποία η συγγραφέας χειρίζεται άψογα. Η γλώσσα της είναι ρέουσα, με πλούσια εκφραστικότητα και θαυμαστή ευλυγισία. Η Παναγιωτοπούλου διαθέτει αφηγηματική ικανότητα και πλάθει με τέτοιο τρόπο τους ήρωες, ώστε βιώνει τα αισθήματα και τα πάθη τους, εισχωρεί στις ζωές τους, εκφράζει τις μύχιες σκέψεις τους, βοά με τις κραυγές τους, τους δομεί με επιδεξιότητα κι ανασαίνει μαζί με τον αναγνώστη κινητοποιώντας μηχανισμούς ταύτισης.  

Η Μακρυγιαλού. Μοναδική επιζήσασα απ’ το ναυάγιο τού, υπό ξένη σημαία εμπορικού πλοίου. Η μαύρη φορεσιά της συντηρεί τη θολή εικόνα τής γεμάτης απώλειες ζωής της και η βυσσινιά τεράστια μαντίλα, κρυπτική, περπατάει τον μύθο και τα αναπάντητα ερωτήματα γύρω από τη μορφή και τη μοίρα της που την ξέβρασε στο γιαλό. Όποια εκδοχή κι αν αφήνει η συγγραφέας να πλανάται στη φαντασία, καταδεικνύει το φοβερό άγνωστο που καταδυναστεύει τον άνθρωπο και τις συνέπειες που συναντούμε στη λαϊκή σοφία διαχρονικά. Τις ψυχογραφίες, που δομούνται γύρω από κάθε αποσυνάγωγο πλάσμα που κινείται ανάμεσά μας κι ερμηνεύει έμπρακτα τα βάραθρα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Λαθρεπιβάτισσα, αερικό, καπετάνισσα, δίχως όνομα. Στο πρόσωπό της φώλιαζαν οι σκιές. Στο πρώτο αυτό ταξίδι συναντάμε το υπέροχο παραμύθι τόσο γλαφυρά δοσμένο, όπου σε κάθε περιγραφή παραμονεύει η έκπληξη, κι ακολουθούμε τους μύθους της ηρωίδας, που περνούσαν τα σύνορα και κύκλωναν τη γη. Πόσες πτυχές, πόσες ζωές είχε;

Η Μακρυγιαλού ενσαρκώνει το μυστήριο και το δίπολο που συμπορεύεται με την ανθρώπινη φύση και ανάλογα με τις δυνάμεις που δρουν σύμφυτα, επίκτητα και συμπτωματικά πορευόμαστε...
     Παρακάτω, ένας δίσκος κουβαλάει μνήμες και ιερές λεπτομέρειες των ημερών που κρύβουν πολλές φορές τραγικά γεγονότα, καταχωνιασμένα στα υπόγεια της ύπαρξης μαζί με τις διπλωμένες πληγές. Κομμάτια ζωής, ανάσες, αφή σωμάτων, γεύσεις, αντικείμενα, δεμένα με απώλειες και καημούς ισόβιους, όπως ο καημός της χαροκαμένης μάνας.
      Άλλες φορές, απ’ το βαθυπέλαγος των ψυχών ανασύρονται τα σπαράγματα του ναυαγίου. Εκεί, σαν όνειρο, σαν όραμα, σαν ενστικτώδης περιέργεια, έρχεται μία αλλιώτικη κλήση κι αποκαλύπτει τα πικρά μυστικά που θάφτηκαν βαθιά, γιατί στο φως συνέχεια ματώνουν. Κι άλλοτε ανεμίζουν μαύρο πανί ονομασμένο ή ανώνυμο, μα πάντοτε υφασμένο σε μοιραία ζαριά θανάτου. Τότε η καρδιά ρίχνει αλμυρό νερό τα δάκρυα, για να δροσίσει τον καημό. Να ξεσπάσει.

Στο διήγημα «Ο φόβος», μέσα από την αφήγηση περνούν τα φιλοσοφικά ερωτήματα για τον θάνατο, κι ήδη από τον τίτλο δίνεται το στίγμα της αγωνίας και του τρόμου μπροστά στο αναπότρεπτο που φωλιάζει στα στοιχεία της φύσης σαν είμαστε παιδιά. Και τούτο η συγγραφέας το περνά εντέχνως μεσ’ από την ηλικιακή διαδρομή μας.
     Η Περσεφόνη είναι παρούσα διαχρονικά κι ο Νότης με τη μάνα του να δίνουν μάχες για το νόημα του μύθου. Το δίπολο ύπαρξη - ανυπαρξία κεντιέται με ιδιαίτερο τρόπο από τη συγγραφέα. Ο Νότης με τον τρόμο του θανάτου να τον στοιχειώνει κι ο αέρας, σηματωρός, να φυσάει αλύπητα και να λυσσομανά μέσα του. Η θρησκευτική καταφυγή, για να τον λυτρώσει, επίσης παρούσα. Να φωλιάζει εκείνος στην αγκαλιά της μάνας, να σωθεί απ’ το κυνηγητό του αέρα. Γλίτωσε τελικά; Οι φιλοσοφικές προεκτάσεις, οι οντολογικές αναλύσεις των ηρώων, παράλληλα με το συναισθηματικό φορτίο και τις εξαιρετικές περιγραφές των στιγμών και των στοιχείων της φύσης, συγκροτούν ένα εξαίσιο διήγημα.

Στην «Ταφή της Αντιγόνης, μαζί με το κουτί, ξεθάβεται και η ιστορία της παιδικής εκδίκησης· της ιδιότυπης δικαιοσύνης που ζητούν τα παιδιά όταν τα αδικούν. Η Αντιγόνη έχει το καταφύγιό της στο τέρμα του κήπου. Εκεί όπου κρύβονται πάντοτε τα παιδιά για να ονειρεύονται μακριά απ’ τον κόσμο. Σ’ ένα δέντρο συνήθως, που απαγκιάζει τα σχέδιά τους, τα γιατί, τους αθώους θυμούς τους.

Η συγγραφέας εδώ ανοίγει τη μεγάλη πόρτα των συναισθημάτων της ωριμότητας, όπου τακτοποιούνται τα άλυτα της ενοχής και αποδίδονται στα μισεμένα πρόσωπα τα χρωστούμενα. Τρυφερή και λυτρωτική η πράξη της ταφής...

Διαβάζω:
Αυτή τη φορά ήταν σίγουρη πως το μυστικό της θα έμενε καλά κρυμμένο για πάντα.
«Μάνα, στο έφερα» φώναξε η Αντιγόνη με όση δύναμη είχε κι ένιωσε να ξαλαφρώνει. Μετά από πενήντα τρία χρόνια. Στον κήπο δίπλα στο εκκλησάκι, που αναδύεται ολόλευκο μέσα από τα κόκκινα γαρύφαλλα, η Αντιγόνη φύτεψε μια κοντούλα, ίδια μ’ εκείνην την παλιά. Και κάθε που φυσάει τ’ αεράκι, το δέντρο χαϊδεύει με τα φύλλα του τα μαύρα γράμματα στην πρόσοψη, πάνω από το πορτάκι. «Κύριος αγαπά δικαίους! Κύριος δικάζει τους τεθνεώτας!»

Οι διαδρομές του βιβλίου είναι γεμάτες ποίηση και νοσταλγία.
     Ένα τραίνο ταξιδεύει τα όνειρα. Καταργεί την ακινησία της ζωής στον ίδιο κύκλο. Αποχαιρετισμοί, αποχωρισμοί, τόσο οικείοι για όλους μας, κι η λαχτάρα της φυγής κοινός τόπος. Το μετά έρχεται να μας προσγειώσει σε σταθμούς και προορισμούς. Όπως τη Γιώτα, που οι εποχές πέρασαν από πάνω της μαζί με τις διαδρομές του τραίνου. Και δεν ήρθε ό,τι περίμενε. Έβγαλε εισιτήριο με επιστροφή για το πατρικό της. Αφέθηκε στις μυρωδιές και στα αγγίγματα των απτών πραγμάτων. Η συγγραφέας, σε μια εκπληκτική αλληγορία, με τη φωνή της γειτόνισσας, λέει τις μεγάλες αλήθειες του άλλου μέσα μας, σε έναν διάλογο-πάλη, να δικαιολογηθεί ό,τι δεν πραγματώθηκε:
«Μα ο αγώνας κλείνει τα παράθυρα και δεν ακούς το τραίνο της ζωής να σφυρίζει το πέρασμα από τ’ όνειρο στην πραγματικότητα», συνέχισε η γειτόνισσα κι έφτυσε στον κόρφο της, μην τυχόν και πέσει στην ανάγκη της Γιώτας.  

Ύστερα, οι βαθιές φωνές της μάνας βρήκαν τον στόχο τους στον σταθμό της αυτογνωσίας.
     Από ιστορία σε ιστορία, η θλίψη ή το παράταιρο εναλλάσσονται με την τρυφεράδα. Με το μαζί της αγάπης. Νερό η ευτυχία ανάμεσα στα δάχτυλα γράφει το σημείωμα της Ρούλας. Μετά, η θάλασσα είχε παγωμένο βυθό, όπως το χέρι της.
    Η Θυμιούλα πάλι, από τα χρόνια της Κατοχής κουβάλαγε αληθινές ιστορίες πολέμου κι ανομολόγητου έρωτα με τον κατακτητή. Σκλήρυνε από την αποπομπή κι ύστερα... Κάθε ύστερα έχει στη γραφή της Κατερίνας και μια απρόβλεπτη τροπή.
    Αλλού, η οργή κα η επιθυμία για εκδίκηση ποτίζουν τις ζωές και τις θολώνουν, ώσπου άγριες μαχαιριές δίνουνε τέλος σε ματωμένα τάματα.
    Κι αλλού, πάνω σε λειψές υπάρξεις, που η φύση τις αδίκησε, ξεσπούν τα ανάνθρωπα ένστικτά τους οι ευνοημένοι αρτιμελείς. Πράξεις θηριωδίας που έρχονται από μακριά, σαν παραμύθια αλλόκοτα, και οι περιγραφές τους σε τρομάζουν με τη φρικτή τους αλήθεια.

Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου ερευνά κάθε αμφιλεγόμενο πρόσωπο, αποκαλύπτοντας τα βαθιά αίτια, που απαιτούν ειδική θεώρηση και γνώση. Χωρίς ν’ αφήνει ανερμήνευτο το υπέδαφος κάθε πράξης. Η απόδοσή τους σχοινοβατεί σε γκρεμούς, καθώς το ανθρώπινο στίγμα ανά πάσα στιγμή χάσκει.
    Η Γιωργού στο ομώνυμο διήγημα δεν ονομάζεται τυχαία με τον τόνο να καταπλακώνει την τελευταία συλλαβή του ονόματός της. Εκείνη την εποχή στην ελληνική επαρχία υπήρχε σοβαρός λόγος για να τονιστεί ένα όνομα στη λήγουσα. Η γυναίκα θα είχε τσαγανό, θα ήταν αυταρχική, θα ’χε το πάνω χέρι. Έτσι κι η Γιωργού, που όπως μας λέει η συγγραφέας: Άστραφτε και βρόνταγε. Είχε τον πρώτο λόγο και δεν υποχωρούσε. Όσα δεν έφτανε το μπόι της τα συμπλήρωνε το τσαγανό της. Όταν ο τεντωμένος δείχτης δεν έφερνε αποτελέσματα, σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών κι ορμούσε στον άντρα της με νύχια και με δόντια.
    Η κοινωνία στη συναρπαστική αυτή ιστορία θέλει τη Γιωργού να περνάει από σαράντα κύματα. Να προδίδεται και να χάνει το βάρος από το όνομά της. Να το ξαναβρίσκει και να κυριαρχεί ξανά με τη θηλυκή της υπόσταση, γιατί ο δυναμισμός της βρήκε τον τρόπο. Κι όταν πέθανε ο άντρας της, στα γεράματά της πια, πάλι σαν Γιωργού έκαμε στάχτη τη ζωή της. Έτσι είπαν, αλλά δεν αποδείχτηκε, θα πει ανατρεπτικά η συγγραφέας. Γιατί στο βάθος η αθέατη πλευρά κρύβει αιτίες και ερημιές που το επιφανειακό βλέμμα των ανθρώπων δεν αντιλαμβάνεται.
    Κι εδώ έχουμε μία πολυσημία, με ανάδειξη ιδιαίτερων καταστάσεων και ερμηνειών στα χρονικά, στα εθιμικά και στα ηθικά δεδομένα.

Οι ιστορίες του βιβλίου περιέχουν γυναίκες ηθικές ή παστρικιές κι άντρες ντόμπρους ή υποκριτές, στον κλοιό κατεστημένων συμβάσεων, προκαταλήψεων, θρησκοληψίας, ανάμεσα στο όνειρο και στο γκρίζο τείχος της κάθε ημέρας.
    «Αθώοι αυτόχειρες» συγκλονίζουν, κι ο έρωτας γυμνώνει το θρησκευτικό ένδυμα. Το πάθος σπάζει όλα τα φράγματα και στ’ όνομά του, το έγκλημα και η αυτοχειρία, αν και αντιβαίνουν το τρομαχτικό φορτίο των εντολών, αυτοκαταργούν την ενοχή με τις ακραίες αποφάσεις στις οποίες οδηγεί η απελπισμένη αγάπη.
    Ο γιος της Αδριανής πάλι, που δεν μεγάλωσε ποτέ, όλη τη φρίκη της απόρριψης που κρατούσε μέσα του, τη σκόρπισε θάνατο. Άγρια, ανομολόγητα αισθήματα, καταχωνιασμένα στα βύθια του. Το μετά είναι το ίδιο άγριο και θανατερό.
    Η Παναγιωτοπούλου καταγράφει τις εσωτερικές μάχες με τους δαίμονες που κουβαλάει ο καθένας. Καταγράφει τον γκρεμό του ανθρώπου που δεν αντέχει τα μαχαίρια, που δεν καταφέρνει να νικήσει τον άλλον εαυτό εντός του και συνθλίβεται.

Στον «Καθρέφτη», διαχρονικό και επίκαιρο διήγημα, ο ήρωας ταλανίζεται από την κρίση, την ανεργία και την αποτυχία, παρατημένος από τη γυναίκα του και μακριά από τον γιο του. Η ακατάπαυστη μάχη του γίνεται με διαλόγους μπροστά σ’ έναν καθρέφτη. Ποιητικές αποχρώσεις, διάχυτη πίκρα, τσακισμένα όνειρα κι οι προτροπές του, στο παιδί:
«Να φύγεις παιδί μου, ν’ ανασάνεις τη ζωή. Να βρεις ανθρώπους ν’ ακουμπήσεις σε όνειρα που σε θέλουν. Να ζήσεις. Να σ’ αποδιώχνουν οι καημοί κι οι γυρισμοί. Να σ’ αγκαλιάσουνε γαλήνιες θάλασσες και δροσερές στεριές». [...] Μη σου ζητήσουν πληρωμές οι ώρες που σπατάλησα, μη σε δικάσουνε τα λάθη μου». Διάβασε από την αρχή όσα έγραψε, πρόσθεσε δυο συγνώμες για αντίο και δίπλωσε το χαρτί σταυρωτά πάνω στο τραπέζι. Ύστερα ένωσε τα δυο κομμάτια του μολυβιού και βγήκε στο χαγιάτι.

Οι πιο πολλοί ήρωες της Παναγιωτοπούλου επιλέγουν την αυτοχειρία ή την εκδίκηση, μην μπορώντας να λύσουν τα αδιέξοδα, να δικαιώσουν τα πράγματα ή για να εξιλεωθούν. Η επιλογή της συγγραφέως λειτουργεί καταλυτικά, τοποθετώντας τον αναγνώστη στην άλλη όχθη να συνδιαλέγεται με τον δικό του καθρέφτη.
Η συλλογή κλείνει με τις ξεχασμένες ταχυδρομικές ιστορίες. Με ένα διήγημα στον ίδιο κύκλο της απώλειας.
    Ξετυλίγει τρυφερά τη διαδρομή, με γλαφυρές περιγραφές για τη φύση και τον ήρωά της, όπου εκεί που φυτρώνει η ελπίδα για ένα ξεκίνημα, έρχεται το πεπρωμένο να ανακόψει το σχεδιασμό του. Φθινόπωρο πρέπει να χάθηκε η Μακρυγιαλού, σκέφτηκε ο Γιάννης. Φθινόπωρο χάθηκε κι ο Γιάννης. Σαν τον παππού του, εκεί, στο ίδιο στοιχειωμένο μέρος.

Δικαιωμένοι ή αδικαίωτοι, οι ήρωες της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου στο πέρασμά τους από τις σελίδες του βιβλίου αφήνουν την ψυχή μας φορτωμένη με ποικίλα συναισθήματα. Ανοίγουν παράθυρα στη μνήμη μας και ξεχύνονται ονόματα σαν της Γιωργούς και της Θυμιούλας· ξεφυτρώνουν γειτονιές κι αλλοπαρμένα πρόσωπα που συναντήσαμε, μυστικά που στοίχειωσαν τον ύπνο μας, μαθαίνοντας ψιθυριστές κουβέντες που αφουγκραζόμασταν πίσω από τις μισάνοιχτες πόρτες. Μύθοι και διηγήσεις, φόβοι, σκιές, τραίνα που κλέβανε τα μάτια μας κι ονειρευόμαστε ταξίδια αταξίδευτα.

Η Μακρυγιαλού, τυλιγμένη στο βυσσινί σάλι της, αν και δεν γνωρίζει κανείς από πού ήρθε, είναι σίγουρο πως δεν χάθηκε. Η Μακρυγιαλού ήρθε για να μείνει. Θα συνεχίσει να ταξιδεύει μέσα από τη γραφή της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου, συναρπαστική από την πρώτη ώς την τελευταία σελίδα, με τον ποιητικό ρεαλισμό και τη σκαπτή ύλη της γραφής της που ανέδειξε τις πικρές γωνιές του κόσμου τόσων αποσυνάγωγων ανθρώπων οι οποίοι ζούσαν και ζουν ανάμεσά μας· και με το τραγικό στοιχείο που μετάγγισε στις λέξεις της από τη μοίρα τους και τις απόκρημνες περιοχές της ψυχής τους.




Kατερίνα Παναγιωτοπούλου


Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες

Θεσσαλονίκη

Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2019

85 σελ.

ISBN 978-960-7568-52-6

τιμή: 9,00 ευρώ




Η Μαρία Σκουρολιάκου εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Σπουδάζει ελληνικό πολιτισμό στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
-->
Δημοσιεύει ποίηση και κριτική. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές· τελευταία: Χρώμα αύριο (2015), η οποία τιμήθηκε το 2017 με το Βραβείο Μάρκου Αυγέρη.