γράφει η Χρυσούλα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, το γένος Σαδικάριο
Όταν ο πατέρας της τυφλώθηκε, μετά τον θάνατο του Ιζιντόρ,
του μεγαλύτερου αδελφού της, η δευτερότοκη Ζάννα αναγκάστηκε να σταματήσει το
σχολείο και να δουλέψει. Η μητέρα δεν υπήρχε περίπτωση να βγει στη δουλειά. Δεν
μιλούσε παρά μόνον τα σεφαραδίτικα, κι είχε να φροντίσει τα μικρότερα παιδιά και
τους παππούδες, που έμεναν μαζί τους σ’ ένα διώροφο στην Πλάτωνος.
Η μεγάλη κόρη, άξια και έξυπνη, δεν άργησε να μάθει
τη δουλειά στο λιθογραφείο του Κούτσαρη. Τα ελληνικά της άλλωστε ήταν πολύ
καλά. Δύσκολα την ξεχώριζες από χριστιανή.
Οι δικοί της δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκοι. Απλώς, ως
μεγαλύτεροι, ήταν περισσότερο ψυλλιασμένοι και βεβαίως απολύτως ανήσυχοι με
φιλίες αλλόθρησκες, που θα μπορούσαν ενδεχομένως να διαταράξουν την τάξη των
πραγμάτων: έναν καλό γάμο, αυτονόητα με ομόθρησκο, επιστροφή στις δουλειές του
σπιτιού, παιδιά, φροντίδα για τους παππούδες και τις γιαγιάδες, σεβασμό στην
οικογένεια και στις παραδόσεις της.
Σ’ αυτά τα ζητήματα ο πατέρας ήταν άτεγκτος.
Και η ίδια δεν υπήρχε περίπτωση να φέρει σε δύσκολη
θέση τους δικούς της, να ξεγραφτεί από την οικογένεια απλώς για να πάει με έναν
χριστιανό. Ούτε καν με τον Ηρακλή, ένα όμορφο παλικάρι, μάστορα στο ίδιο
λιθογραφείο, που αν τα πράγματα εξελίσσονταν διαφορετικά, αν δηλαδή δεν
μεσολαβούσε η κατοχή και τα στρατόπεδα, ούτε που θα της περνούσε από το μυαλό
πως θα μπορούσε να κάνει οικογένεια μαζί του.
Στην προπολεμική Θεσσαλονίκη οι σχέσεις των δύο
μεγαλύτερων κοινοτήτων της πόλης ήταν σε γενικές γραμμές ειρηνικές και παράλληλες.
Oι κοινωνικές επαφές ―τουλάχιστον στην
εργατική τάξη― σπάνια υπερέβαιναν τα όρια της οικονομικής συναλλαγής.
Τα πράγματα δεν φάνηκε να αλλάζουν για τους
εβραίους της Θεσσαλονίκης, με την έναρξη του πολέμου. Ένα από τα ξαδέλφια της Ζάννας
είχε πολεμήσει στο αλβανικό και είχε γυρίσει από το μέτωπο, όταν οι Γερμανοί
μπήκαν στην πόλη. Δεν ήταν ο μόνος εβραίος Έλληνας πολίτης που μετείχε στον
πόλεμο του ’40 ή, αμέσως αργότερα, στην αντίσταση εναντίον των Γερμανών.
Υπολογίζεται ότι περί τους 13.000 Έλληνες Εβραίοι
πολέμησαν στον ελληνικό στρατό.
Τον πρώτο χρόνο της γερμανικής κατοχής, από τον
Απρίλιο του 1941, εβραίοι και χριστιανοί της Θεσσαλονίκης υπέφεραν το ίδιο, και
η Ζάννα συχνά ταξίδευε στην ύπαιθρο για να βρει στάρι ή καλαμπόκι για τους
δικούς της. Δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμη οι φήμες για διώξεις εβραίων και για στρατόπεδα
συγκέντρωσης στην Πολωνία. Πολύ λιγότερο για συστηματικό σχέδιο εξόντωσής τους.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν με τα δύο γκέτο στα
ανατολικά και στα δυτικά της πόλης, με τους περιορισμούς στην είσοδο και την
έξοδο απ’ αυτά, και με το κίτρινο άστρο στη μεριά της καρδιάς.
Οι περίπου 60.000 εβραίοι της Θεσσαλονίκης είχαν
αποκτήσει πλέον διακριτικά.
Τα επόμενα ήταν απλώς θέμα χρόνου.
Το σημερινό πάρκινγκ αυτοκινήτων στην ίδια πλατεία
ελάχιστα θυμίζει στους νεότερους ή στους επισκέπτες της πόλης τον τόπο του
μαρτυρίου τους. Μόνον ένα γλυπτό, που φιλοτεχνήθηκε με δαπάνες της Ισραηλιτικής
Κοινότητας, επιτράπηκε από το Δήμο Θεσσαλονίκης να στηθεί στην άκρη της, για να
θυμίζει, σε όσους ήδη το γνωρίζουν (και να ενοχλεί τους σύγχρονους νοσταλγούς
του ναζιστικού παρελθόντος), τη θέση απ’ όπου άρχισε για τους εβραίους της
Θεσσαλονίκης ο διωγμός.
Στη Σαλονίκη, τη μητρόπολη των Βαλκανίων, τη
δεύτερη Ιερουσαλήμ, τη μητέρα του Ισραήλ, έμπαινε σε εφαρμογή το σχέδιο της
τελικής λύσης. Τα 2,5 δισεκατομμύρια δραχμές που συγκέντρωσε η Ισραηλιτική Κοινότητα
για να εξαγοράσει τη ζωή τους, απλώς καθυστέρησαν κατά λίγους μήνες τη μαζική
τους εκτόπιση.
Η προσπάθεια του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιου
να παρεμποδίσει τον εκτοπισμό όσων από τους εβραίους της πόλης είχαν
εκχριστιανιστεί ή διέθεταν πλαστά πιστοποιητικά βάπτισης, και η επίσημη
επιστολή διαμαρτυρίας που υπέγραψαν στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου 1943 ο αρχιεπίσκοπος
Δαμασκηνός και 27 ηγετικά μέλη πολιτιστικών, ακαδημαϊκών και επαγγελματικών
οργανώσεων, δεν ανέστειλαν τον εκτοπισμό των ελλήνων εβραίων.
Στις 19 Μαρτίου 1943 η Ζάννα είχε ήδη στοιβαχτεί στα
κλειστά βαγόνια του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού, μαζί με την οικογένειά της, με
τελικό προορισμό το Άουσβιτς -Μπιρκενάου.
Θα μπορούσε να μη φύγει.
Να κρυφτεί σε κάποιο φιλικό χριστιανικό σπίτι.
Ν’ ανέβει με τους αντάρτες στο βουνό.
Να είναι ανάμεσα στους 280 εβραίους της
Θεσσαλονίκης που διέφυγαν στην ιταλοκρατούμενη Αθήνα, χάρη στις ενέργειες του
Γκουέλφο Ζαμπόνι, του Ιταλού γενικού προξένου που τους εφοδίασε, εν γνώσει της
ιταλικής κυβέρνησης, με πλαστά πιστοποιητικά ιθαγένειας, και να αποφύγει έτσι
τα τρένα του θανάτου.
Εκείνη τα απέρριψε εξαρχής.
Ήταν δυνατό να αφήσει τους
δικούς της;
Ποιος θα τους φρόντιζε στο
ταξίδι;
Ποιος θα τους βοηθούσε στην
μετεγκατάσταση;
Ποιος θα τους προστάτευε από
το άγνωστο;
Μάλλον είχε κάνει λάθος.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για κείνους.
Ήταν όλα σχεδιασμένα από πριν. Ως παραγωγικές φάσεις
μιας μεγάλης βιομηχανικής επιχείρησης.
Είναι αλήθεια πως κανείς από την οικογένειά της δεν
πέθανε στη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού.
Κατάφεραν, μικροί και μεγάλοι, να επιβιώσουν κάτω
από ασφυκτικές συνθήκες, στριμωγμένοι σαν ζώα, σε βαγόνια για ζώα, χωρίς
παράθυρα, μέχρι τον τελικό προορισμό τους.
Στον σταθμό του Αουσβιτς έγινε η πρώτη διαλογή για
τα κρεματόρια ή την καταναγκαστική εργασία. Η Ζάννα έμεινε μόνη, να κοιτάζει
τους γονείς και τα μικρότερα αδέλφια της να απομακρύνονται. Τη Λιλή, τη σχεδόν
συνομήλικη αδελφή της, να χάνεται στο πλήθος, σε άλλη ομάδα.
Σε λεπτομέρειες από τη ζωή της στα στρατόπεδα
άργησε πολύ να αναφερθεί.
Κι όταν το έκανε, μίλησε γι’ αυτές
αποστασιοποιημένα, σχεδόν ψυχρά, λες και δεν ήταν εκείνη που είχε βιώσει το
απόλυτο απάνθρωπο.
Όταν τη ρωτούσαν τι είναι εκείνος ο αριθμός στο
αριστερό της χέρι, έλεγε πως είναι ο αριθμός του τηλεφώνου της.
Τι να εξηγήσεις, για τέτοια
πράγματα σε ανθρώπους που αγνοούν ό,τι έγινε;
Από πού να πρωτοαρχίσεις την
αφήγηση;
Απέφευγε να ανακαλέσει στη μνήμη της, ίσως για να
μην τις αναβιώσει, σκηνές οικείες πλέον σε όλους μας, χάρη σε πλήθος γραπτών
και οπτικών ντοκουμέντων. Ιστορικών, δηλαδή, δεδομένων που δυστυχώς ακόμη και
στις μέρες μας φαίνεται πως δεν είναι αρκετά για να αποτρέψουν απόπειρες να διαστρεβλωθεί
η αλήθεια του ολοκαυτώματος, να μειωθεί το μέγεθος του εγκλήματος, να
δικαιολογηθούν τερατικές επιλογές ρατσιστικής έμπνευσης, να δοθεί συγχωροχάρτι
σε μια γενιά ανθρώπινων (;) όντων που υπερέβησαν τα όρια της ανθρώπινης φύσης
τους, κάνοντας πράγματα που ξεπέρασαν στην εφαρμογή τους τις δυνατότητες ακόμη
και της πιο νοσηρής φαντασίας.
Το καλοκαίρι του
1945 η Ζάννα ήταν ανάμεσα στους λιγοστούς εβραίους της Θεσσαλονίκης που
επέστρεψαν από την κόλαση, για να βρουν τις περισσότερες από τις εξήντα συναγωγές
τους κατεστραμμένες, τα σχολεία τους ερειπωμένα, τα σπίτια τους άδεια ή υπό
κατάληψη.. Αρκετοί ανάμεσά τους μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη και τις
Ηνωμένες Πολιτείες. Όσοι απέμειναν βάλθηκαν να ξαναφτιάξουν, όπως όπως, τη ζωή
τους, οι περισσότεροι εντός, αλλά και αρκετοί εκτός της εβραϊκής κοινότητας.
Για τη Ζάννα, που
αποφάσισε να ζήσει με τον Ηρακλή, ίσως δεν ήταν μόνον η προπολεμική ανάμνηση. Εκείνος
την περίμενε, και ομολογουμένως τής στάθηκε με τον έρωτά του σ’ εκείνη τη
δύσκολη επιστροφή της στη νέα πραγματικότητα. Γι’ αυτό δέχτηκε να μείνει μαζί
του, να φτιάξει μαζί του με τιμή και δόξα καινούργια οικογένεια, θυσιάζοντας στη
νομιμότητα το θρησκευτικό και πολιτιστικό παρελθόν της. Εκείνο δηλαδή το
κομμάτι της ζωής της για το οποίο είχε βασανιστεί στα στρατόπεδα του θανάτου.
Η επιλογή είχε τις
επιπτώσεις της.
Καταρχήν τον
εσωτερικό διχασμό της.
Ήταν εβραία ή χριστιανή;
Το ερώτημα δεν
αφορούσε την ίδια.
Εκείνη είχε αφήσει
τέτοιου είδους μεταφυσικές πολυτέλειες έξω από τους θαλάμους των αερίων.
Το ερώτημα
αφορούσε τους άλλους.
Οι χριστιανοί δεν
θεωρούσαν πως είχε πειστικά μεταστραφεί. Ίσως επειδή κάθε Μεγάλη Πέμπτη, αυτή ―η
απόγονη του Ιούδα― ετοίμαζε κλαίγοντας τα αυγά και τα τσουρέκια, την ίδια ημέρα
που οι πρώην ομόφυλοί της σταύρωναν τον Χριστό.
Οι εβραίοι
πίστευαν το αντίθετο. Η εκχριστιανισθείσα δεν είχε λόγους να τριγυρνά γύρω
τους, να επιζητά το Πουρίμ, να μετέχει στο σέντερ
του Πέσσαχ, να πηγαίνει στη λέσχη τους, να μιλάει τα σεφαραδίτικα.
Δεν της το
έδειχναν πάντα έμπρακτα. Η ίδια όμως το ένιωθε.
Άλλωστε, υπήρχαν
και οι λιγοστές αλλά πολύτιμες εξαιρέσεις που γέμιζαν το κενό της.
Αναρωτιέμαι συχνά
πώς άντεξε, ανάμεσα σ’ αυτές τις Συμπληγάδες, για περισσότερο από 65 χρόνια,
αλλά χαίρομαι που κατάφερε να επιβιώσει, αναπτύσσοντας μια στάση ζωής που δεν
αρνείται τις ρίζες της, αλλά αναγνωρίζει την υπέρβαση ως μοναδικό εργαλείο για
την ειρηνική κι απροκατάληπτη συνύπαρξη.
Τέτοια σαν εκείνη
που ίσως είχαν γευτεί, με όλες τις αντιθέσεις τους, οι κάτοικοι αυτής της πόλης
προπολεμικά, με τη ρεμπέτισσα Ρόζα Εσκενάζυ, τον σοσιαλιστή Αβραάμ Μπεναρόγια, τον
συνταγματάρχη Μορδοχάι Φριζή, που σκοτώθηκε στο Καλπάκι, τον λοχαγό του
ελληνικού στρατού Αλβέρτο Ερρέρα, που επικεφαλής 300 ελληνοεβραίων κρατουμένων
στο Μπίρκεναου αφόπλισε τους Γερμανούς φρουρούς κι ανατίναξε το κρεματόριο, για
να εκτελεστεί τραγουδώντας τον ελληνικό ύμνο, τον αντιδήμαρχο Αλβέρτο Αρδίττη,
εκδότη του σοσιαλιστικού περιοδικού Αβάντι,
που εξοντώθηκε με την οικογένειά του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, τους εβραίους Θεσσαλονικείς
βουλευτές Δανιήλ Αλαλούφ, Αλβέρτο Κουριέλ, Ιωσήφ Μαλλάχ, Μεντές Μπεσαντζή και Ιωσήφ
Νεχαμά.
Ή τους
μεταπολεμικούς Μωύς Σαλτιέλ, Μπαρούχ Σιμπή, Αλμπέρτο Ναρ, και τη συμβολή τους
στην καλλιτεχνική και πολιτιστική ζωή της πόλης.
Προσβλέπω σε μια
δικαίωση όσων Θεσσαλονικιών εβραίων χάθηκαν στα στρατόπεδα, με τους απογόνους
τους να μετέχουν και πάλι ενεργά στην πολιτική, πολιτιστική και οικονομική
ανάκαμψη αυτής της πόλης, αψηφώντας προκαταλήψεις, ανατρέποντας τερατικές
αναβιώσεις και υπερβαίνοντας φόβους που κατάφερε να ξεπεράσει η Ζάννα του
Ολοκαυτώματος και η ταλαιπωρημένη γενιά της.