Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδόσεις Κριτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδόσεις Κριτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10.1.19

«Σ’ έναν καρπό σταριού»




Στην πρόσφατη κριτική της της Μαίρης Γιόση για το βιβλίο ποίησης του Αργύρη Παλούκα «Άνθρωποι που γελάνε» (Εκδόσεις Κριτική), δημοσιευμένη στο τεύχος 92 του The Books' Journal, η Γιόση εστιάζει στη λέξη-κλειδί της ποιητικής του Παλούκα «πραγματογνωσία». Γράφει, ειδικότερα:
«[...] Η ιδιότυπη πραγματογνωσία του Αργύρη Παλούκα ξεκινά με τη φράση "κοιτάζω όσα ένιωσα", καθώς το αντικείμενο του βλέμματος δεν είναι ένα απτό, υλικό σώμα, αλλά ένα πράγμα περιβαλλόμενο από την αύρα ενός συναισθήματος όταν δεν είναι το ίδιο το συναίσθημα. Υλικά σώματα ή βιωματικά υλικά αυτονομούνται μέσω της ποίησης και μεταμορφώνονται μυθικά σε τοπία ή πρόσωπα. Οι αισθήσεις επιστρατεύονται όλες για να κάνουν απτό αυτό που σε λίγο θα μεταμορφωθεί σε κάτι άυλο [...]».


Αυτή η εύστοχη και διεισδυτική εστίαση μού θύμισε το κείμενο της ομιλίας της στον αθηναϊκό «Ιανό», το 2007, για το πρώτο βιβλίο ποίησης του Παλούκα, Το ξέφτι (2007), κείμενο που έως τώρα παρέμενε άστεγο. Παρατίθεται κατωτέρω. 


Γιώργος Κορδομενίδης 


της Μαίρης Γιόση

-->
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπυρί, κι μάνα τζηλεύει.
Διονύσιος Σολωμός, «Ελεύθεροι πολιορκημένοι», σχεδίασμα Β

Κλεμμένος από το ποίημα «Διαδοχικά» του Αργύρη Παλούκα ο στίχος που έβαλα για τίτλο στο σύντομο αυτό σημείωμά μου για την ποίησή του. Το «Διαδοχικά» δημοσιεύτηκε το 1997 στον τόμο 16 νέοι Έλληνες ποιητές, που εκδόθηκε από τη Θεατρική Εταιρεία «Πράξη». Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, κρατώ το πρώτο του βιβλίο, Το ξέφτι, που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Μανδραγόρας.
Στην ποιητική του ελάχιστου, κάθε λέξη και κάθε σιωπή γνωρίζει το βάρος της. Σε καλεί σε μαθήματα αναπνοής. Και όρασης. Γιατί, ακολουθώντας το υποκείμενο που μιλά (πότε «εγώ», πότε «εμείς»), ακολουθώντας το βλέμμα του, τρυπώνεις σε δωμάτια σπιτιών, γλιστράς σε δρόμους και σε πλατείες, κατρακυλάς σε σπλάγχνα ή σε πηγάδια, και ακόμα πιο βαθιά, εκεί που «ο θάνατος συγυρίζει κι απλώνει ρίζες σαν ευκάλυπτος», δεμένος στην τρυφερή τροχιά του σπόρου που πάει να καλλιεργήσει «νέα μυστικά χωράφια»:
      ΕΔΩ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΧΑΝΕΤΑΙ
      Πέφτει σύρμα και τυλίγει την εβδομάδα.
      Τη βραδινή του δροσιά πόσο να κρατήσει
      το σώμα;
      Το πρόσωπό σου
      για πόσο να φαντάζομαι
      τεντωμένο αντίσκηνο σε ερημική παραλία;
      Τουλάχιστον για τους νεκρούς μας ανθίζει ένα λουλούδι
       οι σπόροι του πέφτουν ξανά στα κοιμητήρια
       καλλιεργούνται νέα μυστικά χωράφια.
Στο μικροσκόπιο της ποίησης του Αργύρη Παλούκα παρακολουθείς τη μεταμόρφωση της σκόνης σε παλλόμενη υπόσταση, τη συνεχή μετάπτωση του άψυχου σε έμψυχο, του οργανικού που τυφλά συσπάται σε σώμα ερωτικό, του αφηρημένου που γίνεται «τόσο συγκεκριμένο όσο ο ενθουσιασμός».
Το βλέμμα του ομιλητή σε εξοικειώνει με αυτό το γίγνεσθαι και παραδίδεται το ίδιο σ’ αυτό, παρά τον ομολογημένο φόβο του και τη γλυκειά αποδοχή μιας θλίψης που κάποτε γίνεται φυλαχτό. Στο κάτω κάτω:
Ό,τι ο δυνατός αέρας είναι για τα δέντρα
είναι για εμάς ο φόβος,
μας σπρώχνει να ριζώσουμε.
                                        («Χωρίς θαύματα»)
Και υπάρχει πάντα η δυνατότητα, εκεί που το θαύμα λειτουργεί ακόμα, να καλοπιάσεις τη νύχτα «να ξημερώνει αργότερα την πρωινή της λύπη»: με αυτό το «ξέφτι» που, όσες φορές κι αν το κατεβάσεις στα σκουπίδια, θα επιστρέφει ανεξήγητα παρόν, ακατανόητα επίσημο, σαν ξόρκι.
Κλείνω τη σύντομη αυτή περιδιάβαση με έναν «Πρόλογο». Είναι από τη συλλογή Στους φίλους μιας άλλης χαράς (1940) του Γιώργου Σαραντάρη, ενός ποιητή που σίγουρα διεκδικεί μία θέση δίπλα στον Σαχτούρη και τον Γονατά στο εικονοστάσι του Αργύρη Παλούκα. Το διαβάζω ως αφιέρωση στον Αργύρη και σε σας, και ως εξομολόγηση: «Δεν μπορώ να βρω πια τι θέλει να πει η ποίηση. Μου διαφεύγει. Το ήξερα, αλλά τώρα μου διαφεύγει. Αν κάποιος με ρωτήσει αυτή τη στιγμή, θα ντροπιαστώ. Γιατί εξακολουθώ να είμαι ενδόμυχα βέβαιος πως η ποίηση είναι μια ουσία απαράλλαχτη, όπως και η ζωή. Και κρύβω, κρύβομαι, κάτι κρύβω, από κάποιον κρύβομαι. Σαν ν’ αρχίζω να γίνομαι τρελλός και να ντρέπομαι».

Το παρόν αποτελεί την ομιλία της ποιήτριας Μαίρης Γιόση στο πλαίσιο της παρουσίασης του βιβλίου στον Ιανό, στις 20 Νοεμβρίου 2007.

13.9.15

O Γιάννης Σκαραγκάς γράφει για «Τα μηχανάκια του Μανόλη» του Γιαν Χένρικ Σβαν και το «Χωρίς απόδειξη» του Στάμου Τσιτσώνη



Γιαν Χένρικ Σβαν. Τα μηχανάκια του Μανόλη: Μυθιστόρημα. Μετ.: Μαρία Φραγκούλη. Επίμετρο, επιμέλεια μετάφρασης: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ. Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2013, 174 σελ.

Ο Γιαν Χένρικ Σβαν γεννήθηκε στη Λουντ της Σουηδίας το 1959. Είναι πεζογράφος, κριτικός και μεταφραστής. Τα μηχανάκια του Μανόλη είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο του στα ελληνικά. Πρόκειται για την ιστορία ενός άντρα που πενθεί τον χαμό του γιου του, μία δραματική αναδρομή στην ήσυχη και κοινότοπη ζωή ενός συνηθισμένου άντρα, που δεν ξέρει πώς να ξανασυνδεθεί με τη ζωή και τον κόσμο γύρω του.

Ο Μανόλης είναι χτίστης, σοβατζής και μπογιατζής σε ένα μη κατονομαζόμενο ελληνικό νησί. Η δουλειά του είναι να φτιάχνει σπίτια—τα σπίτια των άλλων, παρόλο που κανένας δεν τον παίρνει να δουλέψει εδώ και πολύ καιρό. Μετά την απώλεια του γιου του, αποφασίζει να αφήσει γένια, για να εκφράσει το πένθος και την επιθυμία του να απομονωθεί. Ο κόσμος τον θεωρεί τεμπέλη, όπως και ο Μανόλης θεωρούσε τον γιο του. Η μόνη περιουσία που διαθέτει είναι μια καλύβα χωρίς αποχωρητήριο, τα μηχανάκια του και τα παλιά ανταλλακτικά που κρέμονται από τα κλαδιά των ελαιόδεντρων στον κήπο. Ξεκινάει έναν απολογισμό, μετρώντας τα μηχανάκια που απέκτησε όλα τα προηγούμενα χρόνια, και αναρωτιέται για τη ζωή με τη γυναίκα του. 

Ο Μανόλης που έχει συνθέσει ο Σβαν έχει την ακαμψία αλλά και τη δύναμη του αρχετυπικού ήρωα, μιας ψυχής μπροστά στην πανανθρώπινη εμπειρία της απώλειας. Είναι φτιαγμένος από πολλά κομμάτια λαχταριστής ζωής και σκέψης, και αυτό είναι που τον καθιστά απροσδόκητα οικείο. Το πένθος του Μανόλη είναι το χαρακτηριστικό που τον κάνει πρωταγωνιστή· τον μεταβάλλει από παρατηρητή-στοχαστή σε έναν ήρωα που έχει συντριβεί από κάτι μεγαλύτερο.

Ο Σβαν παρακολουθεί σύντομες σκηνές από την καθημερινότητα του ήρωά του. Καταγράφει τα ντοκουμέντα της ύπαρξής του μέσα από μια σειρά κοινότοπων τελετουργιών,—που μπορεί μεν να μην εξελίσσουν τη δράση του ήρωά του (τη δράση ως μια σειρά επιλογών), αλλά σίγουρα τον σκηνοθετούν με δραματική έμφαση. Η λεπτομέρεια που περιπλέκει τα πράγματα και του δίνει την τραγική του ποιότητα είναι το γεγονός ότι ο ίδιος αγόρασε το αυτοκίνητο στον γιο του, μετά από την πίεση της γυναίκας του. Δεν το ήθελε, αλλά υπέκυψε στην επιμονή μιας συντρόφου με την οποία δεν είχε τίποτα κοινό, εκτός από το παιδί τους. Αυτή η ύστατη αδυναμία να εκδηλώσει την επιθυμία του και να συγκρουστεί με το πρόσωπο που συμβολίζει την ανύπαρκτη ζωή του είναι η χαμένη του ευκαιρία να διατηρήσει το μέλλον ζωντανό. 

Η αφοπλιστική γοητεία στο ύφος του Σβαν έγκειται στον τρόπο που αποτυπώνει την ψυχή του ήρωά του, εξυφαίνοντάς την με επίμονα φτιαγμένες προτάσεις, υπαινικτικές αλλά έντονες, εντυπωσιακά μετρημένες στη συναισθηματική τους οικονομία,—την οποία υπηρετεί άξια η μετάφραση της Μαρίας Φραγκούλη και ενισχύει το επίμετρο και η επιμέλεια της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ.


Στάμος Τσιτσώνης. Χωρίς απόδειξη. Α­θήνα, Κριτική 2015, 192 σελ.

Στα μαθηματικά, ό,τι είναι 
αληθινό είναι και κομψό.

Είναι ενδιαφέρον το ότι η πληθώρα βιβλιογραφίας για το αν η σχέση των μαθηματικών με τη μυθιστορία είναι συμπληρωματική (ή αμφίδρομη) δοκιμάζεται πάντα όταν συγκρίνονται λογοτεχνικά έργα που κατά καιρούς συνδυάζουν τους δύο κόσμους. Είναι πιο εύκολο να υποστηριχτεί σε επίπεδο δομής: ο ρόλος του συγγραφέα που κατασκευάζει μια ιστορία έχει κοινούς κώδικες με τον ρόλο του μαθηματικού που αποδεικνύει ένα θεώρημα. Υπάρχει όμως ένα γοητευτικό κενό, που συνήθως έχει να κάνει με την ανάγκη για την εξαγωγή μιας απόδειξης. Οι μαθηματικές έννοιες μπορεί να επινοούνται όπως οι ήρωες μιας ιστορίας για να καταλήξουν στην εύρεση της αλήθειας, αλλά το κίνητρο των ηρώων δεν είναι πάντα η αλήθεια, όπως και τα εργαλεία τους δεν έχουν πάντα να κάνουν με τις αποδείξεις. 

Η συλλογή διηγημάτων του Στάμου Τσιτσώνη Χωρίς απόδειξη παίζει απολαυστικά με την πιθανότητα ο λογικός και επιστημονικός τρόπος σκέψης να συναντήσει τον αφηγηματικό τρόπο. Ο ρόλος των μαθηματικών σε αυτές τις ιστορίες είναι σχεδόν μεταφυσικός, τρέφει τις εμμονές ανθρώπων που προσπαθούν να αναμετρηθούν με την πραγματικότητα και καλούνται από τις ίδιες τους τις επιλογές να δοκιμάσουν τα όρια της λογικής.

Αυτό που καταφέρνει ο Τσιτσώνης με τα διηγήματά του είναι να δώσει φωνή, και μάλιστα γοητευτική, στην επιστημονική απορία μπροστά στο α­πρόβλεπτο. Δημιουργεί ήρωες που, μεταξύ άλλων, αμφισβητούν τις ταξινομημένες σχέσεις της ζωής τους, παγιδευμένους σε μυστηριώδη τρένα, όπου η διαδοχή των βαγονιών τούς μεταφέρει χρονικά σε μελλοντικές περιόδους και ηλικίες, αστρονόμους που προσπαθούν να βρουν την κατάλληλη μονάδα μέτρησης των συναισθημάτων, και ανταγωνίζονται με πάθος συναδέλφους τους για τις πιο δυσδιάκριτες λεπτομέρειες, μαθηματικούς που κάνουν συμφωνία με τον διάβολο και καταφέρνουν να τον δυσκολέψουν.

Ο συγγραφέας, ο οποίος είναι και μαθηματικός, ακροβατεί ανάμεσα στους αριθμούς και τα γράμματα, και αυτό το μοίρασμα μετατρέπει τη στάση του απέναντι στο παράδοξο από κριτική σε αντίληψη. Μετατρέπει την εξήγηση σε ενσυναίσθηση. Έντονο είναι το υπόγεια νευρωτικό χιούμορ και ο αδίστακτος αυτοσαρκασμός του.
«[...] Εσείς είστε ένας εξαιρετικός μαθηματικός. Μόνο ένας μέτριος μαθηματικός, ένας μαθηματικός που δεν έχει αρκετή φαντασία, γράφει μυθιστορήματα και ιστορίες για τα μαθηματικά. Οι μαθηματικοί με ισχυρή φαντασία ασχολούνται μόνο με τα καθαρά μαθηματικά...»

Ο Τσιτσώνης προσδίδει στους ήρωές του μια σειρά από αδυναμίες, ιδιοτροπίες και αντιφάσεις, που βάζουν σε δεύτερο επίπεδο τον εγκεφαλικό τους προσανατολισμό, εκθέτοντας μια απολαυστική παλέτα συναισθηματικής τεκμηρίωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Δημιουργεί ήρωες που δεν έχουν ανάγκη να αποδείξουν την αλήθεια αλλά τη χρησιμοποιούν ως αφορμή για να υποδυθούν ρόλους και κυρίως να παίξουν, να γίνουν κομμάτι μιας ζωής που σκορ­πίζεται και σαρώνει, ικανοποιεί ή διαψεύδει, χαρίζεται και χάνεται. Χωρίς πάντα κάποιον αντικειμενικό συλλογισμό και ασφαλή συμπεράσματα. Χωρίς απόδειξη.

Συγγραφέας, σεναριογράφος, ο Γιάννης Σκαραγκάς σπούδασε στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ. Έχει διδάξει δημιουργική γραφή και σενάριο στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του ΑΠΘ. Έχει γράψει τέσσερα μυθιστορήματα (Επιφάνεια, Η πατρίδα της αφής, Το αινιγματικό βλέμμα του αγγέλου, και το πιο πρόσφατο Ο ουρανός που ονειρεύτηκες). Ως σεναριογράφος έχει εργαστεί για πάνω από μία δεκαετία στον χώρο της τηλεόρασης, έχοντας υπογράψει πέντε σειρές (Mega, Alpha), αλλά και στον κινηματογράφο (Village Roadshow, Argonauts Productions, A&G Films Media Entertainment Ltd). Γράφει στα ελληνικά αλλά και στα αγγλικά. Τα διηγήματά του δημοσιεύονται κατά καιρούς σε αμερικανικά και ευρωπαϊκά έντυπα όπως: World Literature TodayTower Journal, Crannog, Midnight Circus, Story Shack κ.ά. Έχει γράψει τρία θεατρικά έργα: Prime Numbers (υποψήφιο για τα New York Innovative Theatre Awards το 2009), Οι περιπέτειες του Μόγλη (Εθνικό Θέατρο, 2013-2014) και Η εποχή του κυνηγιού (που κάνει πρεμιέρα τον Απρίλιο του 2015 στην Αθήνα).
Είναι υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright και μέλος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων.

[Αναδημοσιεύεται από τη στήλη του Γιάννη Σκαραγκά «Γραμματοσειρές», που εγκαινιάστηκε στο τρέχον τεύχος, αριθ. 107, του περιοδικού Εντευκτήριο]

26.7.15

Γιάννης Σκαραγκάς: «Μαζί θα ξυπνήσουμε αύριο»

Συνέντευξη στον Αντώνη Ψάλτη

πηγή: http://thraka-magazine.blogspot.gr

Αφορμή για τη συνέντευξη του συγγραφέα Γιάννη Σκαραγκά για το περιοδικό Θράκα ήταν πράγματι η θράκα στην οποία όλοι πατάμε αυτόν τον καιρό. Η ευαίσθητη γραφή του, η οποία σκληραίνει χωρίς καν να το καταλάβεις, είναι κάτι που έχουμε ανάγκη στην εποχή μας. Ο Σκαραγκάς συγκινεί με τη συνέπεια, την ακρίβεια και προσγειωμένη αισθητική του. 


Μέσα στο πρόσφατο βιβλίο σου, Ο ουρανός που ονειρεύτηκες, που κυκλοφορεί στις Εκδόσεις Κριτική, μιλάς για την αγάπη και την αποκαλείς τροφή. Μίλα μου γι’ αυτό.


Η ηρωίδα της ιστορίας προσπαθεί να αντέξει την εξάντληση συγκρίνοντας την πείνα με την ανάμνηση της αγάπης. Στο μυθιστόρημά μου, η αγάπη έχει να κάνει με το αίσθημα της καταγωγής, με την αναφορά σε μια χαμένη προέλευση — έναν κόσμο που αποκαλύπτεται μετά την απώλειά του. Η ανάμνησή της είναι το νόημα που δεν καταφέρνουν να ξαναβρούν στη ζωή τους οι ήρωες της ιστορίας. Έχουν απομονωθεί σε ένα πανδοχείο της Τιχουάνας στο Μεξικό και έχουν χάσει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους, σε βαθμό που θα μπορούσαν να είναι φανταστικά πρόσωπα στη φαντασία ενός ξένου. Έτσι ξεκινάει η ιστορία τους.  
Η ερωτική αγάπη προκαλεί μεγαλύτερη πείνα;
Δεν ξέρω αν προκαλεί μεγαλύτερη, αλλά σίγουρα είναι πιο απροκάλυπτη. Είναι αφοπλιστικοί αυτοί που δεν μπορούν να κρύψουν από το βλέμμα τους τη λαγνεία και τη λαχτάρα τους. Σε πανικοβάλλουν γιατί αναρωτιέσαι πότε θα βρεθείς στην ίδια θέση — αν δεν έχεις ήδη βρεθεί.
Μπορούμε να μιλάμε για αγάπη στη σκληρή πραγματικότητα των ημερών μας;
Σκέφτομαι τις πρωτοβουλίες εθελοντισμού που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι ένα είδος αγάπης αυτή η προσπάθεια να προστατέψουμε τον άλλο ακόμα και με το υστέρημά μας; Είναι περίεργο, αλλά η κρίση μπορεί εξίσου να οξύνει την αντίληψή μας για τη δυσκολία του διπλανού μας όσο και να την απονεκρώσει. Θυμάμαι εκείνες τις χυδαίες ειρωνείες που γράφονταν από κάποιους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τους μαθητές που λιποθυμούσαν. Το παρουσίαζαν ως ελληναράδικο αφήγημα. Αυτή η χωρίς καμία αναστολή απάθεια ήταν για μένα ένδειξη για το πόσο κλονίστηκε η στοιχειώδης μας ικανότητα για ενσυναίσθηση. Όχι μόνο επειδή γνώριζα από φίλους και συγγενείς εκπαιδευτικούς τη θλιβερή πραγματικότητα με τα κρούσματα αυτά, αλλά επειδή μου φαινόταν αδιανόητο το να περιφρονείς το ενδεχόμενο μιας τέτοιας πραγματικότητας και να απολαμβάνεις το σαρκασμό.
Προτού σε διαβάσει κάποιος, έχει τη (λανθασμένη;) αίσθηση ότι μπορεί και να είσαι υπερβολικά τρυφερός. Το πιστεύεις; Το έχεις ξανακούσει;
Μακάρι. Πέρασα πολλά χρόνια, ιδίως ως σεναριογράφος, που το όνομά μου ήταν συνδεδεμένο μόνο με σκοτεινά θέματα.
Νομίζω ότι σε σένα το καύκαλο είναι από μέσα και το κυρίως σώμα απέξω, αναποδογυρισμένα. Η σκληρότητα βρίσκεται στον πυρήνα σου. Περιμένει τον αναγνώστη ως έκπληξη.
Μου αρέσει αυτή η περιγραφή, αλλά η αλήθεια είναι ότι μού πήρε χρόνια να αφεθώ. Παλιότερα μπέρδευα το άφημα με το χάσιμο. Στην πορεία έμαθα να εκτιμώ τον πάτο. Όσες περισσότερες οι ήττες, τόσο μεγαλύτερο το φιλότιμο κι η ευστροφία με τα οποία συμβιβάζεσαι. Αυτό ίσως είναι η έκπληξη που περιγράφεις: ότι μαθαίνεις να μην κρύβεις καθόλου το πόσο ευάλωτος είσαι για να προστατευτείς.
Tο θεατρικό σου, Η εποχή του κυνηγιού, που θα συνεχιστεί και φέτος, είναι μια ιστορία της ελληνικής κρίσης;
Είναι η ιστορία μιας σύγχρονης γυναίκας  που χάνει τα πάντα στην κρίση και προσπαθεί να ξαναβρεί τη θέση της στη ζωή με τη βοήθεια ενός πλάσματος που φτιάχνει με τη φαντασία της. Η έκπληξη με αυτό το έργο ήταν το πόσο βαθιά άγγιξε τον κόσμο που το παρακολούθησε. Περίμενα ότι θα συγκινήσει μόνο ένα ειδικό κοινό, αλλά έπεσα έξω.
Πάντως ήταν από τις λίγες φορές που, αν με ρωτούσε κάποιος, θα του απαντούσα πως τίποτα δεν θα πετούσα από το κείμενο. Είναι τόσο χειρουργικά επεξεργασμένο, ώστε έχει κανείς την αίσθηση ότι το δούλευες πολλά χρόνια.
Πολλά πράγματα μπορείς να επεξεργαστείς σε μια ιστορία. Υπάρχει όμως κάτι απελπιστικά προσωπικό που δεν μπορείς να το κρύψεις: το πόσο έτοιμος είσαι να πεις αυτή την ιστορία. Εγώ ήμουν πολύ έτοιμος για να διηγηθώ την εποχή του κυνηγιού. Η ζωή μου άλλαξε απροσδόκητα πολύ μέσα στην κρίση. Η εποχή του κυνηγιού είναι μια εκδοχή και της δικής μου ήττας.
Και τώρα το καινούργιο θεατρικό, Αυτοί που περπατούν στα σύννεφα. Πες μου γι’ αυτό.
Είναι ένα έργο με αφορμή τη ζωή του Άγγλου ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ, ο οποίος υπηρέτησε στο Βρετανικό Ναυτικό στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και πέθανε από σηψαιμία στα ανοιχτά της Σκύρου το 1915. Πρόκειται για μια παράσταση που συνδυάζει την πρόζα με την όπερα, την οποία σκηνοθετεί η Λίνα Ζαρκαδούλα και υπογράφει μουσικά ο Θοδωρής Λεμπέσης. Παίζουν η Παναγιώτα Βλαντή, ο Χριστόδουλος Στυλιανού και τραγουδά η Μαργαρίτα Συγγενιώτου. Είναι οι εξομολογήσεις μιας σειράς ανθρώπων, φανταστικών και πραγματικών, που συνδέθηκαν με τον Μπρουκ σε κάποια ευαίσθητη και απεγνωσμένη στιγμή τους. Είναι ιστορίες για όλα όσα μπορεί να αντέξει και να συγχωρέσει η μνήμη, για το κενό που αφήνει η απώλεια αλλά και για όσα μπορεί να αναπληρώσει η ανάμνηση, είτε είναι ερωτική, είτε πηγάζει από τη βαθιά ανάγκη να παγώσει το χρόνο στην πιο ευτυχισμένη στιγμή του.
Είναι αιθεροβάμονες οι ήρωες αυτών των ιστοριών σου; Είναι αφελείς; Ρομαντικοί; Αποστασιοποιημένοι; Τι είναι;

Είναι άνθρωποι που επιστρέφουν σε μια ιδιαίτερη στιγμή στο παρελθόν, όπως κάνουμε όλοι μας. Προσπαθούν να καταλάβουν την απώλεια μέσα από αυτή την επιστροφή. Να ξαναζήσουν την πιθανότητα μιας άλλης ζωής. Αυτό που κάνουμε όλοι μας: Επενδύουμε στην αθανασία με κομματάκια ζωής που δεν ολοκληρώθηκαν. 



Θες να ξεφύγεις από την πραγματικότητα; Την πολιτική, την κοινωνική, την προσωπική;
Το αντίθετο. Θέλω να παραμείνω κομμάτι της για να την κατανοήσω και να συμφιλιωθώ. Δεν με απειλεί η πραγματικότητα. Πολλές φορές με απελπίζει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θέλω να την αποφύγω.
Συγγραφή ή καλοπέραση; Τι επιλέγεις;
Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να διαλέξω το δεύτερο, αλλά θα έπεφτα σε κώμα.
Ο Γιώργος Χειμωνάς έλεγε ότι η φαντασμαγορία που προσφέρουν τα βιβλία είναι το θέμα. Ότι το νόημα είναι να διαβάζεις ό,τι δεν θα ζήσεις, την καλύτερη εκδοχή του ζην.
Το ερεθιστικό με το διάβασμα είναι η υπόσχεση ότι η ψυχή του κόσμου θα συνυπάρξει για λίγο με τη δική σου στο πρόσωπο ενός φανταστικού ανθρώπου που θα ζήσει για πρώτη φορά μια ιστορία. Επίσης έχω αναπτύξει από πιτσιρικάς μια θεωρία συνωμοσίας για την ανάγνωση. Πιστεύω ακράδαντα ότι οι βιβλιόφιλοι είμαστε κύτταρα μιας αλλόκοσμης και απόκρυφης λειτουργίας που έχει να κάνει με το νου αυτού του κόσμου. Είμαστε λίγοι και ευάλωτοι και μας πολεμούν σκοτεινές δυνάμεις, αλλά κάθε φορά που διαβάζουμε μια επινοημένη ιστορία, γεννιέται και μια πιθανότητα να συμβεί σε κάποιον άνθρωπο στη γη.
Και μετά τι; Γράφεις κάποιο νέο βιβλίο;
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Αγαπημένο είδος.
Τι θα διάλεγες να αναπτύξεις από την περίοδό μας σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα του μέλλοντος;
Το κενό της λογικής, ακόμα και για ανθρώπους που προσπαθούν ψύχραιμα να αντιληφθούν τη συνέχεια. Εξαντληθήκαμε όλοι μας από τη διαρκή διάψευση που δεν μπορούμε να καταλήξουμε ούτε καν σε μια κοινή φαντασίωση. Τα πράγματα κάνουν συνεχώς κύκλους, και εμείς ωριμάζουμε μαζί τους, χωρίς όμως επίκεντρο, χωρίς κάποια αναφορά σε έναν πυρήνα που να μπορεί να μας συγκρατήσει πολιτικά, ιδεολογικά—ή έστω και συναισθηματικά.
Το δημοψήφισμα δεν ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα; Το Ναι και το Όχι δεν ήταν μια συναισθηματική συσπείρωση;
Ήταν, και μάλιστα τόσο απεγνωσμένη που ενοχοποίησε το ενδεχόμενο της διαφωνίας, και για τις δύο πλευρές. Ο ιδεολογικός στόχος όμως αυτής της συσπείρωσης ανατράπηκε τόσο άμεσα, που αντί για συμπεράσματα άφησε πίσω της μια κοινή σύγχυση. Για ακόμα μία φορά. Μετά από μία πενταετία βίαιης προσαρμογής εξαντλήσαμε και τα φαντάσματα, και τις θεωρίες και τις μπλόφες—αλλά δυστυχώς εξαντλήσαμε και οποιαδήποτε πιθανότητα ελπίδας. Αυτή ήταν η βαθιά ήττα και των δύο πλευρών. Δεν εκπροσωπούσαν μια καλύτερη λύση, αλλά μία όχι τόσο καταστροφική. Στην αυτοκριτική μας, ό,τι και να ψηφίσαμε, θα πρέπει να προσθέσουμε και αυτό.
Πιστεύεις ότι στην κρίση οι πνευματικοί άνθρωποι οφείλουν να μιλούν και να παίρνουν θέση;
Οφείλουν να είναι μέρος του διαλόγου και κυρίως να αποσαφηνίζουν τη φορτισμένη αφήγηση της κρίσης. Δεν ξέρω πώς καταλαβαίνει ο καθένας την απόφαση να πάρει θέση. Υπάρχουν εξαιρετικά παραδείγματα αλλά και θλιβερά. Αν μιλάμε για συγγραφείς, μου είναι αδιανόητο να συμμετέχουμε σε όλα αυτά τα αφηγηματικά εκτρώματα του διχασμού και της πολεμικής ρητορικής που έχουν παγιωθεί τα τελευταία χρόνια στα κοινωνικά δίκτυα. Αν έχει σημασία να έχουμε κάποια θέση, αυτή είναι να συμπεριλάβουμε στις ερμηνείες μας την οπτική των άλλων, όσο ξένη και να μας είναι.
Να κλείσουμε με μια ευχή. Προς τον εαυτό σου, τους αγαπημένους σου, όλους μας. 
Αντοχή και συνεννόηση. Μαζί θα ξυπνήσουμε αύριο.


23.1.15

Ίταλο Καλβίνο: Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου



Ίταλο Καλβίνο

Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου

Mετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς-Radin

Αθήνα, Εκδόσεις Κριτική 2012, 111 σελίδες

ΙSBN 9789602187654


Ο Italo Calvino παρουσιάζει με το γνωστό διορατικό, καυστικό και συναρπαστικό του ύφος το πάντα επίκαιρο θέμα της ψηφοθηρίας και της νοθείας στην πιο ακραία τους μορφή, συμπυκνώνοντας σε λίγες σελίδες διαχρονικές αλήθειες.

Βράδιαζε. Το «αποσπασμένο τμήμα» εξακολουθούσε να διασχίζει τους θαλάμους: γυναικείους αυτή τη φορά. Για να συλλέξουν τα ψηφοδέλτια, γυρνούσαν από κρεβάτι σε κρεβάτι μ’ εκείνα τα παραβάν που έπρεπε να μετακινούν κάθε φορά. Δεν είχαν τελειωμό… «Τελειώσατε, κυρία; Μπορούμε να έρθουμε να μαζέψουμε;» Η καημενούλα απ’ την άλλη μεριά του παραβάν μπορεί και να ψυχορραγούσε. «Κλείσατε το ψηφοδέλτιο; Ναι;» Έβγαζαν το παραβάν: Το ψηφοδέλτιο ήταν ακόμη εκεί, διπλωμένο, λευκό ή με μία μουτζούρα, με μερικές μπερδεμένες γραμμές…
Ο Αμερίγκο επαγρυπνούσε… Από τη στιγμή που είχε νιώσει λιγότερο ξένος απέναντι σ’ εκείνους τους δυστυχισμένους, η αυστηρότητα του πολιτικού του ρόλου τού είχε γίνει επίσης λιγότερο ξένη. Θα ‘λεγε κανείς ότι σ’ εκείνον τον πρώτο θάλαμο ο ιστός που τον κρατούσε τυλιγμένο σ’ ένα είδος παραίτησης είχε σκιστεί, και τώρα ένιωθε νηφάλιος, σαν να του ήταν όλα πια ξεκάθαρα, σαν να κατανοούσε τι έπρεπε ν’ απαιτεί κανείς από την κοινωνία και τι αντίθετα δεν έπρεπε να απαιτεί, μα ήταν αναγκαίο να φτάσει σ’ αυτό το συμπέρασμα μόνος του, αλλιώς ήταν ανώφελο.


Ο Αμερίγκο Ορμέα, μέλος κάποιου αριστερού κόμματος, ορίζεται αντιπρόσωπος σ’ ένα εκλογικό κέντρο, προπύργιο των χριστιανοδημοκρατών: ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα για ανίατους ασθενείς και άτομα με ειδικές ανάγκες. Η πλήρης εξάρτησή τους από το προσωπικό και τη διεύθυνση του ιδρύματος μετατρέπει αυτούς τους ανθρώπους σε εύκολα θύματα της πιο αναίσχυντης πολιτικής εκμετάλλευσης, εμπλέκοντάς τους σε μια αντιπαράθεση που ούτε τους ενδιαφέρει ούτε τους αφορά πραγματικά. Τα όσα βλέπει και ακούει τη μέρα εκείνη ο Ορμέα τον χαράζουν βαθιά και τον οδηγούν σε δρόμους και λύσεις που δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Μια αληθινή, στην ουσία της, ιστορία με φανταστικούς πρωταγωνιστές, βασισμένη στην εμπειρία του Calvino.


Κριτική παρουσίαση από την Όλγα Σελλά (Η Καθημερινή, 28.4.2012)

«Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου»

«Θυμόταν την εμφάνιση των ανθρώπων εκείνου του καιρού, που έμοιαζαν όλοι εξίσου φτωχοί και που έμοιαζαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τις γενικές παρά για τις ιδιωτικές υποθέσεις. Θυμόταν τις πρόχειρες έδρες των κομμάτων, γεμάτες καπνό, γεμάτες από τον θόρυβο των στυλογράφων, των ατόμων των τυλιγμένων μέσα στα παλτά τους, που συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο σε εθελοντικό ενθουσιασμό (κι αυτά ήταν όλα αληθινά, αλλά μόνο τώρα, μετά από τόσα χρόνια, εκείνος μπορούσε να τα δει, να σχηματίσει μια εικόνα, ένα μύθο). Σκέφτηκε ότι μόνο εκείνη η νεογέννητη δημοκρατία μπορούσε ν' αξίζει να λέγεται δημοκρατία. Ηταν εκείνη η αξία που αναζητούσε άδικα πριν λίγο μέσα στη μετριότητα των πραγμάτων και δεν την έβρισκε. Γιατί εκείνη η εποχή είχε πια περάσει και σιγά σιγά είχε ξαναγυρίσει για να καταλάβει το πεδίο η γκρίζα σκιά της γραφειοκρατίας, ο παλιός διαχωρισμός σε διοικητές και διοικούμενους, ίδιος πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το φασισμό».

Είναι απόσπασμα από ένα βιβλίο που είχε γίνει βιβλίο αναφοράς τη δεκαετία του '80.
«Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» γράφτηκε από τον Ιταλο Καλβίνο το 1963, πριν από 49 χρόνια, και θέμα του είχε τη νοθεία, τη γραφειοκρατία και την ψηφοθηρία. Από τις εκδόσεις «Κριτική» είχε κυκλοφορήσει σ' εκείνη την πρώτη έκδοση του 1988, από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε ξανά, σε μετάφραση Τόνιας Τσίτσοβιτς-Radin.

Φαινόμενο άλλων εποχών η νοθεία, φαινόμενο κάθε εποχής η ψηφοθηρία, το μικρό αφήγημα του Ιταλο Καλβίνο, «Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» είναι ίσως το πιο ταιριαστό ανάγνωσμα και γι' αυτές τις προεκλογικές μέρες. Μέσα από την ιστορία του Αμερίγκο Ορμέα, μέλος ενός αριστερού κόμματος, ορίζεται εκλογικός αντιπρόσωπος σ' ένα εκλογικό κέντρο που είναι προπύργιο των Χριστιανοδημοκρατών. Παρότι μας χωρίζουν αρκετά χρόνια από το 1963 που γράφτηκε, ίσως ανακαλύψουμε ότι ο τρόπος που πολιτεύονται τα κόμματα, αλλά ίσως και ότι ο τρόπος με τον οποίο οι πολίτες συμμετέχουν στη δράση των κομμάτων να μην απέχει πολύ από εκείνη την εποχή. Μ' ένα επιπλέον κίνητρο: ότι χάρη στις εκλογές θα έχουμε διαβάσει μερικές σελίδες καλής λογοτεχνίας, θα έχουμε παρακολουθήσει τα συναισθήματα των ανθρώπων, τους φόβους τους και τον «προαιώνιο» αγώνα των κομμάτων για να κερδίσουν ψηφαλάκια με κάθε τρόπο! Και τι περίεργο; Και τότε, όπως και σήμερα, αρκετοί ήταν εκείνοι που αναζητούσαν τις αξίες και τα ήθη άλλων εποχών και με θλίψη έβλεπαν άλλες αξίες να έχουν καταλάβει τη θέση των παλιών.


«Υπήρχε η συνήθεια ανάμεσα στους οπαδούς της αντιπολίτευσης να θεωρείται καλό σημάδι η βροχή την ημέρα των εκλογών», λέει ο Ιταλο Καλβίνο στην αρχή του βιβλίου. Για να δούμε, θα βρέχει στις 6 Μαΐου;

Ο συγγραφέας

Ο Ίταλο Καλβίνο (1923-1985) γεννήθηκε στην Κούβα, αλλά σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Ιταλία. Το 1943 προσχωρεί στους παρτιζάνους της ιταλικής αντίστασης. Πρωτοεμφανίστηκε στα ιταλικά γράμματα το 1947 με το μυθιστόρημα "Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές" με θέμα την Αντίσταση, θέμα που πραγματεύεται και στο επόμενο βιβλίο του, μια συλλογή από διηγήματα με γενικό τίτλο "Τελευταίο έρχεται το κοράκι". Ακολουθεί η τριλογία που τον έκανε διάσημο, τρία σύντομα μυθιστορήματα που συνθέτουν τον κύκλο "Οι πρόγονοί μας: Ο διχασμένος υποκόμης", "Ο αναρριχώμενος βαρόνος" και "Ο ανύπαρκτος ιππότης". Ακολουθεί, το 1956, μια συλλογή ιταλικών λαϊκών παραμυθιών που μετέγραψε ο συγγραφέας με τον τίτλο "Ιταλικοί μύθοι", ενώ δυο χρόνια αργότερα εκδίδει τα "Διηγήματα", συλλογή που περιέχει και την πολύ γνωστή ενότητα διηγημάτων "Οι δύσκολοι έρωτες". Ακολουθούν δύο σύντομα μυθιστορήματα, το "Μαρκοβάλντο ή οι εποχές στην πόλη" και το "Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου" (1963) που ολοκληρώνουν τη "νεορεαλιστική" του φάση. Το 1965 και το 1967 εκδίδει δύο συλλογές "φανταστικών" διηγημάτων με τίτλους "Τα κοσμοκωμικά" και "Ταυ με μηδέν", ενώ το 1969 εκπλήσσει όλο τον κόσμο με το "Κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων". Ακολουθούν τα έργα "Οι αόρατες πόλεις" (1972), "Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης" (1979) και "Πάλομαρ" (1983). Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα έργα "Κάτω απ' τον ιαγουάρο ήλιο", "Σχετικά με το παραμύθι" (δοκίμιο), "Αμερικανικά μαθήματα" (δοκίμιο), "Ο δρόμος του Σαν Τζιοβάνι", "Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς" (δοκίμιο) και "Πριν να πεις "εμπρός"".