του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου
πηγή: http://www.lifo.gr
Ο Μένης Κουμανταρεας βρίσκεται δεκατέσσερα χρόνια στο χαμαλίκι της πεζογραφίας κι έχει ήδη αμειφθεί με το παραπάνω.
Τα βιβλία του ξανατυπώνονται σταθερά – αγγίζουν αριθμούς σπάνιους για την αγορά. Το 1975 παίρνει το πρώτο Κρατικό Βραβείο για τη «Βιοτεχνία Υαλικών» που έχει επανεκδοθεί δέκα φορές – την ιστορία μιας γυναίκας που αγωνίζεται μάταια να κρατήσει ένα μικρό μαγαζί με την λειψή συμπαράσταση τριών αντρών εξαχρειωμένων από τη μοναξιά.
Έχει δημιουργήσει προσωπική γραφή, που διαπέρασε σώα τις επιρροές του Φώκνερ και του Μέλβιλ, φτάνοντας στο γυμνό ύφος, την ισχνή πλοκή, το πικρό φινάλε.
Οι ήρωές του έχουν πιάσει το κλίμα της εποχής, είναι ζωντανοί – αν και διαλύονται πάντα μες τη μιζέρια της, αν και πνίγονται από τους φόβους που γεννάνε οι στερημένοι τους πόθοι. Στα «Μηχανάκια» (1962) είναι τα εφηβικά προβλήματα, στο «Κουρείο» (1986) η άχαρη ερωτική ιστορία ενός λογιστή με μια μανικιουρίστα, στην «Κυρία Κούλα» (1985) η εφήμερη (και αδιέξοδη) γνωριμία μιας ώριμης γυναίκας με ένα νεαρό. Παντού μια ατμόσφαιρα άγχους και αποξένωσης...
Εκτός από το τελευταίο του βιβλίο. «Η Φανέλλα με το Εννιά» κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες και είναι ξαναγραμμένη πάνω στην πρώτη εκδοχή, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τέταρτο». Είναι η ιστορία ενός λαικού παιδιού που μπήκε στα γήπεδα, γεύτηκε την περαστική τους δόξα, και μετά παραμερίστηκε σαν στυμμένη λεμονόκουπα, μια και δεν είχε άλλο πάθος να τον στηρίξει. Είναι η ιστορία του στενοκέφαλου, μπλοκαρισμένου Μπιλ που με το θράσος και τη μοναχική του ωραιοπάθεια κάνει πως αντιστέκεται στα γραμμένα της μοίρας του. Όμως, εδώ, η συντριβή του σαν να υπόσχεται κάτι καινούριο: την ωριμότητα, το καταστάλαγμα – όχι μια συμφορά δίχως ελπίδα.
Πενήντα πέντε χρονών σήμερα, με εννέα βιβλία, επτά μεταφράσεις και μια σπάνια σεμνότητα, ο Μένης Κουμανταρέας φαίνεται πως πλησιάζει στη χρυσή του εποχή.
Κύριε
Κουμανταρέα, τι ζητούν τα παιδιά που φορούν «φανέλες με το εννιά» στη ζωή σας;
Καμία! Κι
αυτή άλλωστε ήταν κι η δυσκολία μου να περιγράψω τον κόσμο του ποδοσφαίρου..
αλλά το παιδί που έχει έφεση και φιλοδοξίες – «ένα παιδί φανατικό για μπάλα» -
αυτόν τον ξέρω. Είναι ο άνθρωπος που συναντώ στην Πλατεία Βικτωρίας, στην
πλατεία Ομονοίας, στη Φωκίωνος Νέγρη, στην Πατησίων. .. Τον ξέρω, τον έχω
συναναστραφεί – δεν είναι φίλος μου, δεν έιναι κολλητός μου... Με τραβάει σε
αυτόν η ομορφιά που βρίσκω στα λαικά παιδιά, και την οποία τα παιδια της
αστικής τάξης δεν έχουνε. Και εννοώ, τον γνήσιο τρόπο που συμπεριφέρονται χωρίς
να τους περιχαρακώνει κανένα σαβουάρ βιβρ... Δεν ξέρω αν είμαι σαφής...
Είστε! Μα θα
ήθελα κάτι παραπάνω!
Κοιτάξτε!
Όταν μου ζητάτε κάτι παραπάνω είναι σα να θέλετε ν’ αποκαλύψω κάτι πάρα πολύ
μύχιο, που με τυρρανάει και με κάνει ακριβώς να γράφω αυτά τα βιβλία. Και δεν
είμαι διατεθειμένος να αποκαλύψω και την τελευταία σκέψη, και το τελευταίο
αίσθημα που έχω γι’ αυτά τα πρόσωπα – ίσως, γιατί είναι σκέψεις που κι εγώ ο
ίδιος κρατάω μυστικές από τον εαυτό μου... Δεν μπορούνε όλα να υπηρετούν το
δημόδιο πρόσωπό μας. Πρέπει να μπορώ να επιστρέφω στον εαυτό μου, έχοντας κάτι
να τον στηρίξω – αλλιώς η ζωή μου θα γίνει μια σχιζοφρένεια, αφού δεν είμαι
ούτε σταρ του κινηματογράφου, ούτε πολιτικός. Η ασφαλιστική δικλείδα του
ανθρώπου που γράφει, είναι η επιστροφή στα ιδιωτικά, τα οποία εσείς μου ζητάτε
να εκθέσω. Στο μεταξύ, όμως, ο άνθρωπος αυτός πρέπει να τα βγάζει και πέρα με
όλο τον κόσμο που ανοίγεται μπροστά του, που τον διαβάζει. Γι’ αυτο δίνει και
καμιά συνέντευξη...
Δόκτορ
Τζέκιλ, μίστερ Χάιντ;
Υπονοείτε
ότι μπορεί να έχω μια διπλή ζωή;
Όχι ως
ψόγο. Αλλά καταλαβαίνω ευκολότερα ας πούμε τον Ντίνο Χριστιανόπουλο όταν
περιγράφει παρόμοιους τύπους – γιατί αυτός ζει ολοκληρωτικά ανάμεσά τους.
Ο
Χριστιανόπουλος μοιάζει στο λύκο που δεν μπορεί να γυρίσει το σβέρκο του – που
είναι μονοκόκκαλος. Είναι ένας άνθρωπος που εκτιμώ πολύ, κι ένας από τους
ελάχιστους αυθεντικούς ποιητές που έχουμε, αλλά είναι ένας άνθρωπος χωμένος στο
θεσσαλονικιό σόι του. Εγώ είμαι Αθηναίος – ένας άνθρωπος που κοιτάει προς όλες
τις κατευθύνσεις. Τη μια στιγμή το ποδόσφαιρο, την άλλη το Συμβούλιο
Επικρατείας, την τρίτη σε μια βιοτεχνία που φαλίρει. Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι δυσκολίες,
ούτε οι περιορισμοι της τάξης, της μόρφωσης... Μ’ ενδιαφέρει ο Ανθρωπος – κι
αυτός μπορεί να βρίσκεται παντού. Γι’ αυτό και οι υποθέσεις των βιβλίων μου δεν
μοιάζουν μεταξύ τους. Κάνω λάθος;
Εγώ είμαι Αθηναίος – ένας άνθρωπος που κοιτάει προς όλες τις κατευθύνσεις. Τη μια στιγμή το ποδόσφαιρο, την άλλη το Συμβούλιο Επικρατείας, την τρίτη σε μια βιοτεχνία που φαλίρει. Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι δυσκολίες, ούτε οι περιορισμοι της τάξης, της μόρφωσης... Μ’ ενδιαφέρει ο Ανθρωπος – κι αυτός μπορεί να βρίσκεται παντού. Γι’ αυτό και οι υποθέσεις των βιβλίων μου δεν μοιάζουν μεταξύ τους.
Καθόλου! Σε
σημείο να αναρωτιέμαι μήπως αυτό το κάνετε από κάποιαν εκκεντρικότητα.
Τους
εκκεντρισμούς μου τους αφήνω έξω από τη λογοτεχνία. Σε αυτή τη συνέντευξη ίσως
μια εκκεντρική φράση με βγάλει από την αμηχανία της στιγμής, όμως την ώρα που
γράφω κάνω κάτι με μεράκι, καμιά φορά και με πάθος – δεν χωράει νομίζω
εκκεντρισμός στο μόνο πράγμα που έμαθα να κάνω καλά στη ζωή μου.
Χωρίς αυτό
δηλαδή;
Αν θα
μπορούσα να ζήσω;
Ας πούμε.
Ε, θα
έβρισκα κάτι άλλο να κάνω. Δεν μου λείπει το μυαλό, η εξυπνάδα...
Πάντως, για
να λέμε και την αλήθεια, η ερώτηση για τα λαικά παιδιά δεν έγινε για να
αποκαλύψω κάποια κρυφή πτυχή σας, που λένε – αυτό δεν νεδιαφέρει και πολύ. Απλό
ενδιαφέρον γεννάται, όταν βλέπω συχνές αναφορές στην αστική σας καταγωγή κι
όταν διαβάζω την αργκό του τελευταίου σας βιβλίου.
Δεν
εννοείτε να καταλάβετε τι μονοπάτια ακολουθεί η τέχνη, τι δύσκολους δρόμους
διαλέγουμε για να φτάσουμε στον σκοπό μας. Πολλές φορές κι οι ίδιοι δεν το
ξέρουμε, γιατί ο σκοπός αυτός είναι απόμακρος και κρυφός, και πρέπει να
διαβούμε μυστικές πόρτες για να φτάσουμε ως εκεί.... Έπειτα, αν έγραφα συνεχώς
τα ίδια πράγματα, θα βαριόμουν μέχρι θανάτου... Χρειάζεται ένα ψίχουλο πίστης –
χωρίς αυτήν δεν προχωράς. Αλλά αυτό δεν το αντιλαμβάνεσαι όταν ξεκινάς. Ξεκινάς
όπως όλοι οι νέοι, με παραμύθια που λες στον εαυτό σου ή στους φίλους σου,
έχεις μια ρομαντική αντίληψη για τη λογοτεχνία, θέλεις να μοιάσεις με όσους
θαυμάζεις, έχεις ορισμένα πρότυπα.... Αυτή είναι η ανυποψίαστη περίοδος.
Αργότερα όταν μπαίνεις στο κουρμπέτι κι αρχίζεις να μαθαίνεις τη χαμάλικη
δουλειά της πεζογραφίας, όταν χαθείς σε όγκους σελίδως που πρέπει να γράψεις και
να ξαναγράψεις, προσγειώνεσαι.
Και έρχεται
κάποια στιγμή που νοιώθετε πως τα εξαντλήσατε;
Δεν
αισθάνομαι πως έχω εξαντλήσει τίποτα... Νομίζω καμιά φορά, πως βρίσκομαι στην
αρχή ορισμένων πραγμάτων που μόνο ψηλάφησα. Όταν σε αγαπάνε για ένα σου βιβλίο,
γλυκαίνεσαι για λίγο, κολακεύεσαι, ναρκισσεύεσαι, αν θέλετε. Αλλά, γρήγορα
περνάει και αυτό. Μετά, ιδίως όταν πιάσεις τα κλασικά κείμενα, καταλαβαίνεις
ότι δεν έχεις κάνει τίποτε. .. Και επειδή δεν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να
μεταφραστείς, αρκείσαι να γράψεις καλά πράγματα γι’ αυτόν τον τόπο, να
διαβαστείς δηλαδή από τους Αθηναίους, τους Θεσσαλονικιούς, τους Βολιώτες...
Πόσο πολύ
να διαβαστείτε;
Α, δεν
ξέρω, δεν βάζω όρια.
Σας ρωτώ
μήπως η επιτυχία που σας φέρνει τόσο κόσμο, σας αφαιρεί σε ψυχογραφική
βαθύτητα.
Όχι! Δεν το
παραδέχομαι! Γράφετε πάντα αβίαστα, έτσι όπως θέλετε; Ναι. Και μάλιστα, συχνά,
πιστεύω πως γράφω σκοτεινά, με εσωστρέφεια. Όμως ο τρόπος που διυλίζω τη
γλώσσα, που τακτοποιώ και συναρμολογώ τις φράσεις, θέλω να είναι ένας τρόπος
αποδεκτός από ένα φίλο μου που διαβάζει πολύ, από τη μάνα μου που δεν διαβάζει
πολύ, από έναν τρίτο που διαβάζει λίγο...
Ας πούμε ο
Μπιλ ο ήρωάς σας, θα μπορούσε να διαβάσει το βιβλίο που γράψατε γι’ αυτόν;
Α, αυτό
είναι ένα συχνό, και αναπάντητο ερώτημα που κάνω στον εαυτό μου. Τον ξέρω καλά
τον Μπιλ, τον έχω ζήσει σε πάρα πολλά πρόσωπα. Τελικά νομίζω ότι ο Μπιλ δεν θα
μπορούσε να διαβάσει το βιβλίο. Δεν θα το καταλάβαινε. Κι είναι κρίμα – ωστόσο,
εγώ διατηρώ αμείωτες τις αυταπάτες μου.
Κύριε
Κουμανταρέα κατά πόσον ένας συγγραφέας μπορεί να γίνει λαϊκός, χωρίς να γίνει
αγοραίος;
Δεν έχω
καθόλου την αίσθηση ότι πάω να γίνω ένας λαικός ή ένας αγοραίος συγγραφέας –
είναι δύο τύποι συγγραφέων διαφορετικής τάξεως. Ξαφνιάζομαι όταν με
αναγνωρίζουν, όταν έρχονται να μου μιλήσουν – έστω κι αν μ’ αρέσει, τα χάνω
λίγο. Θέλω να πω ότι ποτέ δεν θα ισοπεδώσω τις αξίες μου για να γίνω λαικά
αποδεκτός. Κι αν η «φανέλλα» γνωρίσει εμπορική επιτυχία που δεν το ξέρω ακόμα...
Πείτε μου
ειλικρινά: Όταν διαλέξατε ένα τόσο λαϊκό θέμα καθόλου δεν σκεφτήκατε τις
πωλήσεις;
Όχι
καθόλου! Δεν θέλησα άλλωστε να μιλήσω για το ποδόσφαιρο, αλλά για το πείσμα
ενός ανθρώπου. Αν σκεφτόμουν «τι τσιμπάει η αγορά» για να διαλέξω το θέμα μου,
θα ήμουν χαμένος από χέρι.
Το πείραμα
της προδημοσίευσης σε συνέχειες στο «Τέταρτο» σας δίδαξε κάτι;
Μου
ενέπνευσε ένα είδος ηρωϊσμού. Αντιστάθηκα σε μια βολή, μια τροχοπεδημένη
συνήθεια που υπάρχει, και την οποία το «Τέταρτο» του Χατζιδάκι έσπασε, γιατί τόλμησε
να δημοσιεύσει σε συνέχειες ένα μυθιστόρημα που ούτε εγώ, ούτε αυτό γνωρίζαμε
πως εξελίσσεται. Αυτό ήταν παράτολμο – γιατί θα μπορούσαν και να κοιμηθούν οι
αναγνώστες...
Πείτε μου:
υπάρχουν στιγμές απόλυτης σιγουριάς για ένα γραφτό;
Και βέβαια.
Συνήθως ώρες νυχτερινές – γιατί η νύχτα είναι βοηθός στον έρωτα και στη
λογοτεχνία. Όμως η αυγή μονάχα θα κρίνει την αλήθεια. Και τι θα τη γεννήσει:
μια παρόρμηση που συνήθως ξέρετε ή κάτι που σας ξεπερνά; Καλές είναι οι
παρορμήσεις, μα μόνο ο μόχθος αναπληρώνει ό,τι δεν μπορώ να ζήσω αληθινά. Οι
εικόνες που έχω μέσα μου είναι θολές, κι όταν γράφω, έχω την ανάγκη να τις δω
να γίνονται πιο συγκεκριμένες, χωρίς όμως να χάνουν την αχλύ του πρώτου
ονείρου...
Όταν γράφω είμαι πάρα πολύ ψύχραιμος.
Όταν είμαι ταραγμένος ή στεναχωρημένος
παίρνω καλές σημειώσεις, αλλά
δεν κάθομαι να γράψω. Πρέπει να φωτίζει
το χαρτί σου ένα κρύο φως.
Όταν
γράφετε πως αισθάνεστε; Θέλω να πω, έχετε συνήδειση του τι νοιώθετε ή
παρασύρεσθε; Ή νιώθετε ένα είδος μοναξιάς;
Όταν γράφω είμαι πάρα πολύ
ψύχραιμος.
Όταν είμαι
ταραγμένος ή στεναχωρημένος παίρνω καλές σημειώσεις, αλλά δεν κάθομαι να γράψω.
Πρέπει να φωτίζει το χαρτί σου ένα κρύο φως.
Γράφετε σχεδόν επαγγελματικά!
Αυτό
είναι μεγάλη κουβέντα. Θ’ άξιζε να το πείτε σε αυτούς που γράφουν για να κάνουν
καριέρα ή να βγάλουν χρήματα. Βέβαια, με τα χρόνια, σε πιάνει μια συγγραφική
σκολίωση, γίνεσαι ένα ζώο που γράφει, κι αυτό σου χαλάει τη γοητεία και την
αθωότητα που είχες στο ξεκίνημα. Αλλά όταν αρχιζεις να γράφεις κάτι νέο, μέσα
στη σιωπή, μέσα στην άγνοια των άλλων, τι άλλο κάνεις από το να προσπαθείς να
ξανακερδίσεις τη χαμένη σου αθωότητα που είχες στο ξεκίνημα; Γιατί χωρίς
αθωότητα δεν έχει σκοπό αυτό το πράγμα – όταν γράφεις στέκεσαι ενώπιος ενωπίω,
είσαι μόνος, χωρίς τρίτους, χωρίς κοινό. Και δεν είναι αθώο, όταν έχετε ένα
βάσανο να κάθεστε πάνω στο χαρτί; Δεν μπορώ να βγάλω το αδιέξοδό μου, τη στιγμή
του αδιεξόδου μου!
Τι κάνετε
τέτοιες στιγμές;
Παίρνω τους
δρόμους, γυρίζω, πηγαίνω σε μπαρ, κάνω έρωτα, βλέπω τους φίλους μου. Αν έχω την
ψυχραιμία πάω στον κινηματογράφο. Αν έχω μεγαλύτερη ψυχραιμία, πάω στο θέατρο!
(γέλια) Κι αν δεν έχετε καθόλου ψυχραιμία; Απελπίζομαι! Και δεν σκέφτομαι ποτέ
πως η απελπισία ίσως με οδηγήσει σε ένα νέο γραφτό, ούτε πως η Τέχνη μπορεί να
με θεραπεύσει.
Αν μου
επιτρέπετε, δεν καταλαβαίνω, προσωπικώς, γιατί δεν είναι ψύχραιμο το να πίνετε
ήσυχα ένα ποτό στο μπαρ, και είναι ψύχραιμο το να γράφετε μια, διδακτική έστω,
ιστορία.
Είναι εξίσου
αξιοπρεπή... Εάν ήμουν φιλόσοφος θα μπορούσα να είχα τοποθετήσει όλες αυτές τις
ερωτήσεις που μου κάνετε, και να καταλάβω τι είναι εκείνο που με κάνει να στέκω
μπροστά σε ένα χαρτί. .. Αλλά δεν είμαι φιλόσοφος μα ένας άνθρωπος επιρρεπής
στα νεύματα της ζωής, που τα βγάζει πέρα στριμωγμένος πότε με το ένα και πότε
με το άλλο. Είμαι ένας άνθρωπος σε μια βάρκα, που πολλές φορές την παρασύρει το
αντίθετο ρεύμα, και καλά – καλά δεν ξέρει να τραβήξει κουπί. Ίσως όμως και αυτό
με δυναμώνει... Βγάλτε τα πέρα με τόσες παρομοιώσεις (γέλια).
Κύριε
Κουμανταρέα, απ’ ό,τι έχω καταλάβει δεν εκτιμάτε και πολύ τον κύκλο των ομότεχνών
σας.
Σε μερικούς
έχω πολύ μεγάλη εκτίμηση, σε άλλους πάλι έχω αδυναμία – όμως δεν είναι αυτοί η
καθημερινή μου παρέα. Αν εξαιρέσεις δυό τρείς ανθρώπους από τους οποίους ο ένας
δεν ζει πια: ο Ιωάννου (πολύ με έχει πληγώσει η απουσία του)... Όμως θα έλεγα
πως ούτε κι οι παρέες που συναντώ στα μπαρ είναι η καθημερινή μου παρέα.
Διάβασα ένα
παλιό σας κομμάτι στο περιοδικό «Συνέχεια» για τη Μέλπω Αξιώτη. Είδα πως όταν
θαυμάζετε κάποιον, έχετε όλο το θάρρος και ην ταπεινότητα να του αποδίδετε
σεβασμό.
Και βέβαια.
Και μάλιστα θεωρώ μεγάλη ευθύνη και τιμή που διάλεξαν στην κηδεία του Τσίρκα
και του Χατζή να μιλήσω εγώ.
Κύριε
Κουμανταρέα, το πρώτο πράγμα που είδα στον τρόπο που γράφετε ήταν ένας λεπτός
αδιόρατος αισθησιασμός, που καταλαβαίνω τώρα γιατί είναι μετρημένος. Ομολογώ
όμως ότι οι συνεντεύξεις σας είναι δυσανάλογα προκλητικές: σε ένα περιοδικό
ημίνεκρο σαν τη «Λέξη» είπατε πως όταν στεναχωριέστε, βγαίνετε στους δρόμους
για να πέσετε στην πρώτη αγκαλιά. Στην τηλεόραση είχατε πει πριν χρόνια ότι στα
υπόγεια με τα μηχανάκια «πάνε βαρύθυμοι και παίζουν οι άνθρωποι όταν οι
ερωτικές τους σχέσεις πάνε κατά διαόλου – αυτοί που έχουν προβλήματα με γυναίκες
αλλά και με άνδρες".
Όσον αφορά
το τελευταίο, η φράση που υπαινίσσεσθε ειπώθηκε για να σπάσει ο τσαμπουκάς της
τηλεόρασης – για να περάσει μια φράση που δεν περνάει συνήθως. Ήταν προκλητική
για ένα μέσο που ισοπεδώνει τα πράγματα, για ένα κοινό που, ίσως, αναπήδησε
λίγο από τη νάρκη του, έστω για ν΄αναρωτηθεί αν ένας συγγραφέας μπορεί να λέει
τέτοια πράγματα.
Αυτό δεν το
σκέφτεσθε τώρα που τα «Καημένα» γίνονται τηλεταινία;
Δεν μπορώ
να αντιστωθώ στον Γιάννη Διαμαντόπουλο που είναι γλυκύτατος άνθρωπος, και αγαπάει
αυτήν την ιστορία. Και μετά, δεν πειράζει. Δεν γράφουμε και τ’ αριστουργήματα!
Το
πιστεύετε αυτό αληθινά;
Ε, ναι, το
πιστεύω!... Ίσως θα δίσταζα πολύ για τη «Βιοτεχνία Υαλικών»... Ίσως, γιιατί
αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ηθοποιός να παίξει τη Μπέμπα, κι ένας σκηνοθέτης
δύσκολα θα υπηρετούσε αυτό το κλίμα.
Εντάξει. Όσον αφορά το άλλο;
Σ’ αυτή τη
συνέντευξη στη «Λέξη» (που στο κάτω – κάτω είναι ένα συμπαθητικό περιοδικό) το
πράγμα ειπώθηκε παρορμητικά – εξομολογητικά. Δεν το είπα για να σοκάρω, ούτε για
να δώσω οποιαδήποτε σήμανση της ερωτικής μου ζωής. Δεν είμαι ο άνθρωπος που μου
αρέσει να φωνασκώ, δεν μου πάει. Δεν λέω ότι μου ξεφεύγουν, ούτε μετανοώ – αλλά
φαίνεται τα λέω σε στιγμή αλήθειας.
Αντιδιαστέλλονται
δηλαδή σε ένα έργο ψεύδους;
Μα, η
γοητεία, η μαεστρία, η σοφία του να οικοδομήσεις ένα βιβλίο, δεν βρίσκεται τόσο
στο φανέρωμα, όσο στην απόκρυψη. Οικοδομώ ένα βιβλίο κρύβοντας και αφήνοντας
μονάχα χαραμάδες. Ίσως γι’ αυτό και η υπόθεση των βιβλίων μου είναι κάποτε
ισχνή. Εξάλλου δεν πιστεύω στις υποθέσεις. Το ενδιαφέρον στον αναγνώστη δεν
συντηρείται στα βιβλία μου με τις μεθόδους της αστυνοματικής πλοκής. Ούτε
φιλοδοξώ να γράψω τοιχογραγραφίες τύπου Πετσάλη, Ρώμα ή Αθανασιάδη.
Που έγινε
και ακαδημαϊκός αυτές τις μέρες – και στα δικά σας!
Ευχαριστώ
πολύ αλλά εγώ, ευτυχώς δεν θα μπω ποτέ στην Ακαδημία.
Αισθάνεστε
τόσο καταραμένος;
Καθόλου! Η
Ακαδημία είναι ένα ίδρυμα καταραμένο! (γέλια)
Διαβάζω
ωστόσο ότι η Ραδιοφωνία της ΕΡΤ δεν έχει τόσο μαυρίσει – και, ίσως, σας δώσει
τη θέση του διευθυντού.
Το
ραδιόφωνο είναι μια μαγεία, αλλά δεν νομίζω ότι είμαι ο άνθρωπος που μπορεί να
κάνει μια τέτοια δουλειά... Δοκίμασα ήδη τον τομέα «δράση» στη θητεία μου στη
Λυρική Σκηνή.
Συνεχίζουμε:
Οι κριτικοί λένε πως κοινός τόπος των προσώπων σας είναι το ότι καταπίνονται
στο τέλος, απ’ την κοινωνία. Πείτε μου: τι σας τραβάει πάντα σε ιστορίες
ανθρώπων που χάνουν το παιχνίδι;
Αυτό ρωτάω
χρόνια και τον εαυτό μου. Δεν ξεκινάω επίτηδες να καταστρέψω τους ήρωές μου.
Ίσως όμως έχω συνηθίσει από μικρός όπου όλοι οι ήρωες που αγαπούσα είχανε πάντα
κακό τέλος. Ίσως αυτό με επηρέασε. Ούτως ή άλλως έχω ένα είδος ελαφριάς
απαισιοδοξίας, για την τύχη των ανθρώπων – δεν θέλω να τους καταστρέψω,
συμπάσχω και μάλιστα τους δίνω ζωή με τα χαμένα κομμάτια του εαυτού μου. Γιατί
αν ήμουν απολύτως υγιής δεν θα υπήρχε λόγος να γράφω.
Μόνο πάνω
στις πληγές βλασταίνει η δημιουργία;
Νομίζω ναι.
Οσονδήποτε κι αν ηχεί αυτό μελοδραματικά. Λυπάμαι που το λέω... Όσο κι αν
ακούγεται περίεργο είναι η αγάπη ή μάλλον: η κατανόηση του συγγραφέα που
εξαϋλώνει στο τέλος τους ήρωες, που τους λυτρώνει... Αυτά όμως είναι εξηγήσεις
εκ των υστέρων. Ο τρόπος που μπορείτε να δείτε σωστά το έργο δεν είναι αυτή η
συνέντευξη, ούτε οι, ενδεχομένως, υπερφίαλες κρίσεις του συγγραφέα – αλλά ο
τρόπος που εισπράτει τα γεγονότα ένας αναγνώστης. (σιωπή). Τι θέλετε να σας πω;
Οι περισσότερες οικογένειες ζουν μες τη δυστυχία, χωρίς να το ξέρουν, ο τρόπος
που μεγαλώνουν και κινούνται οι άνθρωποι είναι γεμάτος καταπίεση και
ανασφάλεια. Ύστερα, εγώ είμαι ένας άνθρωπος που έχω καταπιεστεί πολύ από την
οικογένειά μου, τα ασφαλιστικά γραφεία που δούλεψα χρόνια... – κάπου δεν θα
συνθλίβηκα κι εγώ μέσα σε αυτές τις μυλόπτερες, κάπου δεν θα υπέφερα;
Μέσα σε
τόση συμφορά δεν υπάρχει ελπίδα;
Και η ίδια
η λογοτεχνία μια ελπίδα δεν είναι; Και βέβαια. Και ο τρόπος που στέκομαι πάνω
σε μια λέξη, που σχεδόν τη χαϊδεύω, που σχεδόν τη σπρώχνω να σμίξει με μια άλλη
για να φτιάξει μουσική δεν είναι μαι ευχαρίστηση και μια ελπίδα; Κι όταν το κείμενο
φτάσει, εντέλει κάπου δεν είναι αυτό μια ελπίδα; Ασχέτως αν εγώ δε νιώθω ποτέ
ικανοποίηση, καταδικασμένος να κουβαλήσω άλλη μια πέτρα σαν τον Σίσσυφο από το
βουνό.
Kύριε
Κουμανταρέα, προσωπικά σας έχω συνδυάσει με μια εποχή περασμένη: λίγο αριστερά,
λίγο παρέες, λίγο ελληνικότητα... Οι καιροί αλλάζουν, ενώ εσείς δείχνετε να
επιμένετε νοσταλγικά σε μια εποχή...
Λοιπόν, η
«Φανέλλα» είναι η απάντηση αυτού που με ρωτάτε. Όχι πως θέλω να ξεφύγω από την
εποχή που ανήκω. Το ξέρω, οι συνάξεις, τα κουρεία, οι πλατείες,,, κάπου ανήκω
σ’ αυτά. Όμως κι εγώ ο ίδιος βαρέθηκα. Δεν επιζητώ σώνει και καλά να
πρωτοτυπήσω, ούτε μπορώ να απιστήσω στον εαυτό μου – αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη
αυτοτιμωρία μου. Όμως η «Φανέλα» κάτι αλλάζει γι’ αυτό ίσως να μην αρέσει στους
παλιούς φίλους της Βικτωρίας. Η ζωή είναι κάτι περίεργο, σε διεκδικεί κάθε
στιγμή κι αν εσύ κάνεις πίσω είναι σα να χάνεις το παιχνίδι. Και βέβαια κάπου
μέσα μου διχάζομαι στη σκέψη πως κάποτε θα δω πανοραμικά τη δεκαετία του ’60 ή
του ‘70 μιλώντας σε αόριστο χρόνο – ενώ δεν θέλω αναγκαστικά να επιστρέψω σε
αυτές.
Ζείτε τώρα
επαρκώς τη δεκαετία του ’80 για να την περιγράψετε μελλοντικά;
Προσπαθώ...
Νομίζω... Στο βαθμό που κάποιοι δισταγμοί μου το επιτρέπουν. Δεν πηγαίνω σαν
άλλους σε δεξιώσεις, δεν κάνω δημόσιες σχέσεις αλλά γυρίζω περισσότερο! Στα
μπαράκια; Στα μπαράκια! Σε αυτά βρίσκω κάτι που έχει χαθεί: τη συνύπαρξη
διαφορετικών ηλικιών και κόσμων. Στα λαικά μπαρ της Αριστοτέλους μπορείς να
δεις έναν εικοσάχρονο να αγκαλιάζει έναν εξηντάρη... Ξεχνώντας τα χρήματα;
Συχνά – αν και δεν βρίσκω τίποτα μεμπτό ένας εξηντάρης που συχνά αποτελεί
υποκατάστατο του πατέρα, να χρηματοδοτεί ένα νεότερο φίλο.
Εσείς θα
δεχόσαστε ποτέ τα χρήματα μιας πληρωμένης αγάπης;
Αν ήμουν
νέος πιθανώς ναι – αν τα είχα ανάγκη... Υπάρχει μια άγρια ανάγκη για χρήματα σε
πολλούς νέους. Θες το κοινωνικό σύστημα, θες η αφθονία των αγαθών... Αλλά το
γεγονός αυτό είναι η άκρη του σκοινιού: εδώ, έχουμε ένα ολόκληρο κοινωνικό
σύστημα και δεν είμαι εγώ ο εισαγγελέας που θα στήσει τον κόσμο στον τοίχο. Δεν
καταγγέλω πράγματα, κι αν τύχει να το κάνω, θα το κάνω έμμεσα, λέγοντας μια
ιστορία. Ίσως μια αδυναμία είναι οτι θέλω πάντα να είμαι διαλλακτικός...
Άλλωστε ένα βιβλίο δεν θέλει μόνο να εμφυσήσει αξίες και ιδανικά. Σήμερα η
τέχνη είναι παρηγορητική, γιατί ακριβώς ζούμε σε μια τα ραγμένη εποχή – θέλουμε
να γλυκαθούμε λίγο έστω και μελαγχολώντας.
Κύριε
Κουμανταρέα συγνώμη που θ’ αλλάξω κλίμα στην τελευταία μου διαπίστωση: υψηλό
εισόδημα και λαϊκές φιλίες, Λυρική Σκηνή και ροκ δεκαετία, τηλεόραση και συγγραφική
μοναξιά – μέσα σ’ όλα κινείστε.
Θέλετε να
πείτε ότι είμαι άπληστος; ... Δεν νομίζω. Ίσα ίσα, νομίζω ότι είμαι άνθρωπος
που συχνά διστάζει και διαλέγει με έναν αριστοκρατισμό παλιάς εποχής. Όμως,
προσαρμόζομαι: ζω σε μια εποχή. Δεν είμαι τόσο μεγάλος ώστε να καθίσω μπροστά
στον αργό θάνατο της τηλεόρασης... Είμαι και πολύ περίεργος. Ακόμα κι όταν
φοβάμαι θέλω να γνωρίζω νέα μέρη, νέα πρόσωπα... Είμαι στο σταυροδρόμια μιας
ηλικίας που δεν είναι πια, αρκετά νεανική για να ζω με την αλλοτινή ένταση,
ούτε και αρκετά μεγάλη για να αποσυρθώ και να σκεφτώ φιλοσοφικά, ή σοφά αν
θέλετε.
Και πώς
θέλετε να σας θυμούνται – μέσα απ’ όλα αυτά;
Σαν έναν
άνθρωπο που δεν υπήρξε ποτέ άδικος, και που καμιά φορά έγραψε και κάνα καλό
βιβλίο – που έκανε καλά τη δουλειά του... Σαν καλό φίλο... Αλλά δεν θέλω ακόμα
να με θυμούνται. Πολύ είναι και το που με σκέπτονται καμιά φορά.
Δημοσιογράφος.
Γεννημένος στη Ζάκυνθο. Τα βασικά: Τέταρτο του Χατζιδάκι, Ελευθεροτυπία,
Καθημερινή. Τα περιοδικά: 01, (symbol), Εικόνες του Κόσμου. Μερικά
βιβλία. Από το 2005 η LIFO -και όσα την ακολούθησαν. Πηγή: www.lifo.gr
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος Δημοσιογράφος.
Γεννημένος στη Ζάκυνθο. Τα βασικά: Τέταρτο του Χατζιδάκι, Ελευθεροτυπία,
Καθημερινή. Τα περιοδικά: 01, (symbol), Εικόνες του Κόσμου. Μερικά βιβλία. Από
το 2005 η LIFO -και όσα την ακολούθησαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου