Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νίκαια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νίκαια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

16.10.20

Δύο λεπτά στο τηλέφωνο: Εφαρμογή

εικόνα: Σόφη Σενόγλου


γράφει ο Αργύρης Παλούκας


Γιώργο, με όλα αυτά που συμβαίνουν, δεν ξέρω τι να σου πρωτοπώ. Με κυριεύουν συχνότερα οι κακές σκέψεις. Κι όλα αυτά γύρω τα βλέπω εντονότερα γιατί μεγαλώνω. Αυτό που, δέκα χρόνια πριν, θα το περνούσα σαν γριπούλα, το περνάω σαν πνευμονία. Αντιλαμβάνεσαι το πνεύμα μου. Με κυριεύουν οι κακές σκέψεις, λοιπόν. Και δεν θα πιστέψεις τι με ανακουφίζει: ένα μαγαζί με κοστούμια. Ναι, καλά ακούς. Είναι εδώ, στη Νίκαια, ένας κύριος που έχει μαγαζί με κοστούμια και το λειτουργεί εικοσιτετράωρο, καθημερινές και σαββατοκύριακα. Μη φανταστείς κάτι σπέσιαλ ― λίγο παλιακά είναι, αλλά τουλάχιστον τα παντελόνια δεν έχουν πιέτες και τα σακάκια δεν είναι τρίκουμπα. Από χρώματα υπάρχει ποικιλία, τουλάχιστον στα σκούρα. Εκεί λοιπόν που με πιάνουν οι κακές σκέψεις, γιατί το έχουμε ξαναπεί, η δαντέλα γύρω ξηλώνεται, λέω στον εαυτό μου πετάγεσαι και παίρνεις. Προβάρεις, σου κάνει ο κύριος δυο γαζιά, πληρώνεις και φεύγεις. Δεν χρειάζεται να αγχώνεσαι και να στοκάρεις στην ντουλάπα κοστούμια για παν ενδεχόμενο. Το αστείο ποιο είναι; Διότι, ναι, σου προκαλεί και γέλιο όλο αυτό, και το έχω ανάγκη όσο τίποτα το γέλιο, Γιώργο· ειδικά το γέλιο που βγαίνει όχι από τη σαχλαμάρα, αλλά το γέλιο που ταιριάζει στην ηλικία μας, το κωμικοτραγικό γέλιο, που από τα μακάβρια καταφέρνεις να γελάς. Το αστείο, που λες, είναι ότι ο κύριος σού κάνει και λίγο τον δύσκολο, έλα σε λίγο, δεν μπορώ ακριβώς τώρα, έλα σε πέντε λεπτά. Μια φορά τον πέτυχα να μου λέει έλα σε πέντε λεπτά, αλλά για κακή του τύχη έκατσα απέξω και κάπνιζα στη γωνία, δεν με έβλεπε. Ε, επί πέντε λεπτά δεν έκανε τίποτα, απλώς μου ζήτησε να περιμένω για το εφέ, και, όταν τελείωσε ο χρόνος αναμονής, βγήκε έξω με περισπούδαστο ύφος και με κάλεσε μέσα σαν καρδιολόγος. Δεν συζητώ για τις τιμές. Από το κατοστάρικο που θα πλήρωνες σε ένα κανονικά ανοιχτό μαγαζί, σου βάζει και πενήντα ευρώ επιπλέον για την εξυπηρέτηση. Αλλά και πάλι τι να λέμε; Καλύτερα εκατόν πενήντα και στο χέρι, την ώρα που το θες το κοστουμάκι σου, και μάλιστα από έναν καρδιολόγο.

6.8.16

Σταθμός 1



του Αργύρη Παλούκα

πηγή: Facebook


Περνούσα από έναν φαρδύ δρόμο της Νίκαιας και παρατήρησα για πρώτη φορά ένα μικρό προσφυγικό σπιτάκι βαμμένο ροζ. Μια τρώγλη που κρατιέται στη ζωή όπως κάτι οδγοντάχρονες παλαιάς κοπής που μπορείς να βρεις στο ντουλαπάκι του μπάνιου τους το νούμερο 5 της Κοκό Σανέλ. Τα κεραμίδια του σπιτιού έτοιμα να πέσουν, φορτωμένα με καμιά δεκαριά γάτες. Ξαφνικά οι γάτες αναστατώθηκαν κοιτώντας προς το μέρος μου. Γύρισα πίσω και είδα να πλησιάζει μια γυναίκα γύρω στα πενήντα. Ψηλή, καλοντυμένη, λίγο σαν παραδείσιο πουλί. Και λίγο μονοκόμματη σαν άντρας. Οι γάτες έτρεξαν και έπεσαν πάνω της. Μου θύμισε τον πατέρα μου. Όταν γυρνούσε από τη δουλειά οι γάτες τον μυρίζονταν προτού στρίψει στη γωνία. Κουβαλούσε πάντα δεύτερα ψάρια, που δεν πουλιούνται και δεν τρώγονται εύκολα. Κεφάλους, σπάρους, καλογριές. Χτυπημένα, αποκεφαλισμένα καθώς έβγαιναν από τα δίχτυα. Οι γάτες έπεφταν πάνω τους νιαουρίζοντας και ξεσήκωναν τη γειτονιά. Η γυναίκα προδόθηκε από τις γάτες. Γύρισε και με κοίταξε σαν να μου έλεγε ''ναι, εδώ μένω, σ' αυτό το ερείπιο''. Χώθηκε μαζί με τις γάτες που την ακολουθούσαν στη μικρή αυλή του ροζ προσφυγικού. Η αυλή ίσα που χωρούσε μια γλάστρα, φύτρωναν εκεί οι επιθυμίες της. Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα και άναψε το φως. Θα πρέπει να ακούμπησε ένα πιάτο στο τραπέζι με λίγο φαγητό. Θα θυμήθηκε τη μάνα της στην κουζίνα του ίδιου σπιτιού να μιλάει με τον πατέρα της για ψώνια, λογαριασμούς, την πρόοδο του παιδιού. Κι ύστερα τα πειράγματα, τις χειρονομίες και τα ερωτόλογα που αντάλλασαν.


Μια άλλη μέρα, περνώντας πάλι από αυτό το σπίτι είδα το παράθυρο ανοιχτό και φωτισμένο. Από μέσα ακουγόταν η Ρίτα Σακελλαρίου να τραγουδάει το ''Ιστορία μου, αμαρτία μου''. Στάθηκα για λίγο να χαζέψω. Όχι από κουτσομπολιό, αλλά επειδή γύρισα πίσω στα χρόνια. Ξαφνικά στο φωτισμένο παράθυρο εμφανίστηκε η γυναίκα που πηγαινοερχόταν μέσα στο δωμάτιο για ώρα κάνοντας κάποιες δουλειές. Φορούσε μια μαύρη κομπινεζόν. Μόλις με είδε σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος. Τα δάχτυλά της έφταναν ως τις κλείδες. Ντράπηκε κι ήταν σαν να λέει ''Δεν είμαι αυτό που νομίζεις. Είχα κι εγώ κάποτε μια άλλη ζωή''. Για μια στιγμή είδα μπροστά μου τη μάνα μου και τη συστολή της όταν ήταν νέα. Που ακόμα και ντυμένη ντρεπόταν. Μα τούτη δω η γυναίκα που ζει στο μικρό ροζ ερείπιο έμοιαζε να πάει να κρύψει όχι το γυμνό της σώμα, αλλά το μέρος του σώματος όπου έχει φυλαγμένη όλη της την ιστορία, που ποιος την ξέρει, ποιος θα ήθελε να τη μάθει και ποιος θα τη σεβόταν.