Φωτογραφίες από το εγκαταλειμμένο πια στρατόπεδο Καρατάσου:
Σίμος Σαλτιέλ Ⓒ
στον αδελφικό μου, Τέλλο Φίλη
Τελευταία νύχτα του 1976. Αξιωματικός υπηρεσίας στην 190 Αυτοκινούμενη Μοίρα Μέσου/Βαρέος Πυροβολικού. Στρατόπεδο Καρατάσου, Ευκαρπία Θεσσαλονίκης. Ψοφόκρυο και εναλλάξ χιόνι με χιονόνερο. Στο δωμάτιο των αξιωματικών της Δ΄ Πυροβολαρχίας η ξυλόσομπα καίει στο φουλ ― την τροφοδοτεί αδιάκοπα ο φύλακας-άγγελός μου, Κώστας Μιχαηλίδης, από το Σταυροχώρι της Ξάνθης. Ωστόσο, το μεγάλο, ψηλοτάβανο δωμάτιο αρνείται να ζεσταθεί· παγωμένος αέρας μπαίνει από τις χαραμάδες στο κούφωμα των παράθυρων, τα πόδια ξυλιασμένα παρά τις διπλές κάλτσες και τις αρβύλες.
Ζητώ από τον επόπτη ασφαλείας του στρατοπέδου να αποσύρω τους στρατιώτες από τις σκοπιές. Αρνείται. Επιμένω. Αγριεύει. «Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ!» Στις 11 το βράδυ τηλεφωνώ (!) στο σπίτι του διοικητή ― που είναι κέρβερος, αλλά με συμπαθεί αφότου έμαθε ότι είμαι παιδί χωρισμένων γονιών· έχει κι εκείνος χωρίσει από τη γυναίκα του, έχει ένα αγόρι, αρκετά χρόνια μικρότερο από μένα, αλλά φαίνεται πως στα μάτια του ταυτιζόμαστε. Δεν απαντά κανείς.
Λίγη ώρα αργότερα, ειδοποιώ τον μάγειρα Βασίλη Νουράκη να φτιάξει πρόχειρα σάντουιτς με ό,τι υπάρχει: ψωμί, τυρί, μορταδέλα, πιπερίτσες τουρσί. Να βάλει και κόκκινο κρασί σε δύο μπουκάλια.
Ξυπνώ τον οδηγό επιφυλακής Μιχάλη Βάνη (παιδί μεταναστών στη Γερμανία, γεννημένος όμως στην Ελλάδα, που είχε έρθει για να υπηρετήσει τη θητεία του!). Δώδεκα παρά 20 παίρνουμε το τζιπ και πηγαίνουμε προς τις σκοπιές. Ξεκινάμε από την υπερυψωμένη, στην πιο μακρινή γωνία του στρατοπέδου. Με τα σάντουιτς και τα κρασιά σ' έναν γυλιό ―και την ψυχή κόμπο, λόγω υψοφοβίας― σκαρφαλώνω σιγά σιγά τη σιδερένια σκάλα· αν ήταν μέρα, δεν θα το τολμούσα. Σκοπός ήταν ένα παιδί ντροπαλό (αλλά και με τεράστιο πάντα χαμόγελο) από ένα χωριό της Χαλκιδικής ― δεν θυμάμαι πια το όνομά του (μόνο το πλατύ, αμήχανο χαμόγελο), Θωμάς ίσως, αν βρω το "βιβλιάριο ουλαμαγού" θα είναι εκεί μέσα, "σειρά" μου πάντως. Του δίνω το σάντουτς, βάζω σε δυο μεταλλικά κύπελα λίγο κρασί, τσουγκρίζουμε, πίνουμε, ανταλλάσουμε ευχές. Μακριά φαίνονται ―χωρίς να ακούγονται― πυροτεχνήματα. Ίσως ήπιαμε οι δυο μας το ένα μπουκάλι. Εμένα "μ' έπιασε". Κατεβαίνω με μεγάλη προσοχή. Την ώρα που πατάω στο έδαφος, ακούω από ψηλά γι' ακόμη μια φορά την ευχή του: «Καλή χρονιά, κύριε ανθυπολοχαγέ. Ευχαριστώ. Θα το θυμάμαι το αποψινό».
Η νυχτερινή "περιοδεία" από σκοπιά σε σκοπιά συνεχίζεται. Γυρίζω στην Πυροβολαρχία περασμένες δύο. Στο δωμάτιο με περιμένει ένας δίσκος με συκώτι, πατάτες τηγανιτές και λαχανοσαλάτα. Και κόκκινο κρασί, σε κολονάτο ποτήρι. Ο (άγιος) Βασίλης Νουράκης είχε κάνει το θαύμα του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου