3.4.23

«Μπερλίν». Πρόταση μομφής στη φθορά


γράφει ο Πέτρος Σατραζάνης

 

Κάποιες φορές, η μακρά αναμονή για έκσταση σε χώρους μέθης παραγγέλλει την οπτασία, που κι αυτή με τη σειρά της κάνει ρευστή μια σχέση ισορροπίας κι απώθησης σώματος, ψυχής και πνεύματος .Ίσως έτσι κι η περίπτωση «Μπερλίν» να διασώζεται στο κύρος της ελαφρότητάς της. 
    Καταρχάς, ας επιχειρήσουμε να οριοθετήσουμε λιγάκι αδόκιμα το χρονο-ποιητικό πεδίο ενός χώρου με τη νύχτα του. Κάθε τι που υπάρχει, υπάρχει ως τρόπος και ως σχέση του εαυτού του με όσα το αντιλαμβάνονται. Τι θα ήταν το τάδε ή το δείνα πρόσωπο δίχως αυτό(ν) που το σκέφτηκε;  Στο διά ταύτα όμως.
Να την πούμε νυχτερινή διασκέδαση;  Ας την πούμε. Να το ονομάσουμε 
after bar;  Ας το ονομάσουμε.  
Δεν είναι ένα κείμενο μνήμης αυτό, ούτε και μια αισθηματική χάραξη παλαιού ήθους για «να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι». Ούτε σαφώς και αφιέρωμα σε ένα τοπόσημο. 
Είναι πρωτίστως μία απόπειρα να συλλάβουμε τον σταθερό ρυθμό της έλξης  που φέρνει αντιμέτωπους ορισμένους ανθρώπους με την ίδια πόρτα στη Χρυσοστόμου Σμύρνης για σχεδόν μισό αιώνα .
    Έτσι, το σύγχρονο αστικό “είναι” ―με άλλα λόγια, το σώμα των πόλεων που διαθέτουν πλούσιο ιστορικό νυχτερινού βίου―, η συστοιχία μπαρ και χώρων νυχτερινού αυτοσχεδιασμού, πιάτσες μέθης και λημέρια για έξαλλους με την πολιτική κατάσταση, μη έχοντας σήμερα κάποια ενδιαφέρουσα δυναμική να διατρανώσει ( ή και να επανεφεύρει),  αποτελειώνει σταδιακά την ίδια την ετερότητα που το ανέδειξε. 
Πολλές φορές, επιστρατεύοντας τις θλιβερότερες και συνάμα πληκτικότερες ιδέες, φτάνει μέχρι και να κάνει τη μαγεία μιας εποχής συνταγή. 
Τίποτα, παρ’ όλα αυτά, δεν φαίνεται να πτοεί τη μεγάλη κάθοδο στη Χρυσοστόμου Σμύρνης.
     Κι όταν η πρώτη πόρτα ανοίξει, η επόμενη και πλέον καθοριστική εμφανίζει στους μέσα αυτόν που εισέρχεται και στον εισερχόμενο αυτούς που ήδη πλανώνται. 
Στον τοίχο, για πάντα, η αφίσα από τα «Φτερά του Έρωτα» ― δεν ξέρει κανείς με πόση ευλάβεια κουβαλήθηκε από το Βερολίνο. Πόσους και πόσους περιστασιακούς χορευτές έχει νυχθημερόν παρακολουθήσει ο 
Bruno Ganz να αποκαλύπτονται απεκδύοντας τον αγαθιάρικο ερωτισμό τους ―ένα φλερτ που κι οι ίδιοι μίσησαν― και να τρέπονται ευθαρσώς (κι ενίοτε γονυπετείς…) από φλώροι σε δωρικά κάφρους. 

     Οι ξύλινες μπάρες βέβαια έχουν στοιβάξει και εκείνους που δεν βρέθηκε κανείς να τους κρατήσει όρθιους. Που θέλαν να ξαπλώσουν, να γείρουν, να πεθάνουν για λίγο ή ακόμη και να κοιμηθούνε ήσυχοι μέσα στη γαλήνη του θορύβου. Περιπτώσεις σπαταλημένης ζωής,  λευκά πουκάμισα να φωσφορίζουν στο blue light, μυστικοπαθείς πελάτες που κουνάνε, με εγκράτεια, ελαφρώς το κεφάλι, αρνούμενοι να το παρακάνουν, και κυρίες βγαλμένες από αφορισμό του Oscar Wilde.

    Η πόρτα ξανανοίγει κι αυτή τη φορά μπαίνει μέσα κοινό υποψιασμένο έτοιμο να πουλήσει λίγο από το βιος του για μια παραγγελία Dead Kennedys στον Σταύρο. 
    Ιλιγγιώδη χορευτικά νεαρών με κάποιο στυλ. Μια γοητευτική  πιρουέτα ανάμεσα στο πλήθος που αλαλάζει,  ανακτά όλη τη φρεσκάδα της χαμένης ύπαρξης. Μοιάζει να εκλείπει από τα άρρυθμα και ιδανικά σώματα αγοριών και κοριτσιών που ξεχάστηκαν στο αμίλητο της αλαζονείας τους. 

    Το «Μπερλίν» αποδοκιμάζει την αλαζονεία. Κι αν δεν την καταργεί, την αναστέλλει. Μετατρέπει αναστολές σε λιγοζώητα “θέλω”, ενώ τα άκρα ενεργοποιούνται επιταχύνοντας το ξάφνιασμα, διακωμωδώντας έτσι το σοβαρό στήσιμο και υιοθετώντας τον αυτοσχεδιασμό προς πάσα κατεύθυνση.

     Κι ενώ διακινδυνεύεις κάθε στιγμή να γίνεις ο δεύτερος ή ο τρίτος εαυτός σου, ζεις τις εκδοχές σου, μιλώντας με σπαράγματα στο αυτί του άλλου. 
Ξαφνικά, η μορφή του Θόδωρου εμφανίζεται κάποια στιγμή που το έξω έχει ξημερώσει. 
Στο «Μπερλίν» δεν γίνεται ποτέ αναφορά στην ώρα. Η ερώτηση «τι ώρα είναι;» ισοδυναμεί με σοκ κρυπτομνησίας. 
     Κάποιος κρεμιέται στο σιδερένιο πλέγμα πάνω από το κεφάλι του 
dj, δοκιμάζοντας πόσο αντέχει ακόμη ο σωματότυπός του να εφευρίσκει καινούργια όρια.
     Για τις εσωτερικές ιστορίες του έχουν γραφτεί πολλά,  και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα γραφτούν κι άλλα. 
    Τα περισσότερα πάντως δεν είναι καταγεγραμμένα και από όσα καταγράφηκαν λείπει η ταύτιση με το αίσθημα αυτών που τα βίωσαν. Όσοι “ήταν κάποτε εκεί” θα λιμνάζουν για πάντα στον επάνω όροφο· ισχνό πλην ξαναμμένο ρητό στις τουαλέτες. 
Αλλά και για όλους εμάς, η ασφαλής παρηγοριά μιας επαλήθευσης. Σαν υπενθύμιση κάποιου παλιού εξαρχειώτικου συνθήματος ότι γινόμαστε αυτοί που οι γονείς μας μάς έλεγαν να προσέχουμε.
 



                                                                                          Πέτρος Σατραζάνης

 

Ο Πέτρος Σατραζάνης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη.
Τα τελευταία χρόνια έζησε κι εργάστηκε στη Μ. Βρετανία, ενώ αυτήν την περίοδο εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Δουβλίνου, όπου και διαμένει.
     Έχοντας ως αντικείμενο της μεταπτυχιακής του διατριβής την αισθητική φιλοσοφία του 
FriedrichNietzsche, επιχειρεί να προεκτείνει στοχαστικά την έννοια της ποιητικής ως μία μεταφυσική που στοχάζεται, άρα σκέφτεται τον Λ/λόγο και τον χρόνο στον οποίο εκτυλίσσεται.
     Ως συνθέτης μουσικής, μετρά συνεργασίες με σημαντικά ονόματα στον χώρο της ελληνικής μουσικής, συναυλίες και παρουσιάσεις του έργου του σε όλη την Ελλάδα, καθώς και εκδόσεις έργων του από το 
University Studio Press και τη Musicmirror.
     Διατηρεί σχέση μακράς συνεργασίας τόσο με το Εντευκτήριο όσο και με το φεστιβάλ Λογοτεχνική Σκηνή.