Νάρκη. Μπορεί και
να ακούει τα ονόματα των στάσεων. Πευκάκια, Αττική, Βικτώρια. Τις ξέρει απ’
έξω, έχει μαρκάρει πολυκατοικίες, καφέ. Νάρκη, εντός, εκτός. Η αδερφή της θα
την περιμένει στην πόρτα. Τρώει τα νιάτα της πάνω απ’ ένα τηλέφωνο. Δεν υπάρχει
ξεκούραση, μόνο ένα ατέλειωτο τεφτέρι με υποχρεώσεις, με χρωστούμενα, με ζόρια.
Κάποια γριά αργοπεθαίνει στον Ευαγγελισμό. Η οικογένεια θέλει να κάνει
ρεβεγιόν, θέλει να βγάλει από πάνω της τη γλίτσα του νοσοκομείου. Ψάχνανε
αποκλειστική για να αντικαταστήσουν την παρουσία τους με κάποια δανεική.
Ανθρώπινο, ίσως. Απάνθρωπος είναι ο πόνος τις γιορτινές μέρες. Για όλους. Στην
«Αττική» ανέβηκε ένα σκουρόχρωμο αγόρι. Κάθεται τώρα δίπλα της και της πιέζει
το δεξί της πόδι με τ’ αριστερό του. Κουβαλάει μια εξάδα κόκα κόλες. Απομίμηση.
Θα κάνουν κάποιο πάρτι, μάλλον απομίμηση αυτών που κάνανε στην πατρίδα τους ή
ίσως αυτών που βλέπουν στη νέα πατρίδα, την υποχρεωτική. Σαν τη χαρά των
γιορτών που τη φοράνε οι παρουσιαστές στα κανάλια, όπως φοράνε τα καλά τους,
τις παγιέτες και τα κοστούμια. Νιώθει τη θέρμη του κορμιού του, μέσα από το
μπατζάκι του, όπως διατρυπά το τζιν και περνάει στο καλσόν της και μετά στο
δέρμα, που οργώνεται από ρίγος. Όχι πυρετού, έλλειψης. Τρίβει τον αντίχειρα
στον δείκτη και τον μέσο, γνέθει αόρατο μετάξι από τα μαλλιά του. Αυτό του
ζήτησε σε κείνον τον άβολο καφέ, να του αγγίξει τα μαλλιά. Τον έβλεπε που
ερχόταν στο σούπερ μάρκετ, ήξερε ότι έμενε σε μια μονοκατοικία στη Μαγκουφάνα.
Της χαμογελούσε, της μιλούσε σαν άνθρωπο, όχι σαν ένα ζευγάρι χέρια που
περνούσαν τα barcode πάνω από το σκάνερ, σαν ένα ζωντανό ταμείο με υπηρεσιακό χαμόγελο που έδινε ρέστα και
ευχόταν καλό απόγευμα ή καλό βράδυ. Κάποια μέρα ξέχασε τα γάντια του, ακριβά,
δερμάτινα. Του τα κράτησε, τα έδωσε την επόμενη φορά που ήρθε να ψωνίσει, της
υποσχέθηκε καφέ. Πέρασε καιρός, το ξαναθυμήθηκε κάποια μέρα και μετά βγήκαν,
ξαφνικά. Ήρθε ντυμένος με μια μπλε μπλούζα που έχυνε το βαμβάκι της πάνω στο
στέρνο του, τα πόδια του, που δεν ήξερε πώς να τα βολέψει στην καρέκλα του
σκηνοθέτη, έκρυβαν τη ζωντάνια τους μέσα σε ένα σκούρο τζιν. Έβλεπε για να μην
ξεχάσει, ήταν εκεί προσιτός για δυο ώρες, διεκδικούσε από την άγνωστη ζωή του
δυο ώρες, τις απέκτησε και έπρεπε να στραγγίξει το ζουμί τους. Νάρκη από τις
ζεστές ανάσες. Έπρεπε να πάει εκείνο το βράδυ, η ανάσα του αλκοολική όπως της
μιλούσε στο αυτί, η δυνατή μουσική έχτιζε φράγμα ανάμεσά τους. Είχε ανάγκη από
γυναίκα, ανάγκη ήταν, τίποτα παραπάνω, το ξεκαθάρισε. Στην Ομόνοια κατεβαίνει
το παιδί δίπλα της, απελευθερώνεται το πόδι, όχι η μνήμη. Θα είχε τώρα κάτι να
λέει κι αυτή στην αδερφή της, που, παρά τα παιδιά και την κουραστική δουλειά,
ξέκλεβε καμιά Κυριακή για να βγει με τον Μπάμπη. Χωρισμένοι κι οι δυο, γράφτηκε
άραγε κανένα καψουροτράγουδο και γι’ αυτούς ή μόνο για τους παντρεμένους; Της
απολογούνταν για τη μοναξιά της, λες και ήταν δική της επιλογή. Ίσως και να
ήταν, δεν είχε σημασία πια, είχε σταματήσει να ψάχνει, να ελπίζει. Είχε
αποδεχθεί. Στον διάδρομο κελαηδάει ένα ζευγαράκι με τα καλά του, το αγόρι
κρατάει μια φτηνή σαμπάνια, 4 ευρώ την δίνουν προσφορά στο μαγαζί, και το
κορίτσι ένα πιάτο με κουραμπιέδες, τυλιγμένο σε κόκκινο σελοφάν. Γεμίζει σπίθες
το βαγόνι, σαν κεράκι μέσα στο σκοτάδι, σαν μπάλα από κείνες που κρέμονταν στις
ντισκοτέκ, καλυμμένες με γυάλινες ψηφίδες. Έκανε δυο-τρία ρεβεγιόν σε μια
ντισκοτέκ, «Blue moon» τη λέγανε, έξω από
τη Λάρισα, δίπλα στα νυχτομάγαζα με τα Datsun αραγμένα απέξω και τους τσιφλικάδες να
κερνάνε όλο το μαγαζί για τα μάτια μιας ντόπιας ντίβας. Στα καλά χρόνια. Ήταν
άραγε καλά; Μέσα από τη νάρκη αναδύονται τα πρόσωπα των συνεπιβατών, των
ανθρώπων με τους οποίους μοιράζεται τον άδειο χρόνο μέχρι να φτάσει στον
προορισμό της, ένα άδειο δωδεκάωρο, με τα παιδιά να κοιμούνται στην κουκέτα
τους, την τηλεόραση να παίζει μια αμερικάνικη κομεντί και τα ψάρια να κόβουν
βόλτες αμέριμνα στο ημιφωτισμένο ενυδρείο τους. Χαϊδεύει τα χείλη με το μετάξι
του, καλοπιάνει τον εαυτό της, κουράστηκε ώς τις εννιά, να κλείσει ταμείο, να
παραδώσει, να τρέξει του σκοτωμού για να πάει ωώς την Καλλιθέα. Αγόραζε ο
κόσμος με κέρματα, έψαχναν σε τσάντες και τσέπες, τα χαρτονομίσματα ήταν
φθαρμένα, περασμένα από χεράκια που είπαν τα κάλαντα, από γιαγιάδες που δώσανε
τη σύνταξη. Είχε κι αυτή στην τσέπη δυο εικοσάρικα να τα δώσει στα ανίψια της.
Δεν πίστευαν πια στον Αϊ-Βασίλη, είχαν αρχίσει να γκρεμίζουν τους πρώτους
παιδικούς μύθους τους, να νιώθουν την αδιαφορία του πατέρα, τον αγώνα της μάνας
τους, που ήταν σχεδόν πάντα απούσα σε δουλειές βαριές, ανυπόληπτες, να
ξεσκατώνει τους ανήμπορους, να ξεπροβοδίζει στον άλλο κόσμο ξεπατωμένα κορμιά.
Έπρεπε να τον αγγίξει, να τον δει στη μοναχική του ηδονή, να πάρει τις
διαστάσεις του ανθρώπου. Τον είχε μυθοποιήσει, η εικόνα του είχε αδράξει τα
νεύρα της, ύφαινε ένα κουκούλι που την κρατούσε εντός του. Έρωτας; Της είπε ότι
δεν του χάιδευαν τα μαλλιά από παιδί. Ήταν αχάιδευτος, αφίλητος. Παρά τα όσα
σώματα, έπασχε από ανελέητη στέρηση τρυφερότητας. Ο αέρας που μπαίνει από τις
πόρτες φρεσκάρει τα μάτια της, μπιμπικιάζει το δέρμα της. Αδειάζει το βαγόνι,
βλέπει κόσμο να μπαινοβγαίνει σε πολυκατοικίες, ακούει μια κιθάρα, αδέσποτα
ελαφρολαϊκά. Σε τι ελπίζουν για τον νέο χρόνο; Σε τι ελπίζει; Θα την αγκαλιάσει
τη Μαρία, το παλικάρι της, θα φιλήσει ελαφρά στο μάγουλο τα παιδιά, να μην τα
ξυπνήσει, θα κλείσει την τηλεόραση, να μείνει με τα φωτάκια του δέντρου και θα
καπνίσει το πρώτο τσιγάρο του νέου χρόνου γνέθοντας στ’ ακροδάκτυλά της το
απέθαντο μετάξι του. Καλλιθέα.
Η Δώρα Κασκάλη ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Α.Π.Θ. και στο μεταπτυχιακό της ασχολήθηκε με τη φιλολογική έκδοση των ποιημάτων του Γιώργου Θεοτοκά.
Το 2010 κυκλοφόρησε
η συλλογή διηγημάτων της Στο τρένο από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης (στη
βραχεία λίστα των βραβείων του περιοδικού Διαβάζω στην κατηγορία του
πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα).
Το 2011 κυκλοφόρησε από τις
ίδιες εκδόσεις το μυθιστόρημά της Κάτω.
Το 2012
κυκλοφόρησε ελεύθερα στο διαδίκτυο, σε ψηφιακή μορφή, η νουβέλα της Πέντε
ζωές κι ένα μυθιστόρημα - Σπουδή ενός δόκιμου γραφιά από την Ανοικτή
Βιβλιοθήκη OpenBook.gr
Ακολούθησαν τα βιβλία Ο γατούλης στον κόσμο (παιδική λογοτεχνία, Διόπτρα 2014) και Ανταλλακτήριο ηδονών (ποίηση, Σαιξπηρικόν 2014).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου