31.12.14

Γιώργος Κορδομενίδης: Αλλαγή χρονιάς στην υπερυψωμένη


Φωτογραφίες από το εγκαταλειμμένο πια στρατόπεδο Καρατάσου:
Σίμος Σαλτιέλ Ⓒ


                                                                                          στον αδελφικό μου, Τέλλο Φίλη

Τελευταία νύχτα του 1976. Αξιωματικός υπηρεσίας στην 190 Αυτοκινούμενη Μοίρα Μέσου/Βαρέος Πυροβολικού. Στρατόπεδο Καρατάσου, Ευκαρπία Θεσσαλονίκης. Ψοφόκρυο και εναλλάξ χιόνι με χιονόνερο. Στο δωμάτιο των αξιωματικών της Δ΄ Πυροβολαρχίας η ξυλόσομπα καίει στο φουλ ― την τροφοδοτεί αδιάκοπα ο φύλακας-άγγελός μου, Κώστας Μιχαηλίδης, από το Σταυροχώρι της Ξάνθης. Ωστόσο, το μεγάλο, ψηλοτάβανο δωμάτιο αρνείται να ζεσταθεί· παγωμένος αέρας μπαίνει από τις χαραμάδες στο κούφωμα των παράθυρων, τα πόδια ξυλιασμένα παρά τις διπλές κάλτσες και τις αρβύλες.

Ζητώ από τον επόπτη ασφαλείας του στρατοπέδου να αποσύρω τους στρατιώτες από τις σκοπιές. Αρνείται. Επιμένω. Αγριεύει. «Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ!» Στις 11 το βράδυ τηλεφωνώ (!) στο σπίτι του διοικητή ― που είναι κέρβερος, αλλά με συμπαθεί αφότου έμαθε ότι είμαι παιδί χωρισμένων γονιών· έχει κι εκείνος χωρίσει από τη γυναίκα του, έχει ένα αγόρι, αρκετά χρόνια μικρότερο από μένα, αλλά φαίνεται πως στα μάτια του ταυτιζόμαστε. Δεν απαντά κανείς.

Λίγη ώρα αργότερα, ειδοποιώ τον μάγειρα Βασίλη Νουράκη να φτιάξει πρόχειρα σάντουιτς με ό,τι υπάρχει: ψωμί, τυρί, μορταδέλα, πιπερίτσες τουρσί. Να βάλει και κόκκινο κρασί σε δύο μπουκάλια.

Ξυπνώ τον οδηγό επιφυλακής Μιχάλη Βάνη (παιδί μεταναστών στη Γερμανία, γεννημένος όμως στην Ελλάδα, που είχε έρθει για να υπηρετήσει τη θητεία του!). Δώδεκα παρά 20 παίρνουμε το τζιπ και πηγαίνουμε προς τις σκοπιές. Ξεκινάμε από την υπερυψωμένη, στην πιο μακρινή γωνία του στρατοπέδου. Με τα σάντουιτς και τα κρασιά σ' έναν γυλιό ―και την ψυχή κόμπο, λόγω υψοφοβίας― σκαρφαλώνω σιγά σιγά τη σιδερένια σκάλα· αν ήταν μέρα, δεν θα το τολμούσα. Σκοπός ήταν ένα παιδί ντροπαλό (αλλά και με τεράστιο πάντα χαμόγελο) από ένα χωριό της Χαλκιδικής ― δεν θυμάμαι πια το όνομά του (μόνο το πλατύ, αμήχανο χαμόγελο), Θωμάς ίσως, αν βρω το "βιβλιάριο ουλαμαγού" θα είναι εκεί μέσα, "σειρά" μου πάντως. Του δίνω το σάντουτς, βάζω σε δυο μεταλλικά κύπελα λίγο κρασί, τσουγκρίζουμε, πίνουμε, ανταλλάσουμε ευχές. Μακριά φαίνονται ―χωρίς να ακούγονται― πυροτεχνήματα. Ίσως ήπιαμε οι δυο μας το ένα μπουκάλι. Εμένα "μ' έπιασε". Κατεβαίνω με μεγάλη προσοχή. Την ώρα που πατάω στο έδαφος, ακούω από ψηλά γι' ακόμη μια φορά την ευχή του: «Καλή χρονιά, κύριε ανθυπολοχαγέ. Ευχαριστώ. Θα το θυμάμαι το αποψινό».

Η νυχτερινή "περιοδεία" από σκοπιά σε σκοπιά συνεχίζεται. Γυρίζω στην Πυροβολαρχία περασμένες δύο. Στο δωμάτιο με περιμένει ένας δίσκος με συκώτι, πατάτες τηγανιτές και λαχανοσαλάτα. Και κόκκινο κρασί, σε κολονάτο ποτήρι. Ο (άγιος) Βασίλης Νουράκης είχε κάνει το θαύμα του!



Άννα Κουστινούδη: Το κουνάβι των Χριστουγέννων



Ημέρα πρώτη  

Η Σαγήνη της Μονόπλευρης Ματιάς: Το Αφήγημα Ποτέ δεν Πεθαίνει.


Μου λέει: «Mή γελιέσαι, οι εκπλήξεις, η Ιστορία και τα Αφηγήματα – μεγάλα και μικρά – μας τέλειωσαν. Πλέον, τα έχεις δει όλα.»

Και εγώ απαντώ: «Μέγα λάθος.»

Και με ρωτάει: «Μα πώς;» υποκινώντας την αφήγηση.

Και λέω σε τόνο κάπως αφηγηματικό: «Μετά από τέσσερα χρόνια, η ζωή σ’ αυτή την πόλη μου επιφυλάσσει ακόμα εκπλήξεις. Προχτές τα ξημερώματα είδα για πρώτη φορά κουνάβι (μήπως ήταν γάτα;) να τρέχει στον κεντρικό δρόμο, να τρέχει σαν τρελό, με κατεύθυνση την πλατεία, και να εξαφανίζεται, σχεδόν άμα τη εμφανίσει του, πίσω από ένα παρκαρισμένο φορτηγό. Η θέα του με σαγήνεψε και κάτι σάλεψε μέσα μου, κάτι σαν σκίρτημα ένοιωσα δηλαδή. Με συνεπήρε αυτοστιγμεί το όλον θέαμα, τόσο, που από κείνη την ώρα συνεχώς το ζωντόβολο στο νου μου και στη μνήμη μου επανέρχεται και εμπρός στα αχόρταγα μάτια μου το βλέπω να τρέχει, να τρέχει και να χάνεται πίσω απ’ τις φυλλωσιές και τα παρκαρισμένα αμάξια της θλιβερής μου πόλης μ’ εκείνη τη φουντωτή, μακρύτριχη ουρά (μην ήταν γάτα Αγκύρας;) – μεγαλύτερη κι’ απ’ το ίδιο του το σώμα – να ανεμίζει πέρα-δώθε, πέρα-δώθε εν κινήσει και μου έγινε κάτι σαν ανοίκεια εμμονή.

Βέβαια, όλα ξεκίνησαν με εκείνες τις μύγες στην αρχή της θητείας μου εδώ, πριν δύο χρόνια. Με το που μπήκα στο νοικιασμένο διαμέρισμα, Σεπτέμβρης ήτανε, δεν πρόλαβα καλά-καλά να τακτοποιηθώ, και οι μύγες μου την πέσαν πανταχόθεν. Γέμισε ο τόπος, λεφούσι άγριο, μικρές, μεγάλες, μετρίου μεγέθους, νιόβγαλτες μύγες-μωρά, μέχρι κι εκείνες οι χρυσοπράσινες μύγες-ιέριες των σκατών εισχώρησαν από παντού, μα και παντού, αφήνοντας τα αηδιαστικά τους χνάρια, τα γνωστά μυγοχέσματα, σ’ όλες τις επιφάνειες και εμένα να αναρωτιέμαι για το ανοίκειο του πράγματος μέχρι που βρέθηκε η αίτια. Εκείνη η ψόφια γάτα (μήπως ήταν κουνάβι; ότι το κουφάρι βρισκόταν σε προχωρημένη σήψη και όσο να πεις δεν φαινότανε ξεκάθαρα το είδος) μέσα στο φωταγωγό που σήπονταν σκουληκοφαγωμένη ή σκουληκοφαγωμένο (το γένος κατά αναλογία) είχε μετατρέψει το φωταγωγό και το κάτωθεν αυτού διαμέρισμα, δηλαδή το δικό μου, σε εστίες μόλυνσης. Και ενώ το κουφάρι απομακρύνθηκε και ο χώρος του φωταγωγού, όπως και το διαμέρισμα μου απολυμάνθηκαν κανονικά, οι μύγες παρέμειναν επί μακρόν στην ατμόσφαιρα, όχι τόσο ως φυσικές παρουσίες, αλλά ως ιδέα αφόρητα βασανιστική, αλλά και ηδονική ταυτόχρονα, (ότι τις είχα συνηθίσει κάπως και φορές τις αποζητούσα) στη μνήμη, μα και αμφιλεγόμενη, διότι παρόλο που από ένα σημείο και μετά μύγες δεν έβλεπα, ή, και αν έβλεπα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το συγκεκριμένο συναπάντημα λάμβανε χώρα μέσα στα πλαίσια του «φυσιολογικού»,  είχα εν τούτοις τη μύγα και μυγιαζόμουνα ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσα να δω και η ιδέα, ως γνωστόν, απειλητικότερη και επικινδυνότερη πάσης δεδομένης, βιωμένης (ή και αβίωτης) «πραγματικότητας» εστί, αφού οι ιδέες και τα σύμβολα (κυρίως τα γλωσσικά) συχνά πέφτουν στο κεφάλι σου σαν κοτρόνες και κάνεις καιρό να συνέλθεις, αν ποτέ. Και να που τώρα ένα νέο βάσανο του ζωικού βασιλείου, θηλαστικό, αυτή τη φορά, πήρε τη σκυτάλη. Το κοίταξα αξημέρωτα και αυτό σφηνώθηκε εκεί που δεν έπρεπε…στο βλέμμα και στη μνήμη, στο κέντρο της επιθυμίας δηλαδή… και ακόμα δε με κοίταξε καν του λόγου του…θα δείξει…


Ημέρα δεύτερη και τελευταία

Όταν το Βλέμμα Επιστρέφεται με «νόημα»:  H Διαλεκτική του Βλέμματος

Και ενώ επιμένει, παροτρύνοντάς με: «Αφήγηση το λες αυτό? Πάει πέθανε η αφήγηση, μαζί και η/ο/συγγραφέας και μη ξεχνάς και το θάνατο του υποκειμένου, σταμάτα το επιτέλους το παραμύθι(ασμα), σταμάτα πια να λες»

Εγώ απαντώ: «Είναι ένας τρόπος και αυτός. Να λες αφηρημένα. Χωρίς πολλά-πολλά άθλια υποκείμενα. Χωρίς εγώ, εσύ, αυτός αυτή αυτό, εμείς, εσείς, αυτοί κλπ. Θα μου πεις αυτό δεν είναι αφήγηση. Κι όμως, όλα είναι αφήγηση, που εκπορεύεται  από ένα μάτσο αξιολύπητα ομιλούντα (και κυρίως αλαλάζοντα), μονίμως ερωτευμένα (ευτυχώς) υποκείμενα, ένα ευρύχωρο τίποτα παραφουσκωμένο με αφηγήματα, λόγια (κούφια κυρίως) και επιθυμίες, ατελέσφορες ως επί το πλείστον. Εάν δε το απρόσωπο είναι τρομακτικό, τότε αντιμετωπίζουμε κάτι παρόμοιο όχι μόνο καθημερινά, αλλά από καταβολής κόσμου. Ωστόσο, κάθε μυστήριο είναι τρομακτικό όσο και γοητευτικό (mysterium tremendum) σαν το νεοφανές, ελαστικό κουνάβι μου (και ας μοιάζει τόσο με γάτα), το οποίο εκ νέου χτες βράδυ, κατά τις δύο, το πέτυχα, το είδα κάπως εκ του μακρόθεν, δηλαδή, να κείτεται δίπλα σ’ ένα αμάξι σα νεκρό, αλλά με τσιτωμένη και σε πάσα ετοιμότητα τη φουντωτή ουρά του. Στράφηκε και με κοίταξε ολόϊσια στα μάτια και αυτό ήταν όλο. Το βλέμμα επεστράφη πάραυτα και μετά εκείνο χάθηκε πάλι, με περισσή σβελτάδα εξαφανίστηκε, κρύφτηκε στις γύρω συστάδες θάμνων και, ναι, το κουνάβι μου (ίσως και ως γάτα) επέχει και επισήμως πλέον θέση ποθητού αντικειμένου,  και να’μαι εγώ τώρα εδώ να το αφηγούμαι και να το εξιστορώ και να αναρωτιέμαι όλο προσμονή αν θα το ξαναδώ, ότι μου έχει πλέον γίνει απαραίτητο και επιθυμώ διακαώς την επανεμφάνισή του, μην πώ και τη φιλία του ή και την αφοσίωσή του, ποθώ να το εξημερώσω, να το κάνω δικό μου να του αφοσιωθώ και εγώ με τη σειρά μου.

Και να που εκείνο, με συγκινητική συνέπεια, εμφανίστηκε για δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο βράδυ και πάλι στον κεντρικό δρόμο και το είδα και πάλι να τρέχει παθιασμένα με κατεύθυνση την πλατεία και είχε κάτι σαν μια τριγωνική πορτοκαλί κηλίδα στον λαιμό και μου φάνηκε σκοτεινόφαιο στη ράχη και ανοικτόφαιο στη κοιλιά και  είπα: “Ψηφίζω κουνάβι εδώ και τώρα ως πεμπτουσία της σταθερότητας και της αξιοπιστίας.»

Και τότε λέει: «Αντί να λες και να αφηγείσαι κοίτα να προσέχεις στα σκοτάδια, γιατί θα σε κλαίνε οι γάτες, οι ρέγκες και τα κουνάβια και θα γίνεις βορά της μύγας και του σκώληκα»

Και εγώ απαντώ: Άραγε ποια ξεχασμένη παιδική (ή μήπως αρχέγονη;) μνήμη μού προκαλεί αυτή τη γλυκιά ανατριχίλα καθώς περπατώ, δυο χρόνια τώρα, κάθε νύχτα, στην ολοσκότεινη τούτη πόλη; Ίσως είναι που βλέπω και τον Ωρίωνα πιο καθαρά, μαζί και το κουνάβι, κι αυτή τη φορά είναι καθιστό παρέα με καμιά δεκαριά σκουλήκια και πέντε μύγες, εκείνες τις χρυσοπράσινες αηδιαστικές. Ήταν Χριστουγεννιάτικο δώρο; Χριστουγεννιάτικη παρανόηση (αν ήταν γάτα;) Χριστουγεννιάτικη παραίσθηση (αν δεν είδα τίποτα;) Ένα θα πώ και τέλος (τέλος;)

Κουνάβι au revoir…


[πρώτη δημοσίευση: bibliotheque.gr, 2011]


ΑΝΝΑ ΚΟΥΣΤΙΝΟΥΔΗ     Γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου. 
Είναι διδάκτωρ Λογοτεχνίας του τμήματος Αγγλικής γλώσσας & Φιλολογίας του Α.Π.Θ., στο οποίο έχει διδάξει μαθήματα λογοτεχνίας και Δεξιοτήτων Έρευνας ως λέκτορας επί συμβάσει. 
Οι δημοσιεύσεις της και τα ακαδημαϊκά - ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν κυρίως, αλλά όχι μόνο, στο βικτοριανό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και στη θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας, με έμφαση στην αφηγηματολογία, τον μεταδομισμό, τον φεμινισμό και την ψυχανάλυση. 
Ακαδημαϊκά άρθρα της  και βιβλιοκρισίες της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα αγγλόφωνα περιοδικά και ανθολογίες. 
Άρθρα της, πεζά, μεταφράσεις και βιβλιοκρισίες της έχουν επίσης δημοσιευτεί σε ελληνικά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Η μονογραφία της με τίτλο: The Split Subject of Narration in Elizabeth Gaskell’s First-Person Fiction (To Διχασμένο Αφηγηματικό Υποκείμενο στα Πρωτοπρόσωπα Έργα της Ελίζαμπεθ Γκάσκελλ) εκδόθηκε το 2011 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Lexington Books. 

Δημήτρης Πέτρου: Ο Άη-Βασίλης στα κάγκελα



Μπαμπά, τρέξε! Ο Άγιος Βασίλης! Δεν είχαν κοιμηθεί ακόμα τα σκασμένα. Πετάχτηκα αλαφιασμένος. Σκάστε, ρε! Προσπάθησα να θυμηθώ αν είχα αφήσει τα δώρα τους κάτω από το δέντρο. Μπαμπά, εκεί, στην απέναντι πολυκατοικία. Στο κάγκελο! Τα παιδιά είχαν κολλήσει τη μούρη τους στο τζάμι και κοίταζαν έξω. Τα έκανα πέρα και βγήκα. Ένας τύπος κάτισχνος, με ψαλιδισμένο μούσι και στολή Άγιου Βασίλη, κρεμόταν στο κάγκελο έτοιμος να πηδήξει.

Ποιος είσαι, ρε φίλε; Τι πας να κάνεις; Τα παιδιά ήρθαν και στάθηκαν δίπλα μου. Τι ποιος είναι, βρε μπαμπά; Δε βλέπεις; Ο Άγιος Βασίλης είναι, είπε ο μικρός. Σκάστε ρε! Ποιος είσαι, ρε φίλε; Δουλειά σου εσύ, μου αντιγύρισε. Προσπάθησα από την προφορά να καταλάβω αν ήταν δικός μας ή αλλοδαπός. Η στολή του ήταν σε κακά χάλια αλλά κι αυτός δεν πήγαινε πίσω. Στο δεξί μανίκι μού φάνηκε πως ήταν ραμμένη μια ταμπελίτσα που έγραφε «Καφέ Μπαρ Ατλαντίς». Ποια δουλειά μου, ρε φίλε; Κι άμα είσαι κανένας διαρρήκτης; Τόσα ακούμε, ξέρω γω; Τα παιδιά τώρα είχαν γυρίσει και με κοίταζαν με απέχθεια. Πώς του μιλάς έτσι, είπε πάλι ο μικρός. Δε βλέπεις ποιος είναι; Ο τύπος απέναντι σαν να κατάλαβε πως βρήκε συμμάχους και απευθύνθηκε σε εκείνα με αξιοθρήνητη φωνή: χο, χο, χο. Είδες, μπαμπά; Ο Άγιος Βασίλης είναι! Έκανε χο, χο, χο. Πες του να μας φέρει εκείνο το playstation που λέγαμε, είπαν και τα τρία με μια φωνή. Σκάστε, ρε, και πηγαίνετε μέσα! Κοίτα, του λέω, μην κάνεις καμιά κουταμάρα. Όχι εδώ, μπροστά στα παιδιά. Άμα θέλεις, να το συζητήσουμε. Τι σου συμβαίνει; Γυναίκα, λεφτά; Ό,τι κι αν είναι μπορεί να λυθεί. Δεν αξίζει τον κόπο.

Η νύχτα ήταν ξάστερη και παγωμένη. Από τη λεωφόρο ο θόρυβος της πόλης έφερνε το βουητό της κυκλοφορίας και ήχους από σειρήνες. Ο τύπος απέναντι δεν απάντησε. Κοίταζε προς τα κάτω σιωπηλός. Άντε, φίλε μου, κι έχει και κρύο. Είμαι σίγουρος πως απόψε έχεις πολλή δουλειά. Τόσα παιδιά περιμένουν να τους πας δώρα, του είπα και του έκλεισα το μάτι. Δε μου έδωσε σημασία. Συνέχισε να κοιτάζει προς τα κάτω, αλλά μου φάνηκε πως είδα τα δάχτυλα του να σφίγγονται τώρα πιο πολύ στο κάγκελο. Άκου τι θα κάνουμε. Θα στείλω τα παιδιά για ύπνο, θα βάλω ένα ποτό και θα γυρίσω να το κουβεντιάσουμε. Μόνο να υποσχεθείς πως όταν γυρίσω θα είσαι στην ίδια θέση. Ο τύπος σήκωσε το κεφάλι αργά και μετά το κούνησε πάνω-κάτω δυο φορές με ταχύτητα.

Τα παιδιά, είτε επειδή κρύωσαν, είτε επειδή μέσα τους είχαν πειστεί πως ο Άγιος Βασίλης ήταν ψεύτικος, με ακολούθησαν χωρίς διαμαρτυρίες. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και επέστρεψα. Ο τύπος ήταν ακόμα εκεί αλλά αυτή τη φορά από τη μέσα πλευρά, στην ασφάλεια του μπαλκονιού. Αρχίσαμε να μιλάμε. Μου είπε τα δικά του. Του είπα τα δικά μου. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Ο ουρανός πήρε να ροδίζει πάνω από τις κεραίες. Ακούστηκαν πουλιά. Στα βάθος του δρόμου ένα απορριμματοφόρο έστριψε κι άρχισε να μαζεύει. Ο τύπος ξαφνικά σηκώθηκε, τεντώθηκε και, χωρίς να πει κουβέντα, έκανε να μπει στο διαμέρισμα πίσω του.

Και πού ’σαι, τον προλαβαίνω. Μια και γνωριστήκαμε, δεν έρχεσαι από ’δω να δώσεις εσύ φέτος τα δώρα στα παιδιά; Στάθηκε. Έβγαλε το σκούφο του και τον έφερε έναν γύρο στο χέρι. Έμοιαζε σκεφτικός. Καμιά άλλη φορά, είπε και μπήκε μέσα.

Τα στόρια στη γειτονιά είχαν ήδη να σηκώνονται με κρότο. Μπήκα κι εγώ στο σπίτι κι έβαλα ένα τελευταίο ποτό. Κάθισα δίπλα στο ηλεκτρικό καλοριφέρ.


Έξω ξημέρωνε Πρωτοχρονιά για τα καλά.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΡΟΥ    
Γεννήθηκε το 1970 στη Δράμα, όπου και ζει.
Πέρυσι εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή Α΄ Παθολογική
με ποιήματα ήδη ώριμα, που διαθέτουν πολλά χαρίσματα: 
ακρίβεια, προσωπικό ύφος, δυνατή και αναπάντεχη εικονοποιΐα. 
Όπως έγραψε πολύ πρόσφατα ο επίσης εκ Δράμας ποιητής 
Δημήτρης Αθηνάκης, «είναι ποιήματα που καβαλάνε τις πλάτες του πάθους 
και στριφογυρνούν στην πλατεία της πόλης· όποιας πόλης· 
τα ποιήματά του κουβαλούν στην αγκαλιά τους ένα εύθραυστο 
«εσύ» κι ένα σπασμένο «εγώ»· σου γαργαλούν τη μέση· 
σου χαϊδεύουν το στομάχι· σου κοπανούν το κεφάλι· 
και δεν πονάς· γνωρίζεις όμως τον πόνο· 
κι όταν τον δεις, θα τον αναγνωρίσεις».


[Το κείμενο αυτό γράφτηκε ειδικά για το παρόν blog.]

30.12.14

Ελένη Ευθυμίου: Α-ΚΡ-Α


φωτογραφία: Αντριάνα Ευθυμίου


Η μέρα της παράστασης ορίστηκε για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Χρόνια τώρα, όλοι επέμεναν και υποστήριζαν με κάθε τρόπο πως έπρεπε να δώσει αυτή την παράσταση. Όποιος τη γνώριζε, μετά από λίγο της ανακοίνωνε το ίδιο πράγμα: πρέπει να δώσετε αυτή την παράσταση. Οπωσδήποτε. Ήταν θέμα τελεολογίας πια.

Δεν το πίστευε ωστόσο στ’ αλήθεια.Όχι, το πίστευε.

Η ημερομηνία είχε οριστεί. Στο μεταίχμιο. Δεν μπορούσε να μπει η νέα χρονιά και να μην έχει δώσει ακόμα αυτή την παράσταση. Στο παρελθόν είχαν δοθεί ανεπίσημες παραστάσεις, εκ του προχείρου. Έπρεπε όμως να δει το θέμα πιο ζεστά. Με τον δέοντα επαγγελματισμό. Άλλωστε, όλοι περίμεναν. Τους το όφειλε.

Την παραμονή ήταν όλα έτοιμα. Δεν υπήρξαν τεχνικές δυσκολίες. Αφού ο σκοπός της ήταν αυτή η παράσταση. Όλοι της το έλεγαν.

Έμαθε τα λόγια. Τα ήξερε βέβαια από παλιά. Αλλά τώρα τα φρεσκάρισε, τους έδωσε μια πιο μοντέρνα υφή και απόχρωση. Τα κοστούμια της επιβεβαίωναν το πόσο όμορφη δείχνει και πόσο της πάει το σανίδι.

Πήγε από νωρίς στο θέατρο τη μέρα της παράστασης. Έπρεπε να είναι παρούσα.
Βγήκε. Να τους τα πει. Αυτό την παρακαλούσαν τόσα χρόνια. Το είχαν ανάγκη όσο κι η ίδια.

Από κάτω ήταν δύο άντρες. Ο ένας ήταν αναποφάσιστος αν θα μείνει να δει το θέαμα ή αν θα φύγει. Ήξερε πως τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο πια. Να έμενε; Και να το έβλεπε; Δεν ήταν βέβαιος αν. Ήταν ανήσυχος. Πήγαινε μέχρι την πόρτα. Έπιανε το χερούλι. Το άνοιγε σιγά σιγά όπως ορίζουν οι κανόνες του θεάτρου. Να μην ενοχλήσει, να μην αποσπάσει την προσοχή της.

(Ακράνοιγε.)
Πήρε τη θέση της.

Ο άλλος ήταν ένας γοητευτικός άντρας που είχε γνωρίσει την προηγούμενη μέρα. Της το είχε πει κι αυτός. Πρέπει να δώσεις αυτή την παράσταση. Το οφείλεις. Σε θέλω.

Τον είδε. Τον ήθελε κι αυτή.

Μπήκε η μουσική.

Ήταν η τελευταία ευκαιρία του να ανοίξει την πόρτα και να φύγει.

Έκανε μια τελευταία νευρική βόλτα στον δεξή (όπως έβλεπε αυτή την πλατεία) διάδρομο.
Η μουσική σταμάτησε.
Τα φώτα άναψαν.
Η πόρτα άνοιξε κι αυτός έφυγε.

Έμεινε. Ο γόης.
Μπορούσε να τον διακρίνει στο ημίφως καθώς έλεγε τα πρώτα της λόγια.
Δεν είχε ανοιχτά και τα δύο του μάτια. Μόνο το ένα. Το μισό. Είχε μόνο μισό μάτι. Δεν το είχε προσέξει τις προάλλες που τον γνώρισε. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ να κοιτάει τα δύο μεγάλα του μάτια.

(Ακροκοιμόταν.)
Καμιά συγκίνηση δεν μπορούσε να του προκαλέσει. Ήξεραν και οι δύο ότι αυτός έπρεπε να δίνει αυτή την παράσταση τώρα. Ήταν πλασμένος γι’ αυτό. Όλοι του το έλεγαν.

Βγήκε από την πόρτα της πυρασφάλειας πίσω στα καμαρίνια.
Ήταν μέρα.
Ήταν καλοκαίρι και είχε πολλή ζέστη.
Δεν ήταν κανείς στους δρόμους.
Μάλλον κάπου κάτι γιόρταζαν.
Από κάπου ακούστηκαν χειροκροτήματα.

(Ακροάζεται σιωπηλή.)
Κάποιος στο νότιο άκρο της πόλης έκανε κρότο.
Στην κίνηση να σμίξει τα χέρια να χειροκροτήσει κοίταξε τ´ ακρόνυχα.[1]
Ηταν γριά.
(Ακρογελά.)





[1] «το πέλμα, τα νύχια των χεριών και το κεφάλι, οι τρεις αυτές ακρότητες πολεμούν αλύπητα την ιδέα της φύσεως» (Ζαχαρίας Παπαντωνίου).



ΕΛΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΟΥ   
Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1981. 
Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Α.Π.Θ. 
και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές 
στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. 
Ζει στη Λευκωσία.

[προσωπική προσθήκη: η Ε.Ε. είναι κόρη του σπουδαίου ηθοποιού του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, 
καλού ποιητή και αγαπημένου φίλου Κυριάκου Ευθυμίου ― Γιώργος Κορδομενίδης]


[Το κείμενο αυτό γράφτηκε ειδικά για το παρόν blog. Η Ε.Ε. δημοσιεύει λογοτεχνία για πρώτη φορά.]