Ημέρα πρώτη
Η Σαγήνη της Μονόπλευρης Ματιάς: Το Αφήγημα Ποτέ δεν Πεθαίνει.
Μου λέει: «Mή γελιέσαι, οι εκπλήξεις, η
Ιστορία και τα Αφηγήματα – μεγάλα και μικρά – μας τέλειωσαν. Πλέον, τα έχεις
δει όλα.»
Και εγώ
απαντώ: «Μέγα λάθος.»
Και με
ρωτάει: «Μα πώς;» υποκινώντας την αφήγηση.
Και λέω σε
τόνο κάπως αφηγηματικό: «Μετά από τέσσερα χρόνια, η ζωή σ’ αυτή την πόλη μου
επιφυλάσσει ακόμα εκπλήξεις. Προχτές τα ξημερώματα είδα για πρώτη φορά κουνάβι
(μήπως ήταν γάτα;) να τρέχει στον κεντρικό δρόμο, να τρέχει σαν τρελό, με
κατεύθυνση την πλατεία, και να εξαφανίζεται, σχεδόν άμα τη εμφανίσει του, πίσω
από ένα παρκαρισμένο φορτηγό. Η θέα του με σαγήνεψε και κάτι σάλεψε μέσα μου,
κάτι σαν σκίρτημα ένοιωσα δηλαδή. Με συνεπήρε αυτοστιγμεί το όλον θέαμα, τόσο,
που από κείνη την ώρα συνεχώς το ζωντόβολο στο νου μου και στη μνήμη μου
επανέρχεται και εμπρός στα αχόρταγα μάτια μου το βλέπω να τρέχει, να τρέχει και
να χάνεται πίσω απ’ τις φυλλωσιές και τα παρκαρισμένα αμάξια της θλιβερής μου
πόλης μ’ εκείνη τη φουντωτή, μακρύτριχη ουρά (μην ήταν γάτα Αγκύρας;) –
μεγαλύτερη κι’ απ’ το ίδιο του το σώμα – να ανεμίζει πέρα-δώθε, πέρα-δώθε εν
κινήσει και μου έγινε κάτι σαν ανοίκεια εμμονή.
Βέβαια, όλα
ξεκίνησαν με εκείνες τις μύγες στην αρχή της θητείας μου εδώ, πριν δύο χρόνια.
Με το που μπήκα στο νοικιασμένο διαμέρισμα, Σεπτέμβρης ήτανε, δεν πρόλαβα
καλά-καλά να τακτοποιηθώ, και οι μύγες μου την πέσαν πανταχόθεν. Γέμισε ο
τόπος, λεφούσι άγριο, μικρές, μεγάλες, μετρίου μεγέθους, νιόβγαλτες μύγες-μωρά,
μέχρι κι εκείνες οι χρυσοπράσινες μύγες-ιέριες των σκατών εισχώρησαν από
παντού, μα και παντού, αφήνοντας τα αηδιαστικά τους χνάρια, τα γνωστά
μυγοχέσματα, σ’ όλες τις επιφάνειες και εμένα να αναρωτιέμαι για το ανοίκειο
του πράγματος μέχρι που βρέθηκε η αίτια. Εκείνη η ψόφια γάτα (μήπως ήταν
κουνάβι; ότι το κουφάρι βρισκόταν σε προχωρημένη σήψη και όσο να πεις δεν
φαινότανε ξεκάθαρα το είδος) μέσα στο φωταγωγό που σήπονταν σκουληκοφαγωμένη ή
σκουληκοφαγωμένο (το γένος κατά αναλογία) είχε μετατρέψει το φωταγωγό και το
κάτωθεν αυτού διαμέρισμα, δηλαδή το δικό μου, σε εστίες μόλυνσης. Και ενώ το
κουφάρι απομακρύνθηκε και ο χώρος του φωταγωγού, όπως και το διαμέρισμα μου
απολυμάνθηκαν κανονικά, οι μύγες παρέμειναν επί μακρόν στην ατμόσφαιρα, όχι
τόσο ως φυσικές παρουσίες, αλλά ως ιδέα αφόρητα βασανιστική, αλλά και ηδονική
ταυτόχρονα, (ότι τις είχα συνηθίσει κάπως και φορές τις αποζητούσα) στη μνήμη,
μα και αμφιλεγόμενη, διότι παρόλο που από ένα σημείο και μετά μύγες δεν έβλεπα,
ή, και αν έβλεπα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το συγκεκριμένο συναπάντημα λάμβανε
χώρα μέσα στα πλαίσια του «φυσιολογικού», είχα εν τούτοις τη μύγα και μυγιαζόμουνα ότι
ανά πάσα στιγμή θα μπορούσα να δω και η ιδέα, ως γνωστόν, απειλητικότερη και
επικινδυνότερη πάσης δεδομένης, βιωμένης (ή και αβίωτης) «πραγματικότητας»
εστί, αφού οι ιδέες και τα σύμβολα (κυρίως τα γλωσσικά) συχνά πέφτουν στο
κεφάλι σου σαν κοτρόνες και κάνεις καιρό να συνέλθεις, αν ποτέ. Και να που τώρα
ένα νέο βάσανο του ζωικού βασιλείου, θηλαστικό, αυτή τη φορά, πήρε τη σκυτάλη.
Το κοίταξα αξημέρωτα και αυτό σφηνώθηκε εκεί που δεν έπρεπε…στο βλέμμα και στη
μνήμη, στο κέντρο της επιθυμίας δηλαδή… και ακόμα δε με κοίταξε καν του λόγου
του…θα δείξει…
Ημέρα δεύτερη και
τελευταία
Όταν το Βλέμμα Επιστρέφεται με «νόημα»: H Διαλεκτική του Βλέμματος
Και ενώ
επιμένει, παροτρύνοντάς με: «Αφήγηση το λες αυτό? Πάει πέθανε η αφήγηση, μαζί
και η/ο/συγγραφέας και μη ξεχνάς και το θάνατο του υποκειμένου, σταμάτα το
επιτέλους το παραμύθι(ασμα), σταμάτα πια να λες»
Εγώ απαντώ:
«Είναι ένας τρόπος και αυτός. Να λες αφηρημένα. Χωρίς πολλά-πολλά άθλια
υποκείμενα. Χωρίς εγώ, εσύ, αυτός αυτή αυτό, εμείς, εσείς, αυτοί κλπ. Θα μου
πεις αυτό δεν είναι αφήγηση. Κι όμως, όλα είναι αφήγηση, που εκπορεύεται από ένα μάτσο αξιολύπητα
ομιλούντα (και κυρίως αλαλάζοντα), μονίμως ερωτευμένα (ευτυχώς) υποκείμενα, ένα
ευρύχωρο τίποτα παραφουσκωμένο με αφηγήματα, λόγια (κούφια κυρίως) και
επιθυμίες, ατελέσφορες ως επί το πλείστον. Εάν δε το απρόσωπο είναι τρομακτικό,
τότε αντιμετωπίζουμε κάτι παρόμοιο όχι μόνο καθημερινά, αλλά από καταβολής
κόσμου. Ωστόσο, κάθε μυστήριο είναι τρομακτικό όσο και γοητευτικό (mysterium tremendum) σαν το νεοφανές, ελαστικό κουνάβι μου (και ας
μοιάζει τόσο με γάτα), το οποίο εκ νέου χτες βράδυ, κατά τις δύο, το πέτυχα, το
είδα κάπως εκ του μακρόθεν, δηλαδή, να κείτεται δίπλα σ’ ένα αμάξι σα νεκρό,
αλλά με τσιτωμένη και σε πάσα ετοιμότητα τη φουντωτή ουρά του. Στράφηκε και με
κοίταξε ολόϊσια στα μάτια και αυτό ήταν όλο. Το βλέμμα επεστράφη πάραυτα και
μετά εκείνο χάθηκε πάλι, με περισσή σβελτάδα εξαφανίστηκε, κρύφτηκε στις γύρω
συστάδες θάμνων και, ναι, το κουνάβι μου (ίσως και ως γάτα) επέχει και επισήμως
πλέον θέση ποθητού αντικειμένου, και να’μαι εγώ τώρα εδώ να το αφηγούμαι και να
το εξιστορώ και να αναρωτιέμαι όλο προσμονή αν θα το ξαναδώ, ότι μου έχει πλέον
γίνει απαραίτητο και επιθυμώ διακαώς την επανεμφάνισή του, μην πώ και τη φιλία
του ή και την αφοσίωσή του, ποθώ να το εξημερώσω, να το κάνω δικό μου να του
αφοσιωθώ και εγώ με τη σειρά μου.
Και να που
εκείνο, με συγκινητική συνέπεια, εμφανίστηκε για δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο
βράδυ και πάλι στον κεντρικό δρόμο και το είδα και πάλι να τρέχει παθιασμένα με
κατεύθυνση την πλατεία και είχε κάτι σαν μια τριγωνική πορτοκαλί κηλίδα στον
λαιμό και μου φάνηκε σκοτεινόφαιο στη ράχη και ανοικτόφαιο στη κοιλιά και είπα: “Ψηφίζω κουνάβι εδώ και
τώρα ως πεμπτουσία της σταθερότητας και της αξιοπιστίας.»
Και τότε
λέει: «Αντί να λες και να αφηγείσαι κοίτα να προσέχεις στα σκοτάδια, γιατί θα
σε κλαίνε οι γάτες, οι ρέγκες και τα κουνάβια και θα γίνεις βορά της μύγας και
του σκώληκα»
Και εγώ
απαντώ: Άραγε ποια ξεχασμένη παιδική (ή μήπως αρχέγονη;) μνήμη μού προκαλεί
αυτή τη γλυκιά ανατριχίλα καθώς περπατώ, δυο χρόνια τώρα, κάθε νύχτα, στην
ολοσκότεινη τούτη πόλη; Ίσως είναι που βλέπω και τον Ωρίωνα πιο καθαρά, μαζί
και το κουνάβι, κι αυτή τη φορά είναι καθιστό παρέα με καμιά δεκαριά σκουλήκια
και πέντε μύγες, εκείνες τις χρυσοπράσινες αηδιαστικές. Ήταν Χριστουγεννιάτικο
δώρο; Χριστουγεννιάτικη παρανόηση (αν ήταν γάτα;) Χριστουγεννιάτικη παραίσθηση
(αν δεν είδα τίποτα;) Ένα θα πώ και τέλος (τέλος;)
Κουνάβι
au revoir…
[πρώτη δημοσίευση: bibliotheque.gr, 2011]
ΑΝΝΑ ΚΟΥΣΤΙΝΟΥΔΗ Γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη, όπου
ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο
Ευόσμου.
Είναι διδάκτωρ Λογοτεχνίας του τμήματος Αγγλικής γλώσσας & Φιλολογίας
του Α.Π.Θ., στο οποίο έχει διδάξει μαθήματα λογοτεχνίας και Δεξιοτήτων Έρευνας
ως λέκτορας επί συμβάσει.
Οι δημοσιεύσεις της και τα ακαδημαϊκά - ερευνητικά
της ενδιαφέροντα εστιάζουν κυρίως, αλλά όχι μόνο, στο βικτοριανό μυθιστόρημα
του 19ου αιώνα και στη θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας, με έμφαση στην
αφηγηματολογία, τον μεταδομισμό, τον φεμινισμό και την ψυχανάλυση.
Ακαδημαϊκά
άρθρα της και βιβλιοκρισίες της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα αγγλόφωνα
περιοδικά και ανθολογίες.
Άρθρα της, πεζά, μεταφράσεις και βιβλιοκρισίες της
έχουν επίσης δημοσιευτεί σε ελληνικά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Η μονογραφία της με τίτλο: The Split
Subject of Narration in Elizabeth Gaskell’s First-Person Fiction (To Διχασμένο
Αφηγηματικό Υποκείμενο στα Πρωτοπρόσωπα Έργα της Ελίζαμπεθ Γκάσκελλ) εκδόθηκε
το 2011 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Lexington Books.