Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Αδαμίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Αδαμίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

31.12.16

Δύο χέρια στην ίδια τσέπη



εικόνα: Mark Horst


γράφει ο Γιώργος Αδαμίδης


Ο Λευτέρης ήταν συμμαθητής μου στις τρεις τελευταίες τάξεις του εξατάξιου Γυμνασίου. Την τελευταία χρονιά ήμασταν μαζί και το πρωί, στο σχολείο, και το βράδυ, στο ιατρικό φροντιστήριο. Μοιραζόμασταν το ίδιο θρανίο και την ίδια τσέπη. Τον χειμώνα του 1972, που δεν είχα παλτό και το πανωφόρι μου ήταν ένα κοντό στρατιωτικό μπουφάν (το επάνω της στολής εξόδου), αφήνοντας σχεδόν ακάλυπτη τη μέση, έπαιρνε, όταν αργά το βράδυ βγαίναμε από το φροντιστήριο, έπαιρνε το χέρι μου και το έβαζε μαζί με το δικό του στην τσέπη του παλτού του. Η Χαρούλα και μια άλλη συμμαθήτριά μας, με τις οποίες πηγαίναμε μαζί μέχρι την Αριστοτέλους για τις συνοικίες μας, μας πείραζαν: «Άντε, οι ώρες οι καλές και καλούς απογόνους»! «Ναι», απαντούσε εκείνος. «Σκοπεύουμε να κάνουμε πολλά παιδιά.» Και έσφιγγε δυνατά το χέρι μου μέσα στη χούφτα του. Είχε αξιοθαύμαστη, για εκείνη την εποχή τουλάχιστον, άνεση στη συμπεριφορά του. Δεν ήταν ψηλός ― πάντως ήταν ψηλότερος από μένα, με μαύρα, ίσια μαλλιά (τα ζήλευα, τα δικά μου ήταν παιδιόθεν σπαστά και ατίθασα), καλοφτιαγμένο σώμα και ―κυρίως― το πιο ανοιχτόκαρδο και λαμπερό χαμόγελο που έχω δει. Έπαιζε καλό μπάσκετ. Τραγουδούσε με ωραία φωνή στις σχολικές εκδρομές με πούλμαν. Εκτός από το σχολείο και το φροντιστήριο, δεν είχαμε άλλες συναναστροφές. Δεν ήρθε ποτέ στο σπίτι μου (δεν τον κάλεσα, άλλωστε), δεν πήγα στο δικό του. Δεν ξέρω αν είχε αδέλφια. Τόσο εκείνος όσο και εγώ δεν καταφέραμε να μπούμε στην Ιατρική. Μετά την αποφοίτησή μας τον έχασα. Σε μια τυχαία συνάντησή μας στον δρόμο, πέντε χρόνια αργότερα, μου είπε πως είχε σπουδάσει κάτι... τεχνικό, δεν θυμάμαι πια, και πως δούλευε ως μηχανικός σε κάποια εταιρεία στην περιοχή της Σίνδου. Και μετά από άλλα δέκα χρόνια, σε ένα φεστιβάλ βιβλίου, στην παραλία, μου σύστησε τη γυναίκα του· είχε ένα από αυτά τα ονόματα που θεωρώ αντρικά (Σωτηρία, Σταματία, κάτι τέτοιο) και κάθε άλλο παρά ... θηλυκό πρόσωπο. Έκανα μελαγχολικές σκέψεις. Τον αναζήτησα προ ημερών στο Facebook. Ελάχιστοι με το δικό του ονοματεπώνυμο ― μόνο ένας θα μπορούσε... Αν είναι αυτός, ο χρόνος δεν του χαρίστηκε. Κάτω από μια φωτογραφία, ένας νεαρός με το ίδιο επίθετο σχολίασε «Είσαι ωραίος, ρε πατέρα». Είδα τις φωτογραφίες του γιου”· ωραίο παιδί, αλλά σε τίποτε δεν μου θύμισε τον “δικό μου” Λευτέρη. Χτες τη νύχτα ήμασταν πάλι νέοι ― όχι 20άρηδες αλλά πάντως νέοι. Βρισκόμασταν, άγνωστο πώς και γιατί, στη Βέροια, στο αυτοκίνητό του, καθ’ οδόν προς τη Θεσσαλονίκη· μόλις είχαμε βγει από την πόλη. Του είπα πως στο σπίτι είχε έρθει η μητέρα μου, γιατί δεν αισθανόταν πολύ καλά και δεν ήθελε να είναι μόνη. Του πρότεινα να με αφήσει κάπου απ’ όπου θα μπορούσα να πάρω ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ προς Θεσσαλονίκη, να μη μου κάνει τον ταξιτζή. Δεν έφερε αντίρρηση, ούτε πρότεινε κάτι άλλο. «Κρίμα», είπε μόνο. (Ποτέ δεν μιλούσε πολύ ― ήταν κι αυτό κάτι που θαύμαζα.) «Θα περνούσαμε τη νύχτα μαζί.» Μάλλον έφταιγαν τα κεφτεδάκια που έφαγα αργά, πολύ αργά, το βράδυ.

Ο Γιώργος Αδαμίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως διορθωτής κειμένων. Το 1995 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου το βιβλίο του Βολή εγγύς φιλίων τμημάτων: Μικρά πεζά.

7.7.16

Γιώργος Αδαμίδης: View master (μικρό πεζό)



Φοράει μαύρο στηθόδεσμο και κίτρινο σορτάκι. Ωραίο σώμα, μέτριο ανάστημα. Ωραίο πρόσωπο. Όταν σηκώνεται από την πλαστική καρέκλα, εκείνος απλώνει το ηλιοκαμένο, γυμνασμένο μπράτσο του και την σταματάει, περνάει μετά το χέρι του στη μέση της και την τραβάει με ήρεμη δύναμη προς το μέρος του, τότε σκύβει και τη φιλάει στην κοιλιά.
Είναι ψηλός και μυώδης, πολύ κοντοκουρεμένα μαλλιά, ίσως ξυρισμένα που άρχισαν να μεγαλώνουν. Φοράει γαλάζιο μαγιό σλιπάκι με δύο λοξές άσπρες λωρίδες που ανάμεσά τους διακρίνονται τα αντρικά του προσόντα.


Περνάει από κοντά μου με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι· τη δίνει σε έναν νεαρό από το διπλανό τραπέζι. Επιστρέφει κοντά της και την ξαναγκαλιάζει. Ποζάρουν. «Άλλη μια, για κάθε ενδεχόμενο» λέει με το πιο φωτεινό χαμόγελο που έχω δει όλες αυτές τις μέρες στη Σκόπελο. Και τρίτη, τέταρτη φωτογραφία.


Στο ανοιγοκλείσιμο των ματιών μου η φωτογραφία γίνεται θλιβερό δίστηλο “χτυπημένο” στην πρώτη σελίδα της δευτεριάτικης εφημερίδας:Η τελευταία ευτυχισμένη στιγμή της Λέλας Τ., που την παρέσυρε απρόσεκτος μεθυσμένος οδηγός και την εγκατέλειψε αβοήθητη.


Το περήφανο χαμόγελό της δίπλα στον μοντελοειδή συνοδό της έχει παγώσει στον αιώνα τον άπαντα. Το δικό του, πιο συγκρατημένο, σχεδόν αινιγματικό, στην τρίτη ή την τέταρτη λήψη που τύπωσε η εφημερίδα, έχει μια δόση αβεβαιότητας ίσως και μελαγχολίας για το μάταιο των πραγμάτων και για τα απρόσμενα της ζωής. Πόσο καιρό θα τη θρηνήσει προτού χωθεί σε μια καινούρια τρυφερή αγκαλιά;


Το βλέμμα μου ψηλαφεί κάθε λεπτομέρεια του κορμιού του, επίμονα όσο και αργά. Τελείωσαν το φαγητό τους και μοιράζονται τώρα ένα παγωτό Status σοκολάτα με επικάλυψη σοκολάτα υγείας. Τους παρατηρώ καθώς βάζουν τα πράγματά τους σε ένα σακίδιο και μια ψάθινη τσάντα με ξεθωριασμένες καροτί λωρίδες εναλλάξ με άσπρες.
Δεν έχω καμιά τύψη για το αποτρόπαιο σενάριο που έγραψα πίνοντας φρέντο καπουτσίνο στο Λιμνονάρι. Ίσως επειδή ξέρω πως δεν πρόκειται να επαληθευτεί.


Ευχαριστίες στον Βάσο Γεώργα, που πρότεινε την εικονογράφηση. 

Ο Γ.Α. γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου κυκλοφορεί το βιβλίο του Βολή εγγύς φιλίων τμημάτων: Μικρά πεζά.

28.6.14

Γιώργος Αδαμίδης: Η ενέδρα του χρόνου



Η ΕΝΕΔΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Τα χρόνια
θα έρθουν και θα καθήσουν
σαν πάγος
πάνω στις αρθρώσεις μας

Θα κυρτώσουν την πλάτη μας.
Θα διπλωθούμε στα δυο
κάτω από το βάρος μιας ζωής
που την καθόρισαν
απαγορεύσεις και στερήσεις

Και οι μικρές, τρυφερές χειρονομίες,
για την ώρα εξαγνισμένες από τη νεότητά μας,
τότε θ' αναζητούν
μισοφωτισμένα στενά
ή το πρόσχημα ενός αποχαιρετισμού
για να φανούν
στα μάτια των περαστικών
συνηθισμένες εκδηλώσεις μεσηλίκων.


[πρώτη δημοσίευση: Εντευκτήριο, 9, 1989]

Εικόνα: , «Protagonist IX»

16.6.14

Γιώργος Αδαμίδης: «Η ΑΡΑΧΝΗ / ΠΡΟΣΩΠΟ» (ποίημα)


     Στον Σ.,
     που τίποτε δεν κατάλαβε


Τις νύχτες γίνομαι αράχνη και υφαίνω τον ιστό της ζωής μου. Λεύκα της Ακροναυπλίας γίνομαι, αγριελιά στο πατρογονικό αμπέλι της Ξάνθης.
Ένα κεραυνοβολημένο πεύκο στη Γαλάτιστα, μια σπασμένη βάρκα στην παραλία Πλαταμώνος, θεατής των συνευρέσεών σας γίνομαι, θύμα και αυτόπτης μάρτυς της σκληρότητας και της απανθρωπίας σας.

Ντύνομαι οδοκαθαριστής και μαζεύω τα σημάδια της νυχτερινής σας ευωχίας, αφουγκράζομαι ομιλήματα και εκλιπαρώ χειρονομίες... Κοντοστέκομαι στα φανάρια και χαζεύω τις βιτρίνες, ενώ βήματα με προσπερνούν και σβήνουν στο σκοτάδι.

Τα βράδυα ονομάζομαι Παύλος, σε μικρούς δρόμους με κλειστά μαγαζιά και ρολά κατεβασμένα βυθίζομαι, ένα με την ξεβαμμένη ώχρα στους τοίχους και με τα απεγνωσμένα μηνύματα «Σούλα σ’ αγαπώ».

Το πρωί βέβαια ξαναβρίσκω το κοινωνικό μου πρόσωπο και το βαφτιστικό όνομά μου, διαλέγω το κουστούμι της ημέρας, ένας Πέτρος γίνομαι, ντύνομαι αξιοπρεπής και αδιαπέραστος ―έτσι νομίζουν― πλην παραμένω ανυπεράσπιστος και εκτεθειμένος στα μάτια των περαστικών και στων πλανόδιων πωλητών τις φωνές.

Μόλις πέσει η νύχτα, αράχνη πάλι είμαι και συνεχίζω τον σπασμένο ιστό της ζωής μου.

[πρώτη δημοσίευση: Εντευκτήριο, 9, 1989]

Ευχαριστίες στον Τέλλο Φίλη, που υπέδειξε την εικονογράφηση.