30.12.14

Κάπα Κάπα Μοίρης: Ο Ντίκενς στην Τσιμισκή


Φωτογραφία: «ΦΩΤΟΜΕΡΕΣ»


Επί τρεις ώρες δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Στριφογύριζε σαν φίδι που το αρπάξαν απ΄ το σβέρκο. Πουθενά δεν βολευόταν, ούτε στο δεξί πλευρό, ούτε στ΄αριστερό, ούτε μπρούμυτα. Δοκίμασε ανάσκελα, το φως τού τρύπαγε μάτια και μυαλό, αλλά ένιωθε πολύ κουρασμένος για να σηκωθεί να παλέψει με τη λάμπα. Κάθε νύχτα το στρώμα γινόταν όλο και πιο αφιλόξενο. Αν είχε φωνή (πόσο μάλλον μολύβι ή πληκτρολόγιο), το σώμα του θα έγραφε μπεστ σέλερ για τον Μεγάλο Πόνο. Τον Μεγάλο Ύπνο, που τόσο λαχταρούσε, πρόλαβε και τον κατοχύρωσε ένας άλλος, κάποιος ατάλαντος, άκαπνος.

Κανείς δεν σεβόταν την ησυχία και την κούρασή του, θαρρείς και το κάναν εξεπίτηδες. Θόρυβοι, φωνές, γέλια, καυγάδες, από δεξιά, από αριστερά, από πάνω. Μόνο από κάτω του δεν ζούσε κανείς, προς το παρόν. Κουκουλώθηκε με δυο κουβέρτες για να μην ακούει. Μάταια. Μετά έριξε πάνω του και τρίτο σκέπασμα, όμως όλος ο θόρυβος του σύμπαντος (αν και κάποιοι αδαείς ισχυρίζονται ότι το σύμπαν είναι βουβό) εξακολουθούσε να τρυπάει χωρίς έλεος τ’ αυτιά του. Μερικά σύμπαντα είναι, βλέπεις, πιο φλύαρα από άλλα.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα κατόρθωσε να κλείσει τα μάτια του.

Κακή επιλογή.

Είναι φορές που η ζωή αντιγράφει τα παραμύθια, λένε. Εδώ κάποιος παλαβός τα έβαλε με το ζόρι να ζευγαρώσουν. Και γεννήσαν τέρατα. Στη μία το πρωί,  αντί για πνεύματα, του ήρθαν ο ένας μετά τον άλλον όλοι οι λογαριασμοί. Χωρίς θόρυβο από αλυσίδες. Μόνο με τον ανατριχιαστικό ήχο από φακέλους που σκίζονται κι ανοίγονται κι από χαρτιά που ξεδιπλώνονται χαιρέκακα. Τέλη κυκλοφορίας, ΕΝΦΙΑ, φόρος κληρονομιάς, τέλος επιτηδεύματος, μια ξεχασμένη πιστωτική κάρτα, δεκαεφτά δόσεις στεγαστικού.

Άνοιξε αλαφιασμένος τα μάτια σε μιαν εσοχή ―κάποτε μαγαζί, τώρα μια μαύρη τρύπα― ανάμεσα σε δυο εισόδους πολυκατοικιών, κοντά Τσιμισκή και Ικτίνου γωνία. Απ’ αυτές που φιλοξενούν στα σωθικά τους μεταλλικές πινακίδες με περίεργα αρχικά PhD, MSc, Dr καρφωμένες σε κάθε πόρτα, το ίδιο και στην εξώπορτα. Κοίταξε τριγύρω. Άσχημο όνειρο, μόνο, ευτυχώς. Με ανακούφιση ―που συνοδεύτηκε από μισό, σχεδόν στεγνό δάκρυ― θυμήθηκε ότι εδώ και μήνες ή και χρόνια (δεν θυμόταν πια, τα Χριστούγεννα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος είχαν γίνει από καιρό ένα κουβάρι) ήταν άνεργος, άστεγος, άκληρος, μόνος. Προικιά του τρεις λιγδιάρικες κουβέρτες, ένα χαρτόνι, μια σακούλα παραγεμισμένη με άλλες σακούλες, τάχα μου μαξιλάρι. Τα μάτια του δεν συνήθισαν το φως ακόμη και για μια στιγμή νόμισε πως απέναντί του, δυο σπιθαμές παραδίπλα, στεκόταν το Πνεύμα των Χριστουγέννων. Μια φορά να τη διαβάσεις αυτή την ιστορία, δεν την ξεχνάς. Χωμένη στο μεδούλι σου θα τη βρίσκεις, πάντα.

Μα στ’ αλήθεια στεκόταν.

Είχε το μπόι ενός μικρού παιδιού και μαλλιά χιονάτα, μακριά, γεροντίστικα. Πήγε να το αγγίξει ―ποιος ξέρει λαχταρώντας τι― αλλά τον πρόλαβε εκείνο. Εκείνη, μάλλον.

«Δώσε μια κουβέρτα, έχεις τρεις εσύ» είπε η ξεμαλλιασμένη γριά, απλώνοντας το χέρι της.

Είπαμε, τέρατα. Που περιπλανιούνται ασταμάτητα ανάμεσά μας.




Ο Κάπα Κάπα Μοίρης είναι blogger και συγγραφέας.
Από τις εκδόσεις Bibliotheque κυκλοφορεί το βιβλίο του Στον καταψύκτη
του Χάνσελ και της Γκρέτελ (και άλλες τρομακτικές ιστορίες).

To κείμενο αυτό γράφτηκε ειδικά για το παρόν blog.

Δεν υπάρχουν σχόλια: