18.12.21

Η πιο κρύα νύχτα

γράφει η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου



Εκείνη τη χρονιά ήταν όλα διαφορετικά. Οι γιορτές, οι άνθρωποι, οι δρόμοι, οι ευκαιρίες, η διάθεση, η χαρά. Ποια χαρά; Δεν υπήρχε, κι ας έφταναν Χριστούγεννα. Από τις άσχημες ειδήσεις που κυκλοφορούσαν, κάθε χαρούμενη σκέψη κατέληγε σε λυπητερή. Ήταν και το κρύο που δεν σε άφηνε να πάρεις βαθιά ανάσα. Πάγωνε την είσοδο της καρδιάς σου και σταματούσε τη σκέψη σου. Αυτό το κρύο ήταν ανυπόφορο. Τα παλιά τα χρόνια, όταν τα τζάμια έσπαζαν στις γωνίες, τα ματίζανε με κομματάκια γυαλί από τα άχρηστα. Ήταν τότε που δεν άνοιγες τα παράθυρα για ν’ αεριστεί το σπίτι αφού, έτσι κι αλλιώς, έμπαζαν όλα τα κουφώματα. Ήταν τότε που ο αέρας δεν κατάφερνε να στείλει πίσω τον καπνό του τζακιού, γιατί τα καλά πνεύματα φύσαγαν τα ρεύματα του σπιτιού προς την καμινάδα και τον εμπόδιζαν. 

Εκείνον τον καιρό οι άνθρωποι δεν αρρώσταιναν ούτε στο σώμα ούτε στην ψυχή, το χιόνι πάγωνε τα μικρόβια και τα έριχνε από την καμινάδα του τζακιού στην κόλαση της φωτιάς του. Έτσι έλεγε η γιαγιά της Άννας και συνέχισε να το λέει και η μάνα της· εδώ και τριάντα χρόνια, είχαν χωθεί και οι δύο σε κορνίζες και ήτανε κρεμασμένες στη φούσκα του τζακιού. Ούτε κιχ δεν άκουγες από το στόμα τους μόνο τα μάτια τους, μέσα από το τζάμι, φώτιζαν πολλές εικόνες γιορτινές από εκείνα τα βράδια που μαζευόταν η οικογένεια μπροστά στο τζάκι και διηγιόταν ο καθένας ό,τι θυμόταν από περασμένες γιορτές. Κι όλες οι ιστορίες είχαν την ίδια ζεστασιά κι ένα χρώμα χρυσό, που φώτιζε τις αναμνήσεις τους. Πάντα με το σπίτι ολοστόλιστο, εκτός από εκείνη τη χρονιά που έγειρε το δέντρο από το βάρος κι έσπασαν τα περισσότερα στολίδια του.  

Η μάνα της έκλαψε. Η γιαγιά της έκρυψε το πρόσωπό της στις χούφτες της και κοίταζε τη φωτιά μέχρι που τυφλώθηκε. Τα μικρότερα αδέρφια της κρύφτηκαν κάτω από το τραπέζι μέχρι ο πατέρας να ξαναστήσει το δέντρο όρθιο. Η Άννα δεν είχε δει ποτέ χειρότερη εικόνα. Σαν λαβωμένος άνθρωπος ήταν, σαν πεθαμένος φαινόταν και την τάραζε, όπως τάραξε και τη θεια Γιαννούλα, Θεός σχωρέστην, που πήρε τους δρόμους χειμωνιάτικα ξεμπράτσωτη και τη βρήκαν το πρωί κοκαλωμένη από το κρύο. Μέχρι το τέλος της χρονιάς έφυγε κι εκείνη, σαν άνθρωπος, σαν πεθαμένος, και πάει. Ύστερα, έφυγαν σιγά σιγά και τα δύσκολα. Έφυγε και η Άννα για την πρωτεύουσα, σπούδασε, δούλεψε, παντρεύτηκε, μεγάλωσε παιδιά και τα έστειλε στα εξωτερικά να βρούνε δουλειές. Γιατί η χώρα είχε ξοδέψει τα καλά και είχαν απομείνει τα δύσκολα. Κάνα-δυο χρονιές έσφιξε την καρδιά της και στόλισε για τα Χριστούγεννα. Μετά, το βαρέθηκε· αφού δεν ερχόταν κανένας για να το χαρεί, δεν είχε πλέον σημασία. 

Τα Χριστούγεννα που έρχονταν δεν θα τα γιόρταζε. Θα ήτανε μνημόσυνο στα πεθαμένα της και δέηση για να επιστρέψουν οι ξενιτεμένοι. Μόλις έπεσε το σκοτάδι, άφησε την τηλεόραση ανοιχτή, το ποτήρι της γεμάτο με κρασί στο τραπεζάκι και τη γάτα της μόνη στον καναπέ να χαζεύει βαριεστημένα τα τραγούδια της συμφοράς. Έβαλε κάτι ζεστό, πήρε ό,τι είχε απομείνει από το μεσημεριανό φαγητό και βγήκε. Πριν κλείσει την εξώπορτα, θυμήθηκε εκείνο το γλυκό κρασί που είχε φέρει κάποιος σε μια γιορτή και το κρατούσε για μια καλύτερη στιγμή. Γύρισε, το πήρε, και χώθηκε στη νύχτα. Ο αέρας τη χτύπησε φιλικά στο πρόσωπο και της καθάρισε τη σκέψη. Δεν πήρε ταξί. Έφτασε με τα πόδια στο κέντρο της πόλης. Έψαξε στις καβάτζες των αστέγων που έβλεπε τα πρωινά πηγαίνοντας στη δουλειά, και ήταν όλες άδειες. Σκέφτηκε άλλες παραμονές, που ο Δήμος έκανε γιορτές γι’ αυτούς, κι ένιωσε λίγο καλύτερα. Ευχήθηκε, στο χιονόνερο που έπεφτε, να τους έχουν μαζέψει και φέτος νωρίτερα από τον δρόμο, για ένα χριστουγεννιάτικο δείπνο. Ίσως εκείνη τη νύχτα να τους κράταγαν σε κάποιο ζεστό μέρος ν’ απαγκιάσουν.    

Ήταν έτοιμη να πάρει τον δρόμο της επιστροφής όταν σκόνταψε σε ένα μεγάλο και βαρύ χαρτόκουτο. Ευχήθηκε αυτός που ήταν μέσα να κοιμάται και να μην είναι πεθαμένος. Ούτε το ένα ούτε το άλλο, απλά ο άνθρωπος αγκάλιαζε το σκυλί, που είχε κοντά του, για να μπορέσει να ζεσταθεί. Κάθισε δίπλα τους, τους σκέπασε με το πανωφόρι της και άνοιξε το κρασί. Ούτε μηχανάκι δεν πέρναγε εκείνη την ώρα, ούτε ταξί στον ορίζοντα· ούτε και η ώρα πέρναγε με τέτοιο κρύο. Είχαν σταματήσει όλα σαν να περίμεναν κάτι. Πιες λίγο να ζεσταθείς, του είπε προτείνοντας το μπουκάλι προς το μέρος του άστεγου. Εκείνος δεν είχε κουράγιο ν’ απλώσει το χέρι του. Η Άννα άδειασε τα φαγητά από την τσάντα της, γέμισε δύο πλαστικά ποτήρια με το κρασί, και τους τάισε μπουκιά μπουκιά στο στόμα, μια το σκυλί και μια τον άνθρωπο· ήπιε μαζί τους όλη τη γλύκα του μπουκαλιού. Δεν κρύωνε κι ας ήταν ξεμπράτσωτη, ο Χριστός που γεννιόταν μαλάκωσε την καρδιά της. Κούρνιασε δίπλα στη φάτνη του κι ένωσε το χνώτο της με το χνώτο των ζώων που τον ζέσταιναν. Τελευταία εικόνα στα μάτια της ήταν το χιόνι, που έπεφτε πυκνό κι έστρωνε πάπλωμα λευκό στους δρόμους της πόλης. Εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ, γύρισε πίσω στο παλιό της σπίτι και χάιδεψε όλες  τις σπασμένες γωνίες των τζαμιών που ήθελαν μάτισμα. Αυτή η νύχτα ήταν η πιο κρύα όλης της χρονιάς είπε η τηλεόραση, αλλά η γάτα της δεν το άκουσε γιατί την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ. 

    

Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Σπούδασε κινηματογράφο με ειδίκευση στη σκηνογραφία και στην ενδυματολογία. Είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Δημιουργικής Γραφής, 
του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της συγγραφής. 
Συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού Μανδραγόρας
Λογοτεχνικά κείμενά της έχουν περιληφθεί σε τρεις συλλογικούς τόμους. 
Διηγήματα, κριτικές μελέτες και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και διαδικτυακά.
Από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου κυκλοφορούν δύο συλλογές διηγημάτων της: Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες (2017) και Διάψαλμα (2021). 









Δεν υπάρχουν σχόλια: