Varlaam Shalamov, Οι βιβλιοθήκες μου
Μετάφραση από τα ρωσικά: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Αθήνα, Άγρα 2014, 80 σελ.
Ο Βαρλαάμ
Σαλαμώφ (1907–1982) ήταν ένας άνθρωπος που βρισκόταν υπό παρακολούθηση μια
ολόκληρη ζωή, όταν βέβαια δεν ήταν στη φυλακή. Το βασικό του αδίκημα ήταν ότι
συμμετείχε σε δράσεις ενάντια στην εξουσία εκείνης της εποχής, που ενσαρκωνόταν
στο πρόσωπο, την πολιτική και το έργο του Στάλιν. Για τον λόγο αυτό πέρασε στην
φυλακή το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, από τα 21 του μέχρι τα 50. Είναι γνωστός για το επικών διαστάσεων έργο
του Ιστορίες από την Κολυμά, όπου περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τη ζωή
στα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων του σοβιετικού γκουλάγκ.
«Μάθαμε την υποταγή, ξεμάθαμε να
εκπλησσόμαστε. Δεν είχαμε περηφάνια, φιλαυτία, εγωισμό, ενώ η ζήλεια και το
πάθος μάς φαίνονταν εξωγήινες έννοιες, κι επιπλέον ανόητες. Ήταν πολύ πιο
σημαντικό να εκπαιδευτείς να κουμπώνεις το παντελόνι σου το χειμώνα, στην
παγωνιά ― ενήλικες άντρες έκλαιγαν που καμιά φορά δεν το κατάφερναν.
Καταλαβαίναμε ότι ο θάνατος δεν ήταν διόλου χειρότερος από τη ζωή, και δεν
φοβόμαστε ούτε τον έναν ούτε την άλλη.» (Ιστορίες από την Κολυμά, σελ. 78)
«Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας σχεδόν αγίους,
σκεφτόμενοι ότι τόσα χρόνια στα στρατόπεδα εξαγοράσαμε όλες τις αμαρτίες μας.
Μάθαμε να καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους να προβλέπουμε τις ενέργειές τους, να
τις μαντεύουμε. Καταλάβαμε ―κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό― ότι η γνώση που
έχουμε για τους ανθρώπους δεν μας προσφέρει κανένα όφελος στη ζωή.» (Ιστορίες από την Κολυμά,
σελ. 79)
Ο Βαρλαάμ Σαλαμώφ δεν πρόλαβε να ζήσει τίποτε,
δεν μπόρεσε να πράξει παρά ελάχιστα, προς μεγάλη ικανοποίηση των διωκτών του. Συνελήφθη για πρώτη φορά
το 1929 και πήγε στη φυλακή του Βισέρα, υποκατάστημα στρατοπέδου Σολόβκι. Το
1931, ελεύθερος, επέστρεψε στη Μόσχα. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος, έγραψε και δημοσίευσε
αφηγήματα. Η ελευθερία του όμως δεν κράτησε πολύ, αφού τον συνέλαβαν και πάλι
το 1937 «για την αντεπαναστατική τροτσκιστική δράση του». Οι δημοσιογράφοι που
βρίσκονταν σε διατεταγμένη και έμμισθη υπηρεσία υπέρ του καθεστώτος, όπως
γίνεται συχνά, καταφέρθηκαν εναντίον του με κάθε τρόπο· συκοφαντήθηκε και
ενοχοποιήθηκε πλήρως. Καταδικάστηκε εκ νέου σε 17 χρόνια φυλάκιση. Κατέληξε
αργότερα σε καταναγκαστικά έργα στα χρυσωρυχεία της Κολυμά. Έπεσε βαριά
άρρωστος και οδηγήθηκε στο Νοσοκομείο Κρατουμένων. Εκεί, αφού εκπαιδεύτηκε ως
βοηθός γιατρού, εργάστηκε επί μακρόν στην υποδοχή των κρατουμένων, που για
διάφορους και φοβερούς συνήθως λόγους νοσούσαν. Ελάχιστοι έφευγαν ζωντανοί από
εκεί. Ελευθερώθηκε θεωρητικά το 1951, αλλά έμεινε περιορισμένος μέχρι το 1956
στον βορρά. Το 1956 επέστρεψε για να ζήσει στη Μόσχα.
Όμως τα
βάσανά του, φαίνεται δεν είχαν τέλος, αφού μετά την αποφυλάκισή του, τσακισμένος
και καταρρακωμένος από τον ανελέητο και μακροχρόνιο βασανισμό, αποκηρύσσει το
έργο του και αυτοεκμηδενίζεται για πάντα. Συνεχίζει να ζει κατά κάποιον τρόπο,
αλλά στην ουσία παραμένει αυτό που είχε πει ο μεταφραστής του στα γαλλικά Αντρέι
Σινιάφσκι, «ένας άνθρωπος ήδη νεκρός». Στο τέλος χάνει τελείως τον έλεγχο του
εαυτού του και καταλήγει να πεθάνει παραληρώντας σε ένα ψυχιατρείο της Μόσχας
τον παγωμένο Ιανουάριο του 1982.
Ο Βαρλαάμ Σαλαμώφ σε όλο αυτή τη φοβερή
διαδρομή που ήταν η ζωή του προσπαθεί να αρθεί στο ύψος του ανθρώπου, να
επιβιώσει, να σκεφτεί, να γράψει και να διαβάσει. Το βιβλίο του Οι βιβλιοθήκες
μου με αυτό το πνεύμα πρέπει να το διαβάσει κανείς· αναφέρεται στη σχέση
που είχε ο ίδιος με τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες όλα αυτά τα χρόνια της
φυλακής και της εξορίας. Εδώ ξαναβρίσκουμε εκείνη την χαμένη υπόθεση εργασίας
για το τι είναι τα βιβλία και πόσο απαραίτητα είναι κυριολεκτικά για την
επιβίωσή μας. «Τα βιβλία είναι το νερό για τους εξαντλημένους από τη ζέστη
πεζούς…». Αλλά τα πράγματα δεν είναι απλά για τον Σαλαμώφ, αφού μετά τους
μακροχρόνιους εγκλεισμούς κάποτε ξεχνά μέχρι και το πώς να διαβάζει, όπως ξεχνά
υποχρεωτικά και το πώς είναι να ζεις. Η ανάγνωση και η επιβίωση είναι μια
κατάσταση που δεν μπορεί να θεωρείται αυτονόητη. Ο Σαλαμώφ ξεχνά, αλλά επιμένει
εκ νέου. «Η
ικανότητά μου να διαβάζω γρήγορα είχε ξανάρθει. Σ’ αυτή τη βιβλιοθήκη και στον
Κορζενέφσκι χρωστάω την, έστω και μερική, κάλυψη ενός τεράστιου χάσματος,
πολλών χρόνων, στην ανάγνωση, στη γνώση, στη διανόηση, ενός χάσματος που στην
πραγματικότητα είναι ο σκοπός της φυλάκισης, της κάθε πολιτικής φυλάκισης…»
Όμως, το να προσπαθείς να διαβάσεις σε αυτές τις περιστάσεις, είτε είναι
«…βιβλία χρυσόδετα, σκεπασμένα με πάχνη», είτε είναι ένα μικρό κομμάτι
εφημερίδας που βρέθηκε μετά από χρόνια μπροστά σου, δεν είναι απλή και εύκολη
ιστορία. «Το να διαβάζεις με άλλους παρόντες ήταν για μένα πάντα δυσάρεστο, ώς
και ντροπή αισθανόμουνα, ήταν χειρότερο από το να γράφεις ένα αισθηματικό
γράμμα μέσα στο ταχυδρομείο, φοβάσαι μην και κάποιος διαβάσει αυτά που έγραψες.
Φοβερό άμα το σκεφτείς… Λες και η ανάγνωση ήταν ένα κρυφό βίτσιο…». Οι
δυσκολίες είναι τόσες πολλές και τόσο μη αναμενόμενες για έναν μέσο αναγνώστη
και συνηθισμένο άνθρωπο του καιρού μας, που είναι αμφίβολο αν μπορεί να τις
κατανοήσει σε όλη την έκτασή τους. «Η ανάγνωση στη φυλακή έχει τις ιδιαιτερότητές της.
Εκεί, τίποτα δεν απομνημονεύεται, όλη η προσοχή, όλη η δύναμη του μυαλού
συγκεντρώνεται στις ανακρίσεις, στις ομολογίες, στην ψυχολογική εξοικείωση με
τη ζωή στη φυλακή, με τους συγκρατούμενους, με τα αφεντικά…». Και αρκεί κάποτε
ένα βιβλίο, ένα μόνον βιβλίο, όπως αυτό του εκπληκτικού και άγνωστου σε γενικές
γραμμές σε εμάς Αλεξάντερ Γκρίν, Η ιππεύτρια των κυμάτων ―απόλυτα δικαίως
κατά τη γνώμη μου― όχι μόνον για να σε κρατήσει στη ζωή, αλλά να σε υψώσει σε
μια ανώτερη διάσταση έως τον ιδεατό άνθρωπο.
Ο Σαλαμώφ γίνεται σκληρός, επιβιώνει μέσα σε
μια απίστευτη και ατέλειωτη βιαιότητα. Ζει τον θάνατο και τον φόβο σε όλες τις
εκδοχές τους. «Αλλά τους ποινικούς δεν τους φοβόμουνα, είχαμε μεταξύ μας
ανοιχτούς λογαριασμούς από τις σφαγές του 1938» ( Ήταν τότε που οι αρχές
κάλεσαν τους ποινικούς, που τους θεώρησαν "φίλους του λαού", να εξοντώσουν τους
πολιτικούς, που τους θεώρησαν "εχθρούς του λαού".) Καταλήγει να εργάζεται στο
νοσοκομείο κρατουμένων, που είναι και η καρδιά του θηρίου. Γνωρίζει καλά πια ότι
δεν υπάρχει καμιά ανάπαυση για τον άνθρωπο σε κάθε περίσταση, πόσο μάλλον
στην κατάσταση των κρατουμένων που περιέθαλπε. «Ο φυλακισμένος αναπαυόταν μόνον
όταν ξάπλωνε στο νοσοκομείο, κι εκεί βρισκόντουσαν μόνο οι μελλοθάνατοι.» Και
εξερχόμενος αυτού του θηρίου, προτού πέσει στα νύχια του επόμενου, κατά την
αποχώρηση από την εξορία και τις φυλακές, μπορούμε να τον φανταστούμε
―δικαιούμαστε να το κάνουμε― να υποκύπτει
οριστικά και αμετάκλητα σε μια πικρή και τρυφερή δήλωση που αξίζει τον κόπο:
«Εγώ, ο
Βαρλαάμ Σαλαμώφ, ο έγκλειστος συγγραφέας, ο
αναγνώστης και εραστής των
βιβλίων, μέσα από τις βιβλιοθήκες στους τόπους της εξορίας μου, o «βοηθός γιατρού και κρατούμενος», εγώ που
«πήρα επάνω μου όλη τη δουλειά κι όλη την ευθύνη της υποδοχής των αρρώστων…», που
έζησα τον θάνατο και την ανθρώπινη αγριότητα σε όλες τις εκδοχές και κατάφερα
να αντέξω τους βασανισμούς και τους εξευτελισμούς, ακόμα και αυτούς που
επιφύλαξα ο ίδιος για τον εαυτό μου, που επιβίωσα γράφοντας και διαβάζοντας, δηλώνω
ότι… «τα βιβλία είναι ό, τι καλύτερο έχουμε στη ζωή, είναι η αθανασία μας».
Και επειδή
συνήθως λυπάμαι για πολλά πράγματα, ήθελα να σας εξομολογηθώ ότι να, πολύ
λυπάμαι επιπλέον «…που δεν είχα ποτέ δική μου βιβλιοθήκη.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου