του Δημήτρη Δουλγερίδη
πηγή: http://www.tanea.gr
Εικόνες και πρόσωπα από τη χρυσή δεκαετία του θεσμού, με αφορμή την πρόωρη παύση του καλλιτεχνικού διευθυντή από τον υπουργό Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά
Ξεκίνησε με τον ψίθυρο ενός δημοσιεύματος πριν από 40 ημέρες και έληξε
με εκκωφαντικό κρότο για την καλλιτεχνική κοινότητα. Το ερχόμενο
καλοκαίρι θα είναι το πρώτο ύστερα από το 2006 χωρίς τον Γιώργο Λούκο
στο πηδάλιο του Φεστιβάλ Αθηνών - Επιδαύρου. Αλλά ακόμη και η καρατόμηση
από τον Μπαλτά ή η τιμωρητική διάθεση όψιμων Ζορό της δημοσιογραφίας
δεν μπορούν να καπελώσουν τη διαδρομή δέκα ετών, στη διάρκεια των οποίων
ο απερχόμενος διευθυντής αναμόρφωσε την εικόνα του θεσμού τοκίζοντας τη
συμπάθεια του κοινού και μετρώντας συγκρούσεις που προκαλούσαν οι
επιλογές του.
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΘΕΑΜΑ. Τα χρόνια που χωρίζουν τον θεσμικό ρέκορντμαν από το εναρκτήριο λάκτισμα του 2005, όταν διορίστηκε με απόφαση του Κώστα Καραμανλή, αποτελούν ήδη έναν κόσμο χωριστά. Η είσοδός του στην πολιτιστική ζωή θύμιζε κάτι από τα γκαγκ που χρειάζονται οι ασπρόμαυρες ταινίες όταν κάνουν κοιλιά. Μέσα στη γενική κατατονία για το αραχνιασμένο θέαμα περασμένων δεκαετιών ο τότε διευθυντής χορού της Οπερας της Λυών εμφανίστηκε σαν γεφυροποιός με τον ευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό. Αν το παλαιό καθεστώς ζητούσε την αυστηρή τήρηση του πρωτοκόλλου – «μπαλέτο στο Ηρώδειο, τέχνη για τον λαό» –, ο Λούκος απηύθυνε πρόσκληση στις ανερχόμενες δυνάμεις που δεν διέθεταν κομματικές περγαμηνές ή ατζέντη στην Κορώνη. Υπήρχε εκεί έξω μια ολόκληρη γενιά – ηθοποιών, μουσικών, συγγραφέων, εικαστικών – με διαμορφωμένη συνείδηση, αλλά χωρίς κονέ. Από τα πρώτα μέτρα που πήρε, όπως αποκάλυψε αργότερα, ήταν η παύση των «μεσαζόντων»: των ειδικών γραφείων που έφερναν με το αζημίωτο τα μπαρόκ θεάματα χορευτών και χορογράφων πέριξ των Ουραλίων. Λιγότερα χρήματα στους ατζέντηδες σήμαινε αυτομάτως περισσότερες παραγωγές. Και μεγαλύτερες πιθανότητες να επισκεφθούν την Ελλάδα καλλιτέχνες που μέχρι τότε την απέφευγαν, όπως η Αριάν Μνουσκίν.
Η δεκαετία που ερχόταν ήταν η αναζήτηση του ξανακερδισμένου χρόνου. Σαν να κοιμόταν κανείς με τη χιλιοπαιγμένη υπόκρουση της «Λίμνης των κύκνων» και να ξυπνούσε μέσα στο μεταμοντέρνο σκηνικό του Τόμας Οστερμάγερ – από τους φίλους του Φεστιβάλ που το επέλεγαν και για τις παγκόσμιες πρεμιέρες τους (όπως το 2008 με τον «Αμλετ»). Το Ηρώδειο, η Επίδαυρος και το Σχολείον φιλοξένησαν εκπροσώπους της τέχνης «που συμβαίνει τώρα». Μιας τέχνης με προγραμματικές αρχές την ανησυχία και το ξεβόλεμα, μακριά από τη γραφειοκρατία και τις επετηρίδες. Στον καλλιτεχνικό ιστό της Αθήνας, οι παραστάσεις δημιούργησαν προστιθέμενη ενέργεια και οι καλλιτέχνες άφησαν ισχυρό αποτύπωμα στη φεστιβαλική συνείδηση. Μαζί με τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, τον Γιάννη Χουβαρδά και τη Βίκυ Μαραγκοπούλου ο Λούκος έπαιρνε τη θέση του στην ντριμ τιμ των «θετικών ανθρώπων» του πολιτισμού.
Ανεξίτηλες εικόνες. Για τους φεστιβαλιστές που βρέθηκαν στο κοίλο ή στην πλατεία, ορισμένες εικόνες δύσκολα θα ξεθώριαζαν. Είχαν και αυτοί πλέον τις δικές τους στιγμές να απαριθμήσουν απέναντι στους φίλους της Αβινιόν ή του Εδιμβούργου. Οπως την Πίνα Μπάους να παρακολουθεί μαζί με τους θεατές της Επιδαύρου τις Τρεις Μοίρες στο «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Γκλουκ. Τον προσωπικό θρίαμβο του Κέβιν Σπέισι στον «Ριχάρδο Γ’» επί τρεις συνεχόμενες βραδιές στο αργολικό θέατρο το 2011. Το «Πεθαίνω σαν χώρα» του Μιχαήλ Μαρμαρινού, αντί άλλου σχολίου στα χρόνια της κρίσης. Το name dropping θα απαιτούσε μια ξεχωριστή έκδοση που θα επιβεβαίωνε με τρόπο παράδοξο την εξίσωση ποσότητας και ποιότητας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το πρόγραμμα του Φεστιβάλ δεν έμεινε ανοιχτό στην καλοπροαίρετη κριτική. Ξεχωριστό credit, το άνοιγμα της Πειραιώς 260 στα ρεύματα της Ευρώπης και στη «νεολαία με τις σαγιονάρες». Ο Γιώργος Λούκος απομακρύνεται, αλλά μπορεί να υποστηρίζει ότι ο ίδιος προσωπικά έβαλε στον χάρτη της Αθήνας ένα καινούργιο τοπόσημο.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ. Ακόμη και φέτος, με «κουρεμένο» μπάτζετ 4,5 εκατομμυρίων ευρώ, το Φεστιβάλ υπενθύμισε ότι δεν είναι ο έφηβος που ξεκίνησε με ορμή, ξόδεψε την ενέργειά του και κουράστηκε νωρίς. Η σύμπραξη του Μιχαήλ Μαρμαρινού με το γιαπωνέζικο θέατρο Νο στη «Νέκυια» ξεπέρασε τις προσδοκίες μιας επιδαύριας παράστασης και πέρασε στην περιοχή της εμπειρίας. Η «Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων» του Θωμά Μοσχόπουλου δίχασε κοινό και κριτικούς, αλλά απέδειξε ότι ένα κρατικό θέατρο – της Βόρειας Ελλάδας, εν προκειμένω – έχει μερίδιο στην παραστασιολογία της νέας εποχής. Και η Σιλβί Γκιλέμ, παλιά γνώριμη του θεσμού, ξεκίνησε από το Ηρώδειο τον μακρύ αποχαιρετισμό για το φινάλε της χορευτικής της καριέρας. Οι πολλοί ας τον λένε «τσάρο», αλλά χάρη στις προσωπικές γνωριμίες του Λούκου αρκετές εμφανίσεις διάσημων καλλιτεχνών – όπως της Μαγκί Μαρέν – πραγματοποιήθηκαν σε κόστος χαμηλότερο ενός ατζέντη επειδή ο επικεφαλής του θεσμού μιλούσε μαζί τους – και ευτυχώς – στο απευθείας τηλέφωνο. Ο χρόνος θα δείξει εάν ο διάδοχος έχει τα ίδια νούμερα στο προσωπικό του καρνέ.
Το σημείωμα τελειώνει και δεν προλαβαίνουμε να καλύψουμε τη θητεία δέκα ετών μέσα σε 850 λέξεις. Μένει ένας προσωπικός απολογισμός με όλες τις δεσμεύσεις της συναισθηματικής φόρτισης και χωρίς να έχουμε ανοιχτά μπροστά μας τα καλαίσθητα προγραμματάκια του θεσμού. Μακάρι στα επόμενα χρόνια να ζήσουμε κάτι αντίστοιχο με τον ψιθυριστό παιάνα «Ιτε παίδες Ελλήνων», όπως τον αξιοποίησε στους «Πέρσες» του ο Ντμίτρι Γκότσεφ. Με τις συναυλίες της Φαϊρούζ και του Ελβις Κοστέλο ακριβώς τη στιγμή που είχαν νόημα. Την «Αντιγόνη», όπως αυτή που έστησε ο Λευτέρης Βογιατζής ανάμεσα στα στάχυα της Ομπολένσκι. Μια σκηνή όπου η Ηλέκτρα (Στεφανία Γουλιώτη στην παράσταση του Πέτερ Στάιν) θα πασχίζει να σφηνώσει το κεφάλι της στο λαγήνι με τις στάχτες του Ορέστη. Και μια παράσταση όπως το «Καφέ Μίλερ» της Πίνα Μπάους, το εισιτήριο της οποίας έγινε σελιδοδείκτης στα βιβλία εκείνου του καλοκαιριού το 2006. Ο κατάλογος είναι ανοιχτός για τον καθένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου