Όταν
ο Στεφάνου συνάντησε τον Σεμπρούν
Ο ασπρομάλλης που είχε καταλάβει μια
από τις πιο κοντινές θέσεις προς εκείνη του πρωθυπουργού δεν μπορούσε να
περάσει απαρατήρητος από τους υπουργούς που έφθασαν πρώτοι στην αίθουσα του
υπουργικού συμβουλίου. Μέσα σε λίγα λεπτά, ένα σούσουρο πήρε και σηκώθηκε στην
αίθουσα και πέρασε γρήγορα στους διαδρόμους της Βουλής μέχρι το γραφείο του
Πρωθυπουργού και των άμεσων συνεργατών του. Κινητοποιήθηκε το σύμπαν ―
αστυνομικοί και υπηρεσιακοί παράγοντες έτρεχαν χωρίς να έχουν καταλάβει το
γιατί κλήθηκαν να λύσουν το μυστήριο της αναπάντεχης παρουσίας ενός ευγενικού
ασπρομάλλη με γυαλιά και ένα παλαιομοδίτικο καρό κασκόλ ριγμένο πάνω σε ένα
μάλλινο πουλόβερ, σχεδόν χωμένος στα χαρτιά του, σαν να κάτι να βιαζόταν να
τελειώσει…
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός κοντοστάθηκε
στην πόρτα της αίθουσας και παρατηρούσε τον γέροντα. Έστειλε να καλέσουν τον
γηραιότερο από τους συνεργάτες του, μήπως και εκείνος έδινε τέλος στον παράξενο
επισκέπτη, ο οποίος συνέχιζε απτόητος τη δουλειά του πάνω στα χειρόγραφα που
είχε αραδιάσει στο μεγάλο τραπέζι των συνεδριάσεων. Όταν ο γηραιότερος των
συνεργατών του πρωθυπουργού έφθασε στην αίθουσα, οι εκδοχές για την ταυτότητα
του παράξενου επισκέπτη που είχε στρογγυλοκαθήσει στις υπουργικές καρέκλες
έπαιρναν και έδιναν, αλλά κανείς δεν ήταν σε θέση να δώσει μια πλήρη και
πειστική απάντηση στο ποιος και το γιατί! «Ρε λες να είναι ο Στέφανος;»
ακούστηκε από το βάθος, όπου ο γηραιότερος είχε φτιάξει πηγαδάκι με τους
πενηντάρηδες της τελευταίας φουρνιάς των «Ρηγάδων».
Οι
«Ρηγάδες» ―δύο υπουργοί και ένα υφυπουργός όλοι και όλοι― είχαν ακουστά
για τον Στέφανο της ΕΠΟΝ, της ηγεσίας των «Λαμπράκηδων» αλλά και του «Χάους» στο Παρθένι της Λέρου, που κρατήθηκε μακριά από
τις δυο μερίδες που προέκυψαν από την διάσπαση του ενιαίου ΚΚΕ το ΄68. Οι ίδιοι δεν είχαν
προλάβει και τα δύο διαλείμματα νέας ένταξης, σχεδόν στράτευσης, του Στέφανου
στην ανανεωτική Αριστερά, με βασικό πυρήνα το ΚΚΕ Εσωτερικού ― την μια, την
περίοδο της βραχύβιας «Συμμαχίας» ,ήταν γυμνασιόπαιδα· στην δεύτερη, την περίοδο
της εκκίνησης της «Ελληνική Αριστεράς», προτίμησαν να παρακολουθήσουν τα
τεκταινόμενα από την απέναντι πλευρά, εκείνη των «Μπανιάδων».
Ήταν όμως τελικά ο Στέφανος; Ο
συγκεκριμένος Στέφανος; Αλλά ποιος θα μπορούσε να δώσει μια ασφαλή απάντηση στο
ερώτημα ― αν υπάρχει ερώτημα για ένα συμβάν που δεν θα γραφτεί ποτέ στα
πρακτικά…
Με κάθε δυνατή αυθαιρεσία δίνω τον
λόγο στον Χόρχε Σεμπρούν: «Η ομάδα αυτή με ενδιέφερε πολύ, λόγω της
νεότητάς της. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εντύπωση από την πρώτη μέρα που συνεδρίασε
το υπουργικό συμβούλιο, μια Παρασκευή: μπήκα στην αίθουσα και συνειδητοποίησα
ότι ήμουν ο γηραιότερος. Όλοι οι υπουργοί ήταν τριάντα οκτώ, σαράντα, βία
σαράντα πέντε ετών ο μεγαλύτερος, ενώ εγώ ήμουν εξήντα πατημένα… Εγώ, που,
σχεδόν όλη μου τη ζωή, ήμουν από τους νεότερους στο δίκτυο της Αντίστασης κι
έπειτα στο πολιτικό γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας…».
Ο Σεμπρούν βεβαίως δεν πρόλαβε να δει
τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και τον Αλέξη Τσίπρα πρωθυπουργό. Έφυγε νωρίτερα από
τον μάταιο τούτο κόσμο.
Υπενθυμίζω στο σημείο αυτό ―και μόνο
για λόγους ιστορικής ακρίβειας―ότι αναφέρεται
στην κυβέρνηση του Φελίπε Γκονθάλεθ, την κυβέρνηση των σοσιαλιστών του PSOE, όπου ο Σεμπρούν
αναλαμβάνει το υπουργείο Πολιτισμού το 1988 και παραμένει σε αυτό μέχρι το
1991. Άλλες εποχές, άλλα ήθη. Η Ισπανία του τέλους της δεκαετίας του ΄80, λίγα
χρόνια μετά την είσοδό της στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, αλλά και των αρχών του
΄90 (με κορυφαίο γεγονός την πτώση του Τείχους του Βερολίνου) δεν έχει και ―δεν
θα μπορούσε να έχει― καμιά σχέση με την Ελλάδα του 2016. Αν και η Ισπανία δεν έχει μείνει ανεπηρέαστη
από το τσουνάμι της γενικευμένης κρίσης που σαρώνει στο πέρασμα του τις
βεβαιότητες αλλά και τις προσδοκίες γενεών…
Αλλά, ας σταθούμε για λίγο στα
δεδομένα. Είτε συνέβη είτε δεν συνέβη το «σκηνικό» της αρχής του κειμένου, ο
Στέφανος είναι ο Στέφανος Στεφάνου, ένας από τους πολλούς της ελληνικής
Αριστεράς, όπως αναφέρει και ο τίτλος του βιβλίου που βρέθηκε στο ανύπαρκτο
κομοδίνο μου: Στέφανος Στεφάνου, Ένας από τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς,
1941-1971. Καταγραφή και Σχόλια: Χριστίνα Αλεξοπούλου. Εκδόσεις Θεμέλιο.
Αθήνα 2013.
Ο Στέφανος Στεφάνου έφυγε από τη ζωή
πλήρης ημερών, όπως έγραφαν παλιά οι εφημερίδες, ανήμερα την Πρωτοχρονιά του
2016. Από τα πολλά δημοσιεύματα κράτησα
ένα σημείωμα της Ολγας Σελλά στην εφημερίδα Η
Καθημερινή (www.kathimerini.gr 1-1-2016): Οι
άνθρωποι του βιβλίου, αλλά και οι άνθρωποι των εφημερίδων, τον γνώριζαν πολύ καλά,
είχαν μάθει πολλά κοντά του εδώ και σαράντα χρόνια. Ο Στέφανος Στεφάνου, ο
«πατριάρχης» των διορθωτών και των επιμελητών, έφυγε από τη ζωή ανήμερα την
Πρωτοχρονιά, ήσυχα, στο σπίτι του, στα 90 του χρόνια, από ανακοπή.
Γεννήθηκε
στο Σουφλί του Έβρου το 1926. Από τα χέρια του πέρασαν τα δοκίμια πολλών
βιβλίων, επιστημονικών και λογοτεχνικών, μύρισε το αντιμόνιο των παλιών
τυπογραφείων για χρόνια, δίδαξε πολλούς νεότερους ―μέχρι το τέλος του―,
υπερασπίστηκε με πάθος τη δημοτική· αγάπησε τα όνειρα και τις ιδέες της
Αριστεράς όταν δεν ήταν πολυτέλεια να είναι κανείς αριστερός και έζησε όλες τις
περιπετειώδεις διαδρομές της· μετείχε, συμμετείχε, αναζητούσε πάντα· αγάπησε με
πάθος τη ζωή, τους ανθρώπους και τα έργα των ανθρώπων, την επικοινωνία, τις
συνομιλίες, την ορθή σκέψη, τον γραπτό λόγο, τον Λόγο.
Δύο
χρόνια πριν, από τις εκδόσεις «Θεμέλιο», κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που ήταν
αποκλειστικά δικό του: Ενας απ' τους πολλούς
της ελληνικής Αριστεράς. Στις σελίδες του
δεν καταγράφεται μόνο η προσωπική του διαδρομή. Καταγράφεται ο τρόπος που ήξερε
πολύ καλά να θυμάται και να αποτιμά τα πράγματα ο Στέφανος Στεφάνου, ο τρόπος
που παρατηρούσε τις στιγμές και τους ανθρώπους, οι όψεις μιας άλλης Ελλάδας, το
ήθος του.
Η
κηδεία του Στέφανου Στεφάνου θα γίνει τη Δευτέρα, 4 Ιανουαρίου στις 12.45 το
μεσημέρι, από το Νεκροταφείο Ζωγράφου».
Αλλά ποιος ήταν ο Στέφανος, ο «ένας
από τους πολλούς, αλλά και ένας και μοναδικός», όπως επισημαίνει η Χριστίνα
Αλεξοπούλου, που άκουσε από πρώτο χέρι τη μαρτυρία του; Ήταν
ένας πολύ ξεχωριστός αγωνιστής και ―αυτοδίδακτος και σπουδαίος μαζί― λόγιος της
Αριστεράς, αυτός ο ένας και μοναδικός, ο δικός μας Στέφανος: η πολιτική του
ορθοκρισία, η ευκρίνεια και ευρύτητα της σκέψης του, το αφηγηματικό ταλέντο, η
ζωτικότητα και η αγάπη του για τους άλλους, ιδίως τους νέους, τον έκαναν να
ξεχωρίζει, γράφει ο Στρατής Μπουρνάζος στην εφημερίδα Η Αυγή στις 10 Ιανουαρίου 2016. Στην ίδια έκδοση φιλοξενείται ως
κείμενο ο επικήδειος που εκφωνεί ο Γεράσιμος Νοταράς (διευθυντής του Ιστορικού
Αρχείου της Εθνικής Τράπεζας) στη κηδεία του Στεφάνου: Εντάχθηκες στην ΟΚΝΕ και στην ΕΠΟΝ, και ακολούθησαν τα χρόνια της
φυλακής και της εξορίας. Με το τέλος των εμφυλιοπολεμικών διώξεων, στις αρχές
της δεκαετίας του '60, ελεύθερος πια, θα σου δοθεί η ευκαιρία να βάλεις σε
πράξη τα μεγάλα πολιτικά σου ταλέντα και τις χωρίς όρια δεξιότητές σου να
συνομιλείς, να κατανοείς και να συμπορεύεσαι με τους νέους.
Θα
κολυμπήσεις κυριολεκτικά στο ανερχόμενο αριστερό λαϊκό κίνημα της εποχής και θα
στρατευτείς, όπως πάντα, με όλες σου τις δυνάμεις στην ανάπτυξή του. Μέλος της
Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ, θα δουλέψεις για τη νεολαία του κόμματος και στη
συνέχεια για τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, ιδιαίτερα στη Β. Ελλάδα. Η πρώτη
αυτή «πολιτική άνοιξη», μετά το 1936 και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του
Μεταξά, θα διακοπεί βίαια το 1967 από το χουντικό πραξικόπημα και θα ξεκινήσουν
για σένα νέες διώξεις: Γυάρος, Λέρος, ενώ την ίδια περίοδο θα χρειαστεί να
συγκρουστείς με τις αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας του ΚΚΕ, πράγμα που θα αποτελέσει
για σένα καθοριστικό σημείο καμπής για την κομματική σου ένταξη.
Με
τη μεταπολίτευση, ανένταχτος πλέον της Αριστεράς, ξεκινάς μία πορεία
αναζητήσεων, μέσα από τις οποίες θα διασταυρωθούν για πρώτη φορά και οι δρόμοι
μας. Οι 400, οι 75, αργότερα η Συμμαχία, στη συνέχεια η προσπάθεια συσπείρωσης
των ανένταχτων… Μια διαδικασία που πιστεύω ότι, αν όχι στο πρακτικό επίπεδο,
τουλάχιστον στο ιδεολογικοπολιτικό, σταμάτησε μόνο προχτές. Είχες πάντως την
ικανοποίηση, τον τελευταίο χρόνο της ζωής σου, να ζήσεις το “πρώτη φορά Αριστερά”, που όλοι ελπίζουν ότι
αποτελεί ένα πρώτο σημάδι ότι οι αγώνες δεν πάνε τελικά ποτέ χαμένοι.
Μέχρι
προχτές επίσης δεν σταμάτησες με τα βιβλία σου, με τα γραπτά σου, με τις
δημόσιες τοποθετήσεις σου, με τις καθημερινές συζητήσεις και συναναστροφές σου,
να προωθείς την ιδέα μιας Αριστεράς απαλλαγμένης από τον μικροκομματισμό, τις
νομενκλατούρες και τον συγκεντρωτισμό. Μιας Αριστεράς δημοκρατικής,
συμμετοχικής, που προωθεί τον σοσιαλισμό χωρίς επίθετα.
Ας προχωρήσουμε όμως στη συσχέτιση των
καταστάσεων, στη σύμπτωση των διαδρομών, στη συνάντηση των προσώπων… Μετά τον
θάνατο του Χόρχε Σεμπρούν κυκλοφορεί στο Παρίσι το βιβλίο Πατρίδα μου είναι ο λόγος, με υλικό από τις συζητήσεις του Φρανκ
Απρεντερίς. Από το οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης [Χόρχε Σεμπρούν. Πατρίδα μου
είναι ο λόγος: Συζητήσεις με τον Φρανκ Απρεντερίς. Μετάφραση: Ευγενία
Γραμματικοπούλου, Εξάντας 2013] δανείζομαι
το παρακάτω κείμενο: Το καλοκαίρι του
2010 ο Χόρχε Σεμπρούν δίνει μια σειρά συνεντεύξεις στον Φρανκ Απρεντερίς, φίλο
του εδώ και πολλά χρόνια, πάνω στις οποίες βασίστηκε κυρίως το τηλεοπτικό του
πορτρέτο, στην εκπομπή "Αποτυπώματα" της γαλλικής τηλεόρασης. Οι
συζητήσεις αυτές, που αποτελούν και το υλικό του ανά χείρας βιβλίου,
αποδεικνύουν ότι οι απόψεις του σπουδαίου αυτού διανοητή για την ελευθερία, τη
στράτευση, το ευρωπαϊκό ιδεώδες, μας αφορούν σήμερα περισσότερο από ποτέ.
Με
τρόπο εξομολογητικό και συνάμα σεμνό, ο Χόρχε Σεμπρούν επανέρχεται στο σύνολο
του έργου του ―τόσο του λογοτεχνικού όσο και του κινηματογραφικού―, καθώς και
στην πολιτική του διαδρομή: εκτοπισμένος ως αντιστασιακός κομμουνιστής στο
Μπούχενβαλντ, στη συνέχεια παράνομος αγωνιστής κατά του φρανκικού καθεστώτος
και, τέλος, υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση του Φελίπε Γκονθάλεθ. Μάρτυρας
και πρωταγωνιστής των ιστορικών ανατροπών του 20ού αιώνα, μιλάει καθαρά και
απερίφραστα: «Έχω περισσότερες αναμνήσεις απ' ό,τι αν είχα ζήσει χίλια χρόνια».
Ο τίτλος Πατρίδα μου είναι ο λόγος θα μπορούσε κάλλιστα να εκφράζει και τον
Στέφανο Στεφάνου. Ο Σεμπρούν, γεννημένος το 1923, βιώνει από την εφηβική του
ηλικία την εξορία (είναι μαθητής Λυκείου στο Παρίσι όταν πέφτει η Μαδρίτη στα
χέρια του Φράνκο), συμμετέχει στην Αντίσταση, συλλαμβάνεται, μεταφέρεται σε
στρατόπεδο εξόντωσης αλλά περνά ξώφαλτσα από τον θάνατο (η μακάβρια θητεία του
στο Μπούχενβαλντ). Το 1953 πραγματοποιεί
το πρώτο παράνομο ταξίδι του στην
Ισπανία ως στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας (ΚΚΙ), φθάνει στα
ανώτατα αξιώματα του κομματικού οργανισμού και το 1964 ( το καλοκαίρι του 1964)
διαγράφεται μαζί με τον σύντροφο του Φερνάντο Κλαουδίν ―μέλη και οι δύο της
Εκτελεστικής Επιτροπής του ΚΚΙ― για «δεξιά παρέκκλιση». Για την ακρίβεια, δεν διαγράφεται ο Χόρχε Σεμπρούν αλλά ο Φεδερίκο Σάντσεθ. [Χόρχε Σεμπρούν. Η αυτοβιογραφία
του Φεδερίκο Σάντσεθ. Μετάφραση: Μανώλης Παπαδολαμπάκης. Εξάντας 1987].
Δεν είναι λίγα εκείνα που συνδέουν ή
και ενώνουν τον Στεφάνου και τον Σεμπρούν, και που θα επέτρεπαν ή και θα
δικαιολογούσαν μια συνάντηση τους. Ας
αρχίσουμε από τις κοντινές ηλικίες ― ο Σεμπρούν γεννιέται το 1923 και ο
Στεφάνου το 1926, ας πάμε στη συμμετοχή αλλά και τη στράτευσή τους στο
κομμουνιστικό κίνημα, την οποία και πληρώνουν στο πετσί τους. Αλλά τη στράτευση
την ακολουθεί η διαφωνία, η ρήξη, η «έξοδος» αλλά και μια βαθιά ουμανιστική θεώρηση
των πραγμάτων στη βάση του αποθέματος των εμπειριών. Δεν αλλάζουν, δεν
«προδίνουν», διεκδικούν μέχρι τέλους το
μερίδιο της κληρονομιάς που τους αναλογεί από το κίνημα της μεγάλης ουτοπίας
του 20ού αιώνα. Επιπλέον, έχουν τον δικό τους τροφοδότη ελπίδας και
ζωής ― τον κόσμο του βιβλίου. Τον ίδιο τον Λόγο. Ο ένας συγγραφέας, ο άλλος
διορθωτής και επιμελητής.
Εκείνο όμως που περισσότερο τους
ενώνει είναι, πέρα από το ακριβό απόθεμα των αναμνήσεών τους, η ζεστή ματιά
τους για τους ανθρώπους ― τους συντρόφους, τους αγαπημένους της ζωής, τους
απλούς αγωνιστές, τους γείτονες, τα νέα παιδιά. Αυτή η ζεστή ματιά που φτιάχνει
την Ιστορία μέσα από τις χιλιάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες μικρές ιστορίες
ανθρώπων· ανθρώπων με τα μικρά τους ονόματα σαν μνημόσυνα για το παρόν και
παρακαταθήκες για το μέλλον. Ο Μανόλο και η Μαρία Αθαούστρε, για παράδειγμα, οι
φύλακες άγγελοι του παράνομου σπιτιού της Κονθεπθιόν Μπααμόντε αριθμός 5, το
ζευγάρι που φρόντιζε τον Ραφαέλ ― έτσι όπως γνώριζαν ότι λεγόταν το υψηλόβαθμο
στέλεχος που δεν ήταν άλλος από τον Φεδερίκο Σάντσεθ, δηλαδή τον Χόρχε Σεμπρούν
της παρανομίας. Ο Σεμπρούν και ο
Στεφάνου μιλούν για εκείνους μέσα από τους άλλους, μαζί με τους άλλους. Δεν
είναι ποτέ μόνοι, είναι μέσα στους άλλους, μαζί με τους άλλους. Και αυτό γιατί
η Ιστορία είναι οι άνθρωποι. Ο Ελή και η Σάρα, οι συμμαθητές στο Σουφλί που
χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και ο Οδυσσέας που εκτελείται με μια
σφαίρα στο κεφάλι από τους συντρόφους του αλλά και ο Αρης που πήγε άκλαφτος με
την κατηγορία του προδότη…
Τελικά, ήταν ο Στέφανος Στεφάνου αυτός
που πήγε απρόσκλητος στο υπουργικό συμβούλιο. Έχει σημασία η απάντηση; Μπορεί
να μην υπάρχει καν ερώτημα; Άλλωστε, όλα αυτές οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις
έχουν να κάνουν με τη μνημονική έκφραση της Αριστεράς ― στο σύνολο της, εδώ και
στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με τις διακριτικές συγγένειες. Δίχως
άλλο, η μνημονική έκφραση ψάχνει πάντα τις συμπτώσεις, τις συσχετίσεις, τις συναντήσεις…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου