30.8.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Εμπρός βουνό και πίσω θάλασσα: Απ’ τη μεριά της κυρίας Φογκ». Γράφει η Άννα Κουστινούδη



της Άννας Κουστινούδη*


Εμπρός βουνό και πίσω θάλασσα: 
Απ’ τη μεριά της κυρίας Φογκ


«Γιατί δεν κολυμπάς;» ρωτάει.
«Δεν είμαι ψάρι», απαντώ.
«Μα κοίτα, η θάλασσα σε προσκαλεί.»
«Μία ήταν η Φραγκογιαννού κι άλλη μία η Βιρτζίνια. Θέλω πολύ ακόμα για να φτάσω σε τέτοια ύψη αυτογνωσίας και φτάνει πια με το ‘θάλασσα’, αφού καλά γνωρίζεις ότι ανέκαθεν προτιμούσα το «λάλασσα» για την υγρή υλικότητά του, έτσι όπως το ’λεγα και στα μικράτα μου.

«Tα καλοκαίρια μας μικρά/ κι άτελειωτοι οι χειμώνες» άδραξε τη στιγμή…

Αυτό κάνω, αλλά κολυμπώντας σ’ άλλα νερά, αυτά της μνήμης. Ίσως και της νοσταλγίας και πώς γίνεται να νοσταλγείς το τραύμα σου; Μα έτσι όπως είμαι τέντα απλωμένη στην ξαπλώστρα με το καπέλο ριγμένο στο πρόσωπο, ένα ολόκληρο ροζ-σομόν σύμπαν ―(Το σύμπαν μου όλάκερο/ εδώ και τώρα ρέει)― «αστράφτει, συννεφιάζει, αναδιπλώνεται» στο ενδιάμεσο, μεταξύ κλειστών βλεφάρων και οροφής καπέλου. Όταν πιέζω τα βλέφαρα λίγο πιο δυνατά το σύμπαν σκουραίνει, γίνεται μαύρο και κάπως ανυπόφορο, προτιμώ την ενδιάμεση απόχρωση, γι’ αυτό και χαλαρώνω το σφίξιμο. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, γλυκά ναρκωμένη από τη ζέστη, γλείφω τον ιδρώτα στο απανωχείλι, αλμυρός σαν θαλασσόνερο, και κάνω κάτι γκριμάτσες ανακούφισης γιατί το δέρμα του προσώπου ‘τραβάει’ και φαγουρίζει απ’ την παχνισμένη με άλας αύρα, και να θυμηθώ να βάλω after-sun soothing balm. Είμαι αντίκρυ στη θάλασσα τη λάλασσα, την ακούω, τη μυρίζω. Μήπως να γυρίσω την ξαπλώστρα από την άλλη τη μεριά να αγνατεύω το βουνό; Εμπρός βουνό και πίσω θάλασσα θα είναι τότε. Κι αν όλες οι ξαπλώστρες τη θάλασσα τη λάλασσα την πικροκυματούσα θέλουν να αγναντεύουν, εγώ θα πάω ανάποδα. Είναι φανερό ότι έχω γίνει ένα με την ξαπλώστρα μου, ο χρόνος μου ασύμμετρος, ασυντόνιστος, ένα διαρκές παρόν, οι ήχοι των λουομένων υποχωρούν και το μικρό το σύμπαν μου το μέγα, που μόνο εγώ το βλέπω (ή έτσι νομίζω), κάνει αναληπτική βουτιά πίσω, πολύ συχνό το φαινόμενο, άλλωστε. Αμφότερα, βουτιά και παρελθόν, τέρπουν και στοιχειώνουν ταυτόχρονα… «love thy symptom» μας προτείνατε, κύριε Zizek, κι αφού δεν έχουμε άλλη επιλογή, κάνουμε απλώς τα πικρά γλυκά, ή μάλλον γλυκόπικρα, για την ακρίβεια του πράγματος.
Ιδού λοιπόν τα παιδικά καλοκαίρια της Σαλονίκης, της θάλασσας και του βουνού. «Έλα για Περαία, Μπαξέ, Αγία Τριάδα,», ακούω τον κράχτη πιο μικρού σκαριού της παραλίας, της «Ιουλίας», να τελαλεί μπροστά απ’ τον Λευκό Πύργο, μα το βουνό ο Χορτιάτης όλα τα σκέπει, τα παρατηρεί, τα επιβλέπει και έχει κάτι περιποιημένα, αυγουστιάτικα φεγγάρια-ράμματα για τη γούνα μου κι εκείνος.
«Για πού μαμά, μπαμπά;»
«Για τα μπάνια. Κυριακή σήμερα.»
Κάθε Κυριακή η ίδια παλιοϊστορία. Ξύπνημα σχεδόν απ’ τα χαράματα, ετοιμασία, μπουρνουζοπετσέτες «χαβλού» που τις παίρνουμε μαζί μας και τα Σάββατα στο χαμάμ «Ο Παράδεισος» της Αριστοτέλους, όταν τα γυναικόπαιδα της οδού Νοταρά των 40 Εκκλησιών, ασκέρι κανονικό (το ίδιο που ξεκίναγε για την «Αίγλη» δίς εβδομαδιαίως να εντρυφήσει στις ταινίες της Χούλιας και στα ινδικά μελοδράματα), ξεκινάνε να πάνε να τριφτούνε, να λουτροκοπανιστούνε και να ξύσουνε τα εσώψυχά τους πάνω στα αχνιστά μάρμαρα, ξύνοντας ταυτόχρονα και τη συσσωρευμένη γλίτσα της βδομάδας («κοίτα μακαρόνι που βγάζω» έλεγε η μάνα ενόσω της έτριβα την πλάτη), αφού η οικιακή σκάφη δεν προσφέρεται για τόσο σχολαστική πάστρα, ούτε και για μεγάλης κλίμακας κουτσομπολιό.
«Φόρεσε μαγιώ και καπέλο. Μη ξεχάσεις το σωσίβιο… και το στρώμα για τη θάλασσα και την τσάντα με τα φαγητά, τον νου σας μην αφήσουμε τίποτε πίσω.»
«Δεν πάω πουθενά χωρίς τη ρόζ-σομόν κουβερτούλα μου. Αυτήν θα πάρω μαζί μου. Δε θέλω μαγιώ. Με σφίγγει, με καίει. Με το βρακί, που είναι μαλακό και δεν σφίγγει, και με το καπέλο μόνο θα μπω, αν μπω. Δε θέλω σωσίβιο, βρωμάει το πλαστικό και μου σφίγγει τη μέση. Και επιτέλους, μια φορά να πάρουμε και καβούρια από κείνα τα βρασμένα τα κόκκινα που πουλάνε μέσα στις βάρκες, τον λουκουμά τον μπούχτισα!»
«Μη λές χαζομάρες, τι να την κάνεις την κουβέρτα με τέτοια ζέστη, πόσα θα κουβαλήσουμε πια μέσα στο βαπόρι; Και τα καβούρια σκέτο ξεγέλασμα είναι, μόνο καύκαλο, τζάμπα τα λεφτά, ο λουκουμάς σε πιάνει.»
Όμως, την παίρνω μαζί μου την κουβερτούλα μου (πολύ αργότερα γνώρισα τον Τσάρλι Μπράουν, που είχε το ίδιο κουσούρι) ως χάδι παρηγοριάς (ακόμη την έχω), παρά τις αντιρρήσεις και τους καυγάδες. Πέφτω κάτω, κλαίω και χτυπιέμαι σαν το ψάρι (που δεν είμαι) κι εκείνοι υποχωρούν. Κι η μέρα στη θάλασσα-λάλασσα περνάει με τη ροζ-σομόν κουβερτούλα στρωμένη στην άμμο και μένα να κάθομαι πεισματικά επάνω της, δεν υπάρχουν ξαπλώστρες, τι θα πει ξαπλώστρες; ―«κουρέλι την έκανες» λέει η μάνα, «πάλι πλύσιμο θέλει»― και να μην μπαίνω στο νερό γιατί δεν αντέχω την ανατριχίλα που μου προκαλεί η κρυάδα του, ούτε και τα φύκια ανέχομαι, και είμαι μάλιστα χωρίς το καπέλο που αγαπώ, γιατί μου το άρπαξε σε μια στιγμή ο αέρας πάνω στο βαπόρι και μου το κατάπιε η θάλασσα-λάλασσα η αχόρταγη.
Μέσα Αυγούστου οδεύουμε για το χωριό, για το βουνό, για τον Χορτιάτη· να μείνουμε με τη γιαγιά, να σεργιανίσουμε στο δάσος, να πάμε να δούμε τις καστανιές και τις καρυδιές δίπλα στο μαντρί του παππού που φύτεψε μικρός ο πατέρας. Μα η πρώτη επίσκεψη είναι πάντα εκεί που γράφει τ’ όνομά μου στο χωρικό μνημείο θυμάτων του ολοκαυτώματος. «Κουστινούδη Άννα του Αντωνίου, ετών 45.» Βλέπω με δέος την ανατριχιαστική εικόνα πάνω απ’ τη μακριά λίστα με τα ονόματα των θυμάτων. Πλήθος γυναικόπαιδα που καταπίνονται από μια κόλαση, από τις φλόγες ενός ολοκαυτώματος. Το λένε επίσημα «Holocaust trauma» και γράφονται, γράφουμε, σεντόνια γραφής γι’ αυτό, αλλά πώς θα είναι άραγε να έχεις υπάρξει θύμα του; Θέλω να ακούω την ίδια αφήγηση κάθε φορά.
«Μπαμπά, πέθανα;»
«Η γιαγιά σου η Άννα, μαζί με τομ μικρότερο αδερφό μου. Τους κάψανε οι Ναζί.»
«Εσύ κι η θεία Χρυσάνθη πώς γλιτώσατε;»
«Εγώ ήμουν στα πρόβατα, στο βουνό, μαζί με τον παππού σου. Τη θεία σου τη φυγάδεψε απ’ τον θάλαμο αερίων ένας τους την ύστατη στιγμή…»
«Το βουνό σ’ έσωσε και σ’ έχω….»
«Με έσωσε, μου πήρε και μου έδωσε, μα εγώ τη ‘λάλασσα’ αγαπώ, Αννιώ.»
Στον μπαξέ της μέσα η άλλη η γιαγιά, που ήταν σκαρί ξύπνιο και το μυρίστηκε το μακελειό και πήρε τα κορίτσια της και κρύφτηκαν στο ρέμα και γλίτωσαν, βγάζει πατάτα. Μ’ αρέσει να βλέπω τις πατάτες σε διάφορα σχήματα και μεγέθη με νωπή, σχεδόν ανύπαρκτη, τη φλούδα τους να ξεπηδούν μέσα απ’ το χώμα, μου κάνει καλό το θέαμα: «βγάλτες όλες, γιαγιά, όλες να μη μείνει ούτε μία στη ρίζα, μόνο τότε θα ησυχάσω”, κι εκείνη μου κάνει το χατίρι. Μετά, μου τις φτιάχνει τηγανητές στην γκαζιέρα της αυλής μέσα σ’ ένα μεγάλο κατάμαυρο τηγάνι και η γεύση τους, όπως κι εκείνο το φιλί σου, αργότερα, στο βουνό της πόλης, ακόμα στο στόμα μου κατοικεί. Πιο μετά, ξυρίζει τον παππού και παρακολουθώ με ευλάβεια την τελετουργία. Από τις κινήσεις και το βλέμμα που μου ρίχνει, καταλαβαίνω ότι θέλει πολύ να πιέσει λίγο παραπάνω τη λεπίδα του ξυραφιού, εκεί στον λαιμό, αλλά αντί γι’ αυτό του βάζει σπίρτο και κολώνια, και μετά μου δίνει καμβά και μουλινέδες να κεντήσω, να μάθω προκοπή και νοικοκυριό, μα εγώ κυνηγάω τις πεταλούδες, ζηλεύω την ελευθερία τους, και κόβω με λύσσα τα σκυλάκια της και τα λιώνω ανάμεσα στα δάχτυλά μου για να την εκδικηθώ. Μισώ το κέντημα, τη συμμετρία του, τα τερτίπια του, καθώς και τη νοικοκυροσύνη που θέλουν να μου μάθουν, και μόνο με τα ρεταλάκια, τα κουρελάκια που μου χαρίζει η Στέλλα η μοδίστρα απ’ τα περισσεύματά της θέλω να παίζω, να φτιάχνω ασύμμετρα σχέδια, να ράβω, να ξηλώνω, να ενώνω ή να τέμνω τα μέσα μου...
«Αφού δεν έχεις σκοπό να πέσεις, να φύγουμε. Μπήκα, βγήκα, στέγνωσα, ζεστάθηκα, βαρέθηκα» μου σφυρίζει.
«Φύγε, αν θες, εγώ θα μείνω κι άλλο, να καώ, να τσουρουφλιστώ, να γίνω παρανάλωμα (ή κι ολοκαύτωμα) να ρουφηχτώ, νοερά πάντα, από τη δίνη της λάλασσας, τη φλόγα του ήλιου, και απ’ του βουνού την άβυσσο.
«Και γύρισ(α) απ΄την άλλη την πλευρά» την ξαπλώστρα μου, κύριε Βαρβέρη, το παράδειγμα του κυρίου Φογκ σας ακολουθώντας.


* Γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου. Είναι διδάκτωρ Λογοτεχνίας του τμήματος Αγγλικής γλώσσας & Φιλολογίας του Α.Π.Θ., στο οποίο έχει διδάξει μαθήματα λογοτεχνίας και Δεξιοτήτων Έρευνας ως λέκτορας επί συμβάσει. Οι δημοσιεύσεις της και τα ακαδημαϊκά - ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν κυρίως, αλλά όχι μόνο, στο βικτοριανό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και στη θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας, με έμφαση στην αφηγηματολογία, τον μεταδομισμό, τον φεμινισμό και την ψυχανάλυση. Ακαδημαϊκά άρθρα της  και βιβλιοκρισίες της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα αγγλόφωνα περιοδικά και ανθολογίες. Άρθρα της, πεζά, μεταφράσεις και βιβλιοκρισίες της έχουν επίσης δημοσιευτεί σε ελληνικά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως Παρέμβαση, Το Δέντρο, Εντευκτήριο, Εμβόλιμον, Φρέαρ, The Books Journal Vakxikon, Bibliotheque κ.ά. Η μονογραφία της με τίτλο: The Split Subject of Narration in Elizabeth Gaskell’s First-Person Fiction (To Διχασμένο Αφηγηματικό Υποκείμενο στα Πρωτοπρόσωπα Έργα της Ελίζαμπεθ Γκάσκελλ) εκδόθηκε το 2011 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Lexington Books. 


[Αύριο γράφει η Δωροθέα Κοντελετζίδου]


.























Δεν υπάρχουν σχόλια: