της Μαίρης Καιρίδη*
Αύγουστος
Μυρωδιά ιωδίου κι
ευκάλυπτου. Ανάσκελα στη στενή λωρίδα γης που ενώνει τη χερσόνησο με τη γη της Σιθωνίας,
αγναντεύει. Η πανσέληνος. Τα νερά έχουν πέσει, αποκαλύπτουν έναν δρόμο από
βότσαλα και μικροσκοπικά, τέλεια κοχύλια. Η θάλασσα είναι μαύρη, γυμνώνεται και
μπαίνει μέσα της.
Μες στη σιγαλιά, σιγοσκέφτεται
και θυμάται. Τι ήταν αυτός ο χειμώνας, πού υπήρξε; Πώς; Κολυμπά και ξανοίγεται
στον κόλπο με ατάραχες αργές κινήσεις. Μετρά τις περασμένες πράξεις της, τις
λογαριάζει όπως λογαριάζει τη δύναμη της άνωσης. Εικόνες έρχονται και τη
βρίσκουν, τα μουσικά όργανα κρεμασμένα στον τοίχο του μικρού διαμερίσματος στα
νότια του Παρισιού ―λάφυρα από αλλοτινά ταξίδια―, σ’ αυτό το διαμέρισμα, ο έρωτας
που έκανε, η φιλία που κατόρθωσε, τι θα πει δόσιμο. Μια αλλοτινή ζωή, απαλό το
νερό, κολυμπάει κι άλλο, αισθάνεται τα πεύκα ολόγυρά της, ένα μικρό αμφιθέατρο
όπου μέσα του οι κυματισμοί σημαίνουν είδωλα.
Δυο ιστιοπλοϊκά
έχουν αράξει στον κολπίσκο, λαμπυρίζει το κατάρτι τους μες στον ρεμβασμό της.
Στριφογυρίζει τις λέξεις, θέλει να τις κατεργαστεί και να φτιάξει κάτι, μα το
αίτημα της ποίησης ταυτίζεται με το σελάγισμα του ουρανού, και παύει.
Το στιλπνό λευκό
της σελήνης πυροδοτεί τον λογισμό της μ’ οράματα κι άλλες χώρες. Το λείο
μάρμαρο, άψογο κι αλάνθαστο. Κάμνει τον μυώδη μηρό του Ερμή που έρχεται και
δένει στιβαρός με το εφηβαίο του· λαχτάρησε να
τον αγγίξει. Το αρχαιολογικό μουσείο βρισκόταν στη σκιά του Κρόνιου λόφου. Λίγες
μέρες μετά αγκάλιασε την εξαίσια γύμνια του, συνέβη ένα βράδυ στο ζεστό δώμα.
Πασχίζει να φυλάξει τη σκηνή. Το νερό έτρεχε λίγο, δροσερό ανάμεσά τους, το
δέρμα του γλιστρούσε, τον έσφιξε πάνω της. Το γερό γυμνό του σώμα.
Ανήσυχη η ενθύμηση
και δύσκολη η γραφή. Περνάει η ζωή δίπλα στη θάλασσα και τ’ αρμυρίκια. Βγαίνει
στην ακτή, τα μέλη αποκαμωμένα γλυκά από τον μόχθο που κάνει το σώμα. Λύνεται
πάνω στη λωρίδα της γης που βλέπει τα νερά να ’ρχονται και να φεύγουν ακούραστα,
η προαιώνια ανάσα κι η ζωή που μοιάζει για μια στιγμή, μια μεγαλειώδη στιγμή,
μονιασμένη, στρωτή, δίχως πόνο.
Μες στην αρμύρα
αποκοιμιέται με τα συμπονετικά λόγια της τροφού της Φαίδρας, που παρηγορεί τη
βασίλισσά της έτσι όπως πλαντάζει από έρωτα για τον Ιππόλυτο, να ηχούν κοντά
στο κεφάλι της σχεδόν σαν παρακάλι, φιλίες
έπρεπε να ’χουνε μετρημένες οι θνητοί να μην τις πάνε ώς της ψυχής τα βάθη. Και
μή προς άκρον μυελόν ψυχῆς...
Σπουδάζει συγκριτική λογοτεχνία.
To 2007 πρώτευσε στο 1ο Τhess Poetry Slam?
Το 2013 παρουσιάστηκε
στη Λογοτεχνική Σκηνή,
το λογοτεχνικό φεστιβάλ του «Παρά θίν' αλός»
του Δήμου Καλαμαριάς.
1 σχόλιο:
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ!!!
Δημοσίευση σχολίου