2.8.14

Τζέιμς Μπόλντουιν (2.8.1924 - 1.12.1987)



Τον James Baldwin μού τον "σύστησε" με θέρμη, στα μέσα της δεκαετίας του '80, η Μυρσίνη Ζορμπά  ―τότε στις Εκδόσεις Οδυσσέας, μαζί με τον συγχωρεμένο Τίτο Μυλωνόπουλο―, στέλνοντάς μου το αριστούργημά του Μια άλλη χώρα (μετάφραση: Καίτη Οικονόμου), ένα μυθιστόρημα για μια ομάδα νέων μαύρων καλλιτεχνών οι οποίοι προσπαθούν να υπερβούν τα όρια της λευκής Αμερικής και να ανακαλύψουν «μια άλλη χώρα» από τη ρατσιστική και μισαλλόδοξη γενέτειρά τους: η Άιντα, τραγουδίστρια των μπλουζ· ο Βιβάλντο, συγγραφέας με ταλέντο αλλά χωρίς έμπνευση· ο Ρίτσαρντ, συγγραφέας χωρίς ταλέντο αλλά που κατακτά την επιτυχία· ο Έρικ, ηθοποιός και ομοφυλόφιλος. Και βέβαια ο Ρούφους, ντράμερ της τζαζ, ήδη πεθαμένος όταν αρχίζει η αφήγηση αλλά τόσο μα τόσο ζωντανός στη σκέψη και στο μυαλό των υπολοίπων της παρέας. Αυτό ακριβώς μού είχε κάνει εντύπωση περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: η ιδέα και μαεστρία του συγγραφέα να αναδείξει ως δεσπόζον πρόσωπο του βιβλίου έναν νεκρό. (Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 2003 από τον Πατάκη, σε νέα μετάφραση του Κώστα Αρβανίτη, δεν ξέρω αν υπάρχει στο εμπόριο, η Βιβλιονέτ αναφέρει πως έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία.)
Λίγο αργότερα διάβασα Το δωμάτιο του Τζοβάνι, πάλι στον Οδυσσέα, από την ίδια μεταφράστρια (κυκλοφορεί πια από το Μεταίχμιο, σε μετάφραση Τερέζας Βεκιαρέλλη), και πριν από μερικά χρόνια το Φώναξέ το στα βουνά (μετάφραση: Μαρία Κονδύλη, Μεταίχμιο 2006), ίσως το πιο έντονα αυτοβιογραφικό του βιβλίο.


Ο Μπόλντουιν είχε, φυσικά, τη θέση του στο μικρό αφιέρωμα «Η λογοτεχνία των νέγρων» που παρουσιάστηκε στο τεύχος 6 του Εντευκτηρίου (Απρίλιος 1989), όπου δημοσιεύτηκε το κείμενό του «Το κελί μου σείσθηκε: Γράμμα στον ανεψιό μου επ' ευκαιρία της εκατοστής επετείου της Ανεξαρτησίας», μεταφρασμένο από την Αλέκα Βλάχου.
Ο Γιώργος Καλογεράς, στο άρθρο του «Larousse και Laforet: Αμερικάνικη ή αφρο-αμερικάνικη λογοτεχνία;», γράφει πως, «ακολουθώντας το παράδειγμα του Ρίτσαρντ Ράιτ», οι Ραλφ Έλισσον, Τζέιμς Μπόλντουιν και Αμίρι Μπαράκα «δεν αρθρώνουν απλώς μια καταγγελία της κοινωνικής αδικίας, δεν εκφράζουν το παράπονο ενός αδικημένου, ούτε χαρακτηρίζονται από την αγωνία να δείξουν ότι οι Μαύροι είναι άξιοι καλλιτέχνες. Οι προτάσεις που θέτουν τα γραπτά τους δυναμιτίζουν αποτελεσματικά τη στερεότυπη και παραδοσιακή αντιμετώπιση του έργου τους, καθώς και του ρόλου τους. Στο κοινωνικό επίπεδο ανάγνωσης, τα κείμενά τους θέτουν το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να ανήκεις σε μια κοινωνία που σε χαρακτήριζε υλικό αγαθό ή μέσο παραγωγής και που σε αντιμετωπίζει τώρα σαν παρείσακτο και περιθωριακό».

Γιώργος Κορδομενίδης


Μικρό απόσπασμα από το Μια άλλη χώρα (μετ.: Καίτη Οικονόμου)

Δεν υπάρχουν αγόρια σαν κι εμένα; Του είχε πει πειραχτικά ο Υβ. Πώς μπορούσε να μιλήσει για το Ρούφους στο αγόρι που ήταν ξαπλωμένο δίπλα του; Είχε χρειαστεί πάρα πολύ καιρό για να συνειδητοποιήσει ότι ένας από τους λόγους που τον είχε συγκινήσει ο Υβ – και τον είχε συγκινήσει μ’ έναν τρόπο πολύ δυνατό, μ’ έναν τρόπο που δεν πίστευε πια πως υπήρχε – ήταν ότι του θύμιζε κάτι από το Ρούφους. Κι έπρεπε να φτάσει σχεδόν στην παραμονή της αναχώρησης του για ν’ αρχίζει ν’ αναγνωρίζει ότι ένα κομμάτι από τη μεγάλη δύναμη που εξασκούσε ο Ρούφους πάνω του είχε σχέση με το παρελθόν, που ο Έρικ το είχε θάψει σε κάποιο βαθύ, σκοτεινό τόπο’ συνδεόταν με τον εαυτό του, τότε που ήταν ακόμα στην Αλαμπάμα, τότε που δεν ήταν παρά ένα παιδί’ συνδεόταν με τους παγερούς λευκούς και τους θερμούς μαύρους – θερμούς τουλάχιστον γι’ αυτόν, και τόσο απαραίτητους όσο ο ήλιος που έλουζε το κορμί του και το κορμί του τωρινού εραστή του. Ξαπλωμένος τώρα σ’ αυτό τον κήπο, μέσα στη ζεστασιά, στην ασφάλεια και στην γνώση, έβλεπε τους μαύρους στους αιχμηρούς, πυρετικούς δρόμους των παιδικών του χρόνων, μέσα στα κλειστά τους σπίτια, έξω στα χωράφια. Γελούσαν αλλιώτικα από τους άλλους ανθρώπους, έτσι του φαινόταν τότε, και κινιούνταν με περισσότερη ομορφιά και βιαιότητα, και μύριζαν όπως οι λιχουδιές στο φούρνο.
Είχε όμως αγαπήσει ποτέ του το Ρούφους; Ή μήπως ήταν απλά οργή και νοσταλγία και τύψεις; Ήταν το σώμα του Ρούφους που κρεμόταν πάνω του, η μήπως ήταν τα κορμιά όλων των μαύρων που είχε δει για λίγο κάπου, σε κάποιο κήπο, σε κάποιο πλάτωμα, πριν από πολύ καιρό, με τον ιδρώτα να τρέχει στα σοκολατιά τους στήθια και στους ώμους, με τις φωνές τους ν’ αντηχούν, με το λευκό του καβάλου τους να φαντάζει υπέροχο πάνω στο δέρμα τους’ και το νερό να πιτσιλάει και να λαμποκοπάει και να τραγουδάει καθώς κατέβαινε στο λαρύγγι τους – ή κάποιος άλλος με το ένα χέρι σηκωμένο να κόβει με το τσεκούρι ένα δέντρο; Σίγουρα δεν είχε καταφέρει να πείσει το Ρούφους ότι τον αγαπούσε. Ίσως ο Ρούφους να είχε κοιτάξει μέσα στα μάτια του και να είχε δει κείνους τους μαύρους άντρες που έβλεπε ο Έρικ και να τον είχε μισήσει γι’ αυτό.




Ο Τζέιμς Μπόλντουιν γεννήθηκε στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης στις 2 Αυγούστου του 1924. Το πρώτο του μυθιστόρημα, "Go Tell It on the Mountain", εκδόθηκε το 1953. Ζωντανεύοντας τις εμπειρίες του ως νεαρού ιεροκήρυκα στους δρόμους του Χάρλεμ, γνώρισε αμέσως επιτυχία και ακολούθησε το "Giovanni's Room", που ερευνά το ζήτημα του ομοφυλοφιλικού έρωτα με ευαίσθητο και επιβλητικό τρόπο. Το "Another Country" (1963) προκάλεσε λογοτεχνική έκρηξη και το 1964 ακολούθησαν δύο βιβλία το "Nobody Knows my Name" και το "Notes of a Native Son", τα οποία περιέχουν αρκετές από τις ιστορίες και τα δοκίμια που του χάρισαν φήμη τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Το "Nobody Knows my Name" επιλέχτηκε από την Αμερικανική Ένωση Βιβλιοθηκών ως ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της χρονιάς εκείνης. Το "Going to MEET the Man" ήταν η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Τζέιμς Μπόλντουιν. Εξέδωσε συλλογές δοκιμίων, μεταξύ των οποίων "The Fire Next Time" (1963), "Nothing Personal" (1964), "No Name in the Street" (1971), "The Devil Finds Work" (1976), "Evidence of Things not Seen" (1983) και έγραψε δύο θεατρικά έργα: "The Amen Corner" (1955) και "Blues for Mr Charlie" (1965). Στα μυθιστορήματα του συγκαταλέγονται τα "If Beale Street Could Talk" (1974), "Little Man, Little Man" (1975) και "Just Above my Head" (1979).
Παρότι "μαύρος και ομοφυλόφιλος", ο Τζέιμς Μπόλντουιν κέρδισε βραβεία, υποτροφίες και επιχορηγήσεις, ενώ το 1986 παρασημοφορήθηκε από τη Λεγεώνα της Τιμής. Πέθανε το 1987 στο σπίτι του στη Γαλλία. Η νεκρολογία των "Times" έγραφε: "Τα καλύτερα έργα του αντέχουν σε σύγκριση με οτιδήποτε εκδόθηκε την ίδια εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες", ενώ το "Newsweek" τον χαρακτήρισε ως "έναν οργισμένο συγγραφέα η ευφυΐα του οποίου ήταν τόσο προκλητική και η γραφή του τόσο καλαίσθητη, ώστε δεν άργησε να γίνει ο μαύρος συγγραφέας που οι λευκοί φιλελεύθεροι δεν έπαψαν να φοβούνται".


(από τη Βιβλιονέτ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: