26.8.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Το ποδήλατο». Γράφει η Γεωργία Συλλαίου



της Γεωργίας Συλλαίου*


Το ποδήλατο

Ένας από τους λόγους που η Αντιγόνη περίμενε με αδημονία το καλοκαίρι ήταν το ποδήλατο. Οι γονείς της τής το πήραν ως δώρο για τα γενέθλιά της, αλλά υπό έναν όρο: επ’ ουδενί δεν θα κυκλοφορούσε στην πόλη μ’ αυτό παρά μόνο στην Νέα Σκιώνη, όπου πήγαιναν κάθε καλοκαίρι για διακοπές. Το ποδήλατο λοιπόν φορτωνόταν κάθε Ιούλιο στο λεωφορείο που τους μετέφερε στον τόπο των ονείρων της. Δύο ολόκληροι μήνες ευτυχίας.
Αυτή η φορά θα ήταν το τελευταίο της καλοκαίρι εκεί. Δεν το ήξερε, δεν της είχαν πει ότι θα άλλαζαν τόπο παραθερισμού. Ο πατέρας της είχε πάρει την απόφαση, αγνόησε τις διαμαρτυρίες της συζύγου του, αλλά πάντα φοβόταν τις αντιδράσεις της ελαφρώς απρόβλεπτης μικρής του κόρης, της Αντιγόνης.
 Εκείνη τη χρονιά, έκανε διακοπές στο χωριό μια νεαρή Αμερικανίδα. Η Άλις, έτσι την έλεγαν, είχε ένα ελαφρό ποδήλατο, χρώματος μενεξελί και κάθε δειλινό έκανε μια μεγάλη βόλτα στον παραθαλάσσιο δρόμο. Η Άλις, χωρίς να το γνωρίζει, είχε γίνει το αντικείμενο του πόθου των  αγοριών και των ανδρών της Νέας Σκιώνης. Έκανε πετάλι με άνεση, χωρίς να δείχνει τον παραμικρό κόπο. Το μοναδικό πράγμα που φανέρωνε κάποια προσπάθεια από μέρους της ήταν ένα λεπτό στεφάνι ιδρώτα στις ρίζες των μαλλιών της που ανέμιζαν στο βραδινό αεράκι. Ήταν πάντα ξυπόλητη και τα χρυσαφένια πόδια της έκαναν την κυκλική κίνηση σαν να μην ανήκαν στο υπόλοιπο σώμα της.
Η Αντιγόνη άκουσε μια μέρα την αδερφή της να τραγουδάει σιγανά «τον δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα/που έκανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα» και τα λόγια αυτά στριφογύριζαν επίμονα στο μυαλό της κάθε φορά που έπαιρνε το δικό της ποδήλατο για να πάει μέχρι το εκκλησάκι του χωριού, μια φορά έφτασε μέχρι το Παλιούρι, άργησε και την κατσάδιασαν.

Μια Κυριακή πήρε κι αυτή τον παραθαλάσσιο δρόμο. Ποδηλατούσε με σύνεση, αισθανόταν ότι έκανε κάτι επίσημο, κάτι που υπερέβαινε την καθημερινότητα. Πατούσε τον δρόμο της όμορφης Αμερικανίδας, έναν δρόμο που ανήκε σε έναν κόσμο διαφορετικό, τον κόσμο της κοπέλας για την οποία μιλούσε όλο το χωριό. Το δειλινό έπεφτε κι αυτό με επισημότητα, τα μικρά φώτα άναβαν σταδιακά, η ώρα περνούσε, αλλά η Αντιγόνη καθυστερούσε αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Τελικά, οι προσδοκίες της δικαιώθηκαν. Ένα μικρό φανάρι άναβε μπροστά της, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι προερχόταν από το ποδήλατο της ΄Αλις. Επιτάχυνε και, όταν πλησίασε το προπορευόμενο ποδήλατο, διαπίστωσε με έναν μικρό πανικό ότι δεν είχε κουδούνι. Ο δρόμος ήταν στενός και φοβήθηκε  ότι με τη φόρα που είχε πάρει θα χτυπούσε την κοπέλα. Θα μπορούσε φυσικά να φωνάξει, αλλά ντρεπόταν. Προτίμησε λοιπόν να κάνει απότομη στροφή και έχασε τον έλεγχο, το ποδηλατάκι της βρέθηκε ξαπλωμένο στα ρείκια κι αυτή έτριβε με περίσκεψη τον γδαρμένο της αγκώνα. Η ΄Αλις σταμάτησε αμέσως και έτρεξε κοντά της. Όταν είδε ότι δεν είχε συμβεί τίποτε σοβαρό, γέλασε δυνατά και η Αντιγόνη είδε τα δόντια της να λάμπουν σαν άστρα. Σηκώθηκε ντροπαλά και της χαμογέλασε. «Είσαι καλά;» ρώτησε η Άλις με χαρακτηριστική προφορά. Η Αντιγόνη έγνεψε καταφατικά, και η Άλις της χάιδεψε το μάγουλο. «Δεν έχεις κουδουνάκι; Χρειάζεσαι ένα κουδουνάκι!» Και πάλι γέλασε δυνατά, πήγε στο ποδήλατό της, έβγαλε το δικό της κουδούνι και το έδωσε στην Αντιγόνη. Ίσιωσε τους λεπτούς της ώμους και μάζεψε τα μαλλιά της αλογοουρά.  Καληνύχτισε και ανέβηκε σβέλτα στο ποδήλατό της. Σε λίγο είχε χαθεί μέσα στη νύχτα.

 Η Αντιγόνη καθόταν εκείνο το απόγευμα του Αυγούστου στην οικογενειακή ταβέρνα «Η Ελιά» και περίμενε με ανυπομονησία να αρχίσει η καθημερινή μικρή ιεροτελεστία της οικογένειας που την είχε. Ο πατέρας, ο κύριος Χριστόδουλος Παπαμιχαήλ, η σύζυγός του κυρία Μαγδαληνή και οι δύο κόρες τους, η Μαρία και η Ευανθία.
Η οικογένεια χάζευε όλη τη μέρα, ο κύριος Χριστόδουλος τρόχιζε με εξοργιστική βραδύτητα τα μαχαίρια, η κυρία Μαγδαληνή μάζευε με ύφος οσιομάρτυρα πιπεριές, ντομάτες και μελιτζάνες από τον μπαξέ και οι δύο κόρες ξεφύλλιζαν περιοδικά. Δυστυχώς, κάποια στιγμή ερχόταν η αποφράς στιγμή που έπρεπε να πάρει μπρος η ταβέρνα.
Η συζήτηση μεταξύ τους ήταν πανομοιότυπη αυτήν την ώρα κάθε μέρα.
Συνήθως άρχιζε ο κύριος Χριστόδουλος: «Μιγδαλή, πάε να παρ’ς πσουμί», η σύζυγος μετά από μικρή σιωπή: «Μαρία, πάε να παρ’ς πσουμί», η Μαρία συνέχιζε «Ευανθούλα, πάε να παρ’ς πσουμί» η Ευανθία ολοκλήρωνε τον φαύλο κύκλο: «πατέρα, πάε να πάρ’ς πσουμί». Η καθιερωμένη αυτή ιεροτελεστία μπορεί και να συνεχιζόταν εις το διηνεκές, αν η Αντιγόνη, η οποία καραδοκούσε μία ευκαιρία να αρπάξει το ποδήλατό της και να κάνει ακόμη μία βόλτα, δεν αποφάσιζε να διαταράξει τη ραθυμία και την έλλειψη αποφασιστικότητος που χαρακτήριζε την οικογένεια Παπαμιχαήλ. Σηκωνόταν και, τρέμοντας από ανυπομονησία, ρωτούσε «να πάω εγώ;», για να εισπράξει ένα γενναιόδωρο «ναι» το οποίο ηχούσε ταυτοχρόνως και από τα τέσσερα στόματα. 
Εκείνο λοιπόν το απόγευμα του Αυγούστου, η Αντιγόνη περίμενε να ολοκληρωθεί ο δεύτερος κύκλος για να επέμβει. Το καλοκαίρι πλησίαζε στο τέλος του και τα ένδοξα χρώματα του πρώιμου φθινοπώρου χρωμάτιζαν τον προσωπικό της ουρανό. Η αδερφή της είχε ντυθεί με ένα μεταξωτό φόρεμα, πιο ωραία από κάθε άλλη φορά, ο πατέρας της έπαιζε τάβλι με κάποιον γείτονα και η μητέρα της κοιτούσε μελαγχολικά τον ορίζοντα, κρατώντας στα ευκίνητα δάχτυλά της τη δαντέλα και το τσιγκελάκι.
Η Αντιγόνη ανέβηκε θριαμβευτικά στο ποδήλατό της, το παλιό της γαλάζιο φόρεμα ανέμιζε στο φωτεινό αεράκι.
«τον δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα…» τραγουδούσε καθώς έκανε βόλτες στον παραθαλάσσιο δρόμο που λίγη ώρα πριν είχε περάσει η Άλις.
Έφτασε στον φούρνο και πήρε δώδεκα ψωμιά, τα τοποθέτησε προσεχτικά στο καλαθάκι του ποδηλάτου και τα έδεσε.
Πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Η μέρα είχε μικρύνει και αναρωτήθηκε αν έπρεπε να ανάψει το φανάρι της.
Στη στροφή που έπρεπε να πάρει στο ρέμα, στο ρέμα που χώριζε το χωριό στα δύο, υπήρχε πολύς κόσμος μαζεμένος. Ακούγονταν φωνές και ακατάληπτα λόγια. Ένα φορτηγό ήταν σταματημένο και ένας άνδρας καθόταν στο χώμα με τα χέρια στο πρόσωπό του.
Η Αντιγόνη έκοψε ταχύτητα, κατέβηκε από το ποδήλατο και συνέχισε με τα πόδια προσπαθώντας να διακρίνει τι γινόταν μέσα στο μισοσκόταδο. Το μενεξελί ποδήλατο της Άλις ήταν πεσμένο στις βατομουριές και της φάνηκε αφύσικα ακίνητο. Μετά, είδε τα μαλλιά της Αμερικανίδας να ακουμπούν σαν χτενισμένα σε μια λακούβα. Το πρόσωπό της δεν υπήρχε, το είχε σβήσει η σκόνη. Η κνήμη της έκανε ορθή γωνία.
Η Αντιγόνη πέρασε από τα πλάγια χωρίς να κοιτάζει.
Άναψε το φανάρι της και ξανανέβηκε στο ποδήλατο.
Λίγο πριν φτάσει στο χωριό, η μπροστινή της ρόδα χτύπησε σε μια μεγάλη πέτρα και το ποδήλατο έφυγε από τον δρόμο, η Αντιγόνη βρέθηκε μέσα στις λυγαριές αυτή τη φορά και τα ψωμιά σκόρπισαν στον δρόμο.
Σηκώθηκε, τίναξε τις σκόνες από το γαλάζιο φόρεμά της και άρχισε να μαζεύει τα σκορπισμένα ψωμιά. Τα ξανάβαλε στη σακούλα με πολλή προσοχή, τα έδεσε στο καλαθάκι και ξανανέβηκε στο ποδήλατο. Χτύπησε το κουδουνάκι της.
Είχε ήδη αργήσει.


Μουσικός-τραγουδίστρια και συγγραφέας, γεννημένη στην Θεσσαλονίκη. 
Έχουν εκδοθεί 12 προσωπικά της CD στην Ελλάδα και στην Μεγάλη Βρετανία. 
Εμφανίζεται σε συναυλίες και  μουσικά φεστιβάλ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έχοντας ιδιαίτερη καλλιτεχνική δραστηριότητα στην Ιταλία. 
Από το 1995 συνεργάζεται με τον μουσικό-συγγραφέα Σάκη Παπαδημητρίου. 
Ως συγγραφέας πρωτοεμφανίστηκε με διήγημά της στο Εντευκτήριο
Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και το 2012 εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο, Στο ακρωτήρι (Οδός Πανός).

Δεν υπάρχουν σχόλια: