23.8.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Ανεπάντεχα με πήραν τα κύματα». Γράφει ο Βάσος Γεώργας



του Βάσου Γεώργα*

Ανεπάντεχα με πήραν τα κύματα


Χαμένη παιδική ηλικία, κρυμμένη σε μια τρύπα στο πάτωμα, σκεπασμένη με χρυσόσκονη από χαμένα λόγια και χαμένα χρόνια. Και πολλά καλοκαίρια, το ένα μετά το άλλο, και η ξαφνική διαύγεια με την οποία θυμάσαι πράγματα παλιά και άχρηστα, που απλώς επιβεβαιώνουν πόσο σημαντικές είναι οι αναμνήσεις σου, σαν μεγαλώνεις.

Γυρίζω πίσω και μετράω κοχύλια και βότσαλα, στη παραλία στην Αιδηψό. Είμαι πέντε ή έξι χρονών, φιλοξενούμενος της γιαγιάς μου Κορίνας, που για ένα δεκαήμερο παραθερίζει στα ιαματικά λουτρά παρέα με τις φίλες της.

Πριν ακόμα πάω σχολείο, ήξερα πως τα καλοκαίρια με συμφέρουν. Για έναν περίεργο λόγο, τα μαλλιά μου από καστανά άλλαζαν χρώμα και γινόντουσαν ανοικτά ξανθά, σαν σημαδούρα στη θάλασσα.

Όλη μέρα στην παραλία ευτυχισμένος ανάμεσα σε παγωτά, ροδάκινα, καρπούζι και γκαζόζες με ένα τσούρμο πιτσιρίκια να τσιρίζουν σε παιχνίδια μύησης στον κόσμο των μεγάλων. Γυμνός, να με καίει ο ήλιος, και με μια διάθεση αλητείας να ξεφύγω από κάθε έλεγχο και επιτήρηση. Καλοκαίρι σημαίνει ελεύθερος, απαλλαγμένος από φόβους και κανόνες.

Μόνο όταν έπεφτε ο ήλιος μαζευόμουν στα ημιτελή ενοικιαζόμενα δωμάτια που μας φιλοξενούσαν, κατάκοπος να ξαπλώσω σε ένα σιδερένιο ράντζο, πλακωμένος από επτά στρώματα κούρασης, με τη γιαγιά να μου διαβάζει λίγες σελίδες από τον Γύρο του κόσμου σε 80 μέρες, ένα βιβλίο γεμάτο πολύχρωμες ζωγραφιές. Η γιαγιά μου βέβαια μου διάβαζε το όνομα του συγγραφέα, αλλά δεν μπορούσα να το συγκρατήσω.  Θυμόμουν μόνο ότι είχε κάτι από καλοκαίρι το όνομα του. Αύγουστος, Ιούλιος, Ιούνιος…
 

Η γλυκιά μου Κορίνα, με πολύ κουράγιο κι βλέμμα απλανές, προσπαθούσε να αντέξει τη ζέστη και τις αταξίες μου. Βυθιζόμουν στα ρηχά και μεγάλωνα, γινόμουν ξαφνικά κι εγώ μια κουκκίδα στο απέραντο σύμπαν των μεγάλων. Οι φίλες της συχνά με μάλωναν: «αν δεν είσαι καλό παιδί και κουράζεις τη καλή σου τη γιαγιά, θα βγει απ΄τη θάλασσα ο σατανάς αυτοπροσώπως και θα σε πάρει φαντάρο». Κουραστική απειλή αλλά ανάμεσα στον ήχο των τζιτζικιών ακουγόταν με μια δόση τρυφερότητας.

Ώσπου ένα απόγευμα με τσακώνουν ανυποψίαστο σαν τον τρελό λαγό απ΄τα αυτιά και μέσα στη τρελή ζέστη με ντύνουν με άσπρα καλτσάκια, άσπρο κοντό παντελονάκι με τιράντες, άσπρο πουκαμισάκι με μπλε παπιονάκι κι άσπρο σακάκι με χρυσά κουμπάκια. Τελευταία πινελιά; χωρίστρα από δεξιά με ψιλή τσατσάρα.

Να πώς βρέθηκα με το ζόρι να με τραβολογάνε προς το λιμανάκι, εκεί που έδεναν τα φερυμπώτ από Αρκίτσα, ενώ οι παρέες μου έπαιζαν ακόμα και πλατσούριζαν στην αμμουδιά.

Ακατανόητος ο κόσμος, σκέφτηκα· με τέτοια ζέστη, αντί να κυκλοφορούν όλοι γυμνοί, φόρεσαν τα καλά τους και βγήκαν στον ήλιο με χάρτινα σημαιάκια.
Παρέλαση προσκόπων, παραθεριστές και επίσημοι να σπρώχνονται πέρα-δώθε υπό την αυστηρή καθοδήγηση χωροφυλάκων και η φιλαρμονική του Δήμου με επίσημο ένδυμα να παίζει ταρατατζούμ μπουμ μπουμ.

Χωρίς να το καταλάβω, βρίσκομαι μπροστά από τη στολισμένη προβλήτα κι ένας γκριζομάλλης κύριος χαμογελάει στη γιαγιά μου και μου δίνει να κρατήσω μια ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα, τυλιγμένη με γυαλιστερό χαρτί, που τσιμπάει τις παλάμες μου. Θυμώνω με τη γιαγιά, θυμώνω με μένα, θυμώνω με τον κόσμο τον άδικο, ιδρώνω στα ρούχα μου, τρομάζω από τη οχλοβοή κι από μια φωνή ενθουσιασμένη που ακούγεται στα μεγάφωνα:
«Καλωσορίζουμε στη πόλη μας τον γενναίο ήρωα αξιωματικό του ελληνικού στρατού και Αντιβασιλέα των Ελλήνων»

Η φιλαρμονική δυναμώνει σαν σπασμένο γραμμόφωνο, κι ο  γκριζομάλλης κυριούλης με σηκώνει στα χέρια του, ενώ ένας μουτρωμένος κι απόκοσμος κύριος με άσπρη στολή, σαν ξωτικό που ντύθηκε παγωτατζής, γεμάτος στολίδια και παράσημα, με μαύρα τεράστια γυαλιά ηλίου και χρυσό ξίφος ανά χείρας, πλησιάζει προς το μέρος μας, με την ίδια τραγικότητα που σε προφταίνει μια καταστροφή. Απλώνει τα χέρια του να με πιάσει και η αντανάκλαση του ήλιου στα σκούρα γυαλιά του παίρνει απειλητικές διαστάσεις στο μυαλό μου. σαν σε σκηνή τρόμου. και με απελπίζει. Κρύος ιδρώτας με περιλούζει. Μετανιώνω που δεν άκουγα τις συμβουλές από τις φίλες της γιαγιάς μου και δεν είχα συμπεριφορά «καλού παιδιού».
Αρχίζω να ουρλιάζω κλαίγοντας:
«Ο Σατανάς!! Πάρτε μακριά μου τον σατανά, πάρτε τον!!»

Δεν θυμάμαι πώς κατέληξε το περιστατικό…
Θυμάμαι μόνο ότ,ι αντίθετα με όλους τους άλλους, ο «σατανάς» δεν  πτοήθηκε καθόλου, αλλά ανέκφραστος στάθηκε, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι του και προσπέρασε. Δεν τρόμαξε, δεν ενοχλήθηκε, δεν χαμογέλασε. 

Η ανθοδέσμη έπεσε απ΄τα χέρια μου και την ποδοπάτησε το ενθουσιασμένο πλήθος που ακολούθησε τον «σατανά» σε χορούς με δημοτικά τραγούδια και επαρχιώτικες δεξιώσεις. Ωστόσο, τι έφταιξα εγώ; Τι μπορούσε να νιώσει ένα παιδί από πανηγύρια εθνικής λεβεντιάς και περηφάνιας;

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, η αλήθεια είναι ότι από τότε δεν με απείλησαν ποτέ ξανά, αλλά κι εγώ πρόσεχα λιγουλάκι τη συμπεριφορά μου, μη βρεθώ στα καλά καθούμενα από παραθεριστής φαντάρος.

Αργότερα ―πολύ αργότερα―, θυμάμαι την απαλή φωνή της γιαγιάς μου να μου λέει χαμογελώντας: «Θα άφηνα ποτέ εγώ κανέναν να μου πάρει το μικρό μου σπουργιτάκι;»

Καμιά φορά, άμα κοιτάω στον ουρανό, μου φαίνεται πως αυτό το χαμόγελο το διακρίνω κρυμμένο πίσω απ΄τα σύννεφα.

‘Εμαθα με τα χρόνια πως καλοκαίρι σημαίνει ένα φύσημα δροσερού αέρα στο στήθος που ποτέ δεν φεύγει από εκεί και κανείς άλλος δεν μπορεί να ακούσει το θρόισμά του, εκτός από σένα. Γιατί τα καλοκαίρια που ήσουν παιδί δεν είναι όπως τα όνειρα μας και τα ποιήματα, προσωρινά και περαστικά.



 * Ο Βάσος Γεώργας διευθύνει το ιστολόγιο Bibliotheque και τις ομώνυμες εκδόσεις, καθώς και το διαδικτυακό ραδιόφωνο clipartradio.

Δεν υπάρχουν σχόλια: