31.8.14

Ντόροθι Πάρκερ (1893-1967): το χιούμορ στα πικρότερά του



της Μαργαρίτας Ζαχαριαδου


Είμαι στον υπολογιστή, έτοιμη για να γράψω για την Ντόροθι Πάρκερ, έχω όλο μου το υλικό εντός βεληνεκούς, συνεντεύξεις, άρθρα, βιογραφικά, παραθέματα, μεταφράσεις, αλλά έχω μείνει με τα χέρια μετέωρα πάνω από το πληκτρολόγιο σαν loser αρπακτικό, γιατί σκέφτομαι πώς θα έγραφε, άραγε, η ίδια ένα τέτοιο κείμενο για τον εαυτό της, αυτή η τρομακτικά ευφυής τύπισσα που πέρασε όλο της τον λογοτεχνικό βίο σαρκάζοντας και αυτοσαρκαζόμενη όσο κανείς, παράγοντας χιούμορ και φλερτάροντας στο χαρτί ισοβίως με το θάνατο.

Έχω μείνει, λοιπόν, ακίνητη γιατί θα ήθελα το κείμενό μου γι’ αυτήν να ήταν πνευματώδες και αστείο, μόνο που διαβάζοντας για τη ζωή της μου έχει μείνει μια ανυπόφορα πικρή γεύση (ματαίωσης; μοναξιάς;) που με βραχυκυκλώνει. Γιατί η Ντόροθι Πάρκερ έλαμψε εκτυφλωτικά για μια δεκαετία (τη δεκαετία του ’20, τα «roaring twenties»), αλλά μετά έσβησε, και όχι επειδή πέθανε νέα, όπως θα ήθελε, ενδεχομένως, ένα καλοφτιαγμένο ρομαντικό σενάριο καταραμένου καλλιτέχνη αλά Ρεμπώ, αλλά απλώς κάηκε και το πνεύμα της εξαντλήθηκε και γέρασε και ξεχάστηκε, εντελώς μόνη, αυτή, που ήταν μια από τις πιο λαμπερές μορφές της μεγάλης –λογοτεχνικά και κοινωνικά– Νέας Υόρκης της εποχής, μια σταλιά άνθρωπος με μια πελώρια φήμη. [«Οι άνθρωποι οφείλουν να είναι ένα από τα δύο: είτε νέοι είτε γέροι. Όχι· γιατί να κοροϊδευόμαστε; Οι άνθρωποι οφείλουν να είναι ένα από τα δύο: είτε νέοι είτε νεκροί».]

Κι όμως, στην ιστορία της λογοτεχνίας, η Ντόροθι Πάρκερ αποτελεί μια κατηγορία από μόνη της. Ακόμα και σήμερα, που τα γνωστά είδη της πεζογραφίας και της ποίησης έχουν διευρυνθεί τόσο, πάλι δύσκολο θα ήταν να τοποθετήσεις κάπου συγκεκριμένα μια γυναίκα που έγραφε σχεδόν τα πάντα, αλλά στην ουσία χρησιμοποιούσε τις υπάρχουσες φόρμες ως όχημα για το σκληρό, ετοιμόλογο, ανυπόφορα εύστοχο χιούμορ της. Το αμετάφραστο «wit». Ναι, έγραφε υπέροχα, ποιήματα και διηγήματα· αλλά η τέχνη του λόγου της Πάρκερ ήταν σίγουρα περισσότερο προφορική παρά γραπτή: «Το πρώτο πράγμα που κάνω κάθε πρωί είναι να πλύνω τα δόντια μου και να ακονίσω τη γλώσσα μου» έλεγε.

Γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1893 στο Νιου Τζέρζι, με το όνομα Ντόροθι Ρότσιλντ – από οικογένεια μεσοαστική, παρά το όνομα. Μακαρίως αγνοούσαν η Vogue και το Vanity Fair, όπου για μερικά χρόνια έγραφε χαριτωμένα (και απόλυτα καθωσπρέπει) τιτλάκια σε φωτογραφίες γυναικείων προϊόντων και ενδυμάτων, τι πένα είχαν στα χέρια τους, αλλά και να το ήξεραν, δεν θα ήξεραν τι να την κάνουν. Αντιθέτως, ήξερε εκείνο το εντελώς καινούργιο περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται στην πόλη το 1925: ο New Yorker. Η Πάρκερ ήταν από εκείνους που έχτισαν τη φυσιογνωμία του, αλλά έχτισε και η ίδια το δικό της λογοτεχνικό προφίλ γράφοντας με το ψευδώνυμο «Η Επίμονη Αναγνώστρια» («The Constant Reader») βιβλιοκριτικές, συνήθως απολαυστικότερες από τα ίδια τα βιβλία που παρουσίαζε, και δημοσιεύοντας τακτικά διηγήματα, του ύφους και της έκτασης που ακόμα και σήμερα αναγνωρίζουμε ως χαρακτηριστικό genre του New Yorker. Κι ωστόσο το πρώτο της βιβλίο ήταν ποίηση: τίτλος, Enough Rope, σύντομα, έμμετρα ποιήματα, άψογα δομημένα, που μέσα σε 4 ή 6 ή 20 στίχους προσφέρουν ένα τέλειο σκοτσέζικο ντους, από τη λυρική γλυκύτητα, στη θέα ενός ακονισμένου τσεκουριού που έχει μόλις προσγειωθεί – στην ποιήτρια.

Γλυκιά βιολέτα
Εφήμερο, εύθραυστο και σκοτεινό
μικρή μου αδελφούλα, έτσι είμαι κι εγώ.
Από της πλάσης τα έργα, το τελειότερό της
γλυκό μου αδέρφι, εκεί λήγει πάσα ομοιότης.

[μετ.: Μ.Ζ.]
Η «χρυσή εποχή», λοιπόν, της Πάρκερ, η δεκαετία του είκοσι, χαρακτηρίστηκε από μια –όχι και πολύ μεγάλη– παρέα που συναντιόταν σχεδόν κάθε μεσημέρι για γεύμα στο ξενοδοχείο «Αλγκόνκιν» της Νέας Υόρκης, στο ίδιο πάντα στρογγυλό τραπέζι: οι μόνιμοι ήταν οι συγγραφείς Ρόμπερτ Μπέντσλεϊ και Ρόμπερτ Σέργουντ, ο ιδρυτής του New Yorker Χάρολντ Ρος, ο Χάρπο Μαρξ, και φυσικά, η Ντόροθι Πάρκερ. Ήταν ο «Φαύλος Κύκλος», που, με τη συνοδεία σεβαστών ποσοτήτων αλκοόλ, τα μέλη του σκοπό είχαν να ανταλλάσσουν πνευματώδη σχόλια σε αστρονομικές ταχύτητες. Η παρέα αυτή υπήρξε για καιρό μια πραγματική ατραξιόν της πόλης: οι άνθρωποι έστηναν αυτί, σημείωναν (όσο προλάβαιναν) ό,τι άκουγαν, και συχνά μέρος των διαλόγων ή των σχολίων εμφανίζονταν την επομένη στις εφημερίδες. Αξέχαστη, για παράδειγμα, είχε μείνει η ατάκα της Πάρκερ, όταν κάποιος ανέφερε ότι ο παροιμιωδώς χαμηλών τόνων και λιγομίλητος Αμερικανός πρόεδρος Κάλβιν Κούλιτζ είχε μόλις πεθάνει: «Και πώς το κατάλαβαν;»
Η δεκαετία του ’20 της επιφύλαξε επίσης ένα βραβείο Ο’Χένρι για το διήγημά της «Big Blonde» το 1929, μεγάλη εμπορική επιτυχία στις ποιητικές της συλλογές, δύο γάμους, ένα διαζύγιο, κάμποσες σύντομες σχέσεις, μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη («Καλά να πάθω, αφού έβαλα όλα μου τα αυγά στο ίδιο καθήκι»), μια έκτρωση, μια κρίση βαριάς κατάθλιψης και την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Το δαιμονιώδες χιούμορ της είχε κι αυτό ένα κρυφό τίμημα.
Προς τα τέλη της δεκαετίας, άρχισε να ενδιαφέρεται πιο πολύ για την πολιτική. Επίσης, μετακόμισε στην Καλιφόρνια και εργάστηκε για λίγο στο Χόλιγουντ ως σεναριογράφος, με αρκετή επιτυχία: το 1937 προτάθηκε για Όσκαρ σεναρίου για το Ένα αστέρι γεννιέται. (Αδυνατώ να καταπνίξω τη σκέψη τού πόσο ιδανική θα ήταν η Πάρκερ ως σεναριογράφος σύγχρονων σειρών.) Το 1950, το όνομά της συμπεριλήφθηκε στη Μαύρη Λίστα των «κομουνιστών» του Χόλιγουντ, οπότε και αυτή η καριέρα της, για την οποία επίσης έτρεφε, αντιφατικά αισθήματα, έληξε. Επέστρεψε στη Νέα Υόρκη – και σχεδόν εξαφανίστηκε, με εξαίρεση κάποιες βιβλιοκριτικές στο Esquire και σποραδικές συμμετοχές σε ραδιοφωνικές εκπομπές.
Η Ντόροθι Πάρκερ πέθανε στη Νέα Υόρκη, μόνη, στις 7 Ιουνίου του 1967. Κληροδότησε όλη της την περιουσία στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Οι στάχτες της μετακόμιζαν σε διάφορα ντουλάπια επί 17 χρόνια, ώσπου επιτέλους να ενταφιαστούν στη γενέτειρά της, με το δικό της σχόλιο στην επιτύμβια πλάκα: «Συγγνώμη για τη σκόνη».
Αντί επιλόγου, θέλω (και θα το κάνω!) να κλείσω με το αγαπημένο μου ποίημα της Πάρκερ (που ελάχιστα, δυστυχώς, έχει μεταφραστεί):
Καταφύγιο
Η χώρα μου άδεια από ψιθύρους χαρωπούς
Τα σύννεφα όλες τις κορφές τις έχουν θάψει.
Κι είν’ ο αέρας της γλυκός απ’ τους καπνούς
Της κάθε γέφυράς μου που ’χω κάψει.

(μτφ. Μ.Ζ.)


Δεν υπάρχουν σχόλια: